Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 651/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (TMHMA 3ο)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  651/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας, καθ’ής η κλήση, εδρεύουσας στον Πειραιά (…………) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» και τον διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κίμωνα Γκιουλιστάνη, βάσει δηλώσεως, του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου, καλούντος, …………….., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ακριβής Ρουπακιώτη.

Ο ενάγων άσκησε, από κοινού με άλλους εργαζομένους την από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.  εκθ. καταθ. …………../2009) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η  οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 872/2016 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.

Η εκκαλούσα, με την από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/2016) έφεσή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσέβαλε  την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 21/2018, οριστική για τους λοιπούς ενάγοντες-εφεσίβλητους και μη οριστική ως προς τον παρόντα εφεσίβλητο απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, μεταξύ άλλων,  διατάχθηκε ως προς τον τελευταίο η επανάληψη της συζήτησής της στο ακροατήριο.

Με την από 27-9-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2-10-2018) κλήση του εφεσίβλητου, που γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρθηκε η υπό κρίση έφεση προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο της 19-9-2019 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών εκείνη της 7-5-2020. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19, από 13.3.2020 έως 31.5.2020. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής της υπόθεσης, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 80/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, η παραπάνω υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 10-12-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε εκ νέου, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωνοϊού Covid-19, από 7.11.2020 έως 7.1.2021.  Ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 158 παρ.1 του ν. 4764/2020 (ΦΕΚ Α΄ 256/23-12-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής της υπόθεσης, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 1/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, που γράφτηκε στο πινάκιο, η παραπάνω υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 11-11-2021, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της ανωτέρω εφέσεως, όταν αυτή εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξουσία δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Με την από 27-9-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/2-10-2018) κλήση του εφεσίβλητου, σε συνδυασμό με τις διαδοχικές υπ’αριθμ. 80/2020 και 1/2021 Πράξεις των ορισθέντων από τους Προέδρους του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Εφέτες, επαναφέρεται νομίμως προς συζήτηση η από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./2016) έφεση της εναγομένης, που στρεφόταν και κατά των λοιπών εναγόντων-εφεσιβλήτων, που δεν είναι πλέον διάδικοι, κατά το μέρος που στρέφεται κατ’αυτού, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 21/2018 εν μέρει οριστικής απόφασης, που έκρινε τελεσίδικα για τις αξιώσεις των λοιπών εναγόντων και διέταξε την εξέταση του τελευταίου στο ακροατήριο, και την διενέργεια αυτής. Σημειώνεται ότι με την εν λόγω απόφαση έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου, εξόφλησης, παραγραφής των ένδικων αξιώσεων όλων των εναγόντων, και περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, και δεν συντρέχει λόγος ανακλήσεώς της, ως προς τις σχετικές διατάξεις της.