Αριθμός 675/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……… και 2) ……………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Βαρβάρα Ζαχαράκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Εριφύλη Αποστολίδου.
Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.2.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2013) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3359/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 14.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο …………./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.10.2021 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν,
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 520, 527 και 528 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της (ΑΠ 829/2008, ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ). Μετά την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, μπορούν να εξεταστούν και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση Η προβολή των ισχυρισμών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις γίνεται μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων έφεσης (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 907/2014, ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
ΙΙ. Εν προκειμένω η κρινόμενη από 14-7-2020 (αρ. έκθ. καταθ. ………../ 2020) έφεση κατά της με αριθμό 3359/ 16-7-2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 15-7-2020, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης διετούς προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ……………../ 2020 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να επιστραφεί στους εκκαλούντες το ως άνω παράβολο, ακολούθως δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να ερευνηθεί εκ νέου το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ανακοπής κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙΙ. Με την από 21-2-2013 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ανακόπτοντες ζήτησαν, για τους σ’ αυτήν αναφερόμενους λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε εναντίον τους, μετά από αίτηση της καθής η ανακοπή, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν σ’ αυτήν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 32.254,59 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση πίστωσης, ενώ περαιτέρω παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ, σώρευσαν και αίτημα ακύρωσης της από 28-1-2013 επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της. Η ανακοπή αρμοδίως εισήχθη ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση για την οποία είχε εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και επισπεύδετο η αναγκαστική εκτέλεση, ασκήθηκε δε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 632 §§ 1 εδ. α` και 3, 633 παρ.1 , 933, 934 § 1 περ. β και 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης, άρθρο ένατο παρ.2 και 3 του ν. 4335/ 2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
IV. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014), ώστε να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 999/2019). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστήριο στοιχεία) είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, ήτοι μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας. (ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. (ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675, ΑΠ 1463/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω νόμου οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 § 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας: «Τα Κράτη – Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Η ρύθμιση της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 § 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχεται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006). Έτσι κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α` και β` της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτα μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΛαρ 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, το δίκαιο των ΓΟΣ διέπεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία διατυπώνεται ρητά και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης όπως η διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 561/2014,430/2005).
V. Με τον πρώτο και ένατο λόγο της ανακοπής, κατ’ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι η με αριθμό ………/ 29-12-2004 σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος τους, με την ιδιότητα της πρώτης εξ αυτών ως πιστούχου και του δεύτερου ως εγγυητή, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Συγκεκριμένα, εκθέτουν ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος 5.01, με τον οποίο η καθής τράπεζα επιφυλάσσει στον εαυτό της τo δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου χωρίς να έχει θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον οφειλέτη ως αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7ια του ν. 2251/1994, αφού αφήνει το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, επιτρέποντας τον καθορισμό του επιτοκίου ακόμα και καθ’ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων, ενώ ομοίως για τον ίδιο λόγο καταχρηστικός τυγχάνει και ο όρος 5.05 που ορίζει το επιτόκιο υπερημερίας σε ποσοστό ανώτερο κατά 2,5% του συμβατικου. Ωστόσο, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται το ποσό των τόκων, που προέκυψε από το μονομερώς αναπροσαρμοσθέν επιτόκιο (ούτε το ποσοστό αυτού) και γενικότερα ποιο είναι το ακριβές ποσό, που οι ίδιοι κατά την κρίση τους οφείλουν.
VΙ. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι η καθής ενήργησε καταχρηστικά αιτούμενη την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και ακολούθως επιδιώκοντας τη είσπραξη του ποσού της με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, διότι η πρώτη ανακόπτουσα προσπάθησε πολλές φορές να ρυθμίσει την οφειλή της καταβάλλοντας ποσά εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της, που, όμως, δεν αποδέχθηκε η καθής η ανακοπή, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων ν. 3858/2010 και 3910/2011 απαγορεύτηκαν πλειστηριασμοί για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα ποσού κάτω των 200.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός τυγχάνει καταρχήν αόριστος κατά το πρώτο σκέλος του, καθόσον δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο των προτάσεων για ρύθμιση της οφειλής εκ μέρους της πρώτης ανακόπτουσας, ώστε να κριθεί ακολούθως η καταχρηστικότητα της άρνησης αποδοχής τους εκ μέρους της καθης, και μη νόμιμος κατά τα λοιπά, διότι οι επικαλούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, που ίσχυαν έως 31-12-2011 (άρθρο 46 παρ.2 ν. 3986/ 2011) δεν αφορούν στην επίδικη περίπτωση, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε μεταγενέστερα, ενώ σε κάθε περίπτωση η καθής δεν φέρεται με την ανακοπή να έχει προβεί σε κατάσχεση ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων και δεν επισπεύδει πλειστηριασμό σε βάρος τους. Τέλος, η επικαλούμενη οικονομική δυσχέρεια της πρώτης εξ αυτών να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, οφειλόμενη, στην γενικότερη οικονομική κρίση, δεν καθιστά άνευ ετέρου καταχρηστική την έκδοση σε βάρος της της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και την επιδίωξη εκ μέρους της καθής της είσπραξης της επίδικης απαίτησης.
