Αριθμός 653/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα-Μαρία Νικολοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Παπασπύρου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.1.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1692/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την απο 19.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………./2020) έφεσή της και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 17.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………./2020) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 18η.3.2021, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 95/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, οι προκείμενες υποθέσεις επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων κατά της υπ’ αριθ. 1692/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ματαιώθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.3.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COCID-19. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 95/2021 πράξης της ορισθείσας από την Προέδρο της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο.
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : Α) η από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………./2020 και αρ. εκ . κατ. εφ………/2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Β) η από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……./20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ……../2020 ) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 1692/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 17.1.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή της ενάγουσας κατά της εναγομένης. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτών (εφέσεων), ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) που έλαβε χώρα την 4.4.2018, δεδομένου ότι στην κρινόμενη περίπτωση όσον αφορά την από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………./20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ………/2020) έφεση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 74 § 1 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020), δυνάμει της οποίας, μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων που διήρκεσε από 13.3.2020 έως 31.5.2020, λόγω της πρόσφατης πανδημίας, το οποίο δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, οι προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία, χωρίς όμως αυτή να συμπληρώνεται αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα [30] ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους και τούτο διότι προϋπόθεση της παρατάσεως της προθεσμίας αποτελεί η έναρξή της να τοποθετείται χρονικά πριν την αναστολή των εργασιών των δικαστηρίων (Κ. Καλαβρός/Σπ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις του άρθρου 74 Ν. 4690/2020 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, σελ. 7), όπως συμβαίνει στην επίδικη περίπτωση, κατά την οποία η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως αφετηριάστηκε σε χρόνο (5.4.2018) προγενέστερο της λήξης της αναστολής (31.5.2020). Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α έφεσης όσο και από την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β έφεσης , το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ….. e παράβολο και το με αριθμό παραβόλου ……./2020 e παράβολο αντίστοιχα (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης. κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα [άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού]. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του. ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προελθεί και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π,Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. (ΟΛ.Α.Π 3/2021 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΓΙΚ 361. