ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
2o τμήμα
Αριθμός απόφασης : 629 / 2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Κλεάνθη Τσίρκα.
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3-6-2014 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ………../2014 ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 1179/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε αυτή δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου o καθ΄ού η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητος με την από 23-09-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2020 έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η παρούσα συνεδρίαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, τις οποίες ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος είχε προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 23-09-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2020 έφεση του καθ΄ού η ανακοπή και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αρ. 1179/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………… e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 3-6-2014 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης …………./2014 ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να ακυρωθεί α) η με αρ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ΄ού η ανακοπή το ποσό των 33.500 € πλέον τόκων από την επομένη της 10ης-3-2010 και δικαστικών εξόδων, για απαίτηση του καθ΄ού που απορρέει από σύμβαση αναγνώρισης χρέους και β) η από 15-5-2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής. Επί της άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού συνεκδίκασε την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και της εκτέλεσης που ήταν ενωμένες στο ίδιο δικόγραφο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο αυτής και ακύρωσε την διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο καθ΄ού η ανακοπή και ήδη εκκαλών, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της, να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ. ΑΠ 43/2005, ΑΠ 1567/2017, ΑΠ 1102/2008). Εξάλλου με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. μπορούν να προβληθούν λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής, οι οποίοι σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκησή της και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν τη μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ΄ αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. (Ολ. Α.Π. 10/1997, ΑΠ 1632/2013, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 1378/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφη σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους (873 ΑΚ) ή σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρ. 361 ΑΚ, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 60/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β’ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ) δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ’ αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 818/2018, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρ. 437 ΑΚ) ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 408/2019, ΑΠ 294/2018, ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1424/2017, 65/2015, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 1224/2010, ΕφΑθ 123/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στα άρθρα 12, 13 παρ. 1α, 14 παρ. 1 και 15 παρ. 1α του π.