Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 664/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες-εκκαλούντες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που συνήψαν με το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ., καταρτίσθηκαν µετά την ισχύ των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγµατος (18-4-2001) και ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται η µετατροπή τους από ορισµένου σε αορίστου χρόνου, ακόμη κι αν αυτοί κάλυπταν με την παρασχεθείσα εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του (εναγόμενου).

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    664/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….. 2) ………….3) ………….. 4) ………….  5) ……………., 6) …………., 7) ………….. 8) …………….. 9) ………….., 10) …………….., 11) ………… και 12………………, οι οποίοι (άπαντες) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Πετρόπουλο (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΚΑΙ του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. – Ο.Τ.Α. µε την επωνυµία «Περιφέρεια Αττικής, Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά», καθολικού διαδόχου του Νοµικού Προσώπου Δηµοσίου Δικαίου µε την επωνυµία «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς, Νομαρχία Πειραιά», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός Ακτής Ποσειδώνος αρ. 14-16, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Φωτίου (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Οι ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ άσκησαν, μεταξύ άλλων εναγόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 28-12-2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../29-12-2020, αγωγή τους κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 411/3-2-2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 2-3-2022 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./2-3-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……………/18-3-2022.

Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 28.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση των  εκκαλούντων-εναγόντων, κατά της υπ΄αρ. 411/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως.

Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής (ΑΠ 330/2022, ΑΠ 598/2019, ΑΠ 217/2017, ΑΠ 104/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α` και 3 του Ν. 2112/1920, συνάγεται ότι επί συνάψεων αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εάν δεν δικαιολογείται η συνομολογηθείσα διάρκεια αυτών από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι εν λόγω διατάξεις, όπως εξ αυτών προκύπτει, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων που υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου που θεσπίσθηκαν εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο αυτοί που παρέχουν εξαρτημένη εργασία (Ολ.ΑΠ 3/2021, Ολ.ΑΠ 20/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 3/2021, Ολ.ΑΠ 13/2017, Ολ.ΑΠ 7/2011, Ολ.ΑΠ 8/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα δε του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της ουσίας της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις περιπτώσεις των εργασιακών σχέσεων με εργοδότη το Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 7/2011 ο.π., Ολ.ΑΠ 18/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, με τις διατάξεις των παρ.1, 2, 3 του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο και πριν την κατάργηση των άρθρων 1-13, 14Α και 15-24 καθώς και των παραγράφων 1-5 και 9- 11 του άρθρου 14 του ως άνω νόμου με το άρθρο 61 παρ.1α του Ν. 4765/2021 (ΦΕΚ Α 6), ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ.3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά την κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος, που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και του Ν. 2527/1997 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ορισμένης διάρκειας που υποκρύπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, συναπτόμενες για πρώτη φορά με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής (ΑΠ 452/2020, ΑΠ 598/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (Ολ.ΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 20/2007, ΑΠ 106/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση), έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C – 212/2004). Η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ. 1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΕ της 23.4.2009 υποθέσεις C – 378 έως C – 380 Αγγελιδάκη κλπ). Ειδικότερα με την ως άνω απόφαση μεταξύ άλλων κρίθηκε ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε το Π.Δ/μα 164/2004 σε σχέση με την προστασία που παρείχετο υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς της εφαρμογής του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 και στις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα δεν συνιστούν υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εν λόγω εργαζομένων, κατά την έννοια της ρήτρας 8 σημείο 3 της οδηγίας, εφόσον αφορούν περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (σκέψεις 122 επ. ιδίως σκέψη 146 ε.α) περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την υπ` αριθ. C 760/18 της 21ης Φεβρουάριου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως, επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, ότι “η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας – πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”. Όμως, η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή (και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου κατισχύουν και των συνταγματικών ρυθμίσεων των κρατών – μελών της Ένωσης, όπως παγίως άλλωστε δέχεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ακρογωνιαίου λίθου για τη λειτουργία της Ένωσης, υποθ. C. 26/1962 …,υποθ. C. 6/1964 …), που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής μόνο σε όλως οριακές περιπτώσεις διαδοχικών συμβάσεων ορισμένης διάρκειας, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη χρήση του όρου “ενδεχομένως” από το ως άνω Δικαστήριο, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει εισέτι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω υπ`αριθμ. C 760/18 απόφαση). Τέτοιο έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται όμως μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, αφού τούτο θα αντέβαινε ευθέως στη διάταξη του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος και θα οδηγούσε αναγκαίως σε μια contra legem ερμηνεία των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει συνακόλουθα να ερευνηθεί, εάν στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου υφίστανται άλλα αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα που να αποτρέπουν και εάν συντρέχει περίπτωση, να επιβάλλουν κυρώσεις στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα διασφαλίζοντα έτσι την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία. Εν προκειμένω, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (βλ.σκέψη 58 της απόφασης υπ` αριθ. C – 760/2018 του Δ.Ε.Ε. με περαιτέρω παραπομπές), εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π.Δ/τος 164/2004, με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, οι οποίες προβλέπουν την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις), τη δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σ`αυτόν αποδοχές και τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα ελάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλειά τους τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Π/Δτος. Μάλιστα προκειμένου να διασφαλισθεί υπέρ των απασχοληθέντων μισθωτών η πλήρης αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου που θεσπίστηκαν από τον έλληνα νομοθέτη στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας, δεν αποκλείεται και η ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης για την καταβολή αποζημίωσης σε περιπτώσεις εγκυρότητας των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το Π.Δ/μα 164/2004, οσάκις η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ/τος 164/2004, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016. Τέλος η εμβληματικού χαρακτήρα διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, σε συνδυασμό και με την παρ. 7 του ιδίου άρθρου, αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, όσον αφορά στις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο δημόσιο τομέα με την κατοχύρωση ενός διαφανούς και αξιοκρατικού συστήματος προσλήψεων βάσει συγκεκριμένων δεσμευτικών διαδικασιών και συνακόλουθα στην αποτροπή του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου πρόσληψης προσωπικού με αδιαφανή κριτήρια δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένης διάρκειας για την αντιμετώπιση κατ` επίφαση απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ.2 του Συντάγματος και της ισχύουσας νομοθεσίας (Ν. 2190/1994), οι οποίοι, μετά την διαπίστωση ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα απασχόλησης, τακτοποιούνταν στη συνέχεια είτε με τον διορισμό τους ως μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, κατ` αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις με την τήρηση των νομίμων διαδικασιών πρόσληψης μόνιμου προσωπικού (Ολ.ΑΠ 19, 20/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η προσθήκη από τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη των πιο πάνω διατάξεων των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος κατά τα διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταφοράς της υπ`αριθ. 1999/70 Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη δεν έλαβε χώρα προκειμένου να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την Οδηγία αποτελέσματος, αλλά για την εξυπηρέτηση των πιο πάνω σκοπών αναγομένων στις ιδιαιτερότητες του δημοσίου τομέα, πολλώ δε μάλλον που η Οδηγία δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, ενώ οι προπαρατεθείσες εφαρμοστέες διατάξεις του υπ`αριθμ. 164/2004 ΠΔ/τος, που σε συμφωνία με τη συνταγματική απαγόρευση αποκλείουν το χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα σε έγκυρη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, συνιστούν κατά τα προεκτεθέντα το προσήκον αντιστάθμισμα που αποτρέπει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα (πρβλ. ΔΕΕ C 378-380 υπόθεση …). Εξάλλου, από το άρθρο 249 παρ. 1,3 της κατά τον επίδικο χρόνο ισχύουσας Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απ` ευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος (ΑΠ 330/2022, ΑΠ 1352/2019, ΑΠ 186/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με το άρθρο 20 παρ. 1 (όπως η παρ. 1 συμπληρ. με την παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν. 2956/2001) και 15 του Ν. 2639/1998, ορίσθηκαν, με την πρώτη, ότι ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ., σε πιστοποιημένα Κ.