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α – δ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρόμενου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΓΙΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά την προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται κατ΄ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 2.63/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 931/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 712/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 179/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 488/2010, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμισης αίρεται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν η προσβλητική της τιμής ή της υπόληψης εκδήλωση του δράστη γίνεται για την εκτέλεση νομίμου καθήκοντος ή για την διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, υπό τον όρο όμως ότι αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του καθήκοντος, τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η κατ’ άλλο τρόπο πραγματοποίησή τους και εφόσον δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις τέλεσής της (βλ. ΑΠ 1662/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που ο δράστης δε γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Εξάλλου, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει άλλο και να ικανοποιήσει την ηθική του βλάβη, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 726/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012, Α΄δημοσίευση ΝΌΜΟΣ. ΑΠ 1662/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΕφΑΘ. 174/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του. συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντας ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 471/2013, ΔΙΜΕΕ 2013, σ.518, ΑΠ 285/2012, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 174/2014, ο.π ΕφΔωδ 24/2006, Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, μολονότι αυτό το γνώριζε, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 899/2011, Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1490/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1197/2010, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1091/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΌΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η επιδίκαση της ικανοποιήσεως αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, την έκταση του άλγους του παθόντος, το τυχόν συντρεχον πταίσμα του. Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί η μνεία της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, όπως κατ’ αρχήν εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, στον εναγόμενο δε απόκειται να προτείνει, με ανεπτυγμένη άρνηση, και άλλα περιστατικά ως προς το στοιχείο αυτό, χρήσιμο για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 265/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 732/2013, Α ΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Με την από 17.1.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα εκθέτει ότι υπηρετεί στο τελωνειακό σώμα από τον Απρίλιο του έτους 1999, ως Τελωνειακός υπάλληλος Τεχνολογικής Εκπαίδευσης με βαθμό Δ’ και προΐσταται του Τελωνείου …… Ότι η εναγόμενη, την 15.7.2015 τηλεφώνησε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων/ Τμήμα Ειδικών Υποθέσεων από την αναφερόμενη στην αγωγή τηλεφωνική σύνδεση (επιθυμώντας αρχικά να διατηρήσει την ανωνυμία της. πλην όμως τα στοιχεία αυτής διαπιστώθηκαν στη συνέχεια από τον αρμόδιο αστυνομικό υπάλληλο, ο οποίος κάλεσε στον τηλεφωνικό αριθμό από τον οποίον προήλθε η καταγγελία και η εναγομένη παραδέχτηκε ότι αυτή προέβη στην τηλεφωνική καταγγελία) και κατήγγειλε ότι ο ………….., ο οποίος διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων της εταιρείας ΕΚΟ στην περιοχή του ……….. (ανταγωνιστής του συζύγου της εναγομένης, ο οποίος επίσης διατηρεί πρατήριο Υγρών Καυσίμων, της εταιρείας ……. στον ………..) προμηθεύεται από τα διυλιστήρια Ασπροπύργου αφορολόγητο πετρέλαιο, το οποίο προορίζεται για εφοδιασμό πλωτών σκαφών, πλην όμως το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας αυτού το μεταφέρει είτε σε παράνομες δεξαμενές που διατηρεί είτε σε άλλα βυτιοφόρα του, με σκοπό τη μετέπειτα διάθεσή ίου στο λιανικό εμπόριο. Ότι αυτό επιτυγχάνεται σε συνεργασία με την ενάγουσα (Διευθύντρια του Τελωνείου …….), η οποία πιθανότητα χρηματίζεται για να βεβαιώνει ποσότητα που προμηθεύεται ο ……….. από τα διυλιστήρια παραδίνεται εξ ολοκλήρου στο εκάστοτε σκάφος. Ότι, επιπλέον, προκειμένου