ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 2ο ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 192/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούσας: Τραπεζικής εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Δημοπούλου, με δήλωση. Και
Εφεσίβλητης: ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαφαζάνο.
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι από 30.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 ανακοπή και από 19.4.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του 3432/2018 δέχθηκε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους. Κατά της τελευταίας απόφασης η καθ’ ης άσκησε την από 7.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …………./2019), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 19.11.2020, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλη- της ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 7.11.2019 έφεση της καθ’ ης η ανακοπή, κατά της οριστικής απόφασης 3432/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β’ και 614 επ. του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία έγιναν δεκτοί δύο πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και ακυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ’ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
II.Η ανακόπτουσα – …………, με την από 30.11.2017 ανακοπή και τους από 19.4.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 632 παρ. 2 εδ. α’ και 585 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ. αντίστοιχα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτούς λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής …./2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε, ως εγγυήτρια, να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, το ποσό των 150.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό προς την υπέρ ης η εγγύηση εταιρία με το διακριτικό τίτλο “…………………”. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Μονομελές Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3432/2018, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, απέρριψε την πρώτη και δέχθηκε τους δεύτερους και ως ουσιαστικά βάσιμους, ακυρώνοντας την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, η καθ’ ης η ανακοπή παραπονείται με την έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής ……./2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
III. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ., στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017 και Α.Π. 370/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 669/2020, Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 196/2020 και Α.Π. 999/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (Α.Π. 1138/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», 669/2020 ό.π., Α.Π. 368/2019 ό.π. και Α.Π. 105/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα επί τοις χιλίοις (ήδη 0,6% κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 3152/2003) ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεων, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 του Α.Κ., δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως, να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά, ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισής της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων, επ’ ωφέλεια της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισής της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο, γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975, στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και αν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 293 Α.Κ., ως συνέπεια την, κατά το ποσοστό της εισφοράς, αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προ- αναφερθέντων, προκύπτει ότι από τον ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του Α.Κ., ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού, μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφ- θεί υπόψη, κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κε- καλυμμένο (Α.Π. 669/2020 ό.π., Α.Π. 368/2019 ό.π. και Α.Π. 430/2005 Δ.Ε.Ε. 2005, σελ. 460). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (Α.Π. 669/2020 και Α.Π. 368/2019 ό.π.). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (Α.Π. 669/2020 ό.π., Τριμ.Εφ.ΑΘ. 2407/2021,Τριμ ΕφΠειρ 111/2021 αδημ., Τριμ.Εφ.Δυτ.Μακ. 39/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Τριμ.Εφ.Κερκ.7/2017 Αρμ. 2018, σελ. 1683, Εφ.ΑΘ. 4424/2012, Μον.Εφ.Κρ. 3/2021, Μον.Εφ.Θεσ. 2256/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Ψυχομάνης “Τα τραπεζικά επιτόκια” Νο.Β. 1995, σελ. 16).