Ε.Κ., σε Α.Ε.Ι. -.Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής, την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ανέργων και ότι η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (παρ. 1) και με τη δεύτερη, ότι, ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου και ότι με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου (παρ. 15 εδ. α` και β`). Εξάλλου, με το ως άνω Π.Δ/μα 164/2004, που αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν, όπως προεκτέθηκε, οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ` αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ` εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Στο άρθρο 2 παρ. 2 δε του ίδιου παραπάνω Π.Δ/τος (164/2004) ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Ο.Α.Ε.Δ. και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 Ν. 2956/2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133 παρ. 2 Ν. 4052/2012). Την ίδια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπει για τα προγράμματα αυτά και η προαναφερθείσα 1999/70/ΕΚ Οδηγία στην παρ. 2 της ρήτρας 2 του Παραρτήματος αυτής. Ενώ, με το άρθρο 20 παρ. 4 Ν. 2738/1999 είχε εισαχθεί συγκεκριμένη ρύθμιση και δη είχε προστεθεί ως περίπτωση κα` στο άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού [η εν λόγω εξαίρεση καταργήθηκε μετά την αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14 Ν. 2190/1994 με το άρθρο 1 Ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α` 234/28-12-2009)], η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας. Ειδικότερα ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Πράγμα που σημαίνει ότι, οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ` εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΑΠ 186/2019, ΑΠ 1052/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν η απασχόληση από τον οικείο δημόσιο φορέα του προσλαμβανόμενου βάσει των προπαρατιθέμενων διατάξεων σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. προς κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργου δεν αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδίκευσης, αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό να κριθεί ως έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του μισθωτού, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 106/2020, ΑΠ 969/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες, οι οποίοι, μεταξύ άλλων εναγόντων, άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την ως άνω από 28-12-2020 αγωγή, εξέθεταν σ΄ αυτήν, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, με την υπ΄αρ. 8/2018 δημόσια πρόσκληση, ο Ο.Α.Ε.Δ. κάλεσε τους ανέργους, που ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα του να συμμετέχουν στη διαδικασία τοποθετήσεων προσωπικού για την προώθηση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα σε 34 Δήμους και Περιφέρειες, μεταξύ των οποίων και το εναγόμενο. Ότι, κατόπιν υποβολής των σχετικών αιτήσεών τους, επελέγησαν για να απασχοληθούν στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά και Νήσων της Περιφέρειας Αττικής. Ότι, ακολούθως, στο πλαίσιο του ως άνω προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ., προσλήφθηκαν από το εναγόμενο – ήδη εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. το έτος 2018, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (8 μηνης διάρκειας) πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να εργασθούν ανάλογα με τις ανάγκες πλήρωσης θέσεων στις υπηρεσίες του (εναγόμενου) για την κάλυψη αναγκών καθαριότητας. Ότι, ειδικότερα: 1) η πρώτη εκκαλούσα (πρώτη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Βοηθητικών Υπηρεσιών Καθαριότητας του εναγόμενου-εφεσίβλητου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά μέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύμβασής της, έως τις 7-11-2019. 2) Η δεύτερη εκκαλούσα (δεύτερη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Βοηθητικών Υπηρεσιών Καθαριότητας του εναγόμενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά μέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης της, έως τις 7-11-2019. 3) Η τρίτη εκκαλούσα (τρίτη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 6-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Εργατών Πρασίνου του εναγόμενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά μέχρι τις 5-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύμβασής της, έως τις 5-11-2019. 4) Η τέταρτη εκκαλούσα (τέταρτη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 6-11-2018 ως υπάλληλος Π.Ε. Αρχαιολόγων του εναγόμενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά μέχρι τις 5-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύμβασής της, έως τις 5-11-2019. 5) Ο πέμπτος εκκαλών (έκτος ενάγων), προσλήφθηκε στις 6-11-2018 ως υπάλληλος Π.Ε. Αρχαιολόγων του εναγόμενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά μέχρι τις 5-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύμβασής του, έως τις 5-11-2019. 