ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 2ο ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφαση 197/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούσας: εταιρίας ……………..που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Παληά. Και
Εφεσιβλήτων: …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Ουρούμπεη.
Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι από 11.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 ανακοπή και από 27.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 2452/2019 δέχθηκε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά της τελευταίας απόφασης η καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, άσκησε την από 31.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ………../2019), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 19.11.2020, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 31.10.2019 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “……………”, ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διάδικου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή – τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………….”, κατά της οριστικής απόφασης 2452/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β’ και 614 επ. του Κ.Πολ.Δ.) και με την οποία έγιναν δεκτοί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και ακυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ’ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ.Οι ανακόπτοντες – υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρία και ……….., με την από 11.9.2018 ανακοπή και τους από 27.12.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, που άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 εδ. α’ και 585 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ. αντίστοιχα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτούς λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ……../2018 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν, η πρώτη ως πρωτοφειλέτιδα και ο δεύτερος ως εγγυητής, να καταβάλουν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………………”, το ποσό των 59.918,86 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του 2452/2019, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, τους δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμους και ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας – ειδικού διάδοχου της καθ’ ης η ανακοπή με την έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής ……./2018 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Σημειωτέον ότι την ανωτέρω έφεση άσκησε η εταιρία με την επωνυμία «…………………”, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “………………….”, κατά τα άρθρα 2 παρ. 4 και 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015, δυνάμει της από 9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η τελευταία δε, κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “……………”, με την από 12.9.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, κατά τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, η οποία απόκτησε στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων και θυγατρικών εταιρειών στην Ελλάδα των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και των πιστωτικών ιδρυμάτων της ………….. (και την επίδικη πίστωση), δυνάμει της από 26.3.2013 σύμβασης της τελευταίας με την πρώτη, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 66/26.3.2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και το διάταγμα 96/26.3.2013 της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο 4640/26.3.2013, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος I, της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΙΙΙ. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π.368/2019, Α.Π. 1071/2017 και Α.Π. 370/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 669/2020, Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 196/2020 και Α.Π. 999/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (Α.Π. 1138/2020, Α.Π. 669/2020, Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 105/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι εφεσίβλητοι ζητούσαν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή αντίθετα με το ν. 128/1975, τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και χωρίς να έχει συμφωνηθεί, μετακυλίστηκε από την εκκαλούσα – Τράπεζα, στην πρώτη εφεσίβλητη, ως πιστούχο του ανοιχτού – αλληλόχρεου λογαριασμού, για την οποία εγγυήθηκε ο δεύτερος εφεσίβλητος, η εισφορά του ν. 128/1975, επιβαρύνοντας έτσι το συμφωνηθέν επιτόκιο, ενώ παράνομα ανατόκιζε τους τόκους που προέκυπταν και από αυτήν, κεφαλαιοποιώντας τους και καθ’ υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπτών επιτοκίων, με αποτέλεσμα η απαίτησή της (εκκαλούσας) να μην είναι εκκαθαρισμένη. Ο πρόσθετος λόγος αυτός της ανακοπής, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, ήταν αόριστος, διότι έτσι οι εφεσίβλητοι αμφισβητούσαν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από την παράνομη, κατά την άποψή τους, μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975, ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής της, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω παράνομοι μετακύλιση και ανατοκισμός. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της, όπως εσφαλμένα έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του 2452/2019, αφού έκρινε ότι ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος της ανακοπής ήταν ορισμένος και νόμιμος, τον δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμο, ακυρώνοντας την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει επομένως, να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού ερευνηθεί ο πρόσθετος λόγος ανακοπής αυτός, να απορριφθεί ως αόριστος. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο αυτό, μετά την παραδοχή του ως άνω λόγου έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως και τους άλλους λόγους της ανακοπής και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως, και χωρίς την ύπαρξη παραπόνου στην έφεση, ούτε ειδικού αιτήματος από τους ανακόπτοντες, κατ’ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του Κ.Πολ.Δ. Και τούτο, διότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στους μη εξετασθέντες πρωτοδίκως λόγους της ανακοπής, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβάθμιου, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η ανακοπή (Α.Π. 886/2020, Α.Π. 1556/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 13/2010 Νο.Β. 2010, σελ. 1440).
