Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 669/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   669/2022

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη η οποία ορίστηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Σ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….. , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ……………. ,
2) ……….. και 3) ……………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Υδραίο .

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας : …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταματογιάννη .

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.02.2018 ( αρ. εκ. κατ. …………./16.02.2018 ) αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1096/2019  οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 13.01.2020  έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../31.01.2020  και ειδικό …./31.01.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./31.01.2020 και ειδικό …./31.01.2020, για τη δικάσιμο της 18.03.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 95/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών κ. Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 13.01.2020 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ ’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 95/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών», κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄ αριθ. 1096/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία  και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 16.02.2018 ( αρ. εκ. κατ. …………/16.02.2018) αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 13.01.2020 έφεσή ου κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../31.01.2020 και ειδικό …./31.01.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../31.01.2020 και ειδικό ……/31.01.2020  ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 26.03.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ ( με αριθμό ……………. e παράβολο) που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα με την από η από 16.02.2018 (αρ. εκ. κατ. ………/16.02.2018) αγωγή της,  την οποία άσκησε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι τυγχάνει ότι συγκυρία κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός καταστήματος με αποθήκη που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας επί της συμβολής της ………. με την οδό ……….. στον Πειραιά, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται, κατά θέση, έκταση και όρια, στην αγωγή της. Ότι το ανωτέρω ποσοστό εξ΄ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου απέκτησε με παραγωγό τρόπο, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή και ότι τα υπόλοιπα 2/3 εξ αδιαιρέτου αυτού ανήκουν κατά κυριότητα στους εναγόμενους ως συγκληρονόμων του αποβιώσαντα την 8-04-2015 συζύγου εν ζωή της πρώτης και πατέρα του δεύτερου και της τρίτης, …………… Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-01-2017 έως και 31-12-2017, οι εναγόμενοι έκαναν αποκλειστική χρήση του ως άνω κοινού ακινήτου, διατηρώντας επιχείρηση καφετερίας – μπαρ – ζαχαροπλαστείου εντός αυτού και αρνούμενοι να της αποδώσουν την ανάλογη προς το ποσοστό της συγκυριότητάς της μερίδα από το όφελος που αποκόμισαν από τη χρήση του, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 4.764,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των (4.764,80 X 12=) 57.177,60 ευρώ, βάσει της μισθωτικής αξίας του ως άνω κοινού τους ακινήτου κατά το επίδικο ως άνω χρονικό διάστημα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν α) παραδεκτού, με τις προτάσεις της, περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από το ποσό των 57,177,60 ευρώ στο ποσό των 53.604 ευρώ και αντίστοιχου ανάλογου περιορισμού των επιμέρους αιτημάτων της καθώς και β) μετά από παραδεκτή, με τις