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …….. και ………., που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων η υπ’αριθμ. ………./24-9-2007 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ……… και …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., στο πλαίσιο άλλης δίκης (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1471/2014, ΑΠ 621/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), που ελήφθη με επιμέλεια του εφεσιβλήτου και των εναγόντων, που δεν είναι πλέον διάδικοι, ……. και ………., ομοίως λιμενεργατών, ανεξαρτήτως της κλήτευσης ή μη των αντιδίκων τους (ΑΠ 1471/2014, ό.π, ΑΠ 897/2014, ΕΦΑΔ 2014.927), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § §3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Όλοι οι ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και ο εφεσίβλητος προσελήφθηκαν από το τότε ΝΠΔΔ (ΑΝ 1559/1950) «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΟΛΠ», μετατραπέν ήδη με το Ν 2688/1999 σε ανώνυμη εταιρία (εναγομένη), και συγκεκριμένα ο τελευταίος στις 24-5-1989, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστούν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, ως μόνιμοι εργάτες. Οι όροι της αμοιβής (όπως και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής και εργασίας) καθορίζονταν, πριν αλλά και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ σε ανώνυμη εταιρεία, από τον Κανονισμό Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που ισοδυναμεί με ουσιαστικό νόμο, τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.ΕΣΕ, τις διατάξεις των οικείων ΣΣΕ που υπογράφονταν μεταξύ της εναγομένης (OλΠ) και του σωματείου των εργαζομένων και τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αναπροσαρμόζονταν και τα διαφορά επιδόματα (πολυετίας, γάμου κλπ). Ειδικότερα, αναφορικά με το ωράριο εργασίας τους, με βάση το άρθρο 17 του προϊσχύσαντος Κανονισμού Εργασίας των Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄579/1971),  η κανονική εργασία ενεργείτο από δύο επτάωρες βάρδιες, την πρωϊνή, από 07.30 έως 14.30 και την απογευματινή, από τις 14.30 έως τις 21.30, η οποία παρατείνετο υποχρεωτικά για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας κατά της διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (παρ. 1 α και β), ενώ προβλέπετο και η παροχή, υπό προϋποθέσεις, νυκτερινής εργασίας από τις 20.30 (παρ. 3). Στο επτάωρο αυτό συνεχές ωράριο εργασίας, περιλαμβανόταν  εξάωρη πραγματική φορτοεκφορτωτική εργασία, ημίωρο που κάλυπτε τον χρόνο της προσέλευσης, το προσκλητήριο και τη μεταφορά στους προκαθορισμένους τόπου εργασίας και ημίωρο καλύπτον τον χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων για την περισυλλογή των εργαλείων φορτοεκφορτώσεως και τη μεταφορά τους εις την αποθήκη, ως και τυχόν παράταση της εργασίας μη υπερβαίνουσα τα 15΄ της ώρας μετά τη λήξη της πραγματικής εξάωρης εργασίας (παρ.4 α, β και γ). Επιπλέον, για την παρεχόμενη πέραν των κανονικών χρονικών ορίων εργασία, προβλέπετο η καταβολή σε κάθε μόνιμο, δόκιμο ή ελεύθερο εργάτη και για κάθε ώρα απασχόλησης ή κλάσμα αυτής μεγαλύτερο των 15 λεπτών της ώρας, πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή, ίση με το 1/6 του βασικού ημερομισθίου απασχολήσεως (ΕΣΣΕ 312-3-1976) (άρθρο 26 παρ.1), μετά των συντρεχόντων για κάθε εργάτη επιδομάτων εμπειρίας σε ποσοστό 5% και μέχρι επτά τριετίες (άρθρο 24 παρ.3), ειδικών συνθηκών εργασίας σε ποσοστό 12% (παρ.5) και γάμου, σε ποσοστό 10% (παρ.6), προσαυξανόμενη ως ακολούθως :α) Μέχρι και την 22α ώρα και μετά την 06.00 και μέχρι την ώρα 07.00, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 50% και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, κατά ποσοστό 125%, β) Μετά την 