Αριθμός 151/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα, E.T.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ των:
Α\ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Μιχαήλ Πατεράκη (με δήλωση, κατ’άρθρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας …………. εκπροσωπήθηκε, δε, από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο, Θεοδόσιο Τσιβόλα (με δήλωση, κατ’άρθρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) Εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε, δε, από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο, Χρίστο Καραμπάγια (με δήλωση κατ’άρθρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β’. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Aσφαλιστικής εταιρείας ………….. εκπροσωπήθηκε, δε, από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Χρίστο Καραμπάγια (με δήλωση κατ’άρθρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Μιχαήλ Πατεράκη (με δήλωση κατ’άρθρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η πρώτη εκ των υπό στοιχ. Α’εφεσιβλήτων την από 23-6- 2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2016) αγωγή και β) ο υπό στοιχ.Α’ εκκαλών- Β’ εφεσίβλητος την από 31-8-2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ……/2016) παρεμπίπτουσα αγωγή και προσεπίκληση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1583/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την κύρια (υπό στοιχ.α ως άνω) αγωγή και δέχθηκε την παρεμπίπτουσα (υπό στοιχ.β ως άνω) αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α)ο εναγόμενος-παρεμπιπτόντως ενάγων-προσεπικαλών και ήδη υπό στοιχ. Α’ εκκαλών- Β’ εφεσίβλητος με την από 15-11-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2019 έφεσή του και β)η καθ’ης η παρεμπίπτουσα αγωγή και ήδη δεύτερη εκ των υπό στοιχ.Α’ εφεσιβλήτων-Β’ εκκαλούσα με την από 28-11-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……/2019) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 15-11-2018, με αριθμ. κατάθ. ………./2019 έφεση του …….. κατά : )της εδρεύουσας στην Αθήνα και νόμιμα εκπροσωπούμενης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και Β) η από 28-11-2018 με αριθμ.κατάθ………/2019 έφεση της εδρεύουσας στο ……… και νόμιμα εκπροσωπούμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………» κατά του …………. Οι εφέσεις αυτές, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1583/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω, υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα εκάστης των ως άνω εφέσεων το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικασθούν, κατά τα ανωτέρω.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολ.Δ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (αρθ. 117, 118 ΚΠολ.Δ.), πρέπει να περιέχει επί πλέον : α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα. Εξάλλου, η μεν ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, που υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που κατά νόμο θεμελιώνουν την ασκούμενη αξίωση, ελέγχεται αναιρετικώς ως παραβίαση από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολ.Δ., σε συνδυασμό προς τον αριθμό 8 του ιδίου άρθρου, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του ουσιώδη ισχυρισμό, μη διαλαμβανόμενο στην ιστορική βάση της αγωγής, η δε νομική αοριστία της, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. αν το δικαστήριο της ουσίας για την κρίση του ως προς την νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε λιγότερα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2496 της 14/16.5.1997 (Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις) συνάγεται ότι ο ασφαλιστής, που αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δήλωση περί μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, αποδοχή τέτοιας δήλωσης ή ανακοίνωση περί αυτής προς τον τρίτο. Η υποκατάσταση αυτή έχει χαρακτήρα εκχωρήσεως εκ του νόμου. Συνεπώς, ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και, επομένως, η κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς. Για την πληρότητα της εν λόγω αγωγής ο ασφαλιστής αρκεί να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκαταστάσεως και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, καθώς και την προέλευση αυτής, εφόσον δε αυτή προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά, της μεταξύ του ασφαλισμένου του και του τρίτου αντισυμβαλλομένου αυτού, την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και τους όρους αυτής που παραβιάσθηκαν από πταίσμα του ίδιου ή των αντιπροσώπων του ή των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, και προκάλεσαν την ζημία του ασφαλισμένου του, κατά την έννοια των άρθρων 330 και 334 του ΑΚ.(ΑΠ 763/2014).
Όταν μία σύμβαση πώλησης συνδέεται με περισσότερες έννομες τάξεις, το δίκαιο που διέπει την πώληση αυτή προσδιορίζεται κατ’ αρχήν από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Προκειμένου όμως να διευκολύνονται τα συμβαλλόμενα μέρη, υπεγράφη -μετά μακρές διαπραγματεύσεις- στη Βιέννη στις 11.4.1980 στη Βιέννη στις 11.4.1980 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών “για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων” (στο εξής: Σ.Β.), τέθηκε σε ισχύ την 1.1.1988 και έχει ήδη καταστεί εσωτερικό δίκαιο σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα με τον ν. 2532/1997, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1.2.1999 και υπερισχύει των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου (άρθρο 28 παρ. 1 Σ/1975). Η ως άνω Σύμβαση ανήκει στην κατηγορία εκείνη των διεθνών συμβάσεων που θέτουν δίκαιο και, μάλιστα, στην υποκατηγορία των άμεσα εκτελεστών συμβάσεων. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Σ.Β. δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (βλ. άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σ.Β. ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα “optingout”, Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 58). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σ.Β., κατά τις οποίες αυτή έχει εφαρμογή σε συμβάσεις πωλήσεως ή προμήθειας κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν κατά τον χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων την εγκατάστασή τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, κατά το άρθρο 10 στοιχ. β’) σε διαφορετικά κράτη, εφόσον αυτά είναι “συμβαλλόμενα κράτη” (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006:1108). Κατά τα άρθρα 66 και 67 § 1 της Συμβάσεως αυτής (που ενδιαφέρουν εδώ και που εντάσσονται στο κεφάλαιο IV «Μετάθεση του κινδύνου»), «η απώλεια ή βλάβη των κινητών πραγμάτων μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωσή του να πληρώσει το τίμημα, εκτός αν η απώλεια ή βλάβη οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του πωλητή» και «αν η σύμβαση πώλησης προβλέπει μεταφορά των κινητών πραγμάτων και ο πωλητής δεν είναι υποχρεωμένος να τα παραδώσει σε ορισμένο τόπο, ο κίνδυνος μετατίθεται στον αγοραστή, όταν τα πράγματα παραδίδονται στον πρώτο μεταφορέα, προκειμένου να διαβιβασθούν στον αγοραστή, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης. Αν ο πωλητής είναι υποχρεωμένος να παραδώσει τα πράγματα σε μεταφορέα σε ορισμένο τόπο, ο κίνδυνος μετατίθεται στον αγοραστή μόνον όταν τα πράγματα παραδοθούν στο μεταφορέα σε αυτόν τον τόπο. Το γεγονός ότι ο πωλητής είναι τυχόν εξουσιοδοτημένος να διατηρήσει τα παραστατικά έγγραφα των πραγμάτων δεν επηρεάζει τη μετάθεση του κινδύνου». Παρατηρείται όμως ότι οι εμπορικές συνήθειες, οι οποίες έχουν κωδικοποιηθεί με τον όρο Incoterms (βλ. την τελευταία κωδικοποίηση που ετέθη σε ισχύ από 1.1.2000) από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce) και οι οποίες είτε έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων (άρθρο 9 § 1 της Σ.Β.) είτε εφαρμόζονται σιωπηρά μεταξύ αυτών και μάλιστα κατά τεκμήριο, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρόκειται για εμπορικές συνήθειες ευρέως διαδεδομένες, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν (άρθρο 9 § 2 της Σ.Β.), εκτοπίζουν την ανωτέρω εκτιθέμενη ρύθμιση του κινδύνου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλες τις διατάξεις της Σ.Β. (Καλ. Παντελίδου, Ζητήματα από την κατανομή του κινδύνου…, ΧρΙΔ Β/2002:97-98, Δ. Φλάμπουρα-Γ. Πετρόχειλου, Η Σ.Β. για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων, όπως ερμηνεύεται από τα διαιτητικά δικαστήρια, ΕΕμπΔ 2000:47). Με τη ρήτρα π.χ. CPT (CarriagePaidTo), κατά την οποία ο πωλητής καταρτίζει τη σύμβαση μεταφοράς και είναι υποχρεωμένος να παραδώσει τα πωλούμενα πράγματα στο μεταφορέα ή στον πρώτο μεταφορέα, το χρονικό σημείο μεταθέσεως του κινδύνου είναι αυτό της παραδόσεως (βλ. Φλάμπουρα, Οι κανόνες του Διεθνούς Εμπ. Επιμελητηρίου για τη Διεθνή Εμπορική Πώληση, ΔΕΕ 2000:268, ο ίδιος, Πρακτικά ζητήματα που γεννώνται από τη μετάθεση του κινδύνου κατά τη Σ.Β., Συνήγορος, Απρ.-Μάιος 1998 σ. 27). Μόνη όμως η μετάσταση του κινδύνου των μεταφερομένων πραγμάτων στον αγοραστή τους, κατά την προαναφερόμενη έννοια, ως αποτέλεσμα έχει την υποχρέωση αυτού να πληρώσει το τίμημα, χωρίς όμως και να συνεπάγεται η πλασματική παράδοση των πραγμάτων τη μεταβίβαση της κυριότητάς τους στον ίδιο τον αγοραστή, διότι για την κτήση της κυριότητας, εκτός από τη σχετική συμφωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή και την πλασματική παράδοση των πωληθέντων πραγμάτων με τη φόρτωση των πραγμάτων στο μεταφορικό μέσο προς αποστολή, απαιτείται και η μετάθεση της νομής τούτων στον τελευταίο, με την παράδοση σ’ αυτόν των φορτωτικών εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 978 του ΑΚ (βλ. ΕφΘεσ 553/2008 Αρμ 2010:367, ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47[2006]:591).
