Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 699/2022

Αριθμός     699/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γρηγόριο Ξενάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης εταιρίας …………..η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, ……….. εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή αυτής ……………., εκπροσωπήθηκε δε στο ακροατήριο από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Χρυσανθακοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2021) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 170/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  31.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2022, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  …………/2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσιβλήτης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η κρινόμενη από 31.1.2022 (αριθ.καταθ. …………./31.1.2022) έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της υπ’ αριθ. 170/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ., 591 παρ. 1 περ.γ΄,937 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το ν.4335/2015), αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011) και έχει ασκηθεί νομότυπα, με τη κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρ. 495 επ., 511 επ. Κ.Πολ.Δ), και εμπρόθεσμα (άρθ. 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατ’ άρθρο 495 παράβολο ποσού 100 ευρώ (βλ.το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………………).

Με την από 2.6.2021 (αριθ.καταθ. ………./2021) ανακοπή της η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, ζητούσε, με τους λόγους της ανακοπής της, που ανάγονται σε καταχρηστική επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, σε απόσβεση της απαίτησης (συμψηφισμός άλλως εξόφληση), σε παράβαση της διατάξεως του άρθρου 951 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, καθώς και σε προσβολή ως μη νόμιμου του κονδυλίου για τη σύνταξη και επίδοση του υπό κρίση κατασχετηρίου εγγράφου, την ακύρωση της από 14.5.2021 επιταγής προς πληρωμή, που έχει γραφεί κάτω από το αντίγραφο πρώτο απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ……………/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και το από 25.5.2021 κατασχετήριο εις χείρας της εταιρείας με την επωνυμία “………..” ως τρίτης, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 170/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε στο σύνολο τους λόγους της υπό κρίση ανακοπής και  επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 1.150 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 31.1.2022 (αριθ.καταθ. …………/2022) έφεσή της η ηττηθείσα ανακόπτουσα και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί, να γίνει δεκτή η έφεση αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της.

Ια) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του Κ.Πολ.Δ, και 25 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, λόγω της ανακοπής του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ, μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας, της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (Εφ.Αιγαίου 5/2019). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (άρθρο 281 του ΑΚ), για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγοντα την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1532, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη  1991.501, ΑΠ 893/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού (Εφ.Αθ 4032/1985 ΕλλΔνη 1985.946). Περαιτέρω οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατή να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία, βέβαια, που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική (ΑΠ 558/1995 ΝοΒ 97.35, ΑΠ 152/1989 ΕλλΔνη 90.1424, ΑΠ 431/1981 ΝοΒ 30.413). Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 431/1981 ΝοΒ 30.413). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011). Ακολούθως, κατά τα άρθρα 111 απρ. 2, 118 παρ. 4, 216 παρ. 1, 585 του Κ.Πολ.Δ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, επί ποινή απαραδέκτου, εξεταζόμενου και αυτεπαγγέλτως, πλην των γενικών στοιχείων των δικογράφων (άρθρα 118 έως 120 του Κ.Πολ.Δ), και τους λόγους, δηλαδή τις αντιρρήσεις, άλλως ελαττώματα της απαιτήσεως ή ακυρότητας του τίτλου ή των πράξεων εκτελέσεως, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα αυτού (δικογράφου) λόγω αοριστίας. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και συνεπώς δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων αυτής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1687/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2003, Εφ.Αθ 5595/2019). Συγκεκριμένα, νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταχθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 του Κ.Πολ.Δ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ.β΄ του Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, με τους όρους του άρθρου 585 του Κ.Πολ.Δ (Εφ.Πειρ. 172/2021, Εφ.Πατρ. 142/2020, Εφ.Αιγ. 5/2019 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙα)Περαιτέρω κατά το άρθρο 933 παρ. 5 οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 που είναι ειδική και αποσκοπεί με το απαράδεκτο, το οποίο προβλέπει, στην αποφυγή παρελκύσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, στον περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους και στη μη παρεμπόδιση του δικαιώματος ανταποδείξεως του καθ’ ου η ανακοπή, προκύπτει ότι άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαιτήσεως ισχυρισμών μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (ΟλΑΠ 10/1993), σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή ο επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής, είτε σε μεταγενέστερο (ΑΠ 115/2001, ΑΠ 622/1999). Άμεση δε απόδειξη, κατ’ αρθρο 445 Κ.Πολ.Δ, παρέχουν και τα ιδιωτικά έγγραφα, τα συνταγμένα σύμφωνα με τους νομίμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, ως προς το ότι η δήλωση που περιέχουν περιέχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως σε αυτό ανταπόδειξη (ΑΠ 253/2002). Η  παρ. 4 του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ, δεν κάνει διάκριση μεταξύ οφειλέτη (καθ’ ου η εκτέλεση) και δανειστή, αλλά σκοπεί στην απόδειξη των ισχυρισμών που προβάλλονται και από τις δύο πλευρές και αναφέρονται στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόσβεση της απαίτησης αμέσως, μόνο με έγγραφα και ομολογία, χωρίς άλλη διαδικαστική παρέμβαση του δικαστηρίου (εξέταση άλλων αποδεικτικών μέσων). Το απαράδεκτο δηλαδή, των μη παραχρήμα αποδεικνυομένων ισχυρισμών, δεσμεύει και τους δανειστές, καλύπτει δε και τις αντενστάσεις που προτείνουν αυτοί κατά των αποσβεστικών της απαίτησης ισχυρισμών (ΑΠ 844/2021, Εφ.Αιγαίου 88/2019, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Εμρηνεία Κ.Πολ.Δ, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση (2021), άρθρ. 933 σελ. 228, 230, Στ.Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση Β΄ έκδοση, Ανακοπή κατά της Εκτέλεσης, σελ. 229-230, σελ. 272-274).

