Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 658/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 658/2022

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας : …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη Φατούρου.

Της καθ’ ης η αίτηση : Της ανώνυμης εταιρείας ……………….. ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της εταιρείας ………………., που έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Τσακόπουλο.

Ενώπιον του Εφετείου ασκήθηκε από την αιτούσα κατά της καθ’ ης η από 8.11.2022 και με αριθ. κατ. ………./2022 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 937 παρ. 1β ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021. Για τη συζήτηση δε αυτής, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στα γραπτά σημειώματα που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί να ανασταλεί η σε βάρος της διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και δη του πλειστηριασμού ακινήτου της, που επισπεύδει η καθ’ ης, στηριζόμενη σε διαταγή πληρωμής, επειδή εναντίον της απορριπτικής της ανακοπής της κατά της εκτέλεσης απόφασης άσκησε έφεση, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η ευδοκίμηση της οποίας πιθανολογείται, ενώ η συνεχιζόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 686επ (άρθρ. 937 παρ. 1β ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021, αφού η από 2.12.2021 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε την 3.12.2021, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι την 1.1.2022) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. …………../2022 ανακοπή της κατά της καθ’ ης, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της υπ’ αριθμόν ……../28.3.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας, …………. Εκδόθηκε η με αρ. 3218/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε μερικώς την επιταγή προς εκτέλεση απορρίπτοντας κατά τα λοιπά αυτή και επικυρώνοντας την ως άνω έκθεση κατάσχεσης. Εναντίον αυτής της απόφασης άσκησε παραδεκτά και νόμιμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) την από 7.11.2022 και με αρ. κατ. …………../2022 έφεση, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί την 7.12.2023. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με βάση την υπ’ αρ. …./2003 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την είσπραξη απαίτησης από στεγαστικό δάνειο που χορήγησε η «………………..» στην αιτούσα, την οποία (απαίτηση) η τράπεζα πώλησε και εκχώρησε με την από 25.5.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. …. στις 25.5.2021, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στο τόμο … με α.α …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, στην εταιρεία «………….», η οποία, σύμφωνα με την από 25.5.2021 σύμβαση διαχείρισης, επίσης νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. … στις 25.5.2021, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. με α.α …., ανέθεσε τη διαχείριση και είσπραξή της στην καθ’ ης εταιρεία (πρώην …………..). Με την ανακοπή της, η αιτούσα ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, επειδή α) η καθ’ ης δεν της κοινοποίησε, ούτε και κατέθεσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης, μεταβίβασης και διαχείρισης της επίδικης απαίτησης, βάσει των οποίων αυτή νομιμοποιείται ως τρίτη μη δικαιούχος διάδικος να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξή της, παρά μόνο αποσπάσματα αυτών, από τα οποία δεν προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση ανατέθηκε προς διαχείριση στην καθ’ ης, β) το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση είναι μέρος της επιταχθείσας απαίτησης, χωρίς όμως να προσδιορίζεται για ποια ακριβώς κονδύλια αυτή (η κατάσχεση) αφορά, καθιστώντας έτσι αυτή (την περιορισθείσα απαίτηση) ανεκκαθάριστη, γ) στην ως άνω έκθεση κατάσχεσης δεν αναγράφεται ο ΑΦΜ της εταιρείας «………………», στην οποία μεταβιβάστηκε η επίδικη απαίτηση και δ) επιβλήθηκε καταχρηστικά επί ακινήτου κύριας κατοικίας πολλαπλάσιας αξίας σε σχέση με την προς ικανοποίηση απαίτηση, ενώ θα μπορούσε να κατασχέσει άλλο ακίνητό της που έχει στην Κέρκυρα, στο χωριό … στη θέση ….., επιφανείας 1500 τ.