Εξ άλλου, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 12, 13 § 1 εδάφ. β’ και 17 § 1 της από 19 Μάϊου 1956 υπογραφείσης Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 5-7-1976 πρωτόκολλο της Γενεύης [που κυρώθηκε με τον Ν. 1533/1986] και ως εκ τούτου υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως Νόμου κατά το άρθρο 28 § 1 ισχύοντος Συντάγματος, συνάγεται ότι επί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων, η οποία διεξάγεται οδικώς με οχήματα επ’ αμοιβή σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής των, εκ των οποίων μία τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα στην άνω Διεθνή Σύμβαση, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων, η σύμβαση μεταφοράς επιβεβαιώνεται με τη σύνταξη του δελτίου παραδόσεως, το οποίο εκδίδεται σε τρία αντίγραφα, που υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα. Το πρώτο από αυτά παραδίδεται στον αποστολέα, το δεύτερο συνοδεύει τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από τον μεταφορέα. Ο αποστολέας έχει δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα, ζητώντας από το μεταφορέα (ενδεικτικά:) να σταματήσει τη διαμετακόμισή τους, να αλλάξει τον τόπο της παραδόσεώς τους ή και να τα παραδώσει σε άλλον παραλήπτη, διαφορετικόν από τον αναφερόμενο στο ως άνω δελτίο παραδόσεως αυτών. Το δικαίωμα όμως αυτό του αποστολέα παύει να υφίσταται, όταν το δεύτερο ως άνω αντίγραφο του δελτίου παραδοθεί στον παραλήπτη των εμπορευμάτων ή όταν ο ίδιος ο παραλήπτης τους ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 της Συμβάσεως. Σύμφωνα με αυτή, μετά την άφιξη των εμπορευμάτων στον τόπο παραδόσεώς των, ο παραλήπτης δικαιούται να ζητήσει από το μεταφορέα να του παραδώσει το δεύτερο αντίγραφο του ως άνω δελτίου καθώς επίσης και τα εμπορεύματα. Αν η απώλεια των εμπορευμάτων διαπιστωθεί ή αν αυτά δεν φθάσουν μετά τη λήξη του προβλεπομένου από το άρθρο 19 της Συμβάσεως χρονικού διαστήματος [δηλ. όταν δεν παραδοθούν εντός του συμφωνημένου χρονικού ορίου ή, σε περίπτωση μη υπάρξεως τέτοιας συμφωνίας, εντός του χρόνου που κρίνεται εύλογος για μια παρόμοια επιμελή μεταφορά] ο παραλήπτης δικαιούται να ασκήσει επ’ ονόματί του κατά του υπαίτιου μεταφορέα οποιαδήποτε δικαιώματα προκύπτουν από τη σχετική σύμβαση μεταφοράς. Συνάγεται λοιπόν: α) ότι αυτός που έχει το κατά το άρθρο 12 § 1 δικαίωμα της διαθέσεως των εμπορευμάτων είναι ο φορέας της αξιώσεως για αποζημίωση, λόγω απώλειας ή βλάβης αυτών, β) ότι το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο δηλ. νομιμοποιεί ενεργητικώς τον ζημιωθέντα να στραφεί κατά του μεταφορέα και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του, αποκτά ο παραλήπτης των πραγμάτων, αν ο αποστολέας αυτών προβεί σε σχετική προς τούτο εγγραφή στο δελτίο παραδόσεως αυτών, ή εάν, μετά την άφιξη αυτών ή τη διαπίστωση της απώλειάς τους (ή της βλάβης τους), ασκήσει ο ίδιος τα από το άρθρο 13 της CMR παρεχόμενα, ως άνω ακριβώς αναφέρθηκαν, δικαιώματά του, γ) το γεγονός ότι η πώληση των πραγμάτων, τα οποία παραδόθηκαν για την μεταφορά τους προς τον αγοραστή αυτών, ως παραλήπτη τους, με σχετική δηλαδή σύμβαση, διεπόμενη από τις διατάξεις της CMR, που συνήψε ο πωλητής ως αποστολέας αυτών, ήταν πώληση, διεπόμενη από την ρήτρα CIF – ώστε ο κίνδυνος να έχει μεταστεί από την παράδοση για μεταφορά των εμπορευμάτων στον αγοραστή (παραλήπτη) αυτών – δεν σημαίνει, γι’ αυτό και μόνο το λόγο (και αναγκαστικώς) ότι απέκτησε ο αγοραστής [είτε συμπίπτει το πρόσωπο αυτό και με τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, είτε και όχι] το δικαίωμα της διαθέσεως αυτών των πραγμάτων, χωρίς και την συνδρομή των αμέσως πιο πάνω καθοριζόμενων όρων και προϋποθέσεων. Αντιθέτως, το ιδιαίτερο αυτό δικαίωμα της άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής σε χρήμα, εκ μέρους του αποστολέα των μεταφερόμενων εμπορευμάτων εκπηγάζει από το γεγονός ότι αυτός ο ίδιος, έχοντας συμβληθεί προς τούτο με τον μεταφορέα, βάσει της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 12 § 1 της CMR, έχει εντεύθεν και εκ του νόμου (ex lege), το δικαίωμα της διαθέσεως των εμπορευμάτων (βλ. ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:590, ΕφΑΘ 5758/2003 αδημ.).
Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 1 § 1, 3, 4, 17 §§ 1, 2, 18 § 1, 28, 29, 30 § 1 και 34 της εν λόγω Συμβάσεως προκύπτει ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια και την βλάβη των εμπορευμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ του χρόνου καθ’ ον παρελήφθησαν τα εμπορεύματα προς μεταφορά και του χρόνου παραδόσεώς των, ως επίσης και για οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παράδοση (ΑΠ 998/2002 ΕλλΔνη 44:1332, ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:587, ΕφΑΘ 4300/2006 ΕλλΔνη 48:591). Η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική και συνεπώς ο τελευταίος απαλλάσσεται αυτής εάν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ως άνω απώλεια, βλάβη ή καθυστέρηση των μεταφερομένων εμπορευμάτων οφείλεται σε ένα από τα αναγραφόμενα στις §§ 2 και 4 του άρθρου 17 της CMR αίτια. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, κατά την § 2 του ως άνω άρθρου, και οσάκις η απώλεια ή η βλάβη των μεταφερομένων εμπορευμάτων ή η καθυστέρηση στην παράδοσή τους προήλθε λόγω των συνθηκών, τις οποίες ο μεταφορέας ή εκείνος που είχε προστηθεί από αυτόν δεν μπορούσε να αποφύγει και τις συνέπειες των οποίων δεν μπορούσε να προλάβει, ακόμη και αν επιδείκνυε τον κατά τις περιστάσεις υψηλότερο βαθμό επιμέλειας. Επομένως, από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 17 §§ 1 και 2 και 18 § 1 CMR, ρυθμίζουσες κατά τρόπον αποκλειστικό το θέμα απαλλαγής του μεταφορέα από την ευθύνη του δια την απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων εμπορευμάτων, συνάγεται ότι αυτός τότε μόνον απαλλάσσεται, εάν αποδείξει ότι η απώλεια ή βλάβη έλαβε χώρα υπό συνθήκες ασυνήθιστες που ο ίδιος ή εκείνος που είχε προστηθεί από αυτόν δεν θα μπορούσε να αποφύγει, ούτε να προλάβει τις συνέπειες, ακόμη και αν επεδείκνυε τον κατά τις περιστάσεις υψηλότερο βαθμό επιμελείας (ΑΠ 1518/2001 ΕλλΔνη 44:1619, ΑΠ 826/2004 ΕλλΔνη 45:1656, ΕφΘεσ 730/2005 ΕΕμπΔ ΝΣΤ 528, ΕφΑΘ 4300/2006 ένθ’ ανωτ.). Οπως ορίζει περαιτέρω το άρθρο 28 § 1 της άνω διεθνούς συμβάσεως, ο μεταφορέας δεν θα δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων της Συμβάσεως οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της αποδείξεως, εάν η ζημία προκλήθηκε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης αυτού, ή λόγω τέτοιας παράλειψής του η οποία, σύμφωνα με την νομοθεσία του Δικαστηρίου που έχει την δικαιοδοσία της υποθέσεως, θεωρείται ως ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση από μέρους του.