να αποκομίσουν παράνομα περιουσιακά οφέλη, ο ……… προμηθεύει κάποια σκάφη με φορολογημένο πετρέλαιο, το οποίο έχει προμηθευτεί για λιανική πώληση και η Διευθύντρια βεβαιώνει ψευδώς ότι εφοδίασε τα σκάφη με πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από την πραγματική, με αποτέλεσμα η επιστροφή των φόρων από το Κράτος να αντιστοιχεί σε πολύ μεγαλύτερο χρηματικό ποσό, καθώς και ότι, όταν ο …….. πρόκειται να εφοδιάσει με καύσιμα κάποιο σκάφος, ενημερώνει τηλεφωνικά τη Διευθύντρια του τελωνείου, η οποία χρησιμοποιεί την αναφερόμενη στην καταγγελία τηλεφωνική σύνδεση, προκειμένου να μεταβεί στο σημείο που βρίσκεται το σκάφος και να βεβαιώσει ψευδώς τα προαναφερόμενα». Ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, των οποίων η ενάγουσα έλαβε γνώση στις 7.7.2016, όταν κλήθηκε να δώσει κατάθεση στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή παραγγελίας της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, η εναγόμενη την καταμήνυσε και ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς για την ίδια ότι έχει αυτή τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της συμμετοχής σε λαθρεμπορία, της δωροληψίας, της ψευδούς βεβαίωσης και της παράβασης καθήκοντος, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή της, είναι δε, αυτά, ψευδή (ενώ η αλήθεια, σε αντίθεση με τα ισχυριζόμενα από την εναγομένη, περιγράφεται στην αγωγή), ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, και η εναγομένη γνώριζε, κατά το χρόνο της καταγγελίας, την αναλήθειά τους και προέβη στην καταγγελία για λόγους εμπάθειας και κακοβουλίας, ώστε να εξοβελισθεί από την αγορά ο …….. και να επωφεληθεί ο σύζυγός της. Ότι η προαναφερόμενη πράξη της εναγομένης συνιστά προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας και αδικοπραξία, συνεπεία της οποίας η ενάγουσα υπέστη την προσδιοριζόμενη στην αγωγή ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 100.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με επιφύλαξη ποσού 44 ευρώ για τα οποία έχει εισαχθεί η αξίωσή της στα Ποινικά Δικαστήρια, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, κατά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής επί εγκλήσεως που υπέβαλε κατά της εναγομένης, με την απειλή προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους, συνεπεία της αδικοπραξίας, ως μέσο εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, και την έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγόμενη με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν την ενάγουσα να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της, κατά δε την εναγόμενη να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……../11.4.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα απόδειξης, …………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας, ……… και της με αριθμό ………/25.4.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα απόδειξης, …….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της τελευταίας, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς ……../31.3.2017 και 10.421Δ/20.4.2017 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………., περί επίδοσης στην εναγόμενη των από 29.3.2017 και 30.4.2017 κλήσεων της ενάγουσας, προς την εναγόμενη), των με αριθμούς …/26.4.2017, …/26.4.2017 και …./26.4.2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ανταπόδειξης, ……….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας, ……., που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της τελευταίας, μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, κατ΄ άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό ……./21.4.