μ. Με το δικόγραφο της έφεσης για πρώτη φορά προτείνεται και άλλος λόγος ανακοπής, που δεν προτάθηκε με το δικόγραφο της ανακοπής και συγκεκριμένα ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης ανάμεσα στη δικαιούχο και την καθ’ ης δεν διέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 αλλά από το Ν. 3156/2003 και, επομένως, δεν νομιμοποιείται η καθ’ ης, ως μη δικαιούχος διάδικος, να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση. Οι λόγοι αυτοί ανακοπής πιθανολογούνται ως αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, όσον αφορά τον υπό στ. α’  λόγο, τον σχετικό με την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης στη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η επικαλούμενη από την αιτούσα υποχρέωση της καθ’ ης, κατά τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί συγκοινοποίησης σ’ αυτήν μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση και ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων πώλησης, μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης της επίδικης τραπεζικής απαίτησης, σύμφωνα με τους ν. 3156/2003 και 4354/2015 και όχι μόνο περιλήψεων αυτών με τα ουσιώδη στοιχεία και τις διατάξεις τους, όπως έκανε, δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης και της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας και ανατεθείσας προς διαχείριση στην καθ’ ης οφειλής, το ύψος αυτής, το στάδιο μη εξυπηρέτησής της και η ιδιότητα της καθ’ ης ως αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αυτά δε τα στοιχεία προκύπτουν από τις συγκοινοποιηθείσες περιλήψεις (καταχωρήσεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης μετά του παραρτήματος και τα ΦΕΚ αδειοδότησης της καθ’ ης (Β’ 880/16.3.2017), είναι δε αρκετές και ανταποκρίνονται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και είναι αδιάφορα για τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ ης (πρβλ. ΑΠ 345/2006, ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΑθ 291/2022 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΑθ 832/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον δε από το με αρ. πρωτ. 346/28.5.2021 απόσπασμα από το παράρτημα που επισυνάφθηκε στην υπ’ αρ. πρωτ. ……./25.5.2021 περίληψη της από 25.5.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαίτησης, το οποίο κοινοποιήθηκε στην αιτούσα μαζί με την επιταγή και τούτο βεβαιώνεται και από τη δικαστική επιμελήτρια που ενήργησε την επίδοση στη σχετική έκθεσή της, που έχει αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου για όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι διενήργησε η δικαστική επιμελήτρια (βλ. την υπ’ αρ. …../3.12.2021 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ………….), προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση ανατέθηκε προς διαχείριση στην καθ’ ης. Σε σχέση με τον υπό στ. β’ λόγο, η αιτούσα με την από 2.12.2021 επιταγή προς πληρωμή επιτάχθηκε να καταβάλει εντόκως στην καθ’ ης ποσό 176.180,89 ευρώ. Με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της αιτούσας για το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου που επιτάθηκε να καταβάλει η αιτούσα με την πιο πάνω επιταγή προς πληρωμή, με ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος της καθ’ ης για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού, καθ’ ότι ο περιορισμός στο ως άνω ποσό έγινε αποκλειστικά και μόνο για μείωση των εξόδων. Επομένως ο παραπάνω περιορισμός του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση είναι ορισμένος, επιτρεπτός και δεν καθιστά την οφειλή ανεκκαθάριστη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα. Σε σχέση με τον υπό στ. γ’ λόγο, καλώς στην ως άνω έκθεση κατάσχεσης δεν αναγράφεται ο ΑΦΜ της εταιρείας «…………..», στην οποία μεταβιβάστηκε η επίδικη απαίτηση, αφού αυτό δεν είναι απαραίτητο, γιατί την κατάσχεση την επέβαλε η καθ’ ης, της οποίας αναγράφεται ο ΑΦΜ, και όχι η ως άνω εταιρεία (ΚΠολΔ 993 παρ. 2, 