Κατά την έννοια της άνω διατάξεως η «ηθελημένη κακή διαχείριση» αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρότερη της έννοιας του δόλου, αμέσου ή εμμέσου. Διαφοροποιείται όμως και από την έννοια της βαρείας αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο, δε, διότι, ενώ στην μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικούς, στην ηθελημένη κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαίως η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσης του μεταφορέα, ο οποίος γνωρίζει ότι η ενέργεια του ή η παράλειψη του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση», ως μορφή πταίσματος, περιλαμβάνει, εκτός από δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και την συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επελεύσεως του ζημιογόνου αποτελέσματος για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 39:367=ΝοΒ 46:941, ΑΠ 1715/2007 ΕλλΔνη 48:1419, ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:590, ΕφΛαρ 157/2009 ΕπισκΕΔ 2010:506).
Με την από 23-6-2016 (με αριθμ. κατάθ………./2016 κύρια αγωγή, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ιστορούσε ότι η εταιρεία “…………..”, η οποία εδρεύει στην ….. Φθιώτιδας, πώλησε στην αλλοδαπή εταιρεία «………» (“………….”), η οποία εδρεύει στη ………. της Ιταλίας, συγκολλητικές ταινίες βιομηχανικού τύπου, καθαρού βάρους 19.581 χιλιόγραμμων, αντί τιμήματος 66.896,82 €. Ότι η πωλήτρια εταιρεία ανέθεσε στον εναγόμενο την οδική μεταφορά των ως άνω εμπορευμάτων, με δικό του όχημα, από τις αποθήκες της “……..” στην …… μέχρι τις αποθήκες της αγοράστριας εταιρείας στη ………….. Ιταλίας. Ότι δυνάμει του αναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο είχε καταρτισθεί μεταξύ της πωλήτριας εταιρείας και της ενάγουσας, η τελευταία είχε ασφαλίσει την οδική μεταφορά των ως άνω εμπορευμάτων έναντι όλων των κινδύνων εκ της μεταφοράς, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον τόπο παραλαβής τους μέχρι τον τόπο παράδοσής τους. Ότι τα εμπορεύματα, τα οποία ο μεταφορέας παρέλαβε προς παράδοση στις 30-11-2014, υπέστησαν ολική καταστροφή, στις 2-12-2014, λόγω πυρκαγιάς, καθώς το όχημα που τα μετέφερε ανεφλέγη έμφορτο με τα ανωτέρω εμπορεύματα, ενώ εκινείτο επί της ΕΟ Ναυπάκτου-Ιτέας, στο ύψος της 25ης χιλιομετρικής θέσης, στην Τοπική Κοινότητα Γλυφάδας Δήμου Δωρίδας Ν. Φωκίδας. Ότι η αξία των ως άνω κατεστραμμένων εμπορευμάτων ανέρχεται στο ποσό των 66.896,82 €, το οποίο, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής αγοράς, υπολογίζεται με αναφορά προς την αξία των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο αυτά έγιναν δεκτά προς μεταφορά, ήτοι, στην πόλη ………….. Φθιώτιδας, στις 30-11-2014. Ότι αυτή (ενάγουσα) κατέβαλε στις 7- 1-2016, στην πωλήτρια εταιρεία το ποσό των 66.896,82 €, ως ασφάλισμα πλέον ποσοστού 10%, αφαιρουμένου του ασφαλιστικώς ακάλυπτου ποσού των 300,00 €, ήτοι το ποσό των 73.286,50 ευρώ και, έτσι, υποκαταστάθηκε στην κατά του εναγομένου αξίωση της ως άνω ασφαλισμένης της προς αποκατάσταση της ζημίας της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και επικουρικώς περί αδικοπρακτικής ευθύνης, να της καταβάλει το ποσό των 73.286,50 €, ως αποζημίωση για την ολική απώλεια των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, νομιμοτόκως από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας (2-12-2014), άλλως από την ημερομηνία καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης (7-1-2016), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Με την από 31-8-2016 παρεμπίπτουσα αγωγή και προσεπίκληση, ο κυρίως εναγόμενος-παρεμπιπτόντως ενάγων ιστορούσε ότι έχει συνάψει την αναφερόμενη σύμβαση ασφάλισης των υπ’αυτού μεταφερόμενων φορτίων με την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, συμπεριλαμβανομένου του επελθόντος κινδύνου και ζητούσε από την τελευταία να παρέμβει υπέρ του στην μεταξύ των κυρίων διαδίκων δίκη και σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής σε βάρος του, να υποχρεωθεί η υπ’αυτού εναγόμενη να του καταβάλει, νομιμότοκα, οποιοδήποτε ποσό θα υποχρεωνόταν ο ίδιος να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την κύρια και την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, α)δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 66.896,82 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και β) δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρέωσε την παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα-ασφαλισμένο της το ως άνω ποσό των 66.896,82 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής εκ μέρους του ενάγοντος.
Αναφορικά με την κύρια αγωγή, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απεφάνθη ότι για την εκδίκασή της, που, όπως, ορθά, έκανε δεκτό, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισήχθη ενώπιον του, είχε διεθνή δικαιοδοσία, με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και τον τόπο διαμονής και την έδρα των εργασιών του εναγόμενου (……….. Αττικής), κατ’εφαρμογήν των άρθρων 31 § 1 περ. α’ της Σύμβασης της Γενεύης για τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων (CMR), που υπογράφηκε στις 19/05/1956 και κυρώθηκε με τον Ν. 559/1977 (ΦΕΚ Α’ 78/12.03.1977), όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 05/07/1976 πρωτόκολλο της Γενεύης, που κυρώθηκε με τον Ν. 1533 της 19/19.03.1985 (ΦΕΚ A 45) και των άρθρων 3 § 1, 4, 7, 9 εδ. α’, β’, γ’, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του εναγόμενου περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, άλλως αναρμοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης CMR (Ν. 559/1977), η οποία κατισχύει, σε κάθε περίπτωση, των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 71 του εν λόγω Κανονισμού: “Ο παρών Κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις, στις οποίες τα κράτη μέλη είναι μέρη και οι οποίες σε ειδικά θέματα ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία […]”. