Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 674/2022

Αριθμός     674/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Χρυσάνθη Τέλλιου   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   …………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σταματίου Πεπόνα.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1879/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία, αφού απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  28.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ……../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  …………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  1879/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την  τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  28-9-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του διατάγματος της 26-6/10.7.1944 «Περί δικών του Δημοσίου» από την   επίδοση αντιγράφου  της εκκαλουμένης  απόφασης στις  17-7-2020  στο εναγόμενο , ήδη εκκαλούν (βλ. τη σχετική επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο, που προσκομίζεται νόμιμα, του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………).  Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 29-3-2019  (αρ. κατάθ. ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων, και ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε ότι κατέστη αποκλειστικός κύριος κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ενός ειδικότερα περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση, και όρια γεωτεμαχίου, έκτασης 280 τμ, το οποίο βρίσκεται στη θέση Καμίνια της χερσονήσου … ή …… Αμπελακίων Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ ……….,  με παράγωγο τρόπο , λόγω αγοράς δυνάμει του με αριθμό ……../ 1984 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., ότι ο δικαιοπάροχος του, πωλητής,  ………. είχε ομοίως καταστεί κύριος του ακινήτου με αγορά από την …………… δυνάμει μεταγραμμένου συμβολαιογραφικού εγγράφου (………/ 1977 του συμβ/φου Πειραιώς, …… ….), η οποία ομοίως είχε αγοράσει ευρύτερη έκταση με το με αριθμό ………./1961 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών, ………., την οποία ακολούθως  κατέτμησε  σε αυτοτελή  αγροτεμάχια,  ένα εκ των οποίων  είναι και το επίδικο, και ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του, έως και την ……………, τους οποίους κατονομάζει, νέμονταν αυτό με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας σε αυτό τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, τουλάχιστον από το έτος 1850, καθιστάμενοι έτσι κύριοι του επιδίκου ,με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους,  και τέλος,  ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το ανωτέρω ακίνητο καταχωρίστηκε  ως ανήκον στο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια να προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας τους επ’αυτού. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να αναγνωριστεί  κύριος, νομέας και κάτοχος  του επιδίκου ακινήτου  και να διαταχθεί η διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού απέρριψε τα αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης της νομής και κατοχής του ενάγοντος ως μη νόμιμα, κατά τα λοιπά έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  το εναγόμενο με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε η αγωγή  να απορριφθεί .

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του το εναγόμενο παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ,επειδή δεν εγγράφηκε εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προκύπτει από το νομίμως με επίκληση προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτ. 757/22-4-2019 πιστοποιητικό του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, αντίγραφο της αγωγής καταχωρήθηκε  στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου εντός 30 ημερών από την κατάθεση της στις 3-4-2019.

ΙV. Από το άρθρο 216 παράγραφος 1 στοιχείο β’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, διαφορετικά το δικαστήριο ευρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτελέσεως. Σε περίπτωση δε που δεν περιέχεται στο δικόγραφο της αγωγής το προαναφερθέν στοιχείο ή αυτό περιέχεται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της και επιφέρει την υπό του δικαστηρίου της ουσίας απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί διεκδικητικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, απαιτείται για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, προσδιορισμός αυτού κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1133/2020 αδημ. στο νομικό τύπο, προσκομιζόμενη), τα ίδια δε εξάλλου ισχύουν και για την αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας ακινήτου. Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Εξάλλου, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝ.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, κωδ. (7.39), ν. 9 παρ 1 πανδ. (50.14 ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγεται από το δικαστήριο της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχεται, ως αποδειχθέντα, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης (ΜΕφΑθ 216/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ., για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, δυναμένου εκείνου που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία [σχ. διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 Π (43.3), παρ. 9 Εισ, (2.9), ν. 2 κωδ (7.30), Βασ. (50.10)]. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις”, επομένως και οι διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Εξάλλου η πληρότητα των αιτιολογιών της απόφασης ως προς τις αποδεικνύουσες τις περί πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας βάσεις της αγωγής, δεν απαιτεί τον ημερολογιακό προσδιορισμό των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ούτε των επί μέρους πράξεων που ο κάθε δικαιοπάροχος διενέργησε μέσα στο χρόνο αυτό (ΑΠ 1354/ 2014, 1454/2013, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω έκτακτη χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915,  όπως προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του νδ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, με τις οποίες αναστέλλεται κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία επί τούτων (Ολ.ΑΠ 75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επί αυτών και ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ` ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των …ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), πρέπει να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (ΑΠ 1182/2018). Για να είναι όμως ορισμένη η αγωγή, που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητος του επιδίκου ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ` αυτήν ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι   ο ισχυρισμός αυτός  συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (Α.Π. 977/2007) που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, αυτό επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε στην κυριότητά του με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο. Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015). Τέλος,  ο σχετικός ισχυρισμός προτείνεται κατ’ ένσταση εναντίον αγωγής του Δημοσίου από τον εναγόμενο ιδιώτη που προβάλλει δικό του δικαίωμα κυριότητας σε δασική έκταση αναγόμενο σε κτήση με έκτακτη χρησικτησία, ενώ όταν ενάγει ο ιδιώτης το δημόσιο ισχυριζόμενος ότι έχει συμπληρωθεί υπέρ αυτού έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο ακίνητο πριν τις 11-9-1915 και επικαλείται ότι ασκούσε πράξεις νομής προσιδιάζουσες σε καλλιεργήσιμο αγρό, ο ισχυρισμός του εναγομένου δημοσίου ότι πρόκειται για δάσος από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, δεν ανατρέπει αφ’ εαυτού την συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας (εφόσον αυτή χωρεί και επί δασών), ώστε δεν αποτελεί ένσταση αλλά άρνηση του χαρακτήρα του ακινήτου και των συγκεκριμένων πράξεων νομής και είναι, συνεπώς, αντικείμενο ανταπόδειξης στο πλαίσιο της κύριας απόδειξης που βαρύνει τον ενάγοντα για την ιστορική βάση της αγωγής του  (βλ. σχετικώς ΑΠ  894/ 2020, 987/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Με τους δεύτερο και πέμπτο λόγο της έφεσης το εκκαλούν παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, καθόσον: α) δεν περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο και β) δεν καθορίζονται στο δικόγραφό της ο τρόπος κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από τους φερομένους ως δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, καθώς και τα περιστατικά εκείνα, που συγκροτούν, στο πρόσωπο τους, την συνδρομή όλων των αναγκαίων όρων για τη θεμελίωσή της χρησικτησίας τους. Eπι των ανωτέρω αιτιάσεων λεκτέα τα εξής: στο αγωγικό δικόγραφο το επίδικο ακίνητο περιγράφεται ως ένα αγροτεμάχιο , εκτάσεως 280 τ.μ.,  στη θέση «….» επί της Χερσονήσου «…..» της περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας,  με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ………., που εμφαίνεται στον αριθμό ….  