22α και μέχρι την ώρα 6.00 της επομένης, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 75 % και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες κατά ποσοστό 150 % (άρθρο 26). Η έκτακτη εργασία πέραν της 24ης ώρας εργασίμου ημέρας προς Κυριακή ή αργία, λογίζετο παρεχόμενη στα χρονικά όρια εξαιρεσίμων ημερών και η ίδια εργασία πέρα της 24ης ώρας Κυριακής ή αργίας προς εργάσιμη ημέρα, λογίζετο παρεχόμενη σε χρονικά όρια εργασίμων ημερών (άρθρο 26 αρ.4 και 5). Το βασικό ημερομίσθιο καθορίστηκε αρχικά στο άρθρο 23, ενώ τα προαναφερθέντα επιδόματα, αναπροσαρμόστηκαν, το μεν επίδομα ειδικών συνθηκών στο ποσοστό του 30 % από την 1-1-1994, με βάση την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ του ΟΛΠ, του Ελληνικού Δημοσίου και του Σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία «’Ενωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών», το επίδομα γάμου στο ποσοστό του 20%, με βάση την από 10-9-1993 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των ιδίων μερών, και το επίδομα τριετίας στο ποσοστό του 33%, 39% , 45% και 51% για την 12ετία, 15ετία, 18ετία και 21ετία, αντίστοιχα, με βάση την από 19-7-1996 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των ιδίων ως άνω μερών, αναπροσαρμογές που ισχύουν έκτοτε με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (ΕφΠειρ 680/2014, ΕφΠειρ 45/2014, ΕφΠειρ (Μον) 203/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αναπροσαρμογές επί τα βελτίω επήλθαν και στο βασικό ημερομίσθιο των λιμενεργατών, με σχετικές αποφάσεις της διοίκησης της εναγομένης, και έτσι αυτό διαμορφώθηκε από την 1/1 έως τις 31/12/2003 στο ποσό των 18,55 ευρώ (υπ’αριθμ. 48/17-2-2003 και 283/30-10-2003 αποφάσεις), από την 1/1 έως τις 31/8/2004 στο ποσό των 19,29 ευρώ, από την 1/9 έως τις 31/12/2004 στο ποσό των 19,68 ευρώ (υπ’αριθμ. 213/3-9-2004 απόφαση), από την 1/1 έως τις 31/8/2005 στο ποσό των 20,11 ευρώ, από την 1/9 έως τις 30/11/2005 στο ποσό των 20,77 ευρώ (υπ’αριθμ. 224/4-8-2005 απόφαση)-για τους λιμενεργάτες που απασχολούνταν σε χύμα φορτίο τα αντίστοιχα βασικά ημερομίσθια διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα ποσά- ενώ με βάση την υπ’αριθμ. 61/2005 διαιτητική απόφαση «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», το βασικό τους ημερομίσθιο αναπροσαρμόστηκε από 1/12/2005 στο ποσό των 40 ευρώ (άρθρο 2), και το επίδομα γάμου, όπως ορθώς επισημαίνει η εκκαλούσα, μειώθηκε στο αρχικό ποσοστό του 10 % (το άρθρο 3), ποσά άλλωστε, τα οποία με εξαίρεση το επίδομα γάμου δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και συμβαδίζουν με τις καταστάσεις που έχουν ενσωματωθεί στις προτάσεις της. Επιπλέον, με την ΚΥΑ 5115.01/02/2004 (ΦΕΚ Β 390/2004) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο νεότερος Γενικός Κανονισμός Προσωπικού του ΟΛΠ, που καταρτίστηκε στα πλαίσια του τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου άρθρου του ν.2688/1999, για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στους όρους του υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι που συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 παρ.2 και 2 παρ.1), με την επιφύλαξη των ειδικών εξαιρέσεων και διαφοροποιήσεων που περιέχονται στους όρους ειδικών Κανονισμών που εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 2 παρ.3). Κατά το άρθρο 51, το προσωπικό εργάζεται με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (παρ.1), που αρχίζει τη Δευτέρα και λήγει την Παρασκευή (παρ.2) και οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε επτάμισυ (7,5) και κανονικής εβδομαδιαίας εργασίας σε τριανταεπτάμισυ (37,5) με την επιφύλαξη των υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής κ.