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 31 § 1 περ. α’ της Σύμβασης της Γενεύης για τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων (CMR) “Επί δικαστικών ενεργειών επί μεταφοράς δυνάμει της παρούσης συμβάσεως, ο ενάγων δύναται να εγείρει αγωγήν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου συμβαλλομένης χώρας οριζομένου βάσει συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων και, επιπροσθέτως, ενώπιον των δικαστηρίων χώρας εις την επικράτειαν της οποίας α) ο εναγόμενος διαμένει συνήθως, ή έχει την έδραν των εργασιών του ή το υποκατάστημα ή πρακτορείον, μέσω του οποίου εγένετο το συμβόλαιον της μεταφοράς […]”. Πράγματι, μετά από την κύρωση της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης (Ν. 559/1977), κάθε οδική μεταφορά εμπορευμάτων από και προς την Ελλάδα διέπεται υποχρεωτικώς από τις διατάξεις της εν λόγω διεθνούς σύμβασης, οποιαδήποτε εθνικότητα ή τόπο κατοικίας και αν έχουν οι συμβαλλόμενοι και οπουδήποτε και αν βρίσκεται ο τόπος σύναψης της σύμβασης μεταφοράς ή ο τόπος προορισμού ή φόρτωσης των πραγμάτων (βλ. Α. Καλαντζής, Το δίκαιο των μεταφορών, 1994. σελ. 38 επ.). Εξάλλου, ο προαναφερθείς Κανονισμός 44/2001 εισάγει, ούτως ή άλλως, γενική διάταξη περί εναγωγής, καταρχήν, στον τόπο κατοικίας του εναγομένου (βλ. άρθρο 2 παρ.1: «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους»), κατ’ εξαίρεση, δε, δυνατότητα εναγωγής, και’ επιλογήν και σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των άρθρων 5 επ.. Στην παρούσα υπόθεση, όμως, δεν τίθεται ζήτημα εναγωγής (κατόπιν ελεύθερης επιλογής) σε άλλο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η ασκηθείσα κύρια αγωγή ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπου ευρίσκεται η έδρα του εναγόμενου μεταφορέα (ήτοι, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Εξάλλου, πέραν των προαναφερθέντων: (α) η ένδικη σύμβαση διεθνούς οδικής μεταφοράς CMR μεταξύ της ασφαλισμένης στην ενάγουσα της κύριας αγωγής εταιρείας (γραφείο Αθηνών, ….. .) και του εναγόμενου της κύριας αγωγής και ήδη, εκκαλούντος μεταφορέα, ο οποίος εδρεύει στον ……….., όπου και απεδέχθη την σχετική πρόταση για την κατάρτιση σύμβασης (μεταφοράς), κατ’ άρθρο 192 ΑΚ (βλ.ΕφΑΘ.3844/1999 ΕλλΔνη 41.1380), (β) ο τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων από τον εναγόμενο μεταφορέα (……. Φθιώτιδος), άρα και ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του κατ’ άρθρ. 5 § 1 α του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, όσο και (γ)ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή, η πυρκαϊά του υπ’ αριθμ. ΕΚΒ-6857 – Ρ 38662 Δ.Χ. φορτηγού και η ανάφλεξη/καταστροφή των μεταφερομένων εμπορευμάτων, ήτοι, ο Δήμος Δωρίδας του Νομού Φωκίδας, βρίσκονται στην ημεδαπή. Ορθά, επομένως, απεφάνθη, κατά τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, ορθά την αγωγή, ως ορισμένη και στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1 εδ.α’, 3, 4, 9 παρ.1, 17 παρ.1, 3, 4, 23 παρ.1,2, 4, 25 παρ.1, 2 περ.α’, 27 παρ.1, 28 παρ.1, 29 παρ.1, 30 παρ.1, 5 της CMR, 1, 11, 14 παρ.1, 20, 33 παρ.2 και 4 τουΝ.2496/1997, 102 του Δ.της 19.04/01.05.1835 «Περί του Εμπορικού Νόμου», 2 του Β.Δ. της 02/14-5- 1835 «Περί αρμοδιότητας Εμποροδικείων», 25 εδ.β’, 26, 287 εδ.α’, 297 εδ.α’, 297 εδ.α’, 298 εδ.α’, 330, 340, 345, 346-όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 2 και 113 του Ν.4055/2012-, 455, 458, 460, 462, 469, 488, 681, 914, 922 ΑΚ, αφού αναφέρονταν στην αγωγή όλα τα στη νομική σκέψη αναφερόμενα στοιχεία που κατά νόμο θεμελίωναν την ασκούμενη μ’ αυτήν αξίωση της ενάγουσας, χωρίς να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία για τη νομική βασιμότητα της αγωγής, απ’ αυτά που απαιτούν οι προαναφερόμενες διατάξεις που εφάρμοσε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας που περιλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Β’έφεσής της.
Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α’έφεσής του, ο εκκαλών μεταφορέας διατείνεται ότι κατά παράβαση του νόμου και κατά πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, η εκκαλουμένη απόφαση δεν έκανε δεκτή την επικουρικώς και, υπό την αίρεση απόρριψης της ένστασης που πρόβαλε περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, προταθείσα απ’αυτόν, ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, άλλως, του αιτήματος του περί απόρριψης της κύριας αγωγής, ως ουσία αβάσιμης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτά τα εξής: “Το προβαλλόμενο από τον εναγόμενο ότι η σύμβαση οδικής μεταφοράς εμπεριείχε τον όρο CIF, συνεπώς είχε μετατεθεί ο κίνδυνος στην αγοράστρια, η οποία είναι και η δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν αποδείχθηκε”. Στην προκειμένη περίπτωση, πράγματι δεν αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε ο διεθνής εμπορικός όρος (Incoterm) “CIF” (Cost, Insurance, Freight) μεταξύ της πωλήτριας/αποστολέως των εμπορευμάτων, εταιρείας, ……. και της αγοράστριας/παραλήπτριας των εμπορευμάτων εταιρείας, …………, όπως αναληθώς διατείνεται ο εκκαλών. Τούτο προκύπτει τόσο από το νόμιμα προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Α’έφεσής, ασφαλιστική εταιρεία, υπ’ αριθμ. ……/30.11.2014 τιμολόγιο πώλησης των εμπορευμάτων, όσο και από το αντίστοιχο υπ’αριθμ. ………./30.11.2014 δελτίο αποστολής των εμπορευμάτων, που εξέδωσε η πωλήτρια/αποστολέας εταιρεία. Εξάλλου, ο όρος “CIF” δεν αναγράφεται ούτε στα αποδεικτικά της μεταφοράς έγγραφα και δη, στη νόμιμα προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη, υπ’ αριθμ. …../30.11.2014 «καθαρή» φορτωτική CMR ή στο συνοδευτικό έγγραφο μεταφοράς CMR. Ενόψει αυτών, δεδομένου ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε αντίστοιχος όρος στο πλαίσιο της ένδικης πώλησης των μεταφερομένων εμπορευμάτων, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί μετάστασης του κινδύνου από τον πωλητή στον αγοραστή, λόγω υπάρξεως όρου “CIF” πρέπει, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν να απορριφθεί, όπως και ο στον ισχυρισμό αυτό στηριζόμενος δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσής του.
Κατά συνέπεια, τόσο την εξουσία διάθεσης, όσο και τον κίνδυνο, στο πλαίσιο της ένδικης διεθνούς μεταφοράς των εμπορευμάτων, έφερε αποκλειστικώς (κατ’ άρθρα 12 § 1 CMR και 522 ΑΚ) η αποστολέας – πωλήτρια αυτών, ασφαλισμένη εταιρεία, ………….