του (Π) Οικοδομικού Τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961   σχεδιάγραμμα   του Μηχανικού …….., αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο με αριθμό …../1961 συμβόλαιο   του   Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….. …. και συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ με πλευρά μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος με αριθμό ΚΑΕΚ ……., ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ επι προσώπου δεκατεσσάρων μέτρων (14,00) με ακίνητο  με αριθμό ΚΑΕΚ ……., ΝΟΤΙΑ με πλευρά μήκους είκοσι μέτρων (20,00) με ιδιοκτησία με αριθμό ΚΑΕΚ ……………. και ΔΥΤΙΚΑ σε πρόσωπο 14μ. με οδό πλάτους 8 μ. Η ως άνω περιγραφή του επιδίκου, που φέρεται ως αυτοτελές ακίνητο, με δικό του ΚΑΕΚ, που αποτελεί και την κτηματολογική  του ταυτότητα (το οποίο και αναφέρεται, όπως αναφέρονται και τα ΚΑΕΚ των όμορων ακινήτων), είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ως προς την ταυτότητα  και τη θέση αυτού.  Περαιτέρω, στην αγωγή γίνεται σαφής αναφορά στο δικαίωμα  κυριότητας του  ενάγοντος επι του επιδίκου κατά τον χρόνο  έναρξης της λειτουργίας του κτηματολογίου στο Δ.Δ Αμπελακίων Σαλαμίνας, καθώς και του τρόπου κτήσεως αυτού (με παράγωγο τρόπο), ενώ αναφέρεται με σαφήνεια και ο τρόπος κτήσης της κυριότητας  των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος,  με παράγωγο  αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, και  προσμέτρηση   του χρόνου νομής και των προηγούμενων δικαιοπαρόχων τους, δηλαδή αναφέρονται πράξεις νομής (βόσκηση ζώων και καλλιέργεια), που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου, που αυτοί διενήργησαν συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1850 και μετά, κατά τα οριζόμενα αρχικώς στο βυζαντινορωμαικό δίκαιο και ακολούθως στον Αστικό Κώδικα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή  και προχώρησε στην εξέταση της ουσιαστικής της βασιμότητάς, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και οι ως άνω ερευνώμενοι λόγοι έφεσης  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

V. Από τα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. …../8-5-2019 ένορκης βεβαίωσης της …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση «………» της χερσονήσου «………» ή «………….» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, κατά τους τίτλους κτήσης, και Σεληνίων Σαλαμίνας, κατά το Κτηματολόγιο, του ήδη Δήμου Σαλαμίνας, συνολικής εκτάσεως 280 τμ κατά τον αναφερόμενο κατωτέρω τίτλο κτήσης και 277 τμ κατά την μέτρηση του Κτηματολογίου, και φέρει ΚΑΕΚ …………. Αυτό αποτυπώνεται στο από Ιουλίου έτους 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……… με τον αριθμό ………. στο ΠΙ (Π) οικοδομικό τετράγωνο  και ο ενάγων κατέστη πλήρης και αποκλειστικός κύριος του  δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../27-11-1984  νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου  της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….., με αγορά  από τον …….., ο οποίος με τη σειρά του το είχε αποκτήσει  με το  υπ’ αριθμ. ………./4-1-1977 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………. με αγορά από την …………. Το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, ισχυρίζεται ότι το ως άνω ακίνητο  περιλαμβάνεται στο καταχωρημένο με ΑΒΚ ……….. δημόσιο κτήμα (αγροτεμάχιο),  συνολικής έκτασης 288 στρεμμάτων και 180 τμ.,  και  ότι ήδη από το έτος 1820 αποτελούσε δημόσια δασική (και ήδη τμήμα της δασικής έκτασης με κωδικό στους δασικούς χάρτες ΔΑ 7002), άλλως χορτολιβαδική έκταση  υπαγόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» και 3/15-12-1833, 17/29-11-1836 αντίστοιχα. Ωστόσο, ο ως άνω χαρακτήρας του επιδίκου ως δασική ή χορτολιβαδική έκταση κατά τον χρόνο ισχύος των ανωτέρω διαταγμάτων ουδόλως αποδείχθηκε. Αντιθέτως, αποδείχθηκε  ότι αυτό αποτελούσε τμήμα μείζονος έκτασης, 95.987 τμ., που νέμονταν από κοινού  ήδη προ του έτους 1850 συνεχώς και αδιαλείπτως ο ………. και ο ………….., οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια συγκυρίων και συγκεκριμένα τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν με αμπέλια τα αγροτικά και καλλιεργήσιμα τμήματα της (όπως το επίδικο). Ακολούθως, η ανωτέρω  έκταση  περιήλθε  στον ……..,  κατά μεν ποσοστό  ½ εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’αριθ. …/1908 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …. ….., νομίμως μεταγεγραμμένου,  με αγορά από τους …. και ………., συγκληρονόμους του αδελφού του πατέρα του, ………., που είχαν καταστεί συννομείς του ακινήτου  κατά την ως άνω ιδανική μερίδα του πατέρα τους, υπεισερχόμενοι  στη κληρονομία αυτού δι’ αναμείξεως με διάνοια κληρονόμου, νεμόμενοι αυτό καλόπιστα κατά τον ίδιο τρόπο, και κατά ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος το έτος 1899  πατέρα του,  ……….., με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, υπεισερχόμενος  στη κληρονομία αυτού δι αναμείξεως με διάνοια κληρονόμου, ο οποίος συνέχισε να ασκεί επ’αυτού  τις ίδιες ως άνω διακατοχικές πράξεις με καλή πίστη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλει δικαίωμα τρίτου.  