954 παρ. 2 και 117 παρ. 1 περ. β). Σε σχέση με το υπό στ. δ’ λόγο, η επιβολή της κατάσχεσης δεν κρίνεται ως καταχρηστική, γιατί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, δεν προσδιορίζεται σ` αυτό η αξία του άλλου περιουσιακού στοιχείου που ισχυρίζεται ότι διαθέτει η αιτούσα, βάσει ποιου εμπραγμάτου δικαιώματος, αν αυτό είναι οικόπεδο ή αγροτεμάχιο, εντός ή εκτός σχεδίου ή οικισμού, το γεγονός δε, ότι το κατασχεθέν ακίνητο αποτελεί την πρώτη και κύρια κατοικία της αιτούσας και έχει αξία (61.400 ευρώ) μεγαλύτερη (όχι δυσαναλόγως) από την προς ικανοποίηση απαίτηση (50.000 ευρώ), δεν καθιστά την κατάσχεση άκυρη ως καταχρηστική και, άρα, ο λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος (βλ. ΑΠ 2354/2009 δημ ΝΟΜΟΣ). Σε σχέση με το λόγο ανακοπής που προτείνεται το πρώτο με την έφεση, ότι δηλαδή η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης ανάμεσα στη δικαιούχο και την καθ’ ης δεν διέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 αλλά από το Ν. 3156/2003 και, επομένως, δεν δικαιούται η καθ’ ης, ως μη δικαιούχος διάδικος, να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, λεκτέα τα ακόλουθα : Σύμφωνα με την ορθότερη κατά την κρίση του Δικαστηρίου άποψη, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 τυγχάνει εφαρμογής και σε προγενέστερες συμβάσεις διαχείρισης απαιτήσεων βάσει του Ν. 3156/2003 από νομίμως αδειοδοτημένες εταιρείες, όπως η καθ’ ης. Η ιδιότητα της τελευταίας ως αδειοδοτημένης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που συνομολογείται από την αιτούσα και προκύπτει από τα έγγραφα, καθώς και η ανάθεση της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης στην καθ’ ης με καταχωρημένη σύμβαση του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, αρκούν για να νομιμοποιείται η καθ’ ης, ως εκ τρίτου μη δικαιούχος διάδικος, να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της απαίτησης που διαχειρίζεται για λογαριασμό της δικαιούχου εταιρείας. Και τούτο, γιατί έτσι ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, η οποία, κατά την ορθότερη κατά την κρίση του Δικαστηρίου άποψη, καταλαμβάνει και προγενέστερες συμβάσεις διαχείρισης που έχουν καταρτιστεί δυνάμει του ν. 3156/2003 και παρέχει το σχετικό δικαίωμα συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης στις συμβληθείσες αδειοδοτημένες εταιρείες διαχείρισης, εφόσον δεν υπάρχει σχετική απαγορευτική διάταξη στο νόμο (βλ. ΑΠ 1102/2022, 1343/2022 και αντίθετη ΑΠ 822/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε ο ως άνω λόγος απαραδέκτως προτείνεται το πρώτο με το δικόγραφο της έφεσης και ως τέτοιος τυγχάνει απορριπτέος. Λόγοι ανακοπής της εκτέλεσης, όπως αυτός που αφορά την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση, προτείνονται (και δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 527 αρ. 3 ΚΠολΔ, γιατί δεν αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της ανακοπής) μόνο με το δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 933 και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής και όχι με το δικόγραφο των προτάσεων, της έφεσης ή των προσθέτων λόγων αυτής (βλ. ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1094/2020, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 2193/2009, ΑΠ 1898/2008 δημ ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα η υπό κρίση ανακοπή της αιτούσας έπρεπε να απορριφθεί ως προς το σκέλος που αφορά την ακύρωση της αναγκαστικής κατάσχεσης και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτήν με την έφεσή της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, εφόσον δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης πρέπει και η υπό κρίση ασκηθείσα ενόψει αυτής αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του πλειστηριασμού ακινήτου που πρόκειται να λάβει χώρα στις 16.11.2022, να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης σε βάρος της αιτούσας, που ορίζει σε 300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις 10.11.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