IV. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο και τον δεύτερο πρόσθετους λόγους ανακοπής η εφεσίβλητη ζητούσε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή αντίθετα με το ν 128/1975 και τις διατάξεις του ν 2251/1994 μετακυλίστηκε σ’ αυτήν από την εκκαλούσα-Τράπεζα η εισφορά του ν. 128/1975, επιβαρύνοντας έτσι το συμφωνηθέν επιτόκιο, ενώ παράνομα ανατόκιζε τους τόκους που προέκυπταν και από αυτήν, κεφαλαιοποιώντας τους, με αποτέλεσμα η απαίτησή της (εκκαλούσας) να μην είναι εκκαθαρισμένη. Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, ήταν αόριστοι, διότι με αυτούς η ανακόπτουσα αμφισβητούσε απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από την, παράνομη, κατά την άποψή της, μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975, ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής της, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω παράνομοι μετακύλιση και ανατοκισμός. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της, όπως εσφαλμένα έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ανεξαρτήτως τούτου, οι ίδιοι πρόσθετοι λόγοι της ανακοπής είναι και αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ίδια μείζονα σκέψη, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη, αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη σύμβαση πίστωσης ……../29.7.2002, που υπογράφηκε, εκτός από την πιστούχο εταιρία και την εκ- καλούσα Τράπεζα και από την εφεσίβλητη ως εγγυήτρια, αναφέρεται με σαφήνεια στο άρθρο 4 αρ. 4 περ. γ, ότι στο επιτόκιο περιλαμβάνεται και η «εισφορά του ν. 128/1975 εκ 0,60%», που προσδιορίζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελεί ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα, ως εγγυήτρια σε σύμβαση πίστωσης, εγγυήθηκε υπέρ της πιστούχου – εταιρίας, ενεργώντας εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής – επιχειρηματικής της δραστηριότητας, κάτι που άλλωστε, δεν επικαλέστηκε με την ανακοπή, ούτε με τις προτάσεις της, ούτε (αποδείχθηκε) ότι δεν είχε την πείρα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την καθ’ ης, ούτε ότι αποσκοπούσε σε κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών της αναγκών. Αντίθετα, όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις της, ήταν μέτοχος της πιστούχου, οπότε ανέπτυσσε την ατομική επιχειρηματική της δραστηριότητα μέσω της τελευταίας, κατά τρόπο, άμεσο και ουσιαστικό, τούτη δε η δραστηριότητά της ταυτίζονταν με εκείνη της πιστούχου εταιρίας, δοθέντος ότι η πορεία των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματα της, είχαν άμεση επίδραση στην οικονομική της κατάσταση, χωρίς να επικαλείται, ούτε να αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε (η ανακόπτουσα) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Επιπλέον δε, είναι πρόδηλο ότι η τελευταία προέβη στην παροχή εγγύησης στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ήτοι ως μέτοχος της πιστούχου εταιρίας, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτής και κατ’ επέκταση και των προσωπικών της, καθώς απέβλεπε σε κέρδη που θα απέφεραν στην πιστούχο τα κεφάλαια κίνησης της σύμβασης του επιδίκου αλληλόχρεου λογαριασμού και στην απόδοση προσωπικού οφέλους και όχι για κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών της αναγκών. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα της ανακόπτουσας, ούτε από την περί του αντιθέτου απλή αναφορά της ενόρκως βεβαιούσας στην ένορκη βεβαίωση 211/2018 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, περί του ότι η ανακόπτουσα συμμετείχε τυπικά μόνο στην πιστούχο εταιρία. Και τούτο, αφού, εκτός του ότι κατείχε ένα σημαντικό ποσοστό – το 30% των μετοχών της πιστούχου εταιρίας, τα ανωτέρω αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση, όχι μόνο δεν τα επικαλείται καν με την ανακοπή και τις προτάσεις της, αλλά δεν επιρρωνύονται και από άλλα έγγραφα, όπου μάλιστα αναφέρεται ως επιχειρηματίας (δήλωση απόδοσης φόρου μεταβίβασης μετοχών στη Δ.Ο.Υ, ΦΑΕΕ Αθηνών). Με βάση τα ανωτέρω η εν λόγω εγγυήτρια, η οποία και την πείρα διέθετε και την οικονομική δυνατότητα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την καθ’ ης, δεν ομοιάζει με το μέσο αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να τύχει της ειδικής προστασίας που προσφέρει ο νόμος για τον καταναλωτή (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. ββ’, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3587/2007, διάταξη που εφαρμόζεται λόγω του χρόνου καταγγελίας της σύμβασης, στις 24.8.2010 – Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1138/2020 και Α.Π. 1463/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), για την εφαρμογή του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπραγματευτική μειονεξία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή έναντι του προμηθευτή και η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του 3432/2018, αφού έκρινε ότι οι ανωτέρω λόγοι ήταν ορισμένοι και νόμιμοι, τους δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμους, ακυρώνοντας την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει επομένως, να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους της ανακοπής, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού ερευνηθούν οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής αυτοί, να απορριφθούν. Κατόπιν τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την παραδοχή λόγου έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τους άλλους λόγους της ανακοπής, που δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως ακόμη και αν δεν υπάρχει παράπονο στην έφεση, ούτε ειδικό αίτημα από τον ανακόπτοντα, κατ’ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του Κ.Πολ.Δ. Και τούτο, διότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με αυτήν, αλλά εκτείνεται και στους μη εξετασθέντες πρωτοδίκως λόγους της ανακοπής, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβάθμιου, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η ανακοπή (Α.Π. 886/2020, Α.Π. 1556/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 13/2010 Νο.Β. 2010, σελ. 1440).
V. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκόψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Σε περίπτωση, εξάλλου, εμπορικών βιβλίων που τηρούνται μηχανογραφικά, η εκτύπωση του αποσπάσματος με σχετική βεβαίωση γνησιότητας αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, και συνεπώς μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πιστώσεως, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεως, φέροντας όμως αυτός το βάρος της αποδείξεως των σχετικών ισχυρισμών (Α.Π. 621/2018 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της απούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της απούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (Α.Π. 368/2019 ό.π. και Α.Π. 1071/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Εξάλλου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων και ειδικότερα, να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (Α.Π. 368/2019 ό.π. και Α.Π. 370/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), η απαίτηση δε, είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (Α.Π. 368/2019 ό.π. και Α.Π. 1349/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»),
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο (τρίτο) πρόσθετο λόγο της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι τα ποσά των τόκων και της εισφοράς του ν. 128/1975 και του ανατοκισμού της, δεν προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, τα οποία σύμφωνα με τον όρο 5 της μεταξύ τους σύμβασης αποτελούν πλήρη απόδειξη, αφού δεν περιέχουν χωριστά το ποσό των συμβατικών και των τόκων υπερημερίας, καθώς και το σχετικό επιτόκιο, ώστε να μπορούν να ελεγχθούν για τη βασιμότητά τους. Κατά το δε, δεύτερο σκέλος του ίδιου πρόσθετου λόγου, ο ανωτέρω συμβατικός όρος, ως γενικός όρος συναλλαγών, μονομερώς διατυπωμένος από την καθ’ ης, χωρίς περιθώριο διαπραγμάτευσης, πρέπει να ερμηνεύεται σε περίπτωση αμφιβολίας υπέρ του καταναλωτή, είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, ενώ για την ίδια αιτία άκυρος (ως καταχρηστικός) ήταν και ο ίδιος όρος της σύμβασης, κατά το μέρος του, με το οποίο αναφέρεται ότι εφόσον το υπόλοιπο του λογαριασμού αναγνωρίζεται από τον οφειλέτη, θεωρείται πως έχει αναγνωριστεί και από τον εγγυητή (τρίτο σκέλος του ίδιου πρόσθετου λόγου ανακοπής). Κατ’ αρχήν, κατά το πρώτο σκέλος του ο ως άνω πρόσθετος λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο III. μείζονα σκέψη, η ανακόπτουσα αμφισβητεί απλώς το ύψος της απαίτησης χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από την, παράνομη, κατά την άποψή της, μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής ή τον μη ορθό καταλογισμό των τόκων, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής της, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω παράνομοι μετακύλιση και ανατοκισμός, καθώς και εσφαλμένος υπολογισμός τόκων. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της, όπως εσφαλμένα έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ανεξαρτήτως τούτου, το ίδιο σκέλος αυτό του πρόσθετου λόγου της ανακοπής είναι και μη νόμιμο, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο V. μείζονα σκέψη, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, πως το ποσό από τον μεταξύ των διαδίκων λογαριασμό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης και ότι το υπόλοιπο υπέρ της, αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η κίνηση του λογαριασμού, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, η απαίτηση δε, είναι εκκαθαρισμένη, αφού μπορεί να καθορισθεί σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο. Εξάλλου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου είναι μη νόμιμο, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, η επιβάρυνση της θέσης του δανειολήπτη για το λόγο, ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η Τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατ’ ευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ. β και 453 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς, η οποία τυχόν «διατάραξη της, ισορροπίας» των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω Γ.Ο.Σ. δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α του ν. 2251/1994 (Α.Π. 430/2005 Δ.Ε.Ε. 2005, σελ. 460). Αλλά και το τρίτο σκέλος του ίδιου πρόσθετου λόγου είναι μη νόμιμο και επειδή η αφηρημένη αναγνώριση προς την τράπεζα του χρέους της πιστούχου, θα δέσμευε την εγγυήτρια και αν ακόμη δεν υπήρχε ο σχετικός αυτός όρος της σύμβασης εγγύησης (Α.Π. 1458/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Εφ.Θεσ. 1109/2015 Αρμ. 2015, σελ. 2085). Περαιτέρω, το δεύτερο σκέλος του πρόσθετου λόγου ανακοπής αυτού είναι και αβάσιμο, διότι σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ήδη, στην ανωτέρω σκέψη IV., δεν αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, αφού προέβη στην παροχή εγγύησης στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ήτοι ως μέτοχος της πιστούχου εταιρίας, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτής και κατ’ επέκταση και των προσωπικών της, καθώς απέβλεπε σε κέρδη που θα απέφεραν στην πιστούχο τα κεφάλαια κίνησης της σύμβασης του επιδίκου αλληλόχρεου λογαριασμού και στην απόδοση προσωπικού οφέλους και όχι για κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών της αναγκών. Κατά συνέπεια, δεν ομοιάζει με το μέσο αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να τύχει της ειδικής προστασίας που προσφέρει ο νόμος για τον καταναλωτή (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. ββ\ όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3587/2007, διάταξη που εφαρμόζεται λόγω του χρόνου καταγγελίας της σύμβασης, στις 24.8.2010 – Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1138/2020 καιΑ.Π. 1463/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), για την εφαρμογή του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπραγματευτική μειονεξία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή έναντι του προμηθευτή και η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος πρόσθετος λόγος της ανακοπής προς έρευνα, θα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και οι από 19.4.2018 πρόσθετοι λόγοι της από 30.11.2017 ανακοπής και δεδομένου ότι ο μοναδικός λόγος της ανακοπής είχε ήδη απορριφθεί με την εκ- καλουμένη, να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ……/2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, αφού ήδη έγινε δεκτή η από 7.11.2019 έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη (και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος της, που δέχθηκε τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους ανακοπής), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το …………. ηλεκτρονικό παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β’ του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1ί περ. α’ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 7.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 έφεση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….».
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3432/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά το μέρος της με το οποίο έγιναν δεκτοί οι δύο πρώτοι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει τους από 19.4.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 πρόσθετους λόγους αυτής.
Απορρίπτει αυτούς.
Επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής ………./2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει την ανακόπτουσα – εφεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