α, ενώ στο άρθρο 53 ορίζονται οι ημέρες αργίας και ημιαργίας του προσωπικού (παρ.1α), που ταυτίζονται με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 39 του προϊσχύσαντος Κανονισμού, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγεται η ημέρα των Χριστουγέννων, η 15η Αυγούστου και η 28η Οκτωβρίου, ενώ καθορίζονται ως ημέρες ημιαργίας η παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά τις οποίες η εργασία διακόπτεται την 13η ώρα (παρ.1 β), με την περαιτέρω διευκρίνηση ότι, σε περίπτωση σύμπτωσης αργίας με ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, η αργία δεν μετατίθεται σε εργάσιμη ημέρα (παρ.2). Σχετικά με την υπερωριακή εργασία και γενικά την πέραν του κανονικού ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόληση και κάθε είδους πρόσθετη εργασία, ορίζεται στο άρθρο 54 ότι θα εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και του νέου αυτού Κανονισμού. Ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ μετά την παρέλευση δέκα ημερών από τη δημοσίευσή του, καταργούμενης έκτοτε κάθε αντίθετης ρύθμισης (άρθρα 82 και 83). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία είχε σχέση με την φορτοεκφόρτωση  διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του ίδιου λιμένος. Παρά τη σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, υπήρξε υπέρβαση, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σημαντική, του ημερησίου ωραρίου του, όπως συνέβη και με τους λοιπούς λιμενεργάτες, με την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, εφόσον δεν προτάθηκε κατ’ένσταση εκ μέρους της εναγομένης ότι τηρήθηκαν γι’αυτήν οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 671/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Και ναι μεν γίνονταν σχετικές καταχωρήσεις από την εναγομένη στα δελτία διάθεσης εργατικής ομάδας, πλην όμως σε αυτά δεν αποτυπώνονταν οι ακριβείς ώρες εργασίας του, με αποτέλεσμα ο ίδιος να κρατά πρόχειρες σημειώσεις, όπως έκαναν και όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, ώστε να γνωρίζουν το πραγματικό ωράριο απασχόλησής τους. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη δελτία δεκαπενθήμερης αμοιβής αφού, πέραν της παρατηρούμενης ανακρίβειας αντιστοίχισης των ημεροχρονολογιών με τις ημέρες της εβδομάδας (πχ η 1-1-2003 ήταν Τετάρτη και όχι Τρίτη κ.ο.κ), και αυτά στηρίζονται λογικά στις καταχωρήσεις στα παραπάνω δελτία, στις οποίες προέβαιναν οι αρμόδιοι υπάλληλοί της, αλλά ούτε και από τους αναλυτικούς πίνακες της Διεύθυνσης Μισθοδοσίας, στις οποίες παρατίθενται αφενός μεν οι αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων, ανά ημέρα εργασίας, και αφετέρου τα ποσά που τους καταβλήθηκαν με διευκρίνιση, ως προς τον τυχόν αριθμό υπερωριών που πραγματοποίησαν και μάλιστα ειδική αν πρόκειται για τέτοια απασχόληση κατά τη διάρκεια της νύκτας ή ημέρες αργίας. Σε αυτούς τους πίνακες, ωστόσο, τα καταβληθέντα ποσά δεν τελούν σε συμφωνία με τις αναγραφόμενες παρατηρήσεις, με βάση τις αποδοχές ανά έτος και τα επιδόματα που προαναφέρθηκαν, ασυμφωνία που δεν επεξηγείται από την εναγομένη και ενισχύει την παραδοχή ότι πράγματι οι υπερωρίες δεν καταγράφονταν ορθά από αυτήν. Σε καμία, επίσης, αναφορά αλλά ούτε και επεξήγηση προβαίνει η εναγομένη, ως προς τις προσκομιζόμενες καταστάσεις με τον τίτλο «εργατική ομάδα κύτους HS.P» του νυν εφεσιβλήτου, για επιμέρους χρονικά διαστήματα του επικαλούμενου στην αγωγή, οι αναγραφόμενες αμοιβές επί των οποίων δεν συμφωνούν επίσης με τα δελτία δεκαπενθήμερης αμοιβής, ώστε να μπορεί να εξαχθεί από αυτές κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος, εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, δήλωσε ότι έχει απωλέσει τις σημειώσεις αυτές, το περιεχόμενο, ωστόσο, αυτών ταυτίζεται με εκείνο των χειρόγραφων σημειώσεων του εργαζομένου …………, καθώς εργάζονταν μαζί και το ωράριο απασχόλησής τους ήταν το ίδιο. Έτσι, με βάση τις