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτός ο περί της ύπαρξης, στην προκειμένη περίπτωση, του διεθνούς εμπορικού όρου “CIF” [που αποτελεί και το μοναδικό θεμέλιο του σχετικού λόγου εφέσεως του εκκαλούντος περί μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή],γίνονται δεκτά τα εξής: Σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6, 12, 13 § 1 εδ. β και 17 § 1 της Σύμβασης, εφόσον ο τόπος παραλαβής και ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων (όπως καθορίζονται στην σύμβαση μεταφοράς) βρίσκονται σε δύο (2) διαφορετικές χώρες, απ’ τις οποίες η μία τουλάχιστον τούτων είναι και συμβαλλόμενη χώρα, η σύμβαση αυτή μεταφοράς επιβεβαιώνεται, με την σύνταξη του δελτίου παράδοσης,_το οποίο εκδίδεται σε τρία (3) αντίγραφα, που υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα. Το πρώτο εξ αυτών, παραδίδεται στον αποστολέα. Το δεύτερο συνοδεύει, τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από τον μεταφορέα. Στο πλαίσιο αυτό, ο αποστολέας έχει το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα ζητώντας ειδικότερα από τον μεταφορέα αυτών να αλλάξει τον τόπο παράδοσής τους ή και να παραδώσει τα εμπορεύματα σε άλλον παραλήπτη και όχι στον αναφερόμενο, στο ως άνω δελτίο παράδοσης αυτών. Το δικαίωμα αυτό του αποστολέα, παύει υφιστάμενο, μόνον όταν το δεύτερο ως άνω αντίγραφο του δελτίου παράδοσης των υπό μεταφορά εμπορευμάτων, παραδοθεί στον παραλήπτη τους ή όταν ο ίδιος, ο παραλήπτης αυτών ασκήσει τα δικαιώματά του, που του παρέχονται κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 13 § 1 CMR. Στο πλαίσιο αυτό, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων της διεθνούς Συμβάσεως CMR προκύπτει ότι εφόσον έχει προηγηθεί τυχόν πώληση των πραγμάτων (διεπόμενη από τον όρο CIF) τα οποία παραδόθηκαν προς μεταφορά, διεπόμενη από τις διατάξεις της CMR, που συνήψε ο πωλητής, ως αποστολέας αυτών, δεν σημαίνει γι’ αυτόν και μόνο το λόγο (και δη αναγκαστικώς) ότι απέκτησε ο αγοραστής (είτε συμπίπτει το πρόσωπο αυτό και με τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, είτε όχι), το δικαίωμα της διάθεσης αυτών (των πραγμάτων), χωρίς και την συνδρομή των αμέσως πιο πάνω καθοριζόμενων όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 13 § 1 CMR. Αντιθέτως, το ιδιαίτερο αυτό δικαίωμα της άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής σε χρήμα, εκ μέρους του αποστολέως των μεταφερόμενων εμπορευμάτων παράγεται (εκπηγάζει) από το γεγονός ότι, ο ίδιος αυτός, έχοντας συμβληθεί προς τούτο με τον μεταφορέα, βάσει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 12 § 1 της CMR, έχει συνακολούθως και δη και εκ του νόμου (exlege) εντεύθεν, το δικαίωμα της διάθεσης των εμπορευμάτων (βλ. Ad hoc ΕφΑΘ 5138/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos, ΕφΑΘ 5758/2003 ΕΜετΔ 2004.75 και συναφώς και Ολλανδικό Ακυρωτικό της 7.12.1973 (1974) E.T.L. 724 – Βελγικό Ακυρωτικό της 13.6.1980 (1980) Ε.Τ.Ι., 851, 852 – Εφετείο Βρυξελλών της 30.10.1975 (1976) E.T.L. 238 και Malcom A Clarke (London), Steven and Sons § 43). Στην προκειμένη περίπτωση, τα ένδικα εμπορεύματα, ουδέποτε παρεδόθησαν στον τελικό παραλήπτη (ήτοι, την Ιταλική εταιρεία ………), δεδομένου ότι το υπ’ αριθ. ……. – …….. Δ X. φορτηγό όχημα ανετράπη και ανεφλέγη στο 25ο χιλιόμετρο της Τοπικής Κοινότητας Γλυφάδας Δήμου Δωρίδας του Νομού Φωκίδας την 2-12-2014, ούτε αποδεικνύεται ότι παραδόθηκε οιοδήποτε έγγραφο μεταφοράς (και δη δελτίο παράδοσης CMR) στον τελικό παραλήπτη, όπως αναπόδεικτα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Κατά συνέπεια, κατά το χρονικό σημείο επέλευσης της ζημίας, ήτοι την 2-12-2014, οπότε συνέβη η πυρκαϊά του φορτηγού και η καταστροφή των μεταφερομένων εμπορευμάτων, το δικαίωμα διάθεσης των εν λόγω μεταφερομένων πραγμάτων κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων της CMR (0pa και το αντίστοιχο δικαίωμα άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του μεταφορέα), έφερε αποκλειστικώς η αποστολέας, στα δικαιώματα της οποίας υποκαταστάθηκε από της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία. Τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον εκκαλούντα στο πλαίσιο του εφετηρίου του, στερούνται βασιμότητας και κρίνονται απορριπτέα, όπως και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσής του.
Περαιτέρω, οι απαιτήσεις κατά του μεταφορέα παραγράφονται μετά από την παρέλευση ενός (1) έτους. Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής άρχεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 32 της CMR. Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης ή αλλοιώς αδικοπρακτικής ευθύνη: Η συμβατική ευθύνη ενδέχεται να συρρέει και με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα, αν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα. Η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση αδικοπραξίας ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 28 και 29 της CMR. Ειδικότερα : Κατά το άρθρο 28 της CMR, και όταν ακόμη δημιουργείται κατά του μεταφορέα θέμα εξωσυμβατικής ευθύνης του, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές γι’ αυτόν διατάξεις της CMR που προβλέπονται για τη συμβατική του ευθύνη και να αποκλείσει έτσι την αδικοπρακτική ευθύνη του. Μοναδική εξαίρεση, η περίπτωση που αποδεικνύεται ότι συντρέχει ηθελημένη κακή διαχείριση από την πλευρά του μεταφορέα (άρθρο 29 CMR). Έτσι, κατά το άρθρο 29 της CMR (περίπτωση ηθελημένης κακής διαχείρισης), ο μεταφορέας δεν δικαιούται να επωφεληθεί των ευνοϊκών διατάξεων της CMR που αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του, εάν η ζημία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης κακής διαχείρισής του ή παράλειψής του. Σε περίπτωση ηθελημένης κακής διαχείρισης :α) Ο μεταφορέας ευθύνεται εξωσυμβατικά σε πλήρη αποζημίωση, η οποία προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 του ΑΚ και περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος και β)οι απαιτήσεις κατά του μεταφορέα παραγράφονται μετά από την παρέλευση τριών (3) ετών. Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής άρχεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 32 της CMR. Έτσι, στην περίπτωση αξιώσεων από μερική απώλεια, βλάβη και καθυστέρηση η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παράδοσης των πραγμάτων (άρθρο 32 §1 περίπτωση α) ενώ σε περίπτωση ολικής απώλειας, τριάντα μέρες μετά από τη λήξη της συμφωνηθείσας προθεσμίας για παράδοση και αν δεν υπάρχει συμφωνημένο χρονικό όριο, εξήντα ημέρες από τότε που παρέλαβε ο μεταφορέας τα πράγματα προς μεταφορά (άρθρο 32 § 1 περίπτωση β) 2.Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η παραγραφή αρχίζει μετά από τρεις μήνες από την υπογραφή ή τη σύναψη της σύμβασης μεταφοράς. Η διακοπή και η αναστολή της παραγραφής ρυθμίζονται από τους κανόνες του κοινού δικαίου (δίκαιο δικάζοντος δικαστή), στο ελληνικό δίκαιο από τον ΑΚ. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση αναστολής της παραγραφής, λόγω αποστολής προς τον μεταφορέα εγγράφου απαιτήσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 32 § 2..Οι περιπτώσεις της διακοπής ή της αναστολής της παραγραφής ρυθμίζονται, όσον αφορά μεν τη διακοπή της παραγραφής από τα άρθρα 261 επ. ΑΚ, όσον αφορά, δε, την αναστολή της παραγραφής, πλέον του άρθρου 255 ΑΚ και από το άρθρο 14 παρ. 5 Ν. 2496/1997, κατά το οποίο: “Σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων”. Η διάταξη αυτή δεν έρχεται σε αντίθετη με την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση, καθόσον δεν εισάγει ρύθμιση διαφορετική από εκείνην, αλλά την συμπληρώνει σε θέμα το οποίο δεν ρυθμίζεται από αυτήν και είναι σύμφωνη τόσο προς το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, όσο και προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΑΠ 1092/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΕΕμπΔ 2015/97, ΑΠ 1657/2008).
Με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφέσής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση του νόμου και κατά πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, η εκκαλουμένη απόφαση δεν έκανε δεκτή την ένσταση παραγραφής που πρότεινε ο ίδιος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι τα ένδικα εμπορεύματα ουδέποτε παραδόθηκαν στον τελικό παραλήπτη, ούτε υπήρχε συγκεκριμένο συμφωνηθέν χρονικό όριο παράδοσης, ο χρόνος υπολογισμού της ενιαύσιος παραγραφής άρχεται από την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία κατά την οποία τα εμπορεύματα παρελήφθησαν από τον μεταφορέα, εν προκειμένω 60 ημέρες μετά από την 30-11-2014, ήτοι την 29-1-2015. Άρα, καταρχήν, η ενιαύσια παραγραφή συμπληρωνόταν την 30-1-2016 (άρθρο 32 § 1 περίπτ. β CMR). Πριν από τον χρόνο συμπλήρωσης της ενιαύσιος παραγραφής CMR, την 30-1-2016, και συγκεκριμένα την 7-1-2016, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ασφαλισμένης. Έτσι, η παραγραφή των αναγωγικών αξιώσεών της, ως ασφαλιστή, συμπληρωνόταν έξι μήνες μετά από την ημερομηνία της ασφαλιστική υποκατάστασής της, ήτοι έως την 8-7-2016 (άρθρο 14 § 5 Ν. 2496/1997). Ενόψει των ανωτέρω, η κύρια αγωγή αποζημίωσης ασκήθηκε (κατατέθηκε και επιδόθηκε στον εναγόμενο και ήδη, εκκαλούντα) την 28-6-2016 (βλ. την προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. ………..28-6-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………….) δηλαδή, πριν από την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (ήτοι, πριν από την 8-7-2016).