δ. της 28ης Ιουλίου 1931 “περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου” ορίζονται τα εξής: “Επί των συμβολαίων και των εγγράφων, των κατονομαζομένων εν τω επομένω άρθ. 13, το τέλος ορίζεται εις 3% της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμάς” (άρθρο 12), “Eις το κατά την παράγραφον 1 του προηγουμένου άρθρου 12 τέλος υπόκεινται: 1.α) Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτομένη είτε απ’ ευθείας, είτε διά δημοσίου συναγωνισμού, ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφόσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε διά δημοσίου, είτε δι’ ιδιωτικού καθ’ οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου. Eξαιρούνται: A…. B. Aι συμβάσεις, εξοφλήσεις και αποδείξεις, αίτινες, κατά ρητάς διατάξεις του παρόντος νόμου, υπόκεινται εις ελαφρότερον τέλος χαρτοσήμου (άρθρο 13 παρ. 1α), “Eπί των εμπορικών και λοιπών εγγράφων και πράξεων, των κατονομαζομένων εν τω επομένω άρθρω 15, το τέλος ορίζεται εις δύο επί τοις εκατόν (2%) της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμάς” (άρθρο 14 παρ. 1), “Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτομένη είτε απ`ευθείας, είτε διά δημοσίου συναγωνισμού μεταξύ εμπόρων, μεταξύ εμπόρου και εμπορικής εταιρίας πάσης φύσεως, μεταξύ εμπορικών εταιριών πάσης φύσεως, αφορώσα αποκλειστικώς εις την ασκουμένην υπ` αυτών εμπορίαν και μεταξύ τρίτου εν γένει και ανωνύμου εταιρίας ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφ` όσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε δια δημοσίου είτε δι` ιδιωτικού καθ` οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου. Εξαιρούνται: Α) …. Β….” (άρθρο 15 παρ. 1α). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 51 παρ. 2 και 62 του ως άνω π.δ/τος συνάγεται ότι κάθε σύμβαση (εκτός απ’ όσες εξαιρούνται ρητά) οποιουδήποτε αντικειμένου, εφόσον καταρτίζεται εγγράφως, υπόκειται σε αναλογικό τέλος κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 παρ. 1α (επί αστικών εγγράφων) και 14 και 15 παρ. 1α (επί εμπορικών εγγράφων). Επίσης, στο ως άνω τέλος υπόκειται και κάθε εξόφληση συμβάσεως ή σχετική με τη σύμβαση απόδειξη, εφόσον καταρτίζονται εγγράφως. Ειδικά η χαρτοσήμανση των παρεπόμενων συμφώνων ρυθμίζεται από τα άρθρα 13 παρ. ε και 15 παρ. γ, επί αστικών και εμπορικών συμβάσεων αντίστοιχα, του ίδιου ΚΤΧ, από τα οποία προκύπτει, εκτός άλλων, ότι το παρεπόμενο σύμφωνο που καταρτίζεται με ξεχωριστό έγγραφο, εφόσον μεν υποβλήθηκε στο προσήκον αναλογικό τέλος η κυρία σύμβαση, υπόκειται μόνον σε πάγιο τέλος, ενώ, αντιθέτως, υποβάλλεται σε αναλογικό τέλος, αν η κυρία σύμβαση δεν υποβλήθηκε στο εν λόγω τέλος (βλ. ΑΠ 553/2000). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι σε περίπτωση που προσκομιστεί το έγγραφο της υποκείμενης σε τέλος χαρτοσήμου σύμβασης στο δικαστήριο, χωρίς να έχει υποβληθεί στο τέλος αυτό, δεν επιτρέπεται να γίνει δεκτό (ΑΠ 1300/2012, ΑΠ 1667/1995). ¨Όμως , σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2990/2002 καταργήθηκαν καταργούνται τα τέλη χαρτοσήμου στι ς περιπτώσεις: α) στις εξοφλήσεις κάθε είδους αποδοχών από μίσθωση εργασίας για απασχόληση με οποιαδήποτε μορφή και οπωσδήποτε αμειβόμενη, περιλαμβανομένων και των εκτός έδρας αποζημιώσεων ή εξόδων κίνησης, β) στις εξοφλήσεις κάθε είδους αμοιβών για απασχόληση με οποιαδήποτε νομική σχέση που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης ως προς τους όρους απασχόλησης ή την αμοιβή και συνεπάγεται την ευθύνη του εργοδότη, περιλαμβανομένων και των εκτός έδρας αποζημιώσεων ή εξόδων κίνησης, γ)…, δ) στις εξοφλήσεις αποζημιώσεων από εργατικό ατύχημα ή λόγω λύσης της σχέσης εργασίας”. Εξάλλου κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. β΄ του ίδιου νόμου (ήδη άρθρο 63 του