σημειώσεις αυτές του τελευταίου, και αφού διευκρινιστεί ότι : α/ στις περιπτώσεις που ως βάση υπολογισμού των αγωγικών αξιώσεων, τίθεται ποσοστό επιδόματος τριετίας, υψηλότερο εκείνου που δικαιούτο πράγματι ο εφεσίβλητος, αυτό γίνεται δεκτό, εφόσον συνομολογείται από την εναγομένη με βάση τους πίνακες που έχει ενσωματώσει στο δικόγραφο των προτάσεών της, ως καταβαλλόμενο, β/ κατά την αγωγή, φέρεται να αξιώνεται το σύνολο της υπερωριακής αμοιβής, ανάλογα με τον χρόνο που παρασχέθηκε (κατά τη διάρκεια της ημέρας, νύκτα, Κυριακή, αργία, νύκτα Κυριακής ή αργίας), πλην όμως κατ’ουσίαν αναζητείται μόνον η σχετική προσαύξηση, και γ/ το επιδικαστέο ποσό τελεί υπό τον περιορισμό του αντίστοιχου αιτήματος της αγωγής, αλλά και της μη χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), δ/ ο επιμερισμός των αξιώσεων κατά χρονικά διαστήματα-διαφοροποιούμενος σε κάποιες περιπτώσεις από εκείνον της αγωγής- γίνεται σε συνάρτηση με τις  μεταβολές που επήλθαν σταδιακά στο βασικό ημερομίσθιο και τις προσαυξήσεις του ή τα προαναφερθέντα επιδόματα, και εκείνες που συνομολογούνται από την εναγομένη με τους παραπάνω πίνακες, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος εργάστηκε :  1) Κατά το έτος 2003  : α/από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 2/1, 4/1, 11/1, 21/1 28/1 και 29/1, 1/2, 3/2, 8/2, 10/2 και 15/2, 1/3, 14/3, 27/3, 29/3 και 31/3, 7/4, 8/4, 11/4, και 12/4, 13/5, /24/5 και 30/5,  3/6, 6/6, 12/6, 21/6, 24/6 και 25/6, 1/7, 8/7, 24/7 και 31/7, 5/9, 6/9, 11/9, 12/9, 13/9, 19/9, 20/9, 25/9, και 27/9, 15/10, 18/10, 20/10, 22/10, 24/10 και 25/10, 1/11, 3/11, 10/11, 14/11, 15/11, 18/11, 20/11, 21/11, 26/11 και 27/11, 2/12, 4/12, 10/12, 17/12, 22/12, 23/12, 26/12, 27/12, 29/12 και 30/12, καθώς και στις 5/1 και 12/1, 2/2, 16/2 και 9/2, 16/3 και 30/3, 13/4, 22/6,   7/9, 14/9, 21/9 και 28/9, 19/10 και 26/10, 9/11 και 16/11, 7/12, που συμπίπτουν με Κυριακή,  β/ από ώρα 14.30-5.30 πμ της επομένης : στις 15/1, 21/2, 22/2 και 27/2, 10/5 και 17/5, 16/6, 19/6, 27/6, και 28/6, 23/7, 28/7, 29/7 και 30/7, 1/9, 9/9 και 10/9, 12/11, 12/12 και 13/12, καθώς και στις 23/2, 11/5 και 18/5,  29/6, 27/7, 14/12 και 21/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  γ/ από ώρα 07.00 πμ  έως 14.30 και από ώρα 22.00-05.30 πμ της επομένης : στις 7/1, 8/1, 13/1, 14/1, 18/1 και 30/1, 4/2, 11/2, 17/2, 20/2 και 26/2, 17/3, 21/3, 22/3, 25/3 και 28/3,  2/4, 5/4, 9/4 και 16/4, 7/5, 14/5, 16/5, 20/5, 22/5, 28/5 και 31/5, 4/6, 7/6, 13/6, 14/6, 23/6 και 26/6, 4/7, 5/7, 25/7 και 26/7, 4/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 24/9, 26/9 και 29/9, 16/10, 21/10, 23/10 και 27/10, 4/11, 8/11, 11/11, 17/11, 17/11, 19/11, 22/11, 25/11, και 29/11, 3/12, 8/12, 11/12, 19/12 και 20/12, καθώς και στις 26/1, 2/3 και 23/3, 25/5, 1/6, 8/6 και 15/6, 6/7, 2/11, 23/11 και 30/11, 28/12,  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  2) Κατά το έτος 2004: α/ : από ώρα 07.00 πμ έως 22.00  :   στις 3/1, 5/1, 6/1, 8/1, 10/1, 16/1, 28/1 και 29/1,  3/2, 4/2, 7/2, 10/2, 11/2, 12/2, 17/2, 21/2, 26/2, 27/2 και 28/2, 1/3, 3/3, 5/3, 6/3, 10/3, 11/3, 12/3, 18/3, 19/3, 20/3, 22/3, 24/3 και 26/3, 3 /4, 20/4 και 27/4, 4/5, 6/5, 8/5, 10/5, 12/5, 21/5, 24/5, 27/5, 28/5 και 29/5, 4/6, 10/6, 12/6, 15/6, 16/6 και 17/6, 30/7 και 31/7,  12/8, 14/8 και 19/8, 7/9, 11/9, 13/9, 14/9, 20/9 και 21/9, 1/10, 2/10, 4/10, 11/10, 12/10, 15/10, 16/10, 18/10, 21/10 και 28/10, 4/11, 6/11, 13/11, 16/11, 17/11, 20/11 και 23/11, 6/12, 13/12, 16/12, 22/12, 29/12, 30/12 και 31/12, καθώς και στις  1 /2, 8/2, και 22/2, 7/3 και 21/3, 4/4, 2/5, 9/5 και 23/5, 13/6, 10/10 και 17/10, 7/11 και 28/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 15/8 που αποτελεί αργία, β /από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 24/1, 16/2 και 