V. Με τον πρώτο λόγο της από 11.9.2018 ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής …./2018 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επειδή στο απόσπασμα των λογαριασμών κίνησης, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοσή της, δεν αναφέρονται καθόλου τα κονδύλια των χρεώσεων και πιστώσεων, καθώς και του εκάστοτε υπολογιζόμενου επιτοκίου, δεδομένου ότι συμφωνήθηκε κυμαινόμενο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος, διότι από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και ειδικότερα από τα αποσπάσματα των λογαριασμών κίνησης, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αποδεικνύεται ότι αναφέρονται τόσο οι πιστώσεις, όσο και οι χρεώσεις, καθώς και το εκάστοτε υπόλοιπο του ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ της πρωτοφειλέτιδας εταιρίας και της καθ’ ης η ανακοπή. Ως προς το σκέλος του ίδιου λόγου, σύμφωνα με το οποίο δεν αναφερόταν στα ίδια αποσπάσματα το εκάστοτε υπολογιζόμενο επιτόκιο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, διότι έτσι οι εκκαλούντες αμφισβητούν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από την αόριστη, κατά την άποψή τους, επιβολή τόκων, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής της. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης εσφαλμένων ποσών τόκων, δεν θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της.
VI.Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, αναφέρεται ότι ο όρος της σύμβασης, με τον οποίο ο δεύτερος ανακόπτων παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853 έως 868 Α.Κ. και ιδιαίτερα από την ένσταση διζήσεως, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, επειδή αντίκειται στις διατάξεις περί προστασίας του ως καταναλωτή (άρθρα 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994 και 281 Α.Κ.). Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται αλυσιτελής, αφού η υποβαλλόμενη ένσταση διζήσεως δεν προσβάλλει το κύρος της ένδικης διαταγής πληρωμής, ούτε τη βεβαιωθείσα με αυτήν απαίτηση και μόνο κατά το στάδιο της εκτελέσεως μπορεί να υποβληθεί λυσιτελώς (σχετ. Α.Π. 1137/2019 ιστοσελίδα Α.Π.). Και τούτο ανεξαρτήτως της αοριστίας του προβαλλόμενου λόγου, αφού στον λόγω αυτό της ανακοπής δεν περιλαμβάνονται η ιστορική βάση των γεγονότων, που εμπίπτουν στην αόριστη νομική έννοια της υπέρμετρης διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του (δεύτερου ανακόπτοντος), ως καταναλωτή και της κατάχρησης δικαιώματος (Α.Π. 752/2006 Νο.Β. 2007, σελ. 852). Περαιτέρω, ο τελευταίος δεν εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, ώστε να τύχει της ειδικής προστασίας που προσφέρει ο νόμος (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. ββ\ όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3587/2007), για την εφαρμογή του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπραγματευτική μειονεξία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή έναντι του προμηθευτή και η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1138/2020, Α.Π. 1137/2019 και Α.Π. 1463/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων αυτός, από κοινού με τον …………….., είχαν συστήσει την πρώτη ανακόπτουσα ομόρρυθμη εταιρία, με σκοπό την εμπορία ειδών από άργυρο, χρυσό και συναφών ειδών, η οποία ήταν εμπορική εταιρία κατά το ουσιαστικό σύστημα, ενώ έμποροι ήταν και οι ανωτέρω εταίροι της, λόγω της συμμετοχής τους σ’ αυτήν. Εξάλλου, ο δεύτερος ανακόπτων εγγυήθηκε στην ως άνω σύμβαση πίστωσης υπέρ της πιστούχου εμπορικής εταιρίας – πρώτης ανακόπτουσας, ενεργώντας εντός του πλαισίου της επαγγελματικής – επιχειρηματικής του δραστηριότητας, κάτι που άλλωστε, δεν αμφισβήτησε, ούτε επικαλέστηκε το αντίθετο με την ανακοπή και τις προτάσεις του, ούτε (αποδείχθηκε) ότι δεν είχε την πείρα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την καθ’ ης, ούτε ότι αποσκοπούσε σε κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών της αναγκών. Αντίθετα, ως συνδιαχειριστής της πιστούχου (όπως προκύπτει από την ένδικη σύμβαση πίστωσης, όπου από κοινού με τον άλλο ομόρρυθμο εταίρο ………….., συμβλήθηκαν για λογαριασμό της πιστούχου, ως νόμιμοι εκπρόσωποί της), ανέπτυσσε την ατομική επιχειρηματική του δραστηριότητα μέσω της τελευταίας, κατά τρόπο, άμεσο και ουσιαστικό, τούτη δε η δραστηριότητά του ταυτίζονταν με εκείνη της πιστούχου εταιρίας, δοθέντος ότι η πορεία των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματα της, είχαν άμεση επίδραση στην οικονομική του κατάσταση, χωρίς να επικαλείται, ούτε να αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε (ο δεύτερος ανακόπτων) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Επιπλέον δε, είναι πρόδηλο ότι ο τελευταίος προέβη στην παροχή εγγύησης στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ήτοι ως εταίρος και συνδιαχειριστής της πιστούχου εταιρίας, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτής και κατ’ επέκταση και των προσωπικών του, καθώς απέβλεπε σε κέρδη που θα απέφεραν στην πιστούχο τα κεφάλαια κίνησης της σύμβασης του επιδίκου αλληλόχρεου λογαριασμού και την απόδοση προσωπικού οφέλους και όχι για κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών του αναγκών. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα από τον ανακόπτοντα αυτόν έγγραφα. Με βάση τα ανωτέρω ο εν λόγω εγγυητής, ο οποία και την πείρα διέθετε και την οικονομική δυνατότητα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την καθ’ ης, δεν ομοιάζει με τον μέσο αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία, ώστε να εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή.
