ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 649/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ :
Α. Του καλουμένου –εκκαλούντος – εφεσιβλήτου : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Βασιλική Τζίφα.
Της καλούσας – εφεσίβλητης: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κώστα Κάππο.
Β. Του καλούμενου – εκκαλούντος : Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Σπυριδούλα Φωτοπούλου.
Της καλούσας – εφεσίβλητης : …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κώστα Κάππο.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό κατάθεσης ………../2012 αγωγή της εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου περί διόρθωσης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής. Το «Παλαιόν Εκκλησιαστικό Ταμείον» άσκησε την με αριθμό …../2014 κύρια παρέμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε τις υποθέσεις (αγωγή και κύρια παρέμβαση) και εξέδωσε την υπ’ αρ. 3178/2015 απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν τα εκκαλούντα με τις από 14.10.2015 (……/2015) και 14.10.2015 (………../2015) εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, το οποίο με την υπ’ αρ. 609/2018 απόφαση του συνεκδίκασε και απέρριψε αυτές κατ’ ουσίαν. Εναντίον αυτής της απόφασης τα εκκαλούντα άσκησαν τις από 9.11.2018 και 13.11.2018 αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες με τις υπ’ αρ. 585/2021 και 772/2021 αποφάσεις του Αρείου Πάγου έγιναν δεκτές, αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ήδη με τις με αρ. κατ. ……./2021 και ………../2021 κλήσεις της, η εφεσίβλητη επισπεύδει την περαιτέρω συζήτηση των ως άνω εφέσεων, οι οποίες προσδιορίστηκαν να συζητηθούν τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιες νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα, με τις με αρ. κατ. ………../2021 και …………/2021 κλήσεις, φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου οι από 14.10.2015 (………./2015) και 14.10.2015 (………./2015) εφέσεις εναντίον της υπ’ αρ. 3178/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά τις υπ’ αρ. 585/2021 και 772/2021 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με τις οποίες, αναιρέθηκε η υπ’ αρ. 609/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που είχε κρίνει επ’ αυτών, καιδιατάχθηκε η παραπομπή της υπόθεση ενώπιον του για περαιτέρω συζήτηση. Οι εφέσεις αυτές αφορούν την ίδια δικαστική απόφαση, τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έχουν ως αντικείμενο τηδιόρθωση της αυτής κτηματολογικής εγγραφής, γι’ αυτό και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκασή τους, γιατί έτσι επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (ΚΠολΔ 246).
Οι υπό κρίση ως άνω εφέσεις κατά της υπ’ αρ. 3178/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκαν παραδεκτά, νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1) χωρίς καταβολή παραβόλου έφεσης, λόγω της εκ του νόμου απαλλαγής των εκκαλούντων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τους λόγους τους.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή, με την οποία το εναγόμενο, ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καταχωρήθηκε εσφαλμένως ως κύριος του πλήρως περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, επειδή αυτό δεν άνηκε ποτέ στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ αληθινή κυρία αυτού είναι η ίδια, που το απέκτησε το έτος 1983 δια παραγώγου τρόπου και δη με νομίμως μεταγεγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αλλά και δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας με την καλόπιστη άσκηση των αναφερομένων στο δικόγραφο πράξεων νομής για χρονικό διάστημα μείζων της εικοσαετίας. Επίσης ισχυρίστηκε ότι, αν ήθελε υποτεθεί ότι το επίδικο άνηκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, κατέστη κυρία τούτου με τακτική χρησικτησία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3127/2003, αφού αυτό βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, το νέμεται μέχρι την έναρξη του ως άνω νόμου (19.3.2003) αδιατάρακτα για δέκα έτη, με νόμιμο τίτλο μεταγεγραμμένο μετά την 23.2.1945, χωρίς να βρίσκεται σε κακή πίστη κατά το χρόνο κτήσης της νομής. Το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με αριθμό ΑΒΚ 1741, του ανήκει κατά κυριότητα και είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας μετά την 11.9.1915, δηλαδή κατά το αγωγικό χρονικό διάστημα, επειδή α) περιήλθε σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1832 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, το οποίο κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων ΒΔ της 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» και του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής, δασική έκταση, βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτό με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) το απέκτησε ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Επιπλέον, αρνήθηκε ότι η ενάγουσα μέχρι την έναρξη του ν. 3127/2003 ασκούσε αδιατάρακτη νομή επί του επιδίκου. Στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παρενέβη κυρίως και το ήδη εκκαλούν, «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), ζητώντας να διορθωθεί η ως άνω ανακριβής κτηματολογική εγγραφή, ώστε να αναγραφεί το ίδιο κύριος του επιδίκου, το οποίο απέκτησε εκ του νόμου από τη διαλυθείσα Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα (ΒΔ 19.8/25.9.1833), η οποία κατέστη κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ασκώντας σ’ αυτό συνεχώς τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις νομής από το έτος 1700 έως το 1833, οπότε και διαλύθηκε, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα ετών με καλή πίστη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην παρέμβασή του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 3178/2015 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και διόρθωσε την κτηματολογική εγγραφή, ενώ απέρριψε κατ’ ουσίαν την κύρια παρέμβαση. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονούνται τα εκκαλούντα (Δημόσιο και Π.Ε.Τ.) για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητούν την εξαφάνιση της απόφασης, την απόρριψη της αγωγής (το Ελληνικό Δημόσιο) και την κατ’ ουσίαν παραδοχή τηςκύριας παρέμβασης(το Π.Ε.Τ.).