24/2, 15/3, 1 /4 και 17/4, 1/6, 2/8, 3/8, 6/8, 11/8 και 30/8, 6/9, 10/9, 17/9, 23/9 και 30/9, 6/10, 9/10, 25/10 και 30/10,  21/11 και 22/11,  18/12, 27/12 και 28/12, καθώς και στις 18/4, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 2/1, 7/1, 9/1, 14/1, 17/1, 27/1, 30/1 και 31/1, 2/2, 5/2, 9/2, 18/2 και 23/2, 2/3, 4/3, 9/3, 13/3, 17/3, 23/3, 25/3, και 27/3, 21/4, 23/4, 24/4, 28/4 και 30/4, 5/5, 7/5, 11/5, 13/5, 15/5 18/5, 20/5, 22/5, 25/5, 31/5, 5/6, 11/6 και 14/6, 29/7, 5/8, 7/8, 10/8, 16/8, 18/8, και 26/8, 4/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 25/9 και 28/9, 5/10, 13/10, 19/10, 22/10, 23/10, 27/10 και 29/10, 1/11, 3/11, 5/11, 12/11, 12/11, 18/11 και 29/11, 1/12, 3/12, 7/12, 10/12, 11/12, 14/12, 17/12 και 23/12, καθώς και στις 4/1, 11/1, 18/1 και 25/1, 15/2 και 29/2, 14/3 και 28/3, 25/4, 16/5 και 30/5, 6/6, 1/8, 8/8 και 29/8, 5/9, 12/9, 19/9 και 26/9, 24/10, 14/11, 12/12, 19/12 και 26/12,  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 3) Κατά το έτος 2005 :α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 5/1, 6/1, 12/1, 17/1, 19/1, 21/1, 25/1, 28/1 και 29/1, 1 /2,  4/2, 5/2, 7/2, 10/2, 12/2, 14/2, 18/2, 21/2, 25/2 και 26/2, 3/3, 4/3, 11/3, 16/3, 17/3, 19/3, 23/3 και 30/3, 5/4, 11/4, 12/4, 18/4, 22/4 και 25/4, 14/5, 18/5, 21/5 και 31/5, 15/7, 31/8, 6/9 και 18/9, 16/10, 17/11 και 22/11, 3/12, καθώς και στις 2/1, 9/1, 23/1 και 30/1, 8/5, 28/8, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,   β/ από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 8/1, 15/1, 22/1 και 27/1, 3/2 και 28/2, 1/3 και 25/3, 21/4, 10/5 και 28/5, 5/7, 10/7, 11/7, 13/7, 23/7 και 25/7, 3/9, 4/9, 25/9 και 30/9, 12/10, 22/10 και 27/10, 5/11, 6/11, 11/11, 12/11 και 26/11, 4/12, 9/12, 10/12, 12/12 και 13/12, καθώς και στις 6/2 και 20/2, 6/3, 10/4, 22/5, 10/7, 17/7 και 24/7,  2/10, 9/10, 23/10 και 27/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 28/10, που αποτελεί αργία, γ/ από ώρα 07.00 πμ -14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 3/1, 10/1, 14/1, 18/1, 20/1, 24/1 και 31/1, 2/2, 8/2, 11/2, 17/2, 19/2, 22/2 και 24/2, 5/3, 8/3, 10/3, 15/3, 18/3 και 29/3, 1/4, 9/4, 19/4 και 26/4, 9/5, 16/5, 24/5, 27/5 και 30/5, 9/7, 16/7, 19/7, 22/7 και 22/7, 29/8, 1/9, 7/9, 13/9, 20/9, 22/9, 24/9, 27/9 και 29/9, 6/10, 8/10, 18/10, 26/10 και 31/10, 4/11 και 25/11, 1/12καθώς και στις 13/2, και 27/2, 27/3, 3/4 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή.  Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, από την 1/1/2003 έως τις 31/10/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 51 ημέρες πλην Κυριακών- στις οποίες όμως συμπεριλαμβάνεται η 2/2, 16/2 και 9/2 που δεν τις υπολογίζει ως Κυριακές- και αργιών, δηλαδή 382,5 ώρες, επί 12 Κυριακές, δηλαδή 90 ώρες, επί 67 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας-συμπεριλαμβανομένης και της 26/2 που την υπολογίζει εσφαλμένα ως ημέρα Κυριακή-, δηλαδή 502,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 71,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 Κυριακές, δηλαδή 26 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 32,57 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 5,87  (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,42 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών,  αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.036,57  [2,71  (5,42 Χ 50 %) Χ 382,5 ώρες] ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.040,4 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 428,40   [6,77 (5,42 Χ 125 %)  ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα 4,76 ευρώ Χ 90] ευρώ, αντί του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού των 428,50 ευρώ, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 1.951,6 [4,06 (5,42 