VII. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι με τη μεταξύ τους σύμβαση πίστωσης είχε συμφωνηθεί ο υπολογισμός των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών (άρθρο 4 της σύμβασης), κάτι το οποίο προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1995, αφού ως καταναλωτής δεν πληροφορούνταν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, δημιουργώντας τους έτσι, πρόσθετη επιβάρυνση κατά 1,3889%. Ότι με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί το πραγματικό ποσό της οφειλής τους από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, με αποτέλεσμα να πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της. Ο πρόσθετος αυτός λόγος της ανακοπής είναι αόριστος, δεδομένου η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωση αυτού δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή κονδυλίων ως προς τον υπολογισμό των τόκων των τηρηθέντων για τις επίδικες συμβάσεις λογαριασμών, τα οποία και να αμφισβητούν οι ανακόπτοντες (Α.Π. 1138/2020 και Α.Π. 999/2019 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Α.Π.).
VIII. Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, που τηρούνται με ηλεκτρονικό τρόπο και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την απόδειξη της οφειλής τους, δεν υπογράφονται από τον αρμόδιο και ειδικά ορισμένο λογιστή, που έχει την εντολή τήρησης και την ευθύνη για το περιεχόμενό τους, αλλά από τα ειδικά αναφερόμενα ονόματα, χωρίς μνεία της ιδιότητάς τους και του τρόπου που ορίστηκαν αρμόδιοι για την έκδοση τέτοιων αποσπασμάτων. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το κατάλοιπο του τηρηθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης (άρθρο 20). Επιπλέον, τα προσκομισθέντα αποσπάσματα για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αποτελούν εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αλλά από τους αρμόδιους υπάλληλους της πιστώτριας τράπεζας. Εξάλλου, στο τέλος των εγγράφων αυτών αναγράφεται πως «βεβαιώνεται η γνησιότητα της εκτυπώσεως από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα βιβλία της Τράπεζας. ……………» και υπογράφεται από τους υπαλλήλους της ………….), με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για αντίγραφο, αλλά για πρωτότυπο έγγραφο (Α.Π. 387/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και 999/2019 ό.π.), χωρίς να απαιτείται οι αρμόδιοι αυτοί υπάλληλοι της Τράπεζας να έχουν την ιδιότητα του λογιστή, όπως εσφαλμένα επικαλούνται οι ανακόπτοντες. Επομένως, ο πρόσθετος λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
IX. Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η από 29.1.2018 εξώδικη καταγγελία της καθ’ ης, που τους επιδόθηκε στις 7.5.2018, έγινε από αντιπρόσωπό της, χωρίς να τους επιδόθηκε το πληρεξούσιο έγγραφο προς τούτο, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 226 Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, αποδείχθηκε ότι η ……….. ως ειδική διάδοχος της πιστώτριας ………., με την από 29.1.2018 εξώδικη γνωστοποίηση προς τους ανακόπτοντες και τον …………, δήλωνε ότι κατήγγειλε στις 29.1.2018 τη συναφθείσα σύμβαση πίστωσης …………/10.1.2007 με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των μεταγενέστερων πρόσθετων πράξεών της. Η εξώδικη γνωστοποίηση αυτή, η οποία υπογραφόταν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ……….., επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, στις 7.5.2018, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …. και …./7.5.2018 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. Όμως, με τις εκθέσεις επίδοσης αυτές δεν επιδόθηκε στους ανακόπτοντες και το πληρεξούσιο, από το οποίο προέκυψε η πληρεξουσιότητα από την καταγγέλλουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία προς τον υπογράφοντα την καταγγελία δικηγόρο. Ωστόσο, προκειμένου να είναι άκυρη η ανωτέρω μονομερής δικαιοπραξία, θα έπρεπε, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι πληρεξουσιότητας, οι ανακόπτοντες, να αποκρούσουν αμελλητί την καταγγελία για τον λόγο αυτόν. Οι τελευταίοι δεν έπραξαν τούτο ούτε κατά την επίδοση της καταγγελίας από τον δικαστικό επιμελητή, ούτε με μεταγενέστερη εξώδικη απάντησή τους (Εφ.