Β)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ. 1 και 424 εδ.α΄ ΑΚ, συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της. Σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει (ΑΠ 594/1999, ΑΠ 1482/1995, ΑΠ 1007/1995), την παροχή που καταβλήθηκε. Αν πρόκειται για χρηματική παροχή, πρέπει, για το ορισμένο της ένστασης, να αναφέρει τόσο στο συνολικό ποσό, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν ,την αιτία καθώς και τον χρόνο καταβολής, όχι, όμως, και τον ισχυρισμό, ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, το οποίο εξυπακούεται (ΑΠ 555/2008, ΑΠ 894/2007, ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 1086/2006). Κατά τη διάταξη του άρθρου 424 ΑΚ, ο οφειλέτης, καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα, να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Στο κείμενο της απόδειξης πρέπει να προσδιορίζεται, αναλυτικά, το είδος της παροχής που καταβλήθηκε, και η αιτία της καταβολής, άλλως η απόδειξη είναι αόριστη (ΑΠ 24/2000). Για την απόδειξη αρκεί ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, δηλαδή η απόδειξη πρέπει να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη της (άρθρο 160 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 1537/2013, ΑΠ 680/2003). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1 ,2 και 3 και 458 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωσης άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την  υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 460, 461, 463 Κ.Πολ.Δ, βλ. ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 1051/2020, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΑΚ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες που δεν τον δεσμεύουν (ΑΠ 1445/2017). Εάν το ιδιωτικό έγγραφο δεν έχει τον τύπο και τα στοιχεία εξοφλητικής απόδειξης, αλλά μιας δήλωση περί μη οφειλής, και δεν αμφισβητηθεί ή αν αναγνωριστεί η γνησιότητα της υπογραφής του από τον δηλούντα, προκύπτει μεν πλήρης απόδειξη ότι η υπερκείμενη και καλυπτόμενη από την υπογραφή δήλωση προέρχεται από αυτόν, μπορεί, όμως, να αμφισβητηθεί η περιεχόμενο σε αυτό δήλωση και επιτρέπεται σε αυτή την περίπτωση ανταπόδειξη ότι το περιεχόμενο δεν είναι αληθινό. Τούτο, διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της μη οφειλής, η δήλωση που περιέχει σε αυτό το ιδιωτικό έγγραφο, δεν είναι δικαιοπρακτική, αλλά απλή ομολογία των γεγονότων, και έχει την αποδεικτική δύναμη της εξώδικης ομολογίας του άρθρου 352 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 891/2012, ΑΠ 1382/2010, ΑΠ 646/2009). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 352 Κ.Πολ.Δ, εξώδικη ομολογία, είναι η μονομερής άτυπη δήλωση διαδίκου, και όχι τρίτου προσώπου, με την οποία αυτός αναγνωρίζει ως αληθές ένα γεγονός αμφισβητούμενο το οποίο βλάπτει τα έννομα συμφέροντα αυτού που ομολογεί. Εξώδικη, δε, είναι η ομολογία που δεν έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, ήτοι τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία προβάλλεται η ομολογία ως αποδεικτικό μέσο, ή ενώπιον του εισηγητή δικαστή της υπόθεσης αυτής, αλλά έγινε ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή περιέχεται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο που δεν απευθύνονται ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 985/2019, ΑΠ 845/2017, ΑΠ 1988/2008). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι αυτός που εξωδίκως ομολόγησε επιβλαβές γι’ αυτόν γεγονός είχε πρόθεση ομολογίας, δεν είναι απαραίτητο να βεβαιώνεται ρητώς και πανηγυρικώς στην απόφασή του, ούτε να αιτιολογείται, η κρίση ότι από συγκεκριμένο έγγραφο, που προσκομίσθηκε με επίκληση, από τους διαδίκους, συνάγεται εξώδικη ομολογία. Η κρίση αυτή, για το αν συνάγεται ομολογία, ανάγεται σε πράγματα και, ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1099/2019, ΑΠ 1382/2010, ΑΠ 1232/2004). Από το συνδυασμό, δε, όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι εάν η ομολογία περιέχεται σε κάποιο έγγραφο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε κατά την προσαγωγή του η γνησιότητα της υπογραφής, αυτός που φέρεται ότι ομολογεί, μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του ή μπορεί να αμφισβητήσει και να αποδείξει ότι το περιεχόμενο του εγγράφου που συνιστά την ομολογία δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Μετά την απόδειξη αυτή, παύει το περιεχόμενο να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου που υπογράφει το έγγραφο και προέβη στην ομολογία και κατ’ ακολουθία δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, επερχομένης ανατροπής των συνεπειών αυτής. Αν παρά ταύτα το δικαστήριο λάβει υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο την ομολογία αυτή που αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο και υποπίπτει στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αρ. 11 περ.α΄ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ λόγω αναίρεσης (βλ. ΑΠ 176/2009, ΑΠ 1228/2020 ΝΟΜΟΣ).