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,4 ευρώ Χ 574} και των  141,44 [8,13 (5,42 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,44 ευρώ χ 26]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.093,04 ευρώ, αντί του συνολικού ποσού των 2.213,4  (1.683 + 530,4) ευρώ, που εσφαλμένως του επιδικάστηκε για τις ανωτέρω αιτίες. Από την 1/11/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 20 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 150 ώρες,  επί 3 Κυριακές, δηλαδή 22,5 ώρες, επί 17 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 127,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 33 ώρες, και συνολικά 160,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 Κυριακές, δηλαδή 12 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 33,57 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 6,12 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,59 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 418,50 [2,79  (5,59 Χ 50 %) Χ 150 ώρες] αντί του επιδικασθέντος εσφαλμένως ποσού των 420 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 110,25  [6,98 (5,59 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,9 Χ 22,5] ευρώ, το οποίο του επιδικάστηκε ορθώς και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 561,75 [4,19 (5,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,5 ευρώ Χ 160,5} ευρώ και των 67,2 [8,38 (5,59 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,6 ευρώ χ 12]  δηλαδή συνολικά των 628,95 αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένως για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 672 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 30/9/2004, πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 62 και, κατά το αίτημα της αγωγής, 57 ημέρες, δηλαδή 427,5 ώρες,  επί 10 Κυριακές και 1 αργία,  δηλαδή 82,5 ώρες, επί 70 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 525 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 20 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 110 ώρες, και συνολικά 635 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 20 Κυριακές, δηλαδή 40 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,05 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,23 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,84 ευρώ και  κατά το αίτημα της αγωγής, 5,70 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.218,37 [2,85 (5,70 Χ 50 %) Χ 427,5 ώρες], ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των   411,68  [7,12 (5,70 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,99 ευρώ Χ 82,5] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 2.266,95 [4,27 (5,70 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,57 ευρώ Χ 635} ευρώ και των 228 [8,55 (5,70 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,70 ευρώ χ 40]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.494,95 αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 2.670,53 ευρώ. Από την 1/10/2004 έως τις 30/11/2005 πραγματοποίησε 7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 69 ημέρες, δηλαδή 517,5 ώρες,  επί 10 Κυριακές,  δηλαδή 75 ώρες, επί 110 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 825 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 22 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 165 ώρες, και συνολικά 990 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 22 Κυριακές, δηλαδή 44 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,18 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,19 ευρώ. Επίσης, από την 1/12/2005 έως τις 31/12/2005, πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 1 ημέρα, δηλαδή 7,5 ώρες,  επί 4 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 30 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 