ΑΘ. 10345/1997 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 1394), ούτε όταν τους επιδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, στις 20.7.2018, ούτε με μεταγενέστερη εξώδικη δήλωσή τους, ούτε τέλος, όταν άσκησαν την από 11.9.2018 υπό κρίση ανακοπή τους, οπότε με τη συνδρομή και του δικηγόρου τους είχαν τη δυνατότητα να προβάλλουν το λόγο αυτό, οπότε η ανωτέρω γνωστοποίηση θα ήταν άκυρη και αν ακόμη υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα, ή οι ίδιοι γνώριζαν την ύπαρξη της από άλλη πηγή (Α.Π. 614/1993 ΕλλΔ/νη 1994, σελ. 1344 και ΑΠ 1054/1992 ΕλλΔ/νη 1994, σελ. 1357). Αντίθετα, όταν τελικά το έπραξαν, με τους από 27.12.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, που επιδόθηκαν στην καθ’ ης στις 28.12.2018, ήτοι μετά την πάροδο εφτά μηνών και είκοσι μίας ημερών, η απόκρουση αυτή έλαβε χώρα με υπαίτια βραδύτητα, με αποτέλεσμα, εφόσον υπήρχε πληρεξουσιότητα (είχε παρασχεθεί ρητά προς τούτο στον δικηγόρο Αθηνών ……., με το πληρεξούσιο 20857/15.1.2018 του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………….), η από 29.1.2018 εξώδικη γνωστοποίηση της από 29.1.2018 καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης ………../ 10.1.2007 ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και των μεταγενέστερων πρόσθετων πράξεων αυτής, να είναι ισχυρή (Α.Π. 1054/1992 ό.π., Α.Π. 651/1986 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Εφ.ΑΘ. 10345/1997 ό.π.). Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο σχετικός πρόσθετος λόγος της ανακοπής, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
X.Σύμφωνα με το άρθρο 181 του Α.Κ., η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ολική είναι η ακυρότητα, όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 Α.Κ. έχει εφαρμογή, όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη. Επίσης, όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κ.λπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κ.λπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κ.λπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1650/2018, Α.Π. 839/2015, Α.Π. 1448/2014 και Α.Π. 772/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
XII. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι λόγω της ακυρότητας των προαναφερόμενων όρων της σύμβασης και του ότι είναι προδιατυπωμένοι από την καθ’ ης, η τελευταία δεν θα σύναπτε τη σύμβαση πίστωσης χωρίς αυτούς, ούτε εκείνοι θα προέβαιναν στη σύναψη της υπό κρίση σύμβασης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη, τα πραγματικά περιστατικά, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 181 Α.Κ., από τα οποία να συνάγεται ότι οι συμβαλλόμενοι απέδωσαν τέτοια σπουδαιότητα στην ακυρότητα του μέρους, ώστε αν γνώριζαν τούτο να μην κατάρτιζαν τη σύμβαση. Επιπλέον, ο ίδιος λόγος πρέπει να απορριφθεί, διότι οι σχετικές διαλαμβανόμενες στους προαναφερθέντες λόγους της ανακοπής αιτιάσεις των ανακοπτόντων, περί ακυρότητας των παραπάνω όρων της συμβάσεως, απορρίφθηκαν ως αβάσιμες. Σε κάθε περίπτωση, είναι απορριπτέος και εκ του ότι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η υποθετική βούληση των διαδίκων, κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, θα ήταν να μην ισχύσει η σύμβαση, αν γνώριζαν την ακυρότητα των προσβαλλομένων ως καταχρηστικών όρων της ένδικης σύμβασης πίστωσης.
XIII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της ανακοπής ή πρόσθετος λόγος αυτής προς έρευνα, θα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η από 11.9.2018 ανακοπή και οι από 27.12.2018 πρόσθετοι λόγοι της και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής …./2018 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, αφού ήδη έγινε δεκτή η από 31.10.2019 έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη (και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο …………. (άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β’ του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1ί περ. α’ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 31.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “……………”.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2452/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει την από 11.9.2018 ανακοπή και τους από 27.12.2018 πρόσθετους λόγους αυτής.
Απορρίπτει αυτούς.
Επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής ……./2018 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τους ανακόπτοντες – εφεσίβλητους στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