προτάσεις της, μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε έντοκο αναγνωριστικό (αρθ. 223, 295, 297 ΚΠολΔ), ζητά να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλουν το ως άνω συνολικό ποσό των 53.604 ευρώ κατά το ποσοστό που αναλογεί σε καθένα εξ αυτών με βάση το ποσοστό της συγκυριότητάς τους επί της κοινής τους μερίδας στο επίδικο ακίνητο, ήτοι η πρώτη των εναγόμενων το ποσό των (53.604 X 2/8=) 13.401 ευρώ και καθένας εκ των δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων το ποσό των (53.604 X 3/8=) 20.101,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη μέρα κάθε μήνα οπότε και θα ήταν απαιτητό το αντίστοιχο μίσθωμα που θα εισέπραττε από την εκμετάλλευση του κοινού ακινήτου άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1096/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματά της περί  επιδίκασης τόκων από την πρώτη ημέρα κάθε μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος και περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην  ενάγουσα, ως αποζημίωση για τη χρήση του επίκοινου καταστήματος η μεν πρώτη των εναγομένων το ποσό των 7.942,00 ευρώ και καθένας εκ του δεύτερου και τρίτης των εναγομένων το ποσό των 11.913,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες με την κρινόμενη από 13.01.2020  έφεσή τους (που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../31.01.2020  και ειδικό …./31.01.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../31.01.2020 και ειδικό ……/31.01.2020) για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας- εφεσίβλητης, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να την κάνει  δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και να απορρίψει την αγωγή.  Ειδικότερα επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί του ότι η σε βάρος τους προαναφερόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικά κατ΄ άρθρο 281 Α.Κ, καθ΄ υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι  το ποσό που διεκδικεί η ενάγουσα ως αποζημίωση χρήσης είναι  υπερβολικά υψηλό και καταδεικνύει προφανή διάθεση εκμετάλλευσης και πλουτισμού, αφού με πρόσφατή δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι η αποζημίωση χρήσης για το έτος 2015 ανέρχεται στο ποσό των 85 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι δεν συνιστά την θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ ένσταση, καταλυτική εν μέρει του αγωγικού δικαιώματος περί επιδίκασης αποζημίωσης χρήσης, διότι η επικαλούμενη άρνηση του ύψους της οφειλόμενης εκ μέρους τους αποζημίωσης χρήσης, με αναφορά αφενός στα αυξημένα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης που στεγάζεται στο επίκοινο κατάστημα και αφετέρου στις συνθήκες οικονομικής κρίσης που επικρατούσαν στην ελληνική αγορά κατά το επίδικο χρονικό δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Τούτο διότι οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι είχε δημιουργηθεί, επί τη βάσει των παρατεθεισών ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, στους εναγόμενους η εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται  να απαιτήσει την καταβολή της αποζημιώσεως χρήσεως, με αποτέλεσμα η ανατροπή της  προπεριγραφείσας, διαμορφωθείσας και διατηρηθείσας επί μακρό χρόνο, καταστάσεως, διά της ασκήσεως της εν θέματι απαιτήσεως, να διαψεύδει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εναγομένων  περί της μη αξιώσεως από την  ενάγουσα , συγκύριας της επίκοινου καταστήματος, του ποσού εκείνου, το οποίο αντιστοιχεί στην ωφέλεια που αυτή θα αποκόμιζε από τη χρήση του προμνημονευθέντος  ιδανικού του μεριδίου σ’ αυτήν και να επιφέρει επαχθείς συνέπειες εις βάρος των εναγομένων. (βλ.  ΟλΑΠ 6/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 7/2002, ΕλλΔνη 43, 81, ΟλΑΠ 8/2001, ΕλλΔνη 42, 382). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων – εκκαλούντων που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίσης έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι παρά το νόμο καταδικάσθηκαν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και συγκεκριμένα ποσού 250,00  ευρώ η πρώτη εναγομένη και 375,00 ευρώ έκαστος των δεύτερου και τρίτης των εναγομένων, ενώ θα έπρεπε να καταδικασθούν σε πληρωμή μικρότερων ποσών. Ο λόγος αυτός, της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008) και πρέπει να διερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα . Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Η καταδίκη του ηττηθέντος διαδίκου στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού είναι συνέπεια της αρχής της ήττας που καθιερώνει το άρθρο 176 του ΚΠΟΛΔ,  ενώ η κατανομή των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου κατά το άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ  κατά το άρθρο 179 του ιδίου Κώδικα, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ εφόσον βεβαιώνεται στην απόφαση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του (ΑΠ 192/2016, ΑΠ 678/2016, ΑΠ 1437/2012, ΑΠ 819/2011, ΑΠ 2139/2009, ΑΠ 98/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 191/2002). Α.Π 455/2020, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 211/2020. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 επ. του νόμου 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων, εφ’ οσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία του δικηγόρου με τον εντολέα του για την αμοιβή του πρώτου , όπως στην προκειμένη περίπτωση αυτή καθορίζεται με βάση τα άρθρα 59 επ. Έτσι, με βάση το αντικείμενο της αγωγής, που είναι ποσό ύψους 53.604,00 ευρώ, η αμοιβή του πληρεξουσίου της ενάγουσας για τη σύνταξη της αγωγής ανέρχεται σε ποσοστό 2% άρθρο 63 παρ. 1 του νόμου 4194/2013 και σε ποσοστό 1% για την κατάθεση προτάσεων άρθρο 68 του ίδιου νόμου, πλέον του αναλογούντος ποσού δικαστικού ενσήμου, ΙΓ.1 περ.6 ν. 4093/2012, ως ισχύει)  και  η υπό κρίση αγωγή έγινε τελικά εν μέρει δεκτή ως και μερικώς κατ` ουσία βάσιμη για το συνολικό ποσό των 7.942,00 ευρώ για την πρώτης εναγομένη και για το ποσό των 11.913,00 ευρώ, για το δεύτερο και τρίτο των εναγομένων. Με την εκκαλουμένη απόφαση η πρώτη εναγόμενη  υποχρεώθηκε να καταβάλει  στην ενάγουσα, το ποσό των 250 ευρώ και ο δεύτερος και η τρίτη το ποσό των 375 ευρώ έκαστος για μέρος των δικαστικών εξόδων  της ενάγουσας.  Ο ως άνω καταλογισμός μέρους των δικαστικών εξόδων σε βάρος των εναγομένων  είναι ορθός εν όψει της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και του  συνολικά επιδικασθέντος στην ενάγουσα ποσού, καθόσον οι εναγόμενοι έπρεπε να καταδικασθούν στην καταβολή των αναλογούντων στο ποσό αυτό εξόδων της ενάγουσας, που βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων υπολογίζονται σε συνολικά 1.000 ευρώ , όσα και επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη  απορριπτομένου του ισχυρισμού των εκκαλούν των περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης ποσού μεγαλύτερου του οφειλόμενου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων– εναγομένων που διαλαμβάνονται στον τρίτο  λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από την επανεκτίμηση της με αριθμό …………/23-05-2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθη, μετά από νόμιμη, προ δύο (2) εργάσιμων ημερών κλήτευση των αντιδίκων της (αρθ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ – βλ. υπ’ αριθμ. ……………/18-05-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, Ιωάννη Παπασπύρου), των  υπ’ αριθμ. …. και …../24-05-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………… και …………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι, με πρωτοβουλία των οποίων ελήφθησαν, μετά από νόμιμη προ (2) εργάσιμων ημερών κλήτευση της αντιδίκου