Ο ως άνω ………. διατήρησε  την αποκλειστική νομή  στην εν λόγω έκταση μέχρι τον επισυμβάντα το έτος 1932 θάνατο του, οπότε κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου  από τη σύζυγο του ……, κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 450/1800, και τα τέκνα του, …………….., κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 135/1800 έκαστο, που υπεισήλθαν στη κληρονομία αυτού δι’ αναμείξεως με διάνοια κληρονόμου, νεμόμενοι αυτή κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως   με καλή πίστη και την πεποίθηση, ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Το έτος 1937 απεβίωσε η …………. χωρίς να αφήσει διαθήκη και τα ανωτέρω τέκνα αυτής και του ………, κατέστησαν συγκληρονόμοι της στο από 450/1800 ποσοστό της και συννομείς του ακινήτου  κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, υπεισερχόμενοι  στη κληρονομία αυτής δι’ αναμείξεως με διάνοια κληρονόμου ασκώντας καλόπιστα τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Ακολούθως, κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ………., και τα πέντε (5) τέκνα του: 1) …………, 2) …….., 3) ………., 4) ………, και 5) …………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ αριθ. ………./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και  κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ασκώντας έκτοτε  τις ίδιες ως άνω διακατοχικές πράξεις. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε ο …….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του ……….., και τα έξι (6) τέκνα του: 1) ………., 2) ………., 3) ……., 4) …….., 5) ………, και 6) ………, ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του ……….. (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ……….., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ……………, οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, ………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, ………., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, …………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό συννομής  τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, στο οποίο πλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα,  ασκούσαν  τις ίδιες ως άνω υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε ο  ……………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του …………., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1) ………, 2) ……….., 3) ……….., 4) ………., 5) ……….., 6) ……….., και 7) …………, τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του …………: α) …………., β) …………., γ) ……….., δ) ……….., και ε) ……….., και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του ……….: α) ………….., β) ……….., γ) ……….., δ) ………., και ε) ……….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου …….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………/1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συννομείς  αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1800 = 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 = 180/1800 : 2 : 9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800 = 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800: 5), 28,25/1800 (28,25/1800 = 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800 : 5), 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, νεμόμενοι αυτό κατά τον ίδιο τρόπο. Κατά το έτος 1960, απεβίωσε η ………… χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της,  το σύζυγο της, ……………, και τα πέντε (5) τέκνα της: 1) ………, 2) ………., 3) ………, 4) …………, και 5) ………. …….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης …………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, συνεχίζοντας  να ασκούν  έκτοτε σε αυτό τις ίδιες διακατοχικές πράξεις με τους δικαιοπαρόχους τους. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. 21569/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. με αύξοντα αριθμό ……, οι ανωτέρω συννομείς  του ακινήτου, δηλαδή οι: 1) ……….. (190/1800), 2) ……… (190/1800), 3) ……… (190/1800), 4) ……….. (190/1800), 5) ……… (190/1800), 6) ……. (190/1800), 7) ……… (45/1800), 8) ……. …… (29/1800), 9) ……… (29/1800), 10) …….. (29/1800), 11) ……… (29/1800), 12) ……… (29/1800), 13) ………. (48,75/1800), 14) ……….. (28,25/1800), 15) ……… (28,25/1800), 16) ……….. (28,25/1800), 17) ……….. (28,25/1800), 18) ………… (28,25/1800), 19) ………………. (90/1800), 20) ……….. (47,50/1800), 21) ………. (28,50/1800), 22) ………… (28,50/1800), 23) ……… (28,50/1800), 24) ………. (28,50/1800), και 25) ………… (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην … (ή ….) συζ. …………, και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Η  τελευταία  μετά  την αγορά της εν λόγω έκτασης προέβη σε κατάτμηση, δενδροφύτευση, ρυμοτόμηση και πώληση τμημάτων αυτής, μεταξύ των οποίων και το επίδικο. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω έχουν πλειστάκις γίνει δεκτά με διάφορες τελεσίδικες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ενδεικτικά τις υπ’αριθμ. 634/2017, 650/2017, 498/2018 και 499 /2018 αποφάσεις, που έκριναν τελεσίδικα επι αγωγών με ταυτόσημο περιεχόμενο και αντικείμενο, και επίδικα  άλλα τμήματα της  κατατμηθείσας από την ……… ως άνω μείζονος έκτασης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τόσο η ……… όσο και οι ως άνω απώτεροι  δικαιοπάροχοι της  ουδέποτε απώλεσαν την νομή τους στην ευρύτερη έκταση, ούτε αποβλήθηκαν από αυτήν  από το εναγόμενο, καθώς δεν εξεδόθη ποτέ σε βάρος τους πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Από τα προεκτεθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει αδιαμφισβήτητα, ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ………….., έγινε κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχύσαν β.ρ.δ., συμπληρωθείσα ήδη στις 11.9.1915, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπάροχων του, και τούτο ανεξαρτήτως  της μορφολογίας  και του χαρακτήρα αυτού (ως δημόσιας δασικής ή χορτολιβαδικής ή αδέσποτης έκτασης, κατά τους δικαιοκωλυτικούς ισχυρισμούς, που  σε κάθε περίπτωση αβασίμως προβάλει, κατά τα  προαναφερθέντα,  το εναγόμενο) (βλ. και ΑΠ 1354/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κυριότητα δε αυτού, που ακολούθως μεταβιβάστηκε νομοτύπως στους λοιπούς δικαιοπαρόχους του ενάγοντος και τελικώς στον ίδιο, με τους πιο πάνω τίτλους, όπως αυτοί κατά σειρά αναφέρθηκαν, ουδέποτε  καταλύθηκε από το εναγόμενο με την  εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του άσκηση οιωνδήποτε διακατοχικών πράξεων (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της προταθείσας και πρωτοδίκως  από αυτό σχετικής ένστασης ιδίας κυριότητας, που  νομίμως επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης του, ενώ οι ως άνω ουσιαστικές παραδοχές δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός της καταχώρησης του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ 61, στο μεγαλύτερο τμήμα του οποίου, σημειωτέον, έχουν ανεγερθεί οικίες και υφίστανται περιφραγμένα οικόπεδα. Τέλος, αναφορικά με τον  ισχυρισμό του εναγομένου, ότι το επίδικο περιήλθε σε αυτό «δικαιώματι πολέμου»,  διότι ανήκε σε Οθωμανούς από τους οποίους την κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και την δήμευσε, άλλως επειδή κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από αυτούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους,  άλλως, διότι αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, αυτός ορθώς απορρίφθηκε  ως μη νόμιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, κατά τα προαναφερθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, η Αττική δεν καταλήφθηκε από το ελληνικό κράτος δια των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε με συνθήκη και με τον όρο του σεβασμού των αστικών δικαιωμάτων των ιδιωτών. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι κατά την διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής της νήσου Σαλαμίνος, το ακίνητο του ενάγοντος καταχωρήθηκε ανακριβώς ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (παρά το γεγονός ότι  κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου, στις 13.1.2006, ανήκε στον ίδιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), με συνέπεια να προσβάλλεται εκ του λόγου αυτού το δικαίωμα  κυριότητας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, με εν μέρει διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας,  και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου  και ακολούθως  διέταξε την αντίστοιχη  διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας,  δεν έσφαλε και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και  ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο  και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εναγόμενο με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση, με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται  την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει  στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 17 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