Από όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία χρησιμεύουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 335, 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), μερικά, δε, από αυτά μνημονεύονται κατωτέρω, ενδεικτικώς, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η εγκατεστημένη στην Ελλάδα (… Φθοιώτιδας) ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «……….» πώλησε στην αλλοδαπή εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» (“…….”), εδρεύουσα στη ………. Ιταλίας, συγκολλητικές ταινίες βιομηχανικού τύπου, καθαρού βάρους 19.581 χιλιογράμμων, αντί τιμήματος 66.896,82 €. Προς τούτο, η πωλήτρια εταιρεία ανέθεσε στον εναγόμενο μεταφορέα την οδική μεταφορά των ανωτέρω εμπορευμάτων από την αποθήκη της στην …… Φθοιώτιδας στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας εταιρείας στην Ιταλία. Πράγματι, στις 30-11-2014 τα εμπορεύματα παραδόθηκαν συσκευασμένα και φορτώθηκαν στο με αριθμό κυκλοφορίας ………….. (τράκτορας) ……… (επικαθήμενο τρέιλερ) ΔΧΦ όχημα κυριότητας εναγομένου. Με τη φόρτωση των εμπορευμάτων εξεδόθη νόμιμα, κατ’άρθρ. 5 παρ.1 του Ν.599/1977, σε τρία πρωτότυπα αντίτυπα, η υπ’ αριθμ. …../30-1 1-2014 φορτωτική CMR, στην οποία αναγράφονταν τα στοιχεία του άρθρου 6 § 1 της CMR, ήτοι τα στοιχεία του αποστολέα, του παραλήπτη και του κύριου μεταφορέα, η ημερομηνία παραλαβής του εμπορεύματος (30-11-2014), τα μεταφερόμενα εμπορεύματα (κατ’ είδος, ποσότητα και βάρος), ο αριθμός κυκλοφορίας του ΔΧΦ οχήματος καθώς και η δήλωση ότι η ως άνω μεταφορά υπόκειται, ασχέτως οιουδήποτε αντίθετου όρου, στις διατάξεις της CMR. Τελικώς, το υπ’αριθ………. Δ.Χ. φορτηγό όχημα, οδηγούμενο από τον ………….. (προστηθέντα του εναγομένου μεταφορέα) αναχώρησε, έμφορτο με τα ως άνω εμπορεύματα, από τις εγκαταστάσεις της πωλήτριας εταιρείας την 2.12.2014 με τελικό προορισμό πόλη ………. Ιταλίας, κατά τα ανωτέρω. Ωστόσο, κατά τη διαδρομή (περί ώρα 16:04 τηλ 2.12.2014) το ανωτέρω υπ’αριθ……….. Δ.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο (οδηγούμενο από τον προστηθέντα οδηγό του μεταφορέα, ………….), ενώ εκινείτο επί της Εθνικής Οδού Ναυπάκτου-Ιτέας, και συγκεκριμένα επί της 25ηζ χιλιομετρικής θέσης, στο ύψος της Τοπικής Κοινότητας Γλυφάδας Δήμου Δωρίδας του Νομού Φωκίδας. Ειδικότερα, ενώ το εν λόγω φορτηγό ήταν εν κινήσει, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο υπ’αριθ. ………….. ρυμουλκούμενο όχημα, με αιτία της πυρκαϊάς την τριβή των ελαστικών στο οδόστρωμα, την υπερθέρμανση και ανάφλεξη αυτών (βλ.με Α………… από 5-10-2015 αναφορά προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, σε συνδυασμό με την με αριθμ. ……./30-12-2015 έκθεση Πραγματογνωμοσύνηςτης εταιρείας Πραγματογνωμόνων «………….». Αποτέλεσμα, αιτιωδώς συνδεόμενο με την πυρκαίά ήταν η ολοσχερής καταστροφή των μεταφερόμενων (περιεχομένων στο ρυμουλκούμενο) εμπορευμάτων. Εξάλλου, τα περιεχόμενα εμπορεύματα πέραν των συντριπτικών αλλοιώσεων που υπέστησαν λόγω της εκθέσεως τους στις υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, υπέστησαν εν συνεχεία και αναπόφευκτη διαβροχή κατά την κατάσβεση της πυρκαγιάς από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Ναυπάκτου. Συμπερασματικώς, μετά από την ολοκλήρωση της κατάσβεσης της πυρκαγιάς, διαπιστώθηκε ότι το μεν υπ’αριθμ. ………… . Δ.Χ. όχημα έμφορτο με τα εμπορεύματα καταστράφηκε ολοσχερώς όπως, ωσαύτως καταστράφηκε ολοσχερώς, και ολόκληρο το φορτίο του, συνολικής αξίας66.896,82 ευρώ. Κατά συνέπεια, το (καταστραφέν) ένδικο φορτίο ουδέποτε παρεδόθη στον τελικό του προορισμό (Ιταλία).Τα ανωτέρω αποδεικνύονται πλήρως τόσο από το Βιβλίο Συμβάντων (της 2.12.2014) του Αστυνομικού Τμήματος Ευπαλίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Φωκίδας και την σχετική Έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου (με ημερομηνία συντάξεως την 3.12.2014, ώρα 8:57:26 μ.μ.) όσο και από την ως άνω, υπ’αριθ……../30.12.201 .Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης, της εταιρείας …………. Κατά συνέπεια, η αξία των εμπορευμάτων που καταστράφηκαν, στον τόπο και χρόνο της ζημίας, υπολογιζόμενη κατά τη συνήθη τιμή πραγμάτων του ιδίου γένους και της αυτής ποιότητας, ελλείψει τιμής χρηματιστηρίου ή τρέχουσας τιμής αγοράς, ανερχόταν στο ποσό της τιμολογιακής τους αξίας, όπως αυτή ήδη αναφέρεται προηγουμένως, ήτοι, στο ποσό των 66.896,82 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης ευθύνης (αντικειμενικής) του μεταφορέα προς αποζημίωση, καθώς, λόγω της ολοσχερούς καταστροφής των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, προκλήθηκε ζημία στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης διεθνούς οδικής μεταφοράς (άρθρο 17παρ.10ΜΡ). Η ένδικη ζημία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το προπεριγραφέν συμβάν (καταστροφή οχήματος και φορτίου εν κινήσει, λόγω πυρκαγιάς), που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της διεθνούς οδικής μεταφοράς και ανάγεται σε αποκλειστική (αντικειμενική) ευθύνη του εναγόμενου φορέα. Το γεγονός ότι το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποίησε ο εναγόμενος συντηρείτο κανονικά και πληρούσε τις τεχνικές διατάξεις, είχε υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο ΚΤΕΟ, δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη του να διατηρεί το όχημα κατάλληλο, να ελέγχει τακτικά τα ελαστικά του, προκειμένου να διαπιστώσει την αντοχή τους, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία αυτών, σε συνδυασμό με τις συνθήκες και τη συχνότητα της επαγγελματικής χρήσης αυτών, να αντικαθιστά τα παλαιά ή φθαρμένα ελαστικά του και να προβαίνει εν γένει σε ελέγχους με τακτική επισκόπηση του οχήματος και των ανταλλακτικών του, σε ρυθμούς ανάλογους με την επιβάρυνση του οχήματος εκ της επαγγελματικής του χρήσης, απορριπτομένων των ισχυρισμών του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος μεταφορέα ότι οποιαδήποτε άκρα επιμελή συμπεριφορά και αν επεδείκνυε, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί το επελθόν αποτέλεσμα της πυρκαϊάς, απορριπτομένου, έτσι και του συναφούς έκτου λόγου της