Γ)Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Η διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό να αποτρέψει την εκ μέρους του δανειστή καταπίεση του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του τελευταίου, πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, δεδομένου ότι κατά την επιβολή της κατασχέσεως δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, πάντοτε σε συνδυασμό με τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, η τήρηση των οποίων επιβάλλεται στους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους τους και τους πληρεξουσίους τους στα πλαίσια της ασκήσεως δικονομικών δικαιωμάτων από τη διάταξη του Κ.Πολ.Δ, 116. Συνεπεία της παραβάσεως της διατάξεως του Κ.Πολ.Δ 951 παρ. 2 είναι ο περιορισμός της κατασχέσεως σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της (ΑΠ 551/2005, ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ 2η έκδοση, Αναγκαστική Εκτέλεση, Άρθρο 951 σελ. 340-341).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητεί την ακύρωση, α)της από 14/5/2021 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εκ του πρώτου απογράφου της υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του από 25.5.2021 κατασχετηρίου της καθής η ανακοπή εις χείρας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………”, ισχυριζόμενη ότι η καθού και ήδη εφεσίβλητη ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα της αναγκαστικής εκτέλεσης των αναφερομένων περιουσιακών στοιχείων της. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι συνδέονταν με την καθ’ ης με πολυετή συνεργασία στα πλαίσια της οποίας εξεδόθη με αίτηση αυτής (καθ’ ης η ανακοπή-εφεσίβλητης), η υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία επιτάσσονταν αυτή (ανακόπτουσα-εκκαλούσα) να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 95.361,07 ευρώ και ότι ματαιώθηκε η αναγκαστική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της (ανακόπτουσας – εκκαλούσας) και συμφωνήθηκε την 23.3.20015 όπως αυτή (ανακόπτουσα) παραδώσει τα αναφερόμενα σε αυτή (ανακοπή) κινητά πράγματα κυριότητάς της (ικριώματα-σκαλωσιές) στην καθ’ ής, ως εγγύηση για την εξασφάλιση της  απαίτησής της σε βάρος της (ανακόπτουσας – εκκαλούσας), συνολικής αξίας κατ’ αυτή (ανακόπτουσα) ανερχομένη σε 188.470 ευρώ και κατά την καθ’ ής ανερχομένη στο ποσό των 68.000 ευρώ, όπως το προσδιορίζει και ο μάρτυρας αυτής (καθ’ ής) ………….., τα οποία (ικριώματα-σκαλωσιές) αυτή (καθ’ ής) οφείλει έκτοτε να κατέχει ως θεματοφύλακας. Ότι, η καθ’ ής εν συνεχεία (κατόπιν της έκδοσης της άνω διαταγής πληρωμής) προέβη στις αναφερόμενες δικαστικές ενέργειες προς είσπραξη της επιδικασθείσας ως άνω οφειλής της, όπως επίδοση για δεύτερη φορά της άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, και αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της εταιρείας “…………….”, ως τρίτης με την επίδοση του από 26.3.2019 κατασχετηρίου, με το οποίο κατασχέθηκαν κινητά περιουσιακά της στοιχεία (17 εμπορευματοκιβώτια – κοντέινερ) συνολικής αξίας 776.636 ευρώ, με το οποίο επιτάχθηκε η τρίτη σε καταβολή ποσού ή οποιουδήποτε των κινητών πραγμάτων μέχρι του ποσού των 121.965,70 ευρώ και το οποίο (από 26.3.2019 κατασχετήριο έγγραφο) ακυρώθηκε “ως παράνομο καταχρηστικό” καθόσον αυτό (από 26.3.2019 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου) κοινοποιήθηκε σε αυτή (ανακόπτουσα) την ιδία ημέρα ήτοι την 28.3.2019, κατά την οποία εκδόθηκε η από 28.3.2019 προσωρινή διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση της άνω διαταγής πληρωμής κατόπιν ασκήσεως από αυτή (ανακόπτουσα – εκκαλούσα) της από 26.3.2019 αίτησης αναστολής της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή (ανακοπή), αφορώντα και την δικαστική διένεξη αυτής (ανακόπτουσας), με την εταιρεία με την επωνυμία “………..”