Ν. 2859/2000), από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις «για την επιβολή τελών χαρτοσήμου στις πράξεις τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου και στα παρεπόμενα τους σύμφωνα …» [, ώστε κατά την την έννοια της διάταξης αυτής, στις περιπτώσεις του «παρεπόμενου συμφώνου», που απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τελών χαρτοσήμου, περιλαμβάνεται και η αναγνώριση οφειλής και αναδοχή χρέους από συναλλαγή υποκείμενη σε αναλογικό ΦΠΑ, που αποτελούσε και τη γενεσιουργό αιτία της αναγνώρισης ή αναδοχής, αφού διαφορετικά θα επρόκειτο για περίπτωση ανεπιθύμητης για το νομοθέτη διπλής φορολόγησης (ΑΠ 913/2020, ΑΠ 713/2012, 748/2011, ΕφΠειρ 358/2020, ΕφΔωδ 118/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου απαλλάσσονται επίσης από το τέλος χαρτοσήμου τα ιδιωτικά συμφωνητικά, και κατ΄επέκταση και τα παρεπόμενα σύμφωνα που αφορούν την μεταβίβαση μετοχών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες, (αρθρ. 11 παρ.4 ζ Α.Ν. 148/1967) και γενικά μερίδια εμπορικών εταιριών (άρθρο 31 του ν.1676/1986, βλ. ΕφΠειρ 1059/2007, ΕφΑθ 5153/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ, Π.Ρέππα, Φορολογία Χαρτοσήμου Τομ.Β’, 1991, παρ. 193, σελ. 981-983)
Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων με τον πρώτο της ανακοπής του ζήτησε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι το από 8-10-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, με βάση το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεν είχε προηγουμένως υποβληθεί σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου 2%, με συνέπεια να στερείται αποδεικτικής αξίας και κακώς λήφθηκε υπόψη από το Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία για το λόγο αυτό είναι άκυρη. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος, ως στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ΠΔ 28/28-7-1931, 623, 624 και 628 του ΚΠολΔ και 9 παρ. 1 περ. ζ του Ν. 4308/2014 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του, απορριπτομένου ως προς αυτόν του 1ου λόγου της έφεσης, που αναφέρεται στην αοριστία του άνω λόγου ανακοπής.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης) και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα ξενόγλωσσα σε νόμιμη ελληνική μετάφραση από δικηγόρο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 8-10-2009, στον Πειραιά, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων το «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ», με τρίτο συμβαλλόμενο τον ……………, ο οποίος όμως δεν έχει υπογράψει το εν λόγω συμφωνητικό, όπου αναφέρονται τα εξής : «….Μεταξύ του πρώτου (καθ’ ού η ανακοπή) και του τρίτου των συμβαλλομένων (………..) συστάθηκε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με βάση των Περί Εταιριών Νόμο, Κεφ. 113 της Κυπριακής Δημοκρατίας με την επωνυμία «………..» (με αριθμό εγγραφής ………) έδρα την ………… Κύπρου, οδός….Την (δεν αναφέρεται ημερομηνία) Ιανουαρίου 2009 ο πρώτος των συμβαλλομένων κατέβαλε στον τρίτο των συμβαλλομένων για την δημιουργία της ανωτέρω εταιρίας, των γενικότερων εξόδων αυτής, την αγορά του εταιρικού και μηχανικού εξοπλισμού και ειδικότερα ενός jack up barge το συνολικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων (43.500) ευρώ με κατάθεση στον λογαριασμό που διατηρεί συγγενικό πρόσωπο στην Τράπεζα με την επωνυμία «……………..». Εν συνεχεία, ο πρώτος των συμβαλλομένων μεταβίβασε την 11-3-2009 το σύνολο των μετοχών του στην εν λόγω εταιρία στον δεύτερο των συμβαλλομένων, ήτοι μεταβίβασε 2.500 δικαιώματα μετοχών και αποχώρησε από αυτήν, ενώ εισήλθε στη θέση του ο δεύτερος των συμβαλλομένων, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το συνολικό ποσό των 43.