VIΙ. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες, διατείνονται ότι η καθής η ανακοπή παρανόμως προέβη σε εξαμηνιαίο ανατοκισμό των οφειλομένων τόκων. Και ο λόγος αυτός τυγχάνει αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, διότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν το ποσό των τόκων, που προέκυψαν από τον επικαλούμενο ανατοκισμό, ο οποίος, ας σημειωθεί σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει καθ’όλα νόμιμος, καθόσον προβλέπεται ρητώς στο όρο 5.06 της ως άνω σύμβασης πίστωσης, με συνέπεια η καθής πιστώτρια Τράπεζα να δικαιούται να απαιτήσει τόκους τόκων κατά τους όρους της συμφωνίας, τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμβάσεως, όσο και κατά το χρόνο μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά περαιτέρω και για το χρόνο μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής, γιατί το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της Τράπεζας δεν χάνει, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αλλά ούτε και μετά την έκδοση της αποφάσεως ή της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαιτήσεως. (βλ. ΕφΛαμ 5/2022, ΕφΑθ 1566/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VIIΙ. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθής η ανακοπή, τράπεζα, παράνομα και καταχρηστικά τους καταλόγισε δύο φορές το ποσό των 180 ευρώ ως έξοδα έγκρισης της πίστωσης και αύξησης του ορίου της. Αναφορικά με τον λόγο αυτό, λεκτεά τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την πράξη 2501/2002 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία άρχισε να ισχύει από 01.01.2003 και κατήργησε την προγενέστερη αυτής υπ` αριθμ. 1969/1991 όμοια, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα, δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν. Περαιτέρω, κατά την ίδια πράξη δεν επιτρέπεται η είσπραξη προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών δεν περιλαμβάνονται οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι από την προαναφερόμενη πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν απαγορεύεται η επιβολή δαπάνης προέγκρισης ούτε επαναξιολόγησης εφόσον παρέχεται επαρκής ενημέρωση στον πιστούχο, ο σχετικός όρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας (βλ. σχετικώς και ΕφΠατρ 9/22 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω δε, η επιβάρυνση της οφειλέτριας πιστούχου –πρώτης ανακόπτουσας με τα ανωτέρω ποσά, προβλέπεται ρητά στους όρους 1.3 και 11.04 της ως άνω σύμβασης πίστωσης, όπου περαιτέρω αναφέρεται ότι η εν λόγω δαπάνη προβλέπεται στο τιμολόγιο της τράπεζας για δάνεια Επαγγελματικής Πίστης, και ο οφειλέτης έχει ενημερωθεί σχετικά. Συνεπώς, έχει τηρηθεί η υποχρέωση διαφάνειας και ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος .
ΙΧ. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι στην ένδικη σύμβαση πίστωσης περιλαμβάνεται παράνομος και άρα άκυρος όρος, σύμφωνα με τον οποίο η καθ` ης η ανακοπή καθ` όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης χρέωνε παράνομα το λογαριασμό της με ποσά για την εισφορά του ν. 128/1975, καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη. Και αυτός ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά μόνο υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς είναι παράνομη και άρα άκυρη και προβάλλεται, συνακόλουθα, μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού και του ύψους της οφειλής των ανακοπτόντων, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται περαιτέρω, ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της ένδικης απαίτησης μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ` ακριβώς και με τρόπο ορισμένο. Άλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης (όπως εν προκειμένω ως προς την επιβάρυνση με την εισφορά του ν.128/1975) να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες. Σε κάθε δε, περίπτωση, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος, διότι η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, με συνέπεια η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους να επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου. Εξάλλου, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου, εισφορά σε βάρος του οφειλέτη αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, (ΑΠ 669/2020, ΤρΕφΔυτΜακ 35/ 2018, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΚρ 3/ 2021 ,ΜΕφΘεσ 1224/2017, ΜΕφΘεσ 1086/2017, ΕπισκΕμπΔ 2017/547, ΜΕφΘεσ 473/2017, όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τη ρητή αναφορά στη σύμβαση του συγκεκριμένου όρου (11.01) έχουν εκπληρωθεί και οι επιβαλλόμενες για την εγκυρότητα αυτού υποχρεώσεις της καθής Τράπεζας περί διαφάνειας και ενημέρωσης των οφειλετών (ανακοπτόντων). (ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Χ. Με τον έκτο λόγο της ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα εκθέτει, ότι έχει ασκήσει αίτηση για υπαγωγή της στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί ρύθμισης των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (ν. 3869/2010), που πιθανολογεί ότι θα ευδοκιμήσει, και ως εκ του λόγου αυτού η επίδικη σε βάρος της απαίτηση έχει καταστεί ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι η προσωρινή διαταγή, που χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα ενόψει της συζήτησης της αίτησης της, εξεδόθη στις 22-4-2013, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης σε αυτήν της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή στις 11-2-2013, ενώ όπως προέκυψε από τα σχετικά έγγραφα που προσκόμισε η καθής η ανακοπή, η αίτηση τελικώς απορρίφθηκε με την με αριθμό 1644/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
ΧΙ. Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η οφειλή τους δεν αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της καθής, διότι αυτά έχουν συνταχθεί και υπογραφεί μονομερώς από τη τελευταία, και οι ίδιοι δεν αποδέχονται το περιεχόμενο τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κι απορριπτέος, διότι υφίσταται έγκυρη δικονομική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών περί αποδεικτικής δύναμης των αποσπασμάτων των βιβλίων της καθής αναφορικά με την απαίτηση εκ της συμβάσεως πίστωσης, που αποτυπώνεται στον 6.04 συμβατικό όρο, σύμφωνα με τον οποίο οι ανακόπτοντες αναγνωρίζουν την πλήρη αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων και αντιγράφων των βιβλίων της καθής, που θα εκδίδονται από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο ή εκπρόσωπο της (όπως συμβαίνει εν προκειμένω) και ότι αυτά θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της καθής, επιτρεπομένης όμως εκ μέρους τους ανταπόδειξης.
ΧΙΙ. Με τον όγδοο λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι τυγχάνει άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος της σύμβασης πίστωσης, που προβλέπει την δυνατότητα καταγγελίας αυτής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους τους κάποιας οφειλόμενης δόσης, οπότε καθίσταται ληξιπρόθεσμο το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μετα τόκων υπερημερίας (άρθρο 2 παρ.7 περ.ε ν. 2251/1994). Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως μη νόμιμος διότι οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι η ακυρότητα του εν λόγω όρου είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα όλης της σύμβασης κατ’ άρθρο 181 ΑΚ, και σε κάθε περίπτωση αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η καθής Τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, προασπίζουσα τα επιχειρηματικά της συμφέροντα ,και δη λόγω της εκ μέρους της πρώτης ανακόπτουσας παραβίασης της συμβατικής της υποχρέωσης για καταβολή των δόσεων της οφειλής της, καθόσον αυτή προέβη στην τελευταία καταβολή στις 18-10-2011, δηλαδή δυο περίπου έτη πριν το κλείσιμο του λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης στις 3-8-2012.
ΧΙΙΙ. Τέλος, η καθής η ανακοπή δεν στερείται παθητικής νομιμοποίησης εν προκειμένω, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν ενεργεί ως διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, αλλά ως δικαιούχος αυτής, καθόσον η δικαιοπάροχος της, λόγω νομίμου διάσπασης με απόσχιση του κλάδου δραστηριότητας της και σύστασης αυτής (καθής), τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», ναι μεν είχε αρχικά νομίμως μεταβιβάσει την εν λόγω απαίτηση στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», δυνάμει της από 6-11-2006 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του συνόλου των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου της εκ δανείων και πιστώσεων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (ενώ με την αυθημερόν καταρτισθείσα σύμβαση, που ομοίως δημοσιεύθηκε νόμιμα, αυτή ανέλαβε την διαχείριση των εν λόγω απαιτήσεων για λογαριασμό της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού), ωστόσο, με την από 21-11-2011 σύμβαση, περίληψη της οποίας ομοίως δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, οι ως άνω απαιτήσεις επαναμεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης σε αυτήν (δικαιοπάροχο της καθής).
ΧV. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της ανακοπής προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, οι δε εκκαλούντες -ανακόπτοντες να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – καθ` ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους (αρθ. 176 , 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους την έφεση.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του με αριθμό ………………../ 2020 παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 3359/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί την υπόθεση και Δικάζει την με αριθμ. καταθ. ………./ 2013 ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επικυρώνει τη με αριθμό ………./ 2013 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