. Ότι την 5.6.2020 η καθ’ ής η ανακοπή ήδη εφεσίβλητη κοινοποίησε το δεύτερο κατά σειρά από 4.6.2020 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας της άνω εταιρείας “…………..” ως τρίτης για την είσπραξη της άνω απαίτησής της (ανακόπτουσας), κατά του οποίου αυτή (ανακόπτουσα – εκκαλούσα) άσκησε ανακοπή και υπέβαλε ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 24.6.2020 μήνυσή της σε βάρος της καθ’ ής η ανακοπή και της εταιρείας “……………..” για τα αδικήματα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και απάτης που επικαλείται ότι τελέστηκαν σε βάρος της με την κοινοποίηση των ως άνω δύο κατασχετηρίων εγγράφων και την περιγραφόμενη σε αυτή (ανακοπή) συμπεριφορά τους. Ότι, ακολούθως, μετά την έκδοση ,συνεπεία ασκήσεως ανακοπής αυτής (ανακόπτουσας – εκκαλούσας), της υπ’ αριθ. 700/2020 αμετακλήτου ήδη απόφασης του Δικαστηρίου τούτου που ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη ως άνω διαταγή πληρωμής για το ποσό που υπερβαίνει το ποσό των 36.146 ευρώ, η καθ’ ής η ανακοπή κοινοποίησε τρίτη φορά αυτή (διαταγή πληρωμής) με την από 14.5.2021 επιταγή προς πληρωμή για το ποσό συνολικά των 64.400,4 ευρώ και προέβη εκ νέου σε κατάσχεση εις χείρας της εταιρείας “……………”  ως τρίτης με το από 25.5.2021 κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο κατασχέθηκαν προς ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της τα προαναφερθέντα περιουσιακά της στοιχεία (17 εμπορευματοκιβώτια – κοντέινερ με ικριώματα – σκαλωσιές) την ακύρωση των οποίων (ως άνω πράξεων εκτέλεσης), ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή. Περαιτέρω εκθέτει ότι, τα άνω αναφερόμενα κινητά πράγματα που παραδόθηκαν ως εγγύηση στην καθ’ ής από 2.3.2015 αυτή δεν τα κατέχει ως θεματοφύλακας αλλά τα  χρησιμοποιεί παράνομα σε βάρος και με ζημία της περιουσίας της και παρότι την έχει οχλήσει εξώδικα να τα παραδώσει σε αυτή (ανακόπτουσα) και να εξοφληθεί ταυτόχρονα και η οφειλή της, η τελευταία (καθ’ ής η ανακοπή) δεν τα αποδίδει, τα παρακρατεί παράνομα, ενέργεια για την οποία έχει ήδη ασκήσει σε βάρος της (καθ’ ής η ανακοπή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.4.2021 αγωγή της ζητώντας, την παράδοση των άνω κινητών πραγμάτων άλλως το ποσό των 188.470 ευρώ, καθώς και το ποσό των 250.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά, και το ποσό των 189.359,40 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος από την στέρηση της χρήσης αυτών (προαναφερόμενων κινητών πραγμάτων). Όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα και εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, εφόσον η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί το μέσο της τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της δικονομικής αξίωσης για την παροχή της προστασίας αυτής με την υποβολή της  σε νέα δευτεροβάθμια κρίση (Στεφ.Πανταζόπουλος ό.π, σελ. 89 αρ. 1), όπως η έκδοση “παρανόμως και αξιοποίνως” της ανωτέρω αναφερόμενης διαταγής πληρωμής, η παράνομη ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των κινητών πραγμάτων κυριότητάς της που παραδόθηκαν ως “εγγύηση”, η παραβίαση της από 28.3.2019 προσωρινής διαταγής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η κοινοποίηση ακολούθως δεύτερου κατασχετηρίου εγγράφου εις χείρας της εταιρείας “………………….” σε πλήρη συμπαιγνία με την εν λόγω εταιρεία, η οποία αρνείται παράνομα να της παραδώσει τα κατασχεθέντα περιουσιακά της στοιχεία σε συνδυασμό και με την άρνηση της καθ’ ής να της παραδώσει τα κινητά της πράγματα που είχε λάβει ως “εγγύηση” και να δεχτεί εξόφληση της τελεσιδίκως επιδικασθείσας απαίτησής της παρότι οχλήθηκε, καθώς και όλες οι λοιπές αναφερόμενες στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής δικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη η καθ’ ής, συνιστούν διαχρονικά και εξακολουθητικά ενέργειες παράνομες και καταχρηστικές κατάφωρα αντίθετες προς τα χρηστά ήθη και επομένως είναι άκυρη η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση ως αντίθετη στα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

Στην προκειμένη περίπτωση: 1)Κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, στα πλαίσια της συμβατικής σχέσης που συνέδεε τα διάδικα μέρη και λόγω της μη ομαλής εξέλιξης αυτής, η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη επέσπευσε αναγκαστική κατάσχεση, με εκτελεστό τίτλο την ως άνω αναφερθείσα διαταγή πληρωμής, επιδιώκοντας την είσπραξη της απαίτησής της, προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός της συνυφασμένου με την διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας ελεύθερα αυτή αποφασίζει. Ωστόσο, η ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα, δεν επικαλείται τα ουσιώδη συγκεκριμένα σαφή πραγματικά περιστατικά: α)παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ή του ηπιότερου μέσου, όπως