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο τίμημα της αγοράς των εν λόγω 2.500 μετοχών, τίμημα που άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ως εύλογο και δίκαιο και το οποίο αντιστοιχεί πλήρως στο ποσό των οποίο έχει καταβάλλει ο πρώτος των συμβαλλομένων για τη δημιουργία και τα εν γένει έξοδα της προαναφερόμενης εταιρίας, ως ανωτέρω αναλύθηκε. Την εν λόγω οφειλή αναγνωρίζουν ρητά και ανεπιφύλακτα αμφότεροι οι αφετέρου συμβαλλόμενοι ως οριστική και εκκαθαρισμένη και προς διευκόλυνση του δεύτερου των συμβαλλομένων και μόνο συμφωνούν, ότι αυτός θα την καταβάλει και θα εξοφλήσει τον πρώτο των συμβαλλομένων σε τέσσερις άτοκες δόσεις ως εξής: σε τρεις ισόποσες άτοκες δόσεις των 10.000 ευρώ εκάστη εξ αυτών και μία δόση των 13.500 ευρώ, οι οποίες θα καταβληθούν την 10-12-2009, την 10-1-2010, την 10-2-2010 και την 10-3-2010 αντιστοίχως, αποδεικνυομένης της καταβολής μόνο δια εγγράφου αποδείξεως του πρώτου των συμβαλλομένων ή του σχετικού αποδεικτικού κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου των συμβαλλομένων υποδεικνυομένου από τον ίδιο αποκλειόμενου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου…………….» «Γίνεται μνεία ότι αν δεν πληρωθεί νόμιμα εμπρόθεσμα και προσηκόντως μία εκ των ανωτέρω δόσεων ο αφενός και πρώτος των συμβαλλόμενων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το σύνολο της οφειλής αυτών, καθώς όλο το ποσό θα καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μάλιστα νομιμοτόκως από την γέννηση της οφειλής προς αυτόν ήτοι από την ….. Ιανουαρίου 2009». Με βάση το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο καθ’ ού η ανακοπή με την από 10.3.2014 αίτησή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με αρ. ……/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανακόπτων, υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ ού η ανακοπή το ποσό των 33.500 €, με το νόμιμο τόκο από την 10.3.2009, αφού ο καθ΄ού ανακοπή αφαίρεσε το ποσό των 10.000 € που του είχε καταβάλει σε 2 δόσεις ο ανακόπτων. Με την από 15.5.2014 επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει στον καθ΄ού το συνολικό ποσό των 46.500 €, με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του συμφωνητικού, με βάση το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρόκειται για αιτιώδη υπόσχεση και αναγνώριση χρέους, δεδομένου ότι γίνεται μνεία της αιτίας αυτού, η οποία είναι η αγορά μετοχών της Κυπριακής εταιρίας ………….. Το συμφωνητικό αυτό ως παρεπόμενο σύμφωνο (αναγνώριση χρέους), αφού αφορά την μεταβίβαση μετοχών αλλοδαπής εταιρίας από επαχθή αιτία, δεν απαιτείτο να υποβληθεί σε χαρτοσήμανση, με βάση την διάταξη του άρθρου 11 παρ.4 ζ του Α.Ν (βλ. και ΕφΑθ 5153/2000 ο.π.) Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο στην εκκαλούμενη απόφαση έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ανακοπής και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο συνεπώς θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου εφέσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρο 505 ΚΠολΔ). Περαιτέρω να διακρατηθεί η ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο, προκειμένου να ερευνηθεί κατά τα λοιπά ως προς την βασιμότητα των λοιπών λόγων ανακοπής.