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, . ………., περί επίδοσης στην ενάγουσα της από 21.4.2017 κλήσης της εναγόμενης, προς την ενάγουσα) και από όλα, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, – λαμβανομένης παραδεκτά , κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ, ως δικαστικό τεκμήριο, της ένορκης κατάθεσης του … …., η οποία δόθηκε κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (πρβλ. Γ. Νικολόπουλου, «το δίκαιο της αποδείξεως», σελ. 272, ΠΠρΑΘ 5887/2010) καθώς και τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και νυν εκκαλούσα είναι Τελωνειακός Υπάλληλος και κατέχει τη θέση της προϊσταμένης στο Τελωνείο………… . Στα καθήκοντα της περιλαμβάνεται και ο εφοδιασμός επαγγελματικών πλοίων με ελεύθερα υποκείμενα καύσιμα ήτοι καύσιμα στα οποία έχουν επιβληθεί οι δασμοί και οι φόροι που αναλογούν και με αυτά μπορούν να εφοδιάζονται τα επαγγελματικά σκάφη σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης υποκειμένων ή ναυτιλιακών καυσίμων και στη συνέχεια μπορούν να υποβάλουν αρμοδίως τα απαραίτητα δικαιολογητικά για να τους επιστραφεί ο ειδικός Φόρος Κατανάλωσης καυσίμων και με υποκείμενα καύσιμα τα οποία είναι τα ναυτιλιακά είναι τα καύσιμα, τα οποία δεν επιβαρύνονται με δασμούς και φόρους και παραδίδονται ατελώς και είναι γνωστά ως ναυτιλιακά καύσιμα . Αποδείχθηκε ότι την 15.7.2015 και ώρα 14.15 τηλεφώνησε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων – Τμήμα Ειδικών Υποθέσεων, γυναίκα, η οποία επιθυμούσε να διατηρήσει την ανωνυμία της και κατήγγειλε ότι, ο ………, ο οποίος διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων της εταιρείας (…….) στην περιοχή του ….., πραγματοποιεί λαθρεμπόριο καυσίμων, πιθανόν σε συνεργασία με τη Διευθύντρια του Τελωνείου …….., ονόματι «….». Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο …….. προμηθεύεται από τα διυλιστήρια Ασπροπύργου αφορολόγητο πετρέλαιο ναυτιλίας «μαύρο», το οποίο προορίζεται για εφοδιασμό πλωτών σκαφών, πλην όμως το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας αυτού, το μεταφέρει είτε σε παράνομες υπόγειες δεξαμενές που έχει στο πρατήριό του ή σε βυτιοφόρα του (ένα εκ των οποίων είναι μάρκας VOLVO), με σκοπό τη διάθεσή του στο λιανικό εμπόριο ή αλλού, πιθανόν σε συνεργασία με τη Διευθύντρια του Τελωνείου …………………, η οποία πρέπει να χρηματίζεται για να βεβαιώνει ψευδώς πως η ποσότητα που προμηθεύεται ο ….. από τα διυλιστήρια, παραδίδεται εξ ολοκλήρου στο εκάστοτε σκάφος και ότι με τον τρόπο αυτό, αποκομίζει τεράστια κέρδη από τη διαφορά που ισχύει στον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Ανέφερε επίσης, ότι ο ….. προμηθεύει σκάφη με φορολογημένο πετρέλαιο «άσπρο», το οποίο έχει προμηθευτεί για λιανική πώληση και η προαναφερόμενη Διευθύντρια βεβαιώνει ψευδώς ότι εφοδίασε τα σκάφη με πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από την πραγματική, με σκοπό να επιστρέφεται από το κράτος, πολύ μεγαλύτερο ποσό φόρου. Επιπλέον, ανέφερε ότι, όταν ο ………. πρόκειται να εφοδιάσει με καύσιμα κάποιο σκάφος, ενημερώνει τηλεφωνικά τη Διευθύντρια του τελωνείου, η οποία χρησιμοποιεί την υπ’ αριθμ. …… τηλεφωνική σύνδεση, προκειμένου να μεταβεί στο σημείο που βρίσκεται το σκάφος και να βεβαιώσει ψευδώς τα προαναφερόμενα (βλ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, από 15.7.2015 Πληροφοριακό Δελτίο της Ελληνικής Αστυνομίας – Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων — Τμήμα Διαχείρισης Πληροφορικών και Στρατηγικής). Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/2015, από 9.12.2015, παραγγελίας της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, σχηματίσθηκε η με αριθμό Α.Β.Μ. ……… ποινική δικογραφία από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων (Τμήμα Ειδικών Υποθέσεων) του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και διενεργήθηκε σχετική προκαταρκτική εξέταση, για τη διερεύνηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση είτε στη βασική είτε στις διακεκριμένες μορφές του (αρθρ. 98 παρ.1 Π.Κ., 155 παρ.1, 2, 157 παρ.1 ν. 2960/2001) είτε των πλημμελημάτων της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση (αρθρ. 98 παρ.1, 259 Π.Κ.) και της ηθικής αυτουργίας στο πλημμέλημα αυτό (αρθρ. 46 παρ.1 στοιχ. α, 98 παρ.1, 259 Π.Κ.). Κατά τη διενέργεια προανακριτικής εξέτασης για την υπόθεση αυτή κατέθεσε ενόρκως την 14.1.2015 ο Αστυνομικός, ……….. ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών τα εξής : «Την 15-7-2015 τηλεφώνησε στην υπ’ αριθμ. …….. τηλεφωνική σύνδεση της Υπηρεσίας μας γυναίκα και κατήγγειλε διάφορες επίμεμπτες ενέργειες, στις οποίες φέρεται ότι εμπλέκεται η Διευθύντρια του Τελωνείου …………………, ονόματι …………. Για τα όσα κατήγγειλε συντάχθηκε το από 15-7-2015 πληροφοριακό δελτίο. Η καταγγέλουσα επιθυμούσε να διατηρηθεί η ανωνυμία της, πλην όμως, όπως προέκυψε από την αναγνώριση κλήσης, είχε καλέσει στην Υπηρεσία μας από την υπ’ αριθμ. ………. τηλεφωνική σύνδεση. Μετά από αναζήτηση στο διαδίκτυο για την προαναφερόμενη τηλεφωνική σύνδεση, εμφανιζόταν ως κάτοχος αυτής άτομο ονόματι . ….., ο οποίος διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων της εταιρείας «…..» στον …………………. Από αναζήτηση στις ηλεκτρονικές εφαρμογές «POLICE ON LINE» της Υπηρεσίας μου. προέκυψαν τα πλήρη στοιχεία ταυτότητάς του, τα οποία είναι ………… .., γεν. την ……. στον …………………, ενώ είναι συζευγμένος με την ………., γεν. την …….. στον …………………. Στη συνέχεια, καλέσαμε στην υπ΄ αριθμ. .-……. τηλεφωνική σύνδεση και απάντησε μία γυναίκα, η οποία ερωτώμενη σχετικά, ανέφερε ότι αυτή πραγματοποίησε την καταγγελία στην Υπηρεσία μας από την ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση και ονομάζεται ………., πλην όμως επιθυμούσε να διατηρηθεί η ανωνυμία της για τα όσα κατήγγειλε, αναφέροντας ότι έχει βάση η καταγγελία της. Την 6.7.2016 επιδόθηκε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα η υπό την ίδια ημερομηνία κλήση για λήψη κατάθεσης, από τον προανακριτικό υπάλληλο, ……….., Υπαστυνόμο Β΄ στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε, για τη διερεύνηση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ), οπότε έλαβε αυτή αντίγραφα της υπό στοιχεία ΑΒΜ : ……… δικογραφίας, η οποία σχηματίσθηκε σε συνέχεια της από 18.6.2016 παραγγελίας της Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη προέβη στην παραπάνω καταγγελία, που αφορά και την ενάγουσα, γεγονός που η ίδια πληροφορήθηκε με τη λήψη αντιγράφων για την ως άνω ποινική δικογραφία. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης διερεύνησης των καταγγελομένων από τις αρμόδιες ανακριτικές και δικαστικές αρχές εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1305/12.8.2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αναφορικά με την καταγραφή του περιεχομένου των συνομιλιών – μηνυμάτων της εναγόμενης για χρονικό διάστημα δύο μηνών, τη σύνταξη του με αριθμ. πρωτ. ……….., από 11.5.2016, διαβιβαστικού της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων του Τμήματος Ειδικών Υποθέσεων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και υποβολή της σχετικής δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά. Σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. ……../2017 Αναφορά Αρχειοθέτησης της ως άνω ποινικής δικογραφίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία εγκρίθηκε με την από 18.2.2017 πράξη της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά, μετά τη συνεκτίμηση των εγγράφων της προανακριτικής δικογραφίας, αποδείχθηκε ότι : «Με το με αριθμό 1305/12.08.2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της Διευθύντριας του Τελωνείου ………………… για χρονικό διάστημα δύο μηνών και συγκεκριμένα από Αυγούστου 2015 έως και τις 19 Οκτωβρίου 2015. Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν προέκυψαν ούτε απλές ενδείξεις για την τέλεση κάποιου από τα υπό διερεύνηση εγκλήματα και ειδικότερα δεν προέκυψε είτε ότι συγκεκριμένες ποσότητες καυσίμων ναυτιλίας είχαν διατεθεί στην αγορά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και μάλιστα έναντι της τιμής πώλησης των καυσίμων που είχαν φορολογηθεί είτε ότι κατά τον εφοδιασμό σκαφών με πετρέλαιο από τις ελεύθερες ποσότητες (πετρέλαιο που είχε φορολογηθεί) ο …………. βεβαίωσε ότι προμήθευσε μεγαλύτερες ποσότητες προκειμένου στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης του σκάφους να αιτηθεί από το Τμήμα Επιστροφών του Τελωνείου τον φόρο που φερόταν ότι είχε καταβάλει για μεγαλύτερη ποσότητα καυσίμου από εκείνη που είχε προμηθευθεί. Συνεπώς εφόσον δεν προέκυψαν ενδείξεις σχετικά με συγκεκριμένες αποκλίσεις από τη νόμιμη διαδικασία διάθεσης πετρελαίου ναυτιλίας και επιστροφής φόρου στις περιπτώσεις πώλησης πετρελαίου από ελεύθερα αποθέματα, η υπό κρίση καταγγελία τυγχάνει προφανώς κατ’ ουσία αβάσιμη. Πέραν αυτού, ως προς τις ελάχιστες περιπτώσεις εφοδιασμού σκαφών αλιείας κατά τις οποίες η διευθύντρια του Τελωνείου ………………… δεν παρευρέθηκε πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.6 της Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Τ. 