πραγματικά περιστατικά από τα οποία σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα ως προς την εξέλιξη της συμβατικής σχέσης, να προσδιορίζεται συγκεκριμένα η απαίτηση της καθ’ ης (η ανακοπή), και ότι αυτή (απαίτηση) δύναται να ικανοποιηθεί με άλλο (συγκεκριμένο και κατονομαζόμενο) ηπιότερο μέσο για αυτή (ανακόπτουσα – οφειλέτιδα) που καλύπτει την αξίωση αυτής (καθ’ ής – επισπεύδουσας), είτε με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας ισοδύναμης με την αξίωση της δανείστριας – επισπεύδουσας – καθ’ ής η ανακοπή και ως εκ τούτου η επιδίωξη ικανοποίηση αυτής (απαίτησης) με την κατάσχεση περιουσιακών της στοιχείων και μάλιστα εις χείρας τρίτης είναι δυσανάλογη με το ύψος της απαίτησης και με ζημία (σαφώς προσδιορισμένη) αυτής (ανακόπτουσας – οφειλέτριας), β)Περιστατικά από τα οποία να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η προφανής δυσαναλογία μεταξύ των μέσων εκτέλεσης της ως άνω διαταγής πληρωμής και του συγκεκριμένου σκοπού για τον οποίο πραγματοποιείται στη προκειμένη περίπτωση, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες αποτελούν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας που υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια θυσία της και παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, είτε επίκληση προσδιορισμένων και σαφών περιστατικών ότι υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία δυνάμενα να καλύψουν την ικανοποίηση της απαίτησης και τα κατασχεθέντα αποτελούν εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδη στοιχεία για το χώρο που ασκεί το επάγγελμά της είτε ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα (σαφώς προσδιορισμένα) μικρότερης αξίας υπερκαλύπτοντας την επίδικη απαίτηση, γ)Περιστατικά προηγηθείσας συμπεριφοράς της δικαιούχου καθ’ ής από την οποία διαμορφώθηκε συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση που δημιούργησε ενόψει και των περιστάσεων που μεσολάβησαν εύλογα την πεποίθηση σε αυτή (ανακόπτουσα) ότι αυτή (καθ’ ής η ανακοπή – επισπεύδουσα) δεν θα προβεί σε ενέργειες δικαστικής επιδίωξης και είσπραξης της απαίτησής της με την αναγκαστική κατάσχεση περιουσιακών της στοιχείων ,έτσι ώστε η μεταγενέστερη μεταστροφή της συμπεριφοράς της με τις ενέργειες εκτέλεσης της άνω διαταγής πληρωμής είναι μη ανεκτή στην προκειμένη περίπτωση και ενόψει των πραγματικών περιστάσεών της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου συναλλακτικού ανθρώπου, προκαλεί (συγκεκριμένες) επαχθείς συνέπειες σε αυτή (ανακόπτουσα) και εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014, Εφ.Πειρ. 523/2015 ΝΟΜΟΣ), 2)α)Η ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα δεν επικαλείται ουσιώδη στοιχεία συνάψεως της συμβάσεως εγγυήσεως (ΑΚ 361 επ.) αλλά και της συμβάσεως παρακαταθήκης (ΑΚ 822 επ.) δυνάμει των οποίων παραδόθηκαν στην καθ’ ής – επισπεύδουσα – εφεσίβλητη τα αναφερόμενα κινητά πράγματα, έτσι ώστε να δύναται να υπαχθούν τα επικαλούμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής περιστατικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου των αορίστως αναφερομένων συμβάσεων (εγγυητικής ασφάλειας – παρακαταθήκης) ώστε να δύναται να κριθεί από το Δικαστήριο το είδος της συμβάσεως εγγυήσεως, οι υποχρεώσεις του θεματοφύλακα, χρόνος και τρόπος απόδοσης των παραδοθέντων κινητών πραγμάτων, προκειμένου βάσει αυτών να διαπιστωθεί και κριθεί εάν στην προκειμένη περίπτωση επήλθε ή όχι η έννομη συνέπεια που επικαλείται η ανακόπτουσα, ήτοι πλήρωσης του πραγματικού του επικαλούμενου κανόνα δικαίου εκ της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Η αόριστη αναφορά ότι η καθ’ ής κατέχει τα αναφερόμενα κινητά πράγματα, δυσανάλογης ή ίσης αξίας, με την επίδικη επιδικασθείσα απαίτηση δεν αρκεί δίχως μνεία ουσιωδών στοιχείων σύναψης των επικαλούμενων συμβάσεων  από τα οποία να συνάγεται ότι τα επικαλούμενα περιστατικά πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου των συμβάσεων εγγυητικής ασφάλειας ή εγγυοδοσίας ή εγγυητικής σύμβασης ή εγγύησης με τη ρήτρα  ως εγγύηση και ως θεματοφύλακας, σε πρώτη ζήτηση και της παρακαταθήκης των κινητών πραγμάτων στην επισπεύδουσα, προκειμένου να κριθεί η άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων αυτής (επισπεύδουσας ως προς τα συμφωνηθέντα με τις επικαλούμενες συμβάσεις) σύμφωνα ή μη με τους συμφωνηθέντες όρους και εάν υπάρχει κατάχρηση των δικαιωμάτων αυτής (επισπεύδουσας καθ’ ής), β)Περιστατικά από τα οποία να προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες και σαφώς προσδιορισμένες νόμιμες ενέργειες στις οποίες αυτή (ανακόπτουσα) προέβη για την απόσβεση της επίδικης οφειλής της (άρθρα 416-454 ΑΚ) προς τα νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα (άρθρα 928 και 924 Κ.