υπό στοιχείο Α’έφεσής του. Συνεπώς, η πλημμελής λειτουργία του οχήματος και η ανάφλεξη των ελαστικών του, επέφεραν πράγματι την ολική καταστροφή των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, που έλαβε χώρα μετά την παραλαβή τους από τον εναγόμενο και ήδη, εκκαλούντα και τα οποία, λόγω της καταστροφής τους, δεν παραδόθηκαν ποτέ. Τα ως άνω περιστατικά θεμελιώνουν την κατ’ άρθρο 29 § 1 της CMR ηθελημένη κακή διαχείριση, αφού ο εναγόμενος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της μη τακτικής αντικατάστασης των ελαστικών του (σημειώνεται ότι δεν αναφέρει, ούτε προσκομίζει έγγραφο από το οποίο να προκύπτει πότε τοποθέτησε καινούρια ελαστικά στο όχημα, το έτος παραγωγής τους και πόσα χιλιόμετρα είχαν αυτά διατρέξει έως την ημερομηνία του συμβάντος), ενήργησε, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο, με τον οποίο διεξήγαγε τη μεταφορά (φθαρμένα ανταλλακτικά) επαυξανόταν ο κίνδυνος πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, ήτοι, πρόκλησης ατυχήματος και βλάβης του φορτίου κατά τη μεταφορά, χωρίς κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998 όπ. π.). Επομένως, εφόσον η ζημία προκλήθηκε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης εκ μέρους του εναγόμενου μεταφορέα, ο τελευταίος δεν δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων των άρθρων 17 §§ 2 και 4 περ. δ’ και 18 § 4 της CMR, οι οποίες αποκλείουν την ευθύνη του (άρθρο 29 της CMR, βλ. και ΑΠ 157/2008 Αρμ 2008 905, ΑΠ 205/2007 ΝοΒ 2007 1857, ΑΠ 479/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 767/2003 όπ. π., ΑΠ 270/2002 ΕΕμπΔ 2002 357, ΑΠ 1628/2001 ΕλλΔνη 2002 424).Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./17-1-2014 ασφαλιστηρίου συμβολαίου μεταξύ της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και της πωλήτριας εταιρείας “……………”, η πρώτη ανέλαβε να καλύψει τις ζημίες που θα προκαλούνταν από όλους τους κινδύνους (που δεν είχαν εξαιρεθεί), από τους οποίους απειλούνταν τα πράγματα που μεταφέρονταν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τη χώρα αποστολής (Ελλάδα) προς όλο τον κόσμο, δηλαδή τα πωλούμενα εμπορεύματά της μεταφέρονταν προς τον τόπο προορισμού με δικό της κίνδυνο (της πωλήτριας), απορριπτομένων, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα των ισχυρισμών του εκκαλούντος ότι η επίδικη σύμβαση οδικής μεταφοράς εμπεριείχε τον όρο CIF και ότι, συνεπώς είχε μετατεθεί ο κίνδυνος στην αγοράστρια, ιταλική εταιρεία. Στη συνέχεια, επειδή επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση (ολική απώλεια εμπορευμάτων κατά τη μεταφορά), η ενάγουσα και, ήδη, εφεσίβλητη, κατέβαλε στην πωλήτρια εταιρεία ……………….”, στις 7-1-2016, το ποσό των 73.286,50 €, ως ασφάλισμα, αναλυόμενο σε ποσό 66.896,82 ευρώ, ως αξία των καταστραφέντων, το οποίο, ελλείψει χρηματιστηριακής τιμής ή τρέχουσας τιμής αγοράς, αντιστοιχεί στο τίμημα της πώλησης των επίδικων εμπορευμάτων, πλέον 10 % μείον 300,00 ευρώ η ασφαλιστική απαλλαγή (βλ. σχετική εξοφλητική απόδειξη). Κατά τον τρόπο αυτό, η ενάγουσα υποκαταστάθηκε στην αξίωση της πωλήτριας προς αποκατάσταση της ζημίας της κατά του εναγόμενου μεταφορέα αυτοδικαίως, αλλά και με σχετική σύμβαση εκχώρησης οιωνδήποτε απαιτήσεων αποζημίωσης της ασφαλισμένης εταιρείας, συναφθείσα με την οικεία φόρμα υποκατάστασης. Η ενάγουσα ανήγγειλε την ανωτέρω εκχώρηση στον εναγόμενο με την κύρια αγωγή της. Ωστόσο, δεδομένου ότι η αξίωση της ενάγουσας είναι κατά φύση και έκταση ίδια με την αξίωση της ζημιωθείσας ασφαλισμένης της έναντι του τρίτου, εκτείνεται έως του ποσού της αξίας των καταστραφέντων, μη δυνάμενης να συμπεριλάβει και ποσοστό 10 % επ’ αυτής, το οποίο απορρέει από τη μεταξύ της πωλήτριας και της ενάγουσας συναφθείσα ασφαλιστική σύμβαση, μη συνδεόμενο με το ένδικο συμβάν της καταστροφής και την ευθύνη αποζημίωσης του μεταφορέα και, συνεπώς, κατά το αιτηθέν επιπλέον ποσοστό του 10% επί της αξίας των προϊόντων , η αγωγή ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως μη νόμιμη, ως προς το κονδύλιο αυτό.
Αναφορικά με τον περί παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας τρίτο λόγο της έφεσης, πέραν των ως άνω εκτιθεμένων, ενόψει του ότι ο εναγόμενος και ήδη, εκκαλών, κατά τα παραπάνω, βαρύνεται με ηθελημένη κακή διαχείριση και, το περιοριστικό χρονικό διάστημα για την έγερση της κύριας αγωγής της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης είναι τριετές και αρχίζει από την εξηκοστή ημέρα από την ημέρα κατά την οποία τα εμπορεύματα παρελήφθησαν από τον μεταφορέα (άρθρο 32 § 1 εδ. β’ και γ’ περ. α’ εδ. β’ της CMR, βλ. και ΑΠ 1029/2010 ΕΕμπΔ 2010 860, ΑΠ 487/2008 όπ. π., ΑΠ 157/2008 όπ. π., ΑΠ 1885/2005 ΕλλΔνη 2006 498, ΑΠ 767/2003 όπ. π., ΑΠ 270/2002 όπ. π.), διάστημα, το οποίο δεν έχει συμπληρωθεί, εν προκειμένω, εφόσον ο περιοριστικός χρόνος άρχισε στις 29-1-2015, ήτοι εξήντα (60) ημέρες μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων από τον εναγόμενο (30-11- 2014) και η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε στον τελευταίο στις 28-6-2016, δηλαδή, πριν την παρέλευση τριετίας, πρέπει, επομένως, ο περί παραγραφής τρίτος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος, να απορριφθεί.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ορθά έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η κύρια αγωγή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 66.896,82 ευρώ και συνεπώς, η ένδικη από 15-11- 2018, με αριθμ. κατάθ. ………../2019 (υπό στοιχείο Α’) έφεση του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος, Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου, πρέπει, ως αβάσιμη, να απορριφθεί. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της έφεσης, πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημά της, που περιέχεται στις κατατεθείσες προτάσεις της, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, ο οποίος ηττήθηκε και στην έκκλητη δίκη (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα, κατά την άσκηση της έφεσής του παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.
Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων και ήδη, εφεσίβλητος της από 28-11-2018 με αριθμ.κατάθ. ………./2019 έφεσης είχε συνάψει με την παρεμπιπτόντως εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, το πολυασφαλιστήριο συμβόλαιο αυτοκινήτου, με αριθμ.212084173, που το πρώτον εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2014 και με το ανανεωτήριο συμβόλαιο αυτοκινήτου, με αριθμ……………., από 4-11- 2014 μέχρι 4-2-2015 για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ.237/1986, που κωδικοποίησε τις διατάξεις του ν.489/1976.Στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης συμπεριλήφθηκε, προκειμένου φορτηγού Δ.Χ. εθνικών και διεθνών μεταφορών και η μη υποχρεωτική κάλυψη για ζημίες εμπορευμάτων τρίτων, που θα προξενούνταν από ατυχήματα με το ασφαλισμένο φορτηγό κατά τη μεταφορά των μεταφερόμενων εμπορευμάτων. Η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία ισχυρίζεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της, διότι η συναφθείσα σύμβαση κάλυπτε μόνο τις εσωτερικές μεταφορές, όχι τις διεθνείς, σύμφωνα με τους γενικούς, ειδικούς όρους και προαιρετικές καλύψεις, που αποτελούν μέρος της σύμβασης και στους οποίους παραπέμπει το κείμενο αυτής, ενώ προσθέτει ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του πδ 237/1986 (που κωδικοποίησε τον ν. 489/1976) η ασφάλιση της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων οχημάτων καλύπτει τα εντός της Ελλάδος κυκλοφορούντο οχήματα. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αναγράφει ρητώς στην ένδειξη “ασφαλισμένοι κίνδυνοι” την περίπτωση μεταφοράς εμπορευμάτων, κατόπιν ατυχήματος, χωρίς καμία ειδικότερη διάκριση αν η κάλυψη αυτή αφορά το εσωτερικό ή και τις μεταφορές εξωτερικού. Επιπλέον, δεν αποδεικνύεται ότι οι συγκεκριμένοι όροι, που προσκομίζει σε ξεχωριστό φυλλάδιο η παρεμπιπτόντως εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, αποτέλεσαν περιεχόμενο της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης τη στιγμή μάλιστα, που αντισυμβαλλόμενος είναι πρόσωπο που διενεργεί όχι μόνο εσωτερικές αλλά και διεθνείς μεταφορές, όπως τούτο ήταν γνωστό στην εκκαλούσα εταιρεία, η οποία το ανέφερε ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στο οποίο ρητώς ανέφερε ΦΔΧ Εθνικών/Διεθνών (μεταφορών), συνεπώς είχε κάθε συμφέρον ο εφεσίβλητος να ασφαλίσει τα μεταφερόμενα φορτία για το σύνολο των υττ’ αυτού εκτελούμενων μεταφορών, σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν προσκομίζεται από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία σχετικό έντυπο ειδικών όρων για την κάλυψη διεθνούς μεταφοράς. Επικαλείται, επιπλέον, η εκκαλούσα ότι σε μια τέτοια περίπτωση, το ασφάλιστρο θα ήταν πολύ υψηλότερο, χωρίς να προσδιορίζει το ύψος του, δηλαδή η ίδια η ασφαλιστική εταιρεία, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν περιορίζεται στην ασφάλιση εσωτερικών μεταφορών, αλλά αναλαμβάνει και καλύψεις κινδύνων εκ διεθνών μεταφορών, συνεπώς, το έντυπο που προσκομίζεται δεν καλύπτει τους τυχόν ειδικούς όρους μίας τέτοιας σύμβασης (διεθνούς). Επομένως, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η μνεία στη σύμβαση ασφάλισης στους συνημμένους όρους (γενικούς, ειδικούς, προαιρετικές καλύψεις) αναφέρεται στο προσκομισθέν έντυπο. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα, ως προς την ασφαλιστική κάλυψη των μεταφερόμενων φορτίων συνήψε σύμβαση ασφάλισης μη υποχρεωτική, άρα δεν εφαρμόζονται επ’ αυτής οι διατάξεις του πδ 237/1986 περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων οχημάτων, αλλά αυτές του ν.2496/1997, του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και των οικείων υπουργικών αποφάσεων (βλ.ΑΘ.Κρητικού, «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2019, Ε’έκδ., τόμ.ΙΙ,παρ.25, υποπ.31, σελ.33). Το ότι οι εξαιρέσεις του άνω π.δ/τος επεκτείνονται και στις μη υποχρεωτικές ασφαλίσεις δεν διαφοροποιεί την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, καθώς η επέκταση αφορά εξαιρέσεις (απαλλαγές) και όχι το πλαίσιο εφαρμογής που ορίζει το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω π.δ/τος, ήτοι οχήματα κυκλοφορούντα εντός Ελλάδος. Θα πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι από την επισκόπηση του έγγραφου ασφαλιστηρίου προκύπτει η μη υπογραφή αυτού από τον εφεσίβλητο.. Ανυπόγραφο επίσης είναι και το σχετικό πεδίο κάτωθι του κειμένου “Γενικές Εξαιρέσεις Αστικής Ευθύνης από Τροχαία Ατυχήματα”. Εντεύθεν ουδόλως αποδεικνύεται ότι στον λήπτη της ασφάλισης, εφεσίβλητο, παραδόθηκαν οι ανωτέρω ειδικοί όροι, το αργότερο με την παράδοση του ασφαλιστηρίου(άρθρ.2 παρ.6 του Ν.2496/97), ώστε να λάβει γνώση των απαλλακτικών ρητρών (στην περίπτωση που ισχύουν οι προσκομισθέντες). Η ανωτέρω σκέψη επικουρείται και από το γεγονός ότι το προσκομιζόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιέχει μόνο τις καλύψεις επί των ασφαλιζομένων κινδύνων καθώς και τα αναλογούντα ασφάλιστρα επ’ αυτών και αποτελεί ξεχωριστό σώμα από τους γενικούς και ειδικούς όρους, οι οποίοι εμπεριέχονται σε ξεχωριστό έντυπο, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδεικνύεται ότι είναι το προσκομισθέν. Σημειώνεται, επίσης, ότι ακόμα και εάν προκριθεί η άποψη ότι για τη δέσμευση του ασφαλισμένου κατά τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από τον αντισυμβαλλόμενο-ασφαλισμένο, καθόσον και η εκ μέρους του αποδοχή μπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρά (π.χ. με την καταβολή του ασφαλίστρου, επικόλληση του σχετικού σήματος ασφάλισης στο παρμπρίζ κλπ), ουδόλως μεταβάλλονται τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, καθώς αναγκαία και αυτονόητη προϋπόθεση για τη σιωπηρή έστω αποδοχή των συμβατικών απαλλακτικών όρων είναι η προηγούμενη παράδοση αυτών, ώστε να περιέλθουν σε γνώση του ασφαλισμένου, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου να αναμένει κανείς από κάποιο μέσο καλόπιστο συναλασσόμενο, για κάποιον ειδικό ασφαλιστικό όρο, για τον οποίο δεν έγινε διαπραγμάτευση και συμφωνία, όπως εν προκειμένω, ούτε παραδόθηκε σ’αυτόν, να αναζητήσει την ύπαρξη εντύπου της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, που τον περιλαμβάνει, στο ίντερνετ, απορριπτομένου, κατόπιν των ανωτέρω, του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β’έφεσης. Η κρίση του δικαστηρίου για όλα τα παραπάνω ενισχύεται και από τη σκέψη ότι σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.8 του ν.2496/97 όλοι οι ασφαλιστικοί όροι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η εκτέλεση όχι μόνον εθνικών, αλλά και διεθνών μεταφορών με το ασφαλιζόμενο φορτηγό. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι το ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή, το ανώτατο όριο ευθύνης της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β’έφεσης, για μεταφορά εμπορευμάτων κατόπιν ατυχήματος, που συμφωνήθηκε και καταχωρήθηκε στο εκδοθέν πολυασφαλιστήριο ανέρχεται σε 60.000 ευρώ. Εσφαλμένα, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκανε δεκτή εν συνόλω την παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρέωσε την παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα, το ποσό των 66.896,82 ευρώ και ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ’ουσίαν βάσιμος.
Περαιτέρω η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (Ολ. ΑΠ 23 – 24/2004, Ο λ. ΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/ 2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, κι αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 νόμου 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοσή της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος)τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ακολούθως, πλέον ο τόκος υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 609/2020, ΑΠ 1207/2017 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιδικαζόμενο κατά τα ανωτέρω ποσό θα επιδικαστεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας (βλ. το άρθρο 346 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε μετά τα άρθρα 2 και 113 του ν. 4055/2012). Τούτο δε διότι το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η αντιδικία ως προς τα παραπάνω ήταν εύλογη αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος της συγκεκριμένης επίδικης αξίωσης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 2033/2013 δημ. νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή και επιδίκασε εσφαλμένα στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα το ποσό των 66.896,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας, αντί του ποσού των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, παρά την εύλογη αντιδικία της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ως προς το ύψος της αξίωσης του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού του σχετικού τρίτου λόγου της υπό στοιχείο ΕΓ έφεσης και της έφεσης εν μέρει δεκτής, ως κατ’ουσίαν βάσιμης και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και κρατηθεί η υπόθεση, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα το ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της καταβολής εκ μέρους του, έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της υπό στοιχείο Β έφεσης, πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημά του, που περιέχεται στις κατατεθείσες προτάσεις του, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, μειωμένα, κατά το ποσοστό της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παράβολου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α)την από 15-11-2018, με αριθμ. κατάθ. ……./2019 έφεση και β)την από 28-11-2018, με αριθμ.κατάθ………./2019 έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 15-11-2018, με αριθμ. κατάθ. ………../2019
έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600€).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν, την από 28-11-2018, με αριθμ.κατάθ…………./2019 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την εκ μέρους του εναγόμενου καταβολή, μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει μειωμένα σε τετρακόσια ευρώ (400€).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παράβολου στην εκκαλούσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 14 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι επειδή αποσπάσθηκε και αποχώρησε η ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσης του Εφετείου Πειραιώς
Καλλιόπη Σκούρτη |