Από την εκτίμηση τηςένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και από όλα τα έγγραφα, μεταξύ αυτών και των σχεδιαγραμμάτων, τα οποία νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, με την επ’ αυτού διώροφη οικοδομή (ισόγειο, πρώτο όροφο) με υπόγειο, που βρίσκεται στη θέση «………..», πρώην Δήμου Πειραιώς και νυν Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εντός σχεδίου πόλεως, επί της συμβολής των οδών …………, εκτάσεως (του οικοπέδου) 174,30 τ.μ. με ΚΑΕΚ …………… Δυνάμει του με αριθμό ………../2.2.1983 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. και με α.α……, η ενάγουσα απέκτησε κατά κυριότητα το πιο πάνω οικόπεδομε την τότε υπάρχουσα σ’ αυτό παλαιά ισόγεια κατοικία, ήδη κατεδαφισθείσα, από τις α) …………… β) ……….. και γ) …………….., λόγω πώλησης. Οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, είχαν αποκτήσει κατά κυριότητα το ακίνητο, από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του αποβιώσαντος την 7.3.1979 αδελφού τους, …………….., ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αρ. …../1979 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του συμβ/φου Πειραιώς, ……………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … και α.α…… Σ’ αυτόν το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά κυριότητα από τον ………., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αρ. …………/1953 συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς ……………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ….. με α.α…….. Στον τελευταίο το επίδικο είχε περιέλθει κατά κυριότητα από την ………….., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αρ. …………./1941 συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ….. με α.α……. Μετά την αγορά του επιδίκου η ενάγουσα, δυνάμει της υπ’ αρ. ……/1983 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Νομ/χίας Αττικής (Διαμ/τος Πειραιώς), οικοδόμησε νομίμως διώροφη οικοδομή (ισόγειο, πρώτος όροφος) με υπόγειο, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1989 και υφίσταται μέχρι και σήμερα. Προέβη στην ηλεκτροδότησή τηςαπό τη ΔΕΗ και στη σύνδεσή της με το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Έκτοτε, στην ως άνω οικία, κατοικούσαν, διαφύλατταν, επέβλεπαν και συντηρούσαν αυτή η μητέρα της με τον αδερφό της και μετά τον θάνατο αυτών η νύφης της, οι ίδιοι δε προέβαιναν σε καθαρισμό και διαφύλαξη των ορίων του ακάλυπτου οικοπέδου, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (16.3.2015). Σ’ αυτούς το είχε παραχωρήσει η ενάγουσα με άτυπο χρησιδάνειο, καθότι αυτή κατοικούσε στο εξωτερικό (Η.Π.Α.),χωρίς ποτέ όλο το πιο πάνω χρονικό διάστημα να ενοχληθούν από κανέναν. Έτσι η ενάγουσα απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με το ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένο πωλητήριο συμβόλαιο (……/1983), από τις αληθινές αποκλειστικές συγκυρίες τούτου, ισομερώς και αδιαιρέτως, ………………………., οι οποίες είχαν αποκτήσει αυτό με τα προαναφερόμενα ως άνω συμβόλαια αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας αυτές και οι απώτεροι και απώτατοι ως άνω δικαιοπάροχοί τους τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, ήτοι επίβλεψη, οριοθέτηση, καθαρισμούς, συντήρηση της παλαιάς τότε ισόγειας οικίας, για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (ήτοι από το έτος 1947 έως το έτος 1983), προσμετρουμένου στο χρόνο νομής τους του χρόνου των δικαιοπαρόχων τους, οι οποίοι ασκούσαν τις αυτές πράξεις νομής πριν απ’ αυτές. Από το χρόνο δε της αγοράς (1983) η ενάγουσα,ασκώντας η ίδια τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις νομής (οικοδόμηση, σύνδεση με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, παραχώρηση τούτου σε τρίτους) για χρονικό διάστημα εξήντα ετών, ήτοι μεγαλύτερο της εικοσαετίας, έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Κερατσινίου (11.6.2007), που συνέχισε και μετέπειτα έως την άσκηση της αγωγής, απέκτησε η ίδια κυριότητα επί του επιδίκου και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της. Το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδουμε τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με αριθμό ΑΒΚ …….., εκτάσεως 1.000 περίπου στρεμμάτων, επειδή περιήλθε στην κυριότητα τούτου ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως ως δασικό και δεν τηρήθηκε ως προς αυτό η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ., άλλως ως βοσκοτόπι ή λιβάδι ή αδέσποτο, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο τούτο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά, δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως [ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις τωνως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεναναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες [ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκουμε τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Συνεπώς κακώς καταχώρησε και περιέλαβε το επίδικο ως τμήμα δημοσίου καταγεγραμμένου κτήματος με αρ. ΑΒΚ 1741 (βλ. την από 1.8.1981 καταγραφή στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής) βάσει της Δ. 1718/588/1979 διαταγής του Υπ. Οικονομικών, της 38/1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και του από 30.12.1971 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Ξηρογιάννη, αφού ουδέποτε απέκτησε αυτό με κάποιο από τους ανωτέρω τρόπους που επικαλέστηκε. Στα ως άνω έγγραφα, βάσει των οποίων έγινε η καταγραφή της μείζονος έκτασης ως δημόσιο κτήμα, αναφέρεται ως αιτία κτήσης ότι η εν λόγω έκταση άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, πράγμα όμως που σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε. Συνεπώς, εφόσον δεν προέκυψε ότι απέκτησε δικαίωμα το Ελληνικό Δημόσιο επί του επιδίκου, κακώς το περιέλαβε ως τμήμα δημόσιου κτήματος και κακώς, ελλείψει σχετικού δικαιώματος, προέβη και στην υπ’ αρ. ……./31.5.2000 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος κυριότητας στο Κτηματολόγιο, κατ’ άρθρο 2 του ν. 2308/1995 και στις …../18.2.2003 και ……/13.10.2003 ενστάσεις κατά το μέρος που αφορούν το επίδικο γεωτεμάχιο. Όλες οι επικαλούμενες από το Ελληνικό Δημόσιο πράξεις, όπως πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών, μηνύσεις για παράνομη κατάληψη δασικής έκτασης, κατεδαφίσεις ανεγειρόμενων κατασκευών, παραχωρήσεις είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση σε άλλους φορείς για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δικαστικές παρεμβάσεις σε δίκες μεταξύ τρίτων, εποπτεία, περιφρούρηση και φύλαξη εδαφικών εκτάσεων και ορίων, προσκλήσεις για προσκόμιση και έλεγχο τίτλων ιδιωτών, καμία εξ αυτών δεν αποδείχθηκε ότι αφορούσε ειδικά το επίδικο ακίνητο ή τμήμα του. Το από 11.3.1982 πρωτόκολλο κατάληψης του αποτυπωμένου στο τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………. ως δημοσίου κτήματος με αρ. ΑΒΚ ……, παρανόμως εκδόθηκε, γιατίστηριζόταν σε ανύπαρκτο δικαίωμα εκ της εσφαλμένης καταγραφής της επίδικης έκτασης ως δημοσίου κτήματος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ενώ ουδέποτε επακολούθησε φυσική κατάληψη του επιδίκου από το Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η επίδικηοικοπεδική έκταση περιήλθε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής Αγίου Σπυρίδωνος δυνάμει πρωτοτύπου τρόπου, και δη με έκτακτη χρησικτησία του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού ουδέποτε χρησιδέσποσε αυτό, γιατί ουδέποτε επιλήφθηκε της φυσικής του εξουσίασης, ούτε απέκτησε αυτό ποτέ από αφιερώματα των πιστών μέχρι το έτος 1836, οπότε και διαλύθηκε και το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων περιήλθαν αυτοδίκαια στο κυρίως παρεμβαίνοντα «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) [Διατάγματα της 4.12.1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν μοναστηρίοις μοναχών», της 25.8.1833 «περί των εν τω Βασιλείω Μοναστηρίων», της 26.4.1834 «περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών», της 20.5.1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», της 13.7.1838 και 29.4.1843]. Συνεπώς το Π.Ε.Τ. ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, αφού και η ως άνω Ιερά Μονή ουδέποτε απέκτησε αυτήν. Αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το επίδικο άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ή στο Π.Ε.