1940/41/02.05.2003 (ΦΕΚ Β΄516/2003) κατά τη διαδικασία φόρτωσης καυσίμων είτε υποκείμενων (ναυτιλίας χωρίς ΕΦΚ) είτε ελεύθερων (φορολογηθέντων) προβλέπεται η δυνατότητα και όχι η υποχρέωση του τελωνειακού υπαλλήλου να παρευρίσκεται κατά τη διάρκεια του εφοδιασμού, ενώ στην ίδια υπουργική απόφαση προβλέπεται ρητά και η δυνατότητα εφοδιασμού χωρίς την παρουσία τελωνειακού υπαλλήλου τις περιπτώσεις εφοδιασμού αλιευτικών πλοίων όπου δεν παρέχεται η δυνατότητα παρουσίας του τελωνειακού υπαλλήλου, οπότε ο εφοδιασμός γίνεται με ευθύνη του εφοδιαστή (αρ. 18 παρ.3 εδ. β της Υπουργικής Απόφασης) αλλά και στις, περιπτώσεις μικρών αλιευτικών σκαφών όπου αντικειμενικοί λόγοι δεν παρέχουν τη δυνατότητα παρουσίας τελωνειακού υπαλλήλου (αρ. 19 παρ.Ι περ. «ε» της Υπουργικής Απόφασης) (σχετ. το με αριθμό πρωτοκόλλου …………/18.2.2016 έγγραφο της Γενικής Διευθύντριας Τελωνείων προς τη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων). Περαιτέρω με τη με αριθμό …………/30.11.2015 απόφαση ΓΓΔΕ (ΦΕΚ — Β, 2657/2015) το ανωτέρω αναφερθέν καθεστώς επεκτάθηκε μεταξύ άλλων περιπτώσεων και στα επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια και μικρά επιβατηγό πλοία και θαλάσσια ταξί. Σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η διευθύντρια του Τελωνείου ………………… δεν παρευρέθηκε κατά τη διάρκεια εφοδιασμού σκαφών κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου ήταν ελάχιστες, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προ έκυψε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες δεν παρευρέθηκε σχετίζονταν με εφοδιασμούς πλοίων, δηλαδή αφορούσαν σε μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων από εκείνες με τις οποίες εφοδιάζονταν σκάφη αναψυχής ή παράκτιας αλιείας. Σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι η μη παρουσία της στη διαδικασία των εφοδιασμών έγινε σκόπιμα και μάλιστα με σκοπό πορισμού οφέλους σε τρίτον ή απόκτησης ίδιου οφέλους ή βλάβης του κράτους, αντίθετα δε το γεγονός ότι το Τελωνείο ………………… περιλάμβανε στο δυναμικό του μόνον δύο υπαλλήλους (συμπεριλαμβανομένης της διευθύντριας) και η τοπική αρμοδιότητα εκτεινόταν πέραν του λιμένα του …………………, στα ….., στην ….. και στην …. καθιστά απόλυτα δικαιολογημένη την παρουσία της διευθύντριας του Τελωνείου από μικρό αριθμό περιπτώσεων εφοδιασμού και μάλιστα ίσως ήσσονος σπουδαιότητας». Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι τα άνω καταγγελλόμενα γεγονότα σε βάρος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας , ήτοι ότι ο ……….. πραγματοποιεί λαθρεμπόριο καυσίμων, πιθανόν σε συνεργασία με την ενάγουσα ως Διευθύντρια του τελωνείου ………………… η οποία πρέπει να χρηματίζεται και ειδικότερα αφενός για να βεβαιώσει ψευδώς ότι παραδίδονται όλες οι ποσότητες που προμηθεύεται ο … από τα διυλιστήρια σε σκάφη και αφετέρου για να βεβαιώσει ψευδώς ότι ο …. εφοδίασε τα σκάφη με πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από την πραγματική, με σκοπό να επιστρέφεται από το κράτος πολύ μεγαλύτερο ποσό φόρου, τυγχάνουν αναληθή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας η οποία προσεβλήθη στην προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή της. Τούτο διότι σχηματίσθηκε σε βάρος της ποινική δικογραφία και διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και έτσι κατέστη ύποπτη στον επαγγελματικό της χώρο ότι μετέρχεται παράνομες μεθόδους στην άσκηση των υπηρεσιακών της καθηκόντων και έτσι επλήγη το επαγγελματικό της κύρος και αξιοπιστία, η τιμή, η φήμη και η υπόληψή της και προκλήθηκε σε αυτήν ηθική βλάβη. Ωστόσο, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε η γνώση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας περί την αναλήθεια των καταγγελλόμενων από μέρους της πραγματικών περιστατικών, καθόσον από το περιεχόμενο της ως άνω καταγγελίας, συνάγεται ότι η εναγομένη διατηρεί αμφιβολίες για την αλήθεια των καταγγελομένων, όσον αφορά την συμμετοχή της ενάγουσας στο καταγγελλόμενο από τον … λαθρεμπόριο και για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί ενδοιαστικές εκφράσεις και ειδικότερα ότι οι αναφερόμενες παράνομες πράξεις γίνονται πιθανόν σε συνεργασία με την Διευθύντρια η οποία το μεν βεβαιώνει ψευδώς ότι παραδίδονται