Ο ανακόπτων στον δεύτερο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι η απαίτηση του καθ΄ού η ανακοπή είναι ανύπαρκτη, καθώς δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συμφωνίας συνιστούσε η κυριότητα από την εταιρία ………….. ενός εξειδικευμένου μηχανήματος δειγματοληπτικών γεωτρήσεων, το οποίο ουδέποτε είχε αποκτήσει η ανωτέρω, με συνέπεια η δήλωση βουλήσεώς του να αποτελεί προϊόν απάτης, την οποία διέπραξε ο καθ΄ού, είτε γνώριζε αυτή. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος ως στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 147 ΑΚ, 386 ΠΚ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν ως προς την βασιμότητα του άνω λόγου ανακοπής, τα εξής : Το συμφωνητικό αυτό όπως εκτέθηκε συνιστά αιτιώδη αναγνώριση χρέους, αφού τα μέρη ρητώς αναφέρονται στην αιτία του, την μεταβίβαση μετοχών της εταιρίας με έδρα την Κύπρο «…………..», χωρίς να συνάγεται από το περιεχόμενό του ότι ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, αφού αναφέρεται ρητώς η αιτία της συναλλαγής και δεν γίνεται χρήση εκφράσεων, που να παραπέμπουν σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους (λχ. «αφηρημένα», «ανεξάρτητα») παρά υπάρχει η φράση «…..την εν λόγω οφειλή αναγνωρίζουν ρητά και ανεπιφύλακτα αμφότεροι οι αφετέρου συμβαλλόμενοι ως οριστική και εκκαθαρισμένη». Όπως αναφέρεται στο ίδιο συμφωνητικό, το ποσό των 43.500 €, είχε καταβάλει ο καθ’ ού η ανακοπή . ……. για τα γενικότερα έξοδα της άνω εταιρίας και την αγορά του εταιρικού και μηχανικού εξοπλισμού και ειδικότερα ενός jack up barge (αντίστοιχο του μεριδίου του ½ στην άνω εταιρία). Συνεπώς το ποσό των 43.500 €, αντιστοιχούσε κυρίως στο τίμημα (1/2 αυτού) για την αγορά μηχανήματος jack up barge – διενέργειας δειγματοληπτικών γεωτρήσεων, το οποίο είχε αγορασθεί για λογαριασμό της άνω εταιρίας. Ο ανακόπτων προσκομίζει κι επικαλείται δύο τιμολόγια αγοράς στην αγγλική γλώσσα για το επίδικο μηχάνημα, σε νόμιμη μετάφραση από Δικηγόρο. Το πρώτο έχει ημερομηνία 7.12.2008 την επωνυμία της εταιρίας ……….. στο πάνω μέρος του στο αριστερό του μέρος αναφέρει την επωνυμία της εταιρίας «………..» (χωρίς να της δίνεται ο χαρακτηρισμός «αγοραστής») ως περιγραφή τιμολόγιο για την αγορά τρίποδης ανυψούμενης φορτηγίδας «θαλάσσιες ανακαλύψεις» μαζί επί του ναυπηγήματος εξοπλισμού γεννήτρια, πλοήγηση περιφερειακά και φώτα, ιδιοκτήτης ………….. και αξία 70.000 λίρες Αγγλίας. Το τιμολόγιο αυτό, επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα πριν την υπογραφή του επίδικου ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως κατάθεσε η μάρτυρας αποδείξεως σύζυγός του. Εξάλλου, ο ανακόπτων προσκομίζει και δεύτερο τιμολόγιο με ημερομηνία 6η Φεβρουαρίου 2009 για το ίδιο μηχάνημα, όπου στο πάνω μέρος του αναφέρεται «τιμολόγιο προς» («Purchase to»)απευθυνόμενο στο ………., αμέσως από κάτω «τιμολόγιο από» (Purchase from») ………… και κατά τα λοιπά τα ίδια στοιχεία με το πρώτο. Του τιμολογίου αυτού έπονται με ημερομηνία 16.2.2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών απόδειξη (Receipt) «για την αγορά τρίποδης ανυψούμενης πλατφόρμας διατρήσεων» και με ίδια ημερομηνία απόδειξη πώλησης, στην οποία ο ……., βεβαιώνει ότι πώλησε στον ……………. την τρίποδη ανυψούμενη πλατφόρμα διατρήσεων «………….», με γεννήτρια και ανταλλακτικά αυτής (επισυνάπτεται κατάλογος) και έλαβε από αυτό το ποσό των 70.000 λιρών Αγγλίας. Από τα τελευταία έγγραφα προκύπτει σαφώς ότι κατά το χρόνο που ο ανακόπτων ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον καθ΄ού η ανακοπή το ποσό των 43.500 €, για την αγορά του μεριδίου του των μετοχών της εταιρίας «……….», με βάση το από Ιανουάριο του 2009 συμφωνητικό, το επίδικο μηχάνημα γεωτρήσεων, που σύμφωνα με το συμφωνητικό αυτό περιλαμβανόταν στη περιουσία της τελευταίας, ανήκε ατομικά στον ……….., και όχι στην εταιρία ………….. Ο τελευταίος καταρχήν ήταν συμβαλλόμενος στο από Ιανουάριο του 2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, ως