τους (βλ. υπ’ αριθμ. ……/9- 05-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, ………) από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης και στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, α) η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 25-04-2012 έκθεση εκτίμησης των ορκωτών εκτιμητών ……………., η οποία ως γνωμοδότηση προσώπων με ειδικές γνώσεις της επιστήμης που συντάχθηκε με αίτηση των εναγομένων, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (αρθ. 390 ΚΠολΔ), β) η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 6-11-2011 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 Π. 1599/1986 του …………., η οποία λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων διότι από το περιεχόμενο της προκύπτει ότι δεν έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη (βλ ΑΠ 1092/2013, ΑΠ 109/2004, ΝΟΜΟΣ) καθώς και γ) τα έγγραφα με αριθμούς σχετικών 40 έως και 43, τα οποία παραδεκτώς προσκομίζει η ενάγουσα με την προσθήκη επί των προτάσεων της, προς αντίκρουση των ισχυρισμών που προέβαλαν οι αντίδικοί της, το πρώτον με τις προτάσεις τους (αρθ. 237 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ) και τέλος από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους (αρθ. 261 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (αρθ. 336 παρ, 4 ΚΠολΔ,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει συγκυρία, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας – καταστήματος που βρίσκεται στο ισόγειο πολυώροφης οικοδομής, κτισμένης το έτος 1932 στη συμβολή της …………… με την οδό …….. αριθμός ….., στην ………   στον Πειραιά, την οποία απέκτησε με παραγωγό τρόπο δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/25-11-1967 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. .., α.α. …..), σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθμ. 13272/1978 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος της με τον προικολήπτη, έως τότε σύζυγός της, ……… Συγκύριος του ως άνω ακινήτου, κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 2/3 εξ αδιαιρέτου αυτού, υπήρξε ο αδερφός της ενάγουσας, ………., ο οποίος απεβίωσε το έτος 2015. Ο ανωτέρω συγκύριος είχε αποκτήσει το επίκοινιο ακίνητο με παραγωγό τρόπο, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …./27-03-1974 και …../27-10-1982 συμβολαίων των συμβολαιογράφων Αθηνών, ……. και …………., αντίστοιχα, νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, όπως εκρίθη τελεσίδικα και με την υπ’ αριθμ. 338/1998 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (ήδη αμετάκλητη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1168/2000 απόφασης του Αρείου Πάγου), η οποία εκδόθηκε επί προγενέστερης αγωγής της ενάγουσας κατά του ως άνω αποβιώσαντος αδερφού της και της οποίας το δεδικασμένο καταλαμβάνει ήδη και τους εναγόμενους και καθολικούς διαδόχους αυτού (αρθ. 325 αρ. 2 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο αδερφός της ενάγουσας, ………… απεβίωσε την 8-04-2015, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους πλησιέστερους συγγενείς του, ήτοι από τη σύζυγο του και ήδη πρώτη εναγόμενη, κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαθέτου καθώς και από τα τέκνα του, δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων, κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαθέτου έκαστος. Με τον τρόπο δε αυτό, οι εναγόμενοι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ως άνω ακινήτου, κατά ποσοστό (2/8 X 2/3=) 2/12 εξ΄ αδιαιρέτου η πρώτη και (3/8 X 2/3=) 3/12 έκαστος των δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων, όπως τούτο συνομολογείται από άπαντες τους διαδίκους (βλ. απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 20/1/2015 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου Τεγέας Τρίπολης, το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/2015 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου Π. Φαλήρου και την υπ’ αριθμ. …../2017 διάταξη του Ειρηνοδίκη Αθηνών περί χορήγησης κληρονομητηρίου στους εναγόμενους). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το  έτος 1988, το επίδικο ως άνω ακίνητο χρησιμοποιείτο αποκλειστικά από το δικαιοπάροχο των εναγόμενων, …………, ο οποίος μάλιστα από το έτος 1998 και έως το θάνατό του, λειτουργούσε εντός αυτού ατομική επιχείρηση καφετέριας – ζαχαροπλαστείου – εστιατορίου με το διακριτικό τίτλο «…………….», χωρίς να αποδίδει στην ενάγουσα και συγκυρία αυτού, το όφελος που αποκόμιζε από την αποκλειστική του χρήση. Οι εναγόμενοι, μετά το θάνατο του ως άνω δικαιοπαρόχου τους και ήδη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-01-2017 έως και 31-12-2017 συνέχισαν να χρησιμοποιούν αποκλειστικά το επίδικο κατάστημα και να λειτουργούν εντός αυτού την προαναφερθείσα επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος του δικαιοπαρόχου τους, χωρίς όμως και αυτοί να αποδίδουν στην ενάγουσα το όφελος που αποκόμιζαν από την αποκλειστική του χρήση, το οποίο υφίστατο στην μισθωτική αξία της μερίδας της, κατά τον επίδικο ως άνω χρόνο. Το ως άνω κοινό ακίνητο των διαδίκων βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας που έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο κτίριο με σχετική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και βρίσκεται σε καλή κατάσταση,  έχει επιφάνεια 83,60 τ.μ. και αποτελείται από δύο επιμέρους τμήματα, υπό στοιχεία 6Β και 6Β΄ επιφανείας  55,73 Τ.Μ ΚΑΙ 27,87 τ.μ αντίστοιχα.  Διαθέτει επίσης πατάρι επιφάνειας 40 τ.μ., το οποίο επικοινωνεί με το ισόγειο με δύο σκάλες καθώς και
αποθήκη 16 τ.μ. στο πίσω μέρος του. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί του ότι το επίδικο ως άνω ακίνητο, κατά νεότερη καταμέτρηση, έχει επιφάνεια 89,34 τ.μ., διότι δεν προσκομίζει το επικαλούμενο με τις προτάσεις της από Δεκεμβρίου 1998 σχέδιο κάτοψης του αρχιτέκτονα, ……………., από το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της προκύπτει η επιπλέον ως άνω επιφάνεια του κοινού ακινήτου. Περαιτέρω, το επίδικο ως άνω κατάστημα το οποίο είχε ανακαινιστεί από τον αποβιώσαντα συγκύριο  ……….. ., βρίσκεται σε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα και εμπορικότερα σημεία της πόλεως του Πειραιά καθώς έχει πρόσοψη περίπου 6,50 μ. στην πεζοδρομημένη οδό ………., η οποία συνέχεται με την προαναφερθείσα κεντρική πλατεία Δημαρχείου, όπου βρίσκεται το ………, ενώ συμβάλλεται και με την ………….’, η οποία είναι ένας από τους εμπορικότερους δρόμους του Πειραιά . Η εξαιρετικά προνομιούχος θέση του επίκοινου ακίνητου αυξάνει τόσο τη μισθωτική όσο και την αγοραία αξία του. Εξάλλου ο εκάστοτε κύριος ή μισθωτής του ως άνω καταστήματος έχει τη δυνατότητα να μισθώνει και το δημοτικό χώρο στον πεζόδρομο και την πλατεία, ώστε να τοποθετεί περισσότερα τραπεζοκαθίσματα, με συνακόλουθη αύξηση της μισθωτικής του αξίας. Αποδείχτηκε ότι οι εναγόμενοι έχουν ήδη προβεί σε μίσθωση του έξωθεν του επίδικου καταστήματος χώρου, στον οποίο μάλιστα έχουν τοποθετήσει πέργκολα-στέγαστρο που χρησιμοποιείται και το χειμώνα, αυξάνοντας έτσι σημαντικά την εκμεταλλεύσιμη επιφάνεια της επιχείρησής τους. Το γεγονός ότι  κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εκτελούνταν έργα πλησίον του καταστήματος για την ανοικοδόμηση σταθμού του ΜΕΤΡΟ,  δεν επαυξάνει τη μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου, καθώς κατά τον ως άνω χρόνο οι σχετικές εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη και κατά καιρούς δυσχέραιναν την πρόσβαση στο κοινό κατάστημα, ενώ αναμένεται να ολοκληρωθούν μόλις το καλοκαίρι του έτους 2021, ήτοι 4 και πλέον έτη μετά το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού ακινήτου ουδέποτε προσδιορίστηκε με συμφωνία μεταξύ των συγκυριών αυτού αλλά αντίθετα καθοριζόταν πάντοτε με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονταν επί αντίστοιχων με την υπό κρίση αγωγών της ενάγουσας. Ειδικότερα, η μισθωτική αξία ολόκληρου του καταστήματος προσδιορίστηκε για το έτος 2009 , δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 256/2015 του Δικαστηρίου αυτού η οποία κατέστη αμετάκλητη με την με αριθμό 802/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου στο ποσό των 135 ευρώ / τ.