όλες οι ποσότητες που προμηθεύεται ο …. από τα διυλιστήρια σε σκάφη , το δε βεβαιώνει ψευδώς ότι ο …. εφοδίασε τα σκάφη με πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από την πραγματική, με σκοπό να επιστρέφεται από το κράτος πολύ μεγαλύτερο ποσό φόρου, η οποία πρέπει να χρηματίζεται. Επομένως, δε στοιχειοθετείται, με βάση τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, λόγω έλλειψης γνώσης της εναγόμενης περί της αναλήθειας των γεγονότων που διέδωσε, ούτε, άλλωστε το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, λόγω έλλειψης του στοιχείου της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος (δόλος συνιστάμενος στη γνώση ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι αναληθές και θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή, με σκοπό να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, πρβλ. Μ. Μαργαρίτη, «Ποινικός Κώδικας», εκδ. 2003, υπό αρθρ. 229 Π.Κ, αριθμ. 13, 14) στο πρόσωπο της εναγόμενης. Πλην όμως, η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης εμπίπτει στην ποινικώς προβλεπόμενη και κολάσιμη πράξη της απλής δυσφήμισης, καθόσον τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά μπορούσαν να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, γεγονός το οποίο γνώριζε η εναγόμενη, δεδομένης της ιδιαίτερης απαξίας της ανωτέρω καταγγελίας, ενόψει και της θέσης της ενάγουσας ως Διευθύντριας του Τελωνείου …………………. Εξάλλου του περιεχομένου της καταγγελίας, έλαβαν γνώση οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών, ο αρμόδιος γραμματέας κ.α, που εμπίπτουν στην έννοια του τρίτου ενώπιον του οποίου διαδίδονται τα δυσφημιστικά γεγονότα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης – εκκαλούσας. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη προέβη στους ανωτέρω ισχυρισμούς στα πλαίσια προστασίας νόμιμου δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος προς έλεγχο του τελωνειακού οργάνου, ήτοι της ενάγουσας, επ’ αφορμή υπονοιών συμμετοχής σε αξιόποινες πράξεις, προκειμένου να αποφευχθεί αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος της από τυχόν λαθρεμπορία καυσίμων του ανταγωνιστή ………., όπως αυτή (η εναγόμενη) ισχυρίζεται. Τούτο διότι αποδείχθηκε ότι αφενός η εναγομένη δεν είναι η ίδια ιδιοκτήτρια των ευρισκομένων στη νήσο του του …………………, δυο πρατηρίων υγρών καυσίμων τα οποία ανήκουν στο σύζυγό της άλλα ότι αυτή δραστηριοποιείται στα ως άνω πρατήρια επαγγελματικά και αφετέρου διότι από το περιεχόμενο της – κατά τη βούληση της εναγομένης ανώνυμης καταγγελίας της- συνάγεται ότι η εναγομένη έστω και αν διατηρούσε αμφιβολίες για την αλήθεια των καταγγελομένων, όσον αφορά την συμμετοχή της ενάγουσας στο καταγγελλόμενο από τον ……….. λαθρεμπόριο, υπερέβη το αναγκαίο μέτρο, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της συγκεκριμένης περίστασης, καθόσον θα μπορούσε να επιδιώξει τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιώντας ανάλογα μέσα και πιο ήπιες εκφράσεις από τις ως άνω αναφερθείσες. Τούτο διότι δεν αρκέστηκε στην καταγγελία περί του ότι ο ανταγωνιστής του συζύγου της ονόματι ….. διαπράττει λαθρεμπορία πετρελαίου, αναφορά η οποία θα ήταν αρκετή για να πραγματοποιηθεί έρευνα από τις αρμόδιες αρχές αλλά αν και δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένες πληροφορίες , ούτε περαιτέρω στοιχεία προς υποστήριξη της καταγγελίας της, τα οποία θα εδύνατο να διαθέτει, ενόψει του ότι και η ίδια δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο με τον ανταγωνιστή του συζύγου της …….. και γνώριζε τις διαδικασίες εφοδιασμού πλοίων και τους υπαλλήλους του τελωνείου …., αναφέρθηκε στο πρόσωπο της ενάγουσας, ως Προϊσταμένης του Τελωνείου …., ως τελωνειακή υπάλληλο που ενδεχομένως συμμετέχει σε λαθρεμπόριο καυσίμων και η οποία πρέπει να χρηματίζεται, αναφορά που ενέχει έντονα απαξιωτικά και μειωτικά της τιμής και της υπόληψή της ενάγουσας στοιχεία, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός – ένσταση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, στηριζόμενη στο άρθρο 367 παρ.1 Π.