Τ., δεν δύναται να εξαχθεί εκ των ως άνω προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, αφού από κανένα εξ αυτών δεν προκύπτουν πράξεις φυσικής εξουσίασης του παρεμβαίνοντοςή του εναγομένου ειδικώς για το επίδικο ακίνητο ουδέποτε. Οι διενεργηθείσες τα έτη 1880 και 1895 δημοπρασίες εκ μέρους του Οικονομικού Εφόρου Πειραιώς για την μίσθωση χορτονομής έκτασης 10.000 στρεμμάτων στη θέση «…..» ή «…..», οι παραγγελίες του ίδιου προς τα αστυνομικά όργανα των ετών 1888 – 1896, καθώς και οι εκμισθώσεις χορτονομής και βοσκής της αυτής περιοχής («……») και των περιοχών «……» «………» των ετών 1895-1937, καθώς και η από 13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί κήρυξης αναδασωτέας ευρύτερης περιοχής του Λεκανοπεδίου Αττικής, ουδόλως αποδείχθηκε ότι περιλάμβαναν ειδικά και την επίδικη έκταση ή τμήμα αυτής. Εξάλλου δεν προσκομίστηκε τοπογραφικό διάγραμμα των ως άνω εκμισθουμένων ή δημοπρατουμένων περιοχών εκείνων των ετών (1880 – 1937), ώστε να προκύπτουν ακριβώς τα όρια αυτών και ότι το επίδικο ήταν εντός αυτών. Από την επισκόπηση του διαγράμματος που συνοδεύει την απόφαση κήρυξης αναδασωτέας της περιοχής του Λεκανοπεδίου δεν συνάγεται ότι περιλαμβάνεται και το επίδικο. Άλλωστε, το Ελληνικό Δημόσιο είχε πλήρη επίγνωση ότι η επίδικη οικοπεδική έκταση δεν του άνηκε ως δημόσιο κτήμα ούτε ότι τη διαχειριζόταν ως περιουσία του Π.Ε.Τ. και προς επίρρωση τούτου αποτελεί και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και για τις μεταγραφές τους, οι οποίες αφορούσαν το επίδικο, αυτό δέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις φόρων, ενώ μετά την υποχρέωση για δήλωση ΕΝΦΙΑ, αποδέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις για το επίδικο και σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις προέβη σε εκκαθάριση, υπολόγισε και εισέπραξε τους σχετικούς φόρους και αναλογικά τέλη που τυχόν προέκυψαν. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, παρά το ότι ήταν γνωστή στο Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητά του επ’ αυτού ή η διαχείρισή του ως ιδιοκτησία του Π.Ε.Τ., καθώς και η έλλειψη κυριότητας της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της, εντούτοις απέκρυψε ή παρέλειψε να γνωστοποιήσει αυτά τα αληθήσ’ αυτούς κατά τη λήψη των σχετικών δηλώσεων φόρου και την είσπραξη των σχετικών φόρων επί ζημία της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της με αντίστοιχη παράνομη ωφέλειά του. Εκ των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον επίδικο αγωγικό χρόνο και η ενάγουσα κατέστη δια παραγώγου τρόπου κυρία τούτου από τις ως άνω αληθείς μοναδικές συγκυρίες αυτού, αλλά και δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πλην όμως κατά την κτηματογράφηση του Δήμου Κερατσινίου από παραδρομή δεν δήλωσε το εμπράγματο δικαίωμά της και κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς για την περιοχή, στις 11.6.2007 και έτσι το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………… και καταχωρήθηκετο Ελληνικό Δημόσιο ως κύριος αυτού σε ποσοστό 100%. Αυτή η πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου κατά τα ανωτέρω ελέγχεται ως ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας σε ποσοστό 100%. Συνεπώς, έπρεπε η κύρια παρέμβαση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, η αγωγή να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου, που αφορούν το ως άνω ακίνητο με KAEK ………….., ώστε να εγγραφεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία αυτού σε ποσοστό 100%, δυνάμει του με αριθμό ……../2.2.1983 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο …. και με α.α ……. αλλά και δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την κύρια παρέμβαση κατ’ ουσίαν και έκανε δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τη διόρθωση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής ώστε να εγγραφεί η ενάγουσα κυρία του επιδίκου με τίτλο κτήσης την τακτική χρησικτησία,σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3127/2003, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μόνο ως προς το τελευταίο κεφάλαιο της διόρθωσης της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής και εγγραφής της ενάγουσας ως κυρίας του επιδίκου με τίτλο την τακτική χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Και τούτο γιατί η ενάγουσα δεν είχε «αδιατάρακτη νομή» επί δημοσίου κτήματος, έως την έναρξη ισχύος του νόμου (19.3.2003 άρθρ. 9 του ν. 3127/2003), αφού με την υπ’ αρ. ……./31.5.2000 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος κυριότητας στο Κτηματολόγιο, κατ’ άρθρο 2 του ν. 2308/1995 και τις ……/18.2.2003 και …../13.10.2003 ενστάσεις, κατά το μέρος που αφορούν το επίδικο γεωτεμάχιο, το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παρενόχλησε, κατά την έννοια του νόμου, τη νομή της εφεσίβλητης ενάγουσας. Ως προς το κεφάλαιο, όμως, της απόρριψης της κυρίας παρέμβασης το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο και αυτό την έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του εκκαλούντος Π.