μ , για τα έτη 2010 και 2011 με τις αποφάσεις με αριθμό  455/2017 και 454/2017 του Δικαστηρίου αυτού στο ποσό των 130 ευρώ /τ.μ και για το έτος 2012  με την με αριθμό 597/2019 του Δικαστηρίου αυτού  στο ποσό των 130 ευρώ /τ.μ . Σημειωτέον ότι το έτος 2014 είχε επέλθει μείωση της μισθωτικής αξίας του επιδίκου, συνεπεία της οικονομικής κρίσης που είχε εκδηλωθεί στην ελληνική οικονομία, η οποία  μειώθηκε ακόμα περισσότερο το έτος 2015, με τη λήψη σκληρών μέτρων λιτότητας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και τη  μείωση της αγοραστικής τους δύναμης των πολιτών αλλά και τη διακοπή της λειτουργίας σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και καταστημάτων μαζικής εστίασης με συνέπεια την υπερπροσφορά καταστημάτων προς μίσθωση. Τα ανωτέρω γεγονότα ελήφθησαν ήδη υπόψη από το Εφετείο Πειραιώς, το οποίο, με την υπ΄ αριθμ. 245/2018 τελεσίδικη απόφασή του επί προηγούμενης όμοιας αγωγής της ενάγουσας κατά των εναγόμενων, έκρινε με δύναμη δεδικασμένου ότι η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού ακινήτου κατά το έτος 2015 είχε μειωθεί στο ποσό των 85 ευρώ ανά τ.μ.  Ωστόσο, από το έτος 2016 και εφεξής, η ελληνική οικονομία άρχισε να σταθεροποιείται εκ νέου, γεγονός που επηρέασε θετικά και την κτηματομεσιτική αγορά και παρατηρήθηκε εκ νέου αύξηση της ζήτησης εμπορικών καταστημάτων, ιδίως στις εμπορικές ζώνες των Αθηνών και του Πειραιά, όπου βρίσκεται και το επίδικο κοινό ακίνητο, με επακόλουθο την αντίστοιχη αύξηση και της μισθωτικής τους αξίας, η οποία το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν έχει επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν προ της οικονομικής κρίσης . Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων – εκκαλούντων περί του ότι η λειτουργία του επίκοινου καταστήματος αποφέρει στους εναγόμενους μόνο ζημίες διότι στην περίπτωση αυτή θα είχαν προβεί σε περικοπές άλλως θα είχαν προβεί σε διακοπή της λειτουργίας του. Περαιτέρω για τον προσδιορισμό της μισθωτικής αξίας του επίδικου καταστήματος, κατά τον επίδικο χρόνο λαμβάνονται υπόψη τα μισθώματα καταστημάτων που βρίσκονται στην ίδια περιοχή ενδεικτικά δε αναφέρονται : α) κατάστημα ………….. όμορο του επιδίκου επιφανείας 107 Τ.Μ με ίδιας επιφάνειας πατάρι και υπόγειο 145 τ.μ κατέβαλε μηνιαίο  μίσθωμα  9.500,00 ευρώ το έτος 2012 , εκμισθώθηκε εκ νέου το έτος 2015 αντί μισθώματος 6.500 ,00 ευρώ αναπροσαρμοζόμενο ανά έτος κατά τη μέση αύξηση του δείκτη τιμών  καταναλωτή με προσαύξηση  2% για τα δυο πρώτα έτη και στη συνέχεια με προσαύξηση 3% πλέον της αύξησης του ΔΚΤ, β ) ισόγεια καταστήματα με στοιχεία Α-4 και Α-5 που βρίσκονται επί της οδού ……………, επιφανείας 34,03 και 17,96 τ.μ αντίστοιχα που χρησιμοποιούνταν ως πιτσαρία – εστιατόριο με την τροποποίηση της μισθωτικής σύμβασης είχε συμφωνηθεί για το χρονικό διάστημα από την 1.6.2010 έως την 31.5.2012 στο ποσό των 8.900,00 ευρώ, για το χρονικό  διάστημα από 1.6.2012 έως 31.5.2019 είχε συμφωνηθεί ότι θα προσαυξάνονταν  κατά ποσοστό 10 % του μέσου όρου του τιμάριθμό κόστους ζωής ανά έτος προσαυξημένο κατά 1%, με την τροποποίηση της σύμβασης από 1.8.2014 συμφωνήθηκε για το διάστημα από 1.8.2015 μέχρι 31.7.2016 στο ποσό των 5.00 ευρώ και μετά θα επανέρχονταν στα αρχικώς συμφωνηθέντα , γ ) ισόγειο κατάστημα με την επωνυμία << …….. >> στην πολυκατοικία επί της οδού …………. το οποίο είχε εκμισθωθεί για επτά 7 έτη