Κ, περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των σχετικών λόγων της από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………./2020 και αρ. εκ . κατ. εφ……/2020) έφεσης και της από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../20.7.2020 και αρ. εκ . κατ. εφ……../2020) έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εξ αιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς (914 και 57 ΑΚ) της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσβλήθηκε στην προσωπικότητα της και έχει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Για την αποκατάσταση, δε, αυτής προσήκει, ενόψει του είδους, της βαρύτητας, του τρόπου της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγομένης, του μέσου που τελέσθηκε και των εν γένει συνθηκών καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων, εκ των οποίων η εναγομένη που προέβη στην προαναφερομένη κατά τη βούληση της ανώνυμη καταγγελία δραστηριοποιείται επαγγελματικά στα πρατήρια εμπορίας υγρών καυσίμων που διατηρεί ο σύζυγος στη νήσο του ………………… και η ενάγουσα είναι τελωνειακή υπάλληλος που υπηρετεί ως Προϊσταμένη στο τελωνείου ………………… η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ποσού των οκτώ χιλιάδων (8.000,000) ευρώ, το οποίο είναι εύλογο. (ΟΛ. Α.Π 9/2015 ΝΟΜΟΣ) Το ανωτέρω ποσό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο (άρθρο 932 Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επίσης, το ως άνω ποσό δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αφού, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται (και μάλιστα καταφανώς) του συνήθως επιδικαζόμενου σε περιπτώσεις διαφορών με όμοια πολιτισμικά στοιχεία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης και δη το ποσό των 12.000,00 ευρώ για τη ηθική βλάβη της ενάγουσας , εσφαλμένα εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας και τα κριτήρια της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ και εκτίμησε λανθασμένα τις αποδείξεις ως προς αυτά και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός και ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ…………/20.7.2020 και αρ. εκ . κατ. εφ………/2020) έφεσης απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2020 και αρ. εκ . κατ. εφ………/2020) έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τo άνω κεφάλαιo κατά τα οποία έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η άνω αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………/2020 και αρ. εκ. κατ. εφ………./2020) έφεση και να γίνει δεκτή η από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ………/2020) έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία η από 17.1.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 αγωγή της ενάγουσας κατά της εναγομένης να γίνει εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000 ευρώ), εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας , λόγω της μερικής νίκης και ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα της από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………/20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ……../2020) έφεσης και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………./2020 και αρ. εκ. κατ. εφ……../2020) έφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………../2020 και αρ. εκ. κατ. εφ………/2020) έφεση και την από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………../20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ……………/2020) έφεση κατά της με αριθμό 1692/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 19.2.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……../2020 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………./2020) έφεση .
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 17.7.2020 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………./20.7.2020 και αρ. εκ. κατ. εφ………./2020 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 1692/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση κατ΄ ουσίαν .
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 17.1.2017 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή).
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000,00) ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα εναγόμενη – εκκαλούσα.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος από την ενάγουσα- εκκαλούσα παραβόλου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