Ε.Τ., δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, η έφεση του εκκαλούντος κυρίως παρεμβαίνοντος Π.Ε.Τ. να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ η έφεση του εκκαλούντος εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά το πιο πάνω κεφάλαιο που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, μη αρκούσης της αντικατάστασης των αιτιολογιών, αφού μεταβάλλεται το δεδικασμένο, στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση, να απορριφθεί η αγωγή ως προς τη διόρθωση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής και την εγγραφή της ενάγουσας ως κυρίας με τακτική χρησικτησία εκ της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και να γίνει δεκτή αυτή ως προς τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής του Ελληνικού Δημοσίου ως αποκλειστικού κυρίου σε ποσοστό 100% και την εγγραφή της ενάγουσας ως αποκλειστικής κυρίας σε ποσοστό 100% με τίτλο το ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένο πωλητήριο συμβόλαιο (……../1983) αλλά και την έκτακτη χρησικτησία δια της ασκήσεως στο επίδικο των ως άνω πράξεων νομής για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας, προσμετρουμένου στο χρόνο νομής της και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης ενάγουσας και του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου από την απόρριψη της έφεσης του εκκαλούντος Π.Ε.Τ. πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του τελευταίου, ενώ η δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου μέρους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 14.10.2015 (…………/2015) και 14.10.2015 (……………./2015) εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την πρώτη και απορρίπτει τη δεύτερη.
Εξαφανίζει την με αρ. 3178/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μόνο ως προς το κεφάλαιο της διόρθωσης της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής και εγγραφής της ενάγουσας ως κυρίας του επιδίκου με τίτλο την τακτική χρησικτησία εκ του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.
Διακρατεί την υπόθεση και εκδικάζει την αγωγή, ως προς το ως άνω εκκληθέν κεφάλαιο της διόρθωσης της κτηματολογικής εγγραφής.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ενάγουσα αποκλειστική κυρία ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, με την επ’ αυτού διώροφη οικοδομή (ισόγειο, πρώτο όροφο) με υπόγειο, που βρίσκεται στη θέση «…………….», πρώην Δήμου Πειραιώς και νυν Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εντός σχεδίου πόλεως, επί της συμβολής των οδών ……………….., εκτάσεως (του οικοπέδου) 174,30 τ.μ. με ΚΑΕΚ …………………
Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου, που αφορούν το ως άνω ακίνητο με KAEK ……………, από το εσφαλμένο, ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στο εναγόμενο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό 100%, στο ορθό, ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην ενάγουσα εφεσίβλητη σε ποσοστό 100%, δυνάμει του με αριθμό ……/2.2.1983 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ….. και με α.α …… αλλά και δυνάμει έκτακτη χρησικτησίας.
Καταδικάζει το εκκαλούν «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης ενάγουσας και του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίουαυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, όσον αφορά την απόρριψη της με αρ. κατ. …………./2015 έφεσης, που καθορίζει σε 300 ευρώ για έκαστο.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ του εκκαλούντος εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και εφεσίβλητης ενάγουσας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