33 ώρες, και συνολικά 63 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 Κυριακές, δηλαδή 12 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,21 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 1,96 (επίδομα γάμου 10 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,86 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.599,07 [3,09 (6,19 Χ 50 %) Χ 517,5 ώρες] και το ποσό των 21,97 [2,93 (5,86 Χ 50 %) Χ 7,5 ώρες] δηλαδή των 1.621,04 ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.627,5 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 407,25  [7,73 (6,19 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,43 ευρώ Χ 75] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των  3.841,2 [4,64 (6,19 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 ευρώ Χ 990} ευρώ, των  272,8 [9,28(6,19 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 ευρώ χ 44], των 244,44 [4,64 (5,86 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 ευρώ Χ 63} ευρώ και των 74,4 [9,28 (6,19 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 ευρώ χ 12] ευρώ, δηλαδή συνολικά των 4.432,84 ευρώ αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 4.451,10 ευρώ.  Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 15.302 (1.036,57 + 428,40 + 2.093,04 + 418,50 + 110,25 + 628,95 + 1.218,37 + 411,68 + 2.494,95 + 1.621,04 + 407,25 + 4.432,84) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Συνεπώς, κατ’ακολουθία όσων προεκτέθηκαν, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά την κύρια βάση της, και επιδίκασε καταψηφιστικώς στον εφεσίβλητο το ποσό των 15.670 ευρώ, έσφαλε εν μέρει κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή  στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ούτε και κατ’εκτίμηση του δικογράφου της (ΑΠ 1449/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθ’ό μέρος αφορά τον εφεσίβλητο, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208),  με αποτέλεσμα ο σχετικός πέμπτος λόγος εφέσεως, που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ(Μον) 684/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), κατά το ίδιο μέρος, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 15.302 ευρώ, νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση, όπως δηλαδή δέχθηκε και η εκκαλουμένη, που δεν πλήττεται ως προς το συγκεκριμένο σκέλος της, παρ’ότι για τις ένδικες αξιώσεις η τοκοφορία εκκινεί από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν στο σύνολό τους στην εναγομένη-εκκαλούσα, λόγω της κατά το μεγαλύτερο μέρος νίκης του και με δεδομένο ότι ο ίδιος δεν έδωσε αφορμή για την αύξηση των εξόδων του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, σημειούμενου ότι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ίδιος πληρεξούσιος δικηγόρος εκπροσώπησε όλους τους ενάγοντες και ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα για τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.2, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 § 3, 63, 68, 69 και 84 § 1 του ν.4194/2013).       

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../2016) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 872/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά του εφεσίβλητου.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν, ως προς τον εφεσίβλητο.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς αυτόν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν, κατά το ίδιο μέρος.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……………/2009) αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων δύο (15.302) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο,  για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις   7 -11-2022.

         Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