εγγυητής, χωρίς όμως τελικά να υπογράψει το συμφωνητικό αυτό. Όπως περαιτέρω διαπίστωσε ο ανακόπτων, η τελευταία εταιρία δεν είχε καμία δραστηριότητα, δεν ανοίχθηκε ποτέ τραπεζικός λογαριασμός επ’ ονόματί της, ούτε είχε αναλάβει κάποιο έργο στη Λιβύη. Είναι άξιο μνείας ότι ο καθ΄ού η ανακοπή πίεσε τον ανακόπτοντα να αναλάβει το μερίδιό του στην εταιρία ………….., ανταγωνιστική της εταιρίας ………., που ο ίδιος απασχολείτο, διαβεβαιώνοντας αυτόν ότι υπήρχε ήδη συμβόλαιο για διενέργεια λιμενικών έργων στη Λιβύη υπέρ της ……….., και θα ήταν επικερδής η συμμετοχή σ΄αυτή του ανακόπτοντος, χωρίς να ισχύει αυτό στην πραγματικότητα. Ακόμα ο ανακόπτων ουδέποτε έλαβε την αμοιβή που του αναλογούσε για την παροχή υπηρεσιών ως δύτη στο επίδικο μηχάνημα το έτος 2008, παρά μόνο ένα μικρό μέρος αυτής ατομικά από τον …….. και όχι από την άνω εταιρία, ενώ είχε λάβει διαβεβαίωση από τον καθ’ ού και τον τελευταίο ότι θα πληρωθεί για όλες τις υπηρεσίες που είχε εκτελέσει. Για τα ανωτέρω καταθέτει η μάρτυρας αποδείξεως, σύζυγος του ανακόπτοντος, χωρίς αυτά να αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα του καθ’ ού. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι οι λόγοι που προβάλλει ο ανακόπτων είναι προσχηματικοί, δεδομένου ότι ουδέποτε υπέβαλε μήνυση για απάτη, ούτε ζήτησε την επιστροφή του ποσού των 10.000 €, που είχε ήδη καταβάλει. ¨Όπως όμως κατάθεσε η μάρτυρας του ανακόπτοντος, σε συνάντηση των διαδίκων συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ τους να μην απαιτήσει ο καθ’ ού τα υπόλοιπο ποσό των 33.500 €, ούτε ο ανακόπτων την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων και να λήξει με τον τρόπο αυτό η διαφορά των διαδίκων, παρόλα αυτά ο ανακόπτων προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν αποδεικνύεται ότι προκειμένου ο ανακόπτων να αγοράσει το μερίδιο του καθ’ ού και να αναλάβει την υποχρέωση από το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό, του επιδείχθηκε ανακριβές έγγραφο (το από 7.12.2008 τιμολόγιο με υποτιθέμενη αγοράστρια την ……….) και επίσης του εκτέθηκαν ανακριβή γεγονότα (ότι η εταιρία αυτή ήταν υπαρκτή και είχε αναλάβει έργα στην Λιβύη), ώστε η δήλωση βουλήσεώς του στο επίδικο συμφωνητικό είναι προϊόν απάτης, ανεξαρτήτως αν την μετήλθε αυτή ο καθ΄ού ή ο ……………, ή και οι δύο από κοινού. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της ανακοπής περί ανυπαρξίας της απαίτησης του καθ΄ού και δήλωσή βουλήσεως του ανακόπτοντος ως συνέπεια απάτης, αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος, ώστε πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή ως προς τα σωρευόμενα αιτήματά της και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αυτής επιταγή προς εκτέλεση. Σε βάρος του καθ΄ού η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος τωn δύο βαθμών δικαιοδοσίας μειωμένα όμως, με δεδομένη την ιδιαίτερη δυσχέρεια των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 191 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 1179/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στον εκκαλούντα.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από την από 3-6-2014 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης …………/2014 ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αρ. ………./2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 15-5-2014 επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του καθ΄ού η ανακοπή, για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) €.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 25.10.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