Πολ.Δ). Όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα ελλείποντα στοιχεία είναι αναγκαία και ουσιώδη για την πλήρωση του πραγματικού του κανόνα δικαίου της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, έτσι ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο ,από τη συνολική εκτίμηση του περιεχομένου, να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα του λόγου – ισχυρισμού αυτού της ανακοπής και να διαπιστώσει το είδος και την έκταση του αγωγικού αιτήματος, η δε καθ’ ού η ανακοπή να αμυνθεί αποτελεσματικά. Επομένως, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος. Το ίδιο έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του αν και με ελλιπή αιτιολογία, που πρέπει μόνο να συμπληρωθεί και συνεπώς ορθά εφάρμοσε το νόμο. Κατά συνέπεια τα αντίστοιχα παράπονα της εκκαλούσας με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο της εφέσεώς της, που αναφέρονται στην απόρριψη του ως άνω λόγου ως αόριστου πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, λαμβανομένης υπόψιν, α)της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας (άρθ. 636 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ΑΠ 1117/2007, Εφ.Λαμ. 285/2010, Εφ.Θεσσαλ. 1418/2009 ΝΟΜΟΣ, Στεφ.Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές Β΄ έκδοση, Κεφάλαιο τρίτο: Η έφση σελ. 136-138), β)τα νομιμοποιούμενα στη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης και άσκηση ανακοπής πρόσωπα, όπως προσδιορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 924, 933, 325 επ. Κ.Πολ.Δ,  και γ) σε συνδυασμό και με τα ανωτέρω, την ελεγκτική λειτουργία της εφέσεως κατά την οποία τα όρια της έκκλητης δίκης διαγράφονται από τα πρωτοβάθμια αιτήματα των διαδίκων και όχι από το περιεχόμενο της πρωτοβάθμιας δικαστικής αποφάσεως, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ συνδυαστικά με τη διάταξη του άρθρου 269 Κ.Πολ.Δ, συνεπεία των οποίων είναι απαράδεκτη η προβολή πραγματικών ισχυρισμών στην έκκλητη δίκη που δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως (Στ.Πανταζόπουλος Ένδικα Μέσα και Ανακοπές Β΄ Έκδοση, Κεφάλαιο Τρίτο: Η Έφεση σελ. 113 επ., 116 επ). Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα, ζητεί, α0την ακύρωση της από 14.5.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ……………./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)του από 25.5.2021 κατασχετηρίου της καθ’ ής η ανακοπή εις χείρας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………….”, ισχυριζόμενη απόσβεση της ένδικης απαίτησης της καθ’ ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, λόγω συμψηφισμού άλλως εξόφλησης της απαίτησης της καθ’ ής, η ανακοπή – εφεσίβλητης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, τα κινητά πράγματα που παρέδωσε αυτή (ανακόπτουσα) στην καθ’ ής ως εγγύηση, είναι αξίας, κατά την ιδία (καθ’ ής) και το από 23.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα της (καθ’ ής), 67.000 ευρώ, η δε αξίωσή της ,βάσει της προσβαλλόμενης από 14.5.2021 επιταγής προς πληρωμή και του προσβαλλόμενου από 25.5.2021 κατασχετηρίου, ποσού 64.400,04 ευρώ και συνεπώς με ουδεμία οφειλή, βαρύνεται έναντι αυτής (καθ’ ής η ανακοπή – εφεσίβλητη). Ο ως άνω ισχυρισμός ως αποσβεστικός της εκτελούμενης απαίτησης είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ, απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αποδεικνύεται άμεσα, ήτοι, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, κατ’ άρθρο 445 Κ.Πολ.Δ, συνταγμένο σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, του οποίου η γνησιότητα αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε,  ως προς το ότι η δήλωση που περιέχει προέρχονται από τον εκδότη του εγγράφου. Τέτοιο δε έγγραφο δήλωσης βουλήσεως που να αφορά την απόσβεση της ένδικης εκτελούμενης απαίτησης δεν συνιστά το από 23.