αρχής γενομένης από 1.8.2013 για χρήση σνακ μπαρ με δυνατότητα παρασκευής φαγητών και εδεσμάτων έναντι μηναίου μισθώματος  6.000 ευρώ από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2013 έως το μήνα Αύγουστο του έτους 2014 και με το από 10.3.2015 τροποποιητικό  συμφωνητικό μίσθωσης κατόπιν αγωγής μειώθηκε στο ποσό των 5.000, 00 ευρώ από 6.300,00 στο οποίο είχε αναπροσαρμοστεί για το διάστημα από 1.3.2015 μέχρι 30.7.2016 και για το διάστημα από 1.8.2017 έως 31.12.2017 αναπροσαρμόστηκε σε ποσοστό 5%. Ενόψει όλων των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη την επιφάνεια, τη θέση αλλά και τη σημερινή κατάσταση του επίκοινου καταστήματος, τις μισθωτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή που βρίσκεται κατά το επίδικο χρονικό διάστημα σε συνδυασμό και με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που επιβάλουν να μην υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της αποζημίωσης χρήσεως που θα καταβάλει ο κοινωνός που χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κοινό ακίνητο και της τρέχουσας μισθωτικής του αξία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μισθωτική αξία αυτού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα του έτους 2017 ανερχόταν στο ποσό των 95 ευρώ ανά τ.μ., ήτοι στο ποσό των (95 X 83,60 τ.μ.) 7.942 ευρώ, μηνιαίως. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει ανάλογη με το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της στο κοινό ακίνητο μερίδα από την ωφέλεια που αποκόμισαν οι εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-01-2017 έως και 31-12-2017, λόγω της αποκλειστικής εκ μέρους τους χρήσης του επίκοινου ακινήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των (7.942 X 12 μήνες= 95.304 ευρώ X 1/3 =) 31.768 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 1-01-2017 έως και 31-12-2017 κατά το οποίο και έκαναν αποκλειστική χρήση του επίδικου κοινού ακινήτου, το συνολικό ποσό των 31.768 ευρώ, κατά το ποσοστό της συγκυριότητας ενός έκαστου εξ αυτών στην κοινή τους μερίδα επί του κοινού ακινήτου και συγκεκριμένα η μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των (31.768 X 2/8=) 7.942 ευρώ και καθένας εκ των λοιπών  εναγομένων το ποσό των (31.768 X 3/8=) 11.913 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και έως την εξόφληση. Ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων περί του ότι η ενάγουσα ουδόλως συμμετείχε στις δαπάνες που απαιτήθηκαν για τις εργασίες της ως άνω ανακαίνισης  του επίκοινου καταστήματος , δεν ασκεί επιρροή για τη διαμόρφωση της μισθωτικής του αξίας, καθόσον οι κοινωνοί που πραγματοποίησαν τις εν λόγω δαπάνες έχουν το δικαίωμα να τις αναζητήσουν από τους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας τους στο κοινό, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 794 του ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε  τα ίδια,  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των σχετικών λόγων της από 13.01.2020 έφεσής  που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ………./31.01.2020 και ειδικό ……../31.01.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./31.01.2020 και ειδικό …../31.01.2020 ως ουσιαστικά αβάσιμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες  λόγω της ήττας τους  στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 13.01.2020 έφεσή  που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./31.01.2020 και ειδικό …/31.01.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/31.01.2020 και ειδικό .…./31.01.2020  κατά της με αριθμό 1096/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   Και

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00)  ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου , που αναφέρεται στο σκεπτικό .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