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο η καθ’ ής αναφέρει ως αξία των κινητών πραγμάτων που παραδόθηκαν σε αυτή από την ανακόπτουσα στις 23.3.2015, το ποσό των 67.000 ευρώ ενόψει, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, της ματαίωσης της εκτέλεσης της ως άνω υπ’ αριθ. …………/2014 διαταγής πληρωμής, αλλά β)ούτε και από δικαστική ομολογία της καθ’ ής – εφεσίβλητης, στην έννοια της οποίας δεν υπάγεται η έμμεση ομολογία την οποία συνάγει ο δικαστής κατ’ άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ από τη μη αμφισβήτηση ειδικώς αγωγικού ισχυρισμού, η οποία απόκειται στη διακριτική ευχέρεια αυτού (ΑΠ 412/2005 ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα δε, δεν δύναται κατ’ άρθρο 440 ΑΚ να προτείνει συμψηφισμό της επίδικης εκτελούμενης απαίτησης με τις αξιώσεις της από την επικαλούμενη από 27.4.2019 (αριθ.καταθ. ……………./2021) αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της καθ’ ής η ανακοπή, αφού κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή (ανακοπή) πρόκειται περί μη ομοειδών απαιτήσεων. Όσον αφορά δε τον επικουρικό ισχυρισμό περί εξόφλησης της επίδικης οφειλής, είναι αόριστος, καθόσον δεν αναφέρει αυτή (ανακόπτουσα  ήδη εκκαλούσα), τόσο το συνολικό ποσό, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, την αιτία, και τον χρόνο καταβολής. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 933 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ ως αβάσιμο και κατ’ άρθρο 440 ΑΚ και ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός περί εξόφλησης της ένδικης εκτελούμενης απαίτησης, σύμφωνα και με τα ανωτέρω αναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο, έστω με ελλιπείς και εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται αντίστοχια με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534), ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της από 14.5.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του από 25.5.2021 κατασχετηρίου της καθ’ ής η ανακοπή εις χείρας της εταιρείας με την επωνυμία “……………….”, ισχυριζόμενη ότι για ικανοποίηση απαίτησης της καθ’ ής η ανακοπή – επισπεύδουσας, ποσού 64.400,4 ευρώ, κατασχέθηκαν κινητά πράγματα εις χείρας της εταιρείας “…………….”, ήτοι τα εκτιθέμενα σε αυτή (ανακοπή) 17 εμπορευματοκιβώτια – κοντέινερ με υλικά, αποκλειστικής αξίας 776.636 ευρώ και ότι θα αρκούσε η κατάσχεση του ενός (1) από τα αναφερόμενα ως άνω κοντέινερ με υλικά η αξία του οποίου θα υπερκάλυπτε την απαίτηση των 64.400,04 ευρώ σε βάρος της (ανακόπτουσας). Ωστόσο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζεται: α) το κατασχεμένο εμπορευματοκιβώτιο στο οποίο πρέπει να περιορισθεί η κατάσχεση, β) η αξία αυτού από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί, γ) τις απαιτήσεις του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών που θα αναγγελθούν με τους τόκους και τα έξοδα εκτέλεσης, και κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται αντίστοιχα με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534), ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της υπό κρίση έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν.4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), η οποία εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 27.9.2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δικηγορικού Κώδικα, “για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο”. Από την παραπάνω διατύπωση, δε θα μπορούσε το διαλαμβανόμενο στην παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 72 Κδικ ότι η αμοιβή του δικηγόρου “για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάσθηκε από το δικαστήριο”, να ιδωθεί με το πρίσμα, ότι η αμοιβή της  επιταγής περιλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη και δεν αποτελεί διακριτό κονδύλι για τους εξής λόγους: α) η ερμηνευτική αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στο χρησιμοποιούμενο ρήμα “ορίζεται”, με την έννοια ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να εντάξει την αμοιβή της επιταγής στο ποσό της δικαστικής δαπάνης, θα έκανε χρήση του ρήματος “περιλαμβάνεται” ή άλλου συνωνύμου, β) θα ανέκυπτε ερμηνευτικό πρόβλημα στην περίπτωση του συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, οπότε θα έπρεπε να μην υπάρχει καμία αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, κάτι που ήδη έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν μπορεί να ισχύει και ερευνάται ποιο ήταν το ποσό της δικαστικής δαπάνης του επισπεύδοντος διαδίκου το οποίο συμψηφίστηκε, προκειμένου να ορισθεί ως αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, γ)δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνεται αναφορά στο νόμο για αμοιβή σύνταξης επιταγής εάν αυτή συμπεριλαμβανόταν στη δικαστική δαπάνη (η οποία μπορεί να εισπραχθεί με αναγκαστική εκτέλεση  ούτως ή άλλως) και θα αρκούσε να αναφέρεται στο νόμο ότι δεν προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, δ) δεν είναι εύλογο να ήθελε ο νομοθέτης να “εκκαθαρίζει” το δικαστήριο, που εκδίδει τον εκτελεστό τίτλο και την αμοιβή για την σύνταξη της επιταγής, περιλαμβάνοντας  αυτήν στη συνολική δικαστική δαπάνη, καθώς αφενός μεν δεν είναι γνωστό κατά την έκδοση της απόφασης που εκτελείται, εάν αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε είναι δυνατόν να αποδίδονται με διάταξη της απόφασης  μελλοντικές δαπάνες και, αφετέρου, η δικαστική δαπάνη που επιδικάζεται από το δικαστήριο περιλαμβάνει τα μέχρι εκείνης της στιγμής έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου. Β)Κατά τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του Κδικ: “Με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα: α)Διενεργείται  από τα Δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, σύμφωνα με όσα ορίζονται  στο άρθρο 84 του Κώδικα, εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και η αμοιβή του δικηγόρου δεν υπολογίζεται επί του αντικειμένου της δίκης κατά το άρθρο 63 του Κώδικα, οπότε στις περιπτώσεις αυτές ισχύουν όσα ορίζονται ειδικότερα στις σχετικές διατάξεις…..,κατά δε την παρ.5 του ίδιου άρθρου: “Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου¨. Η πιο πάνω διάταξη της παρ. 5 αποδίδει συνδυαστικά το περιεχόμενο των άρθρων 98 παρ. 1 Κδικ (αύξηση) και 102 (μείωση). Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων παρέπεται ότι κανόνα αποτελεί η εκκαθάριση της δικηγορικής αμοιβής με βάση τις διατάξεις για τις ελάχιστες νόμιμες αμοιβές, εκτός αν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά το άρθρο 58 παρ. 1 Κδικ. Κατά τα λοιπά, συγχωρείται η αύξηση της ελάχιστης νόμιμης δικηγορικής αμοιβής “ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις…..”. Μείωση νόμιμης αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αγωγικού αιτήματος. Σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιολογείται μείωση της δικηγορικής αμοιβής είτε κατ’ άρθρο 58 παρ. 5 Κδικ, επειδή η εκκαθαριζόμενη δικηγορική αμοιβή με βάση την αξία του αντικειμένου, επί της οποίας υπολογίζεται είναι μεγάλη, όταν ο υπολογισμός της γίνεται βάσει των ελάχιστων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων ή όταν για την εργασία του δικηγόρου, για την οποία ζητείται αμοιβή, απαιτήθηκε λίγος χρόνος και καταβλήθηκε μικρή επιστημονική προσπάθεια (ΑΠ 1377/2015, Εφ.Πειρ. 362/2021, Εφ.Αθ. 3499/2021, Εφ.Θεσσαλ. 13/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί το από 25.5.2021 κατασχετήριο εις χείρας της εταιρείας “…………..” λόγω μη νομιμότητας του κονδυλίου ποσού 1860 (1500 + Φ.Π.Α) ευρώ που αφορά τη σύνταξη και επίδοση αυτού (κατασχετηρίου). Ο πιο πάνω λόγος όμως είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η προσβαλλόμενη αμοιβή για τη σύνταξη και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου, ορίστηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν.4194/2013, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στις διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα των άρθρων 63 επ.του ίδιου Κώδικα και εξάλλου δεν επικαλείται αυτή (ανακόπτουσα) ότι υπερβαίνει τα πλαίσια του Κώδικα αυτού, ούτε ότι αντίκειται στους σκοπούς της διάταξης, είτε στις επιταγές του άρθρου 25Σ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ομοίως έστω με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται αντίστοιχα με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534), ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του  σχετικού λόγου της έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 31/1/2022 (αριθ.καταθ. ……………/2022) έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του e-παραβόλου με αριθμό …………………. ποσού εκατό (100) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    28 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