6) Ο έκτος εκκαλών (έβδομος ενάγων), προσλήφθηκε στις 7-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Εργατών Πρασίνου του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 6-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής του, έως τις 6-11-2019. 7) Η έβδοµη εκκαλούσα (δωδέκατη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Βοηθητικών Υπηρεσιών Καθαριότητας του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής της, έως τις 7-11-2019. 8) Η όγδοη εκκαλούσα (δέκατη τέταρτη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 6-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Εργατών Πρασίνου του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 5-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής της, έως τις 5-11-2019. 9) Η ένατη εκκαλούσα (δέκατη πέμπτη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Εργατών Πρασίνου του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής της, έως τις 7-11-2019. 10) Ο δέκατος εκκαλών (δέκατος έβδομος ενάγων), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Δ.Ε. Τεχνιτών Οικοδοµικών Εργασιών του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής του, έως 7-11-2019. 11) Ο ενδέκατος εκκαλών (δέκατος όγδοος ενάγων), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Βοηθητικού Προσωπικού Δοµικών Έργων του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής του, έως τις 7-11-2019, και τέλος, 12) Η δωδέκατη εκκαλούσα (δέκατη ένατη ενάγουσα), προσλήφθηκε στις 8-11-2018 ως υπάλληλος Υ.Ε. Βοηθητικών Εργασιών Καθαριότητας του εναγόµενου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, όπου απασχολήθηκε αρχικά µέχρι τις 7-7-2019 και στη συνέχεια, κατόπιν ανανέωσης της σύµβασής της, έως τις 7-11-2019. Ότι, περαιτέρω, οι παραπάνω εναγόμενοι – εκκαλούντες απασχολήθηκαν στο εναγόμενο, στις ως άνω υπηρεσίες αυτού και με τις προαναφερθείσες ιδιότητες, ο καθένας, δυνάμει της από 20-11-2019 προσωρινής διαταγής που χορηγήθηκε από τον Προέδρο Πρωτοδικών του δικάσαντος Δικαστηρίου, μέχρι τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης. Ότι, από την πρόσληψη τους και καθ’όλο το επίδικο διάστηµα της απασχόλησής τους, προσφέρανε τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με ιδιαίτερη επιμέλεια και συνέπεια, κατά τους ίδιους όρους που ίσχυαν και για το µόνιµο προσωπικό του, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα με πλήρες ωράριο (από ώρα 7 π.μ. έως 15 μμ.) κατά το ορισθέν πρόγραµµα εργασίας και υπό τις εντολές και εποπτεία των οργάνων του εναγόμενου, αµειβόµενοι µε µηνιαίο µισθό, καλύπτοντας µε την εργασία τους πάγιες, µόνιµες και διαρκείς ανάγκες καθαριότητας. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τους μόνο κατ΄ επίφαση έφεραν τον χαρακτηρισμό ως ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου με βάση τα  χαρακτηριστικά της εργασιακής τους σχέσης. Ζητούσαν δε ακολούθως: α) να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση, που τους συνδέει με το εναγόμενο (ήδη εφεσίβλητο) είναι μία ενιαία σύμβαση (εξαρτημένης) εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και, τέλος, να καταδικασθεί αυτό στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 411/2022 οριστική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη.

Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι  εκκαλούντες (1η, 2η, 3η, 4η, 6ος, 7ος, 12η, 14η, 15ος, 17ος, 18ος και 19η , αντίστοιχα, των αρχικών εναγόντων) με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους κατά του αντιδίκου τους.

Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κι αυτό διότι, αληθών υποτιθεμένων των επικαλουμένων από τους εκκαλούντες – ενάγοντες πραγματικών περιστατικών, ακόμη δηλ. κι αν θεωρηθεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις κατ΄ επίφαση χαρακτηρίστηκαν ως συμβάσεις ειδικού σκοπού για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (μαθητείας), ενώ στην πραγματικότητα αποτελούσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, εντούτοις, οι συμβάσεις που τους συνέδεαν με το εναγόμενο, που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ, σύμφωνα με τα αναλυτικά προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται αυτοί στην αγωγή τους αλλά και στην κρινόμενη έφεσή τους. Ειδικότερα, όλες οι σχετικές συµβάσεις και οι ανανεώσεις τους, τις οποίες επικαλούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες, καταρτίσθηκαν µετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγµατος (18-4-2001), αλλά και μετά την ισχύ του Π.Δ/τος 164/2004, οπότε οποιαδήποτε σύµβαση µε το Δηµόσιο, µε Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ν.Π.Δ.Δ. και επιχειρήσεις που ανήκουν στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, εφόσον δεν ακολουθήθηκε η από το νόµο οριζόµενη διαδικασία για τη σύναψή τους, αφενός µεν είναι άκυρες, αφετέρου δε, ακόμη κι αν αυτοί κάλυπταν με την παρασχεθείσα εργασίας τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., δεν επιτρέπεται η µετατροπή τους από ορισµένου σε αορίστου χρόνου και, συνεπώς, ούτε η δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης µιας τέτοιας εργασιακής σχέσης και κατ΄επέκταση η µονιµοποίηση τους µε αυτόν τον τρόπο, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των µεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του ως άνω Π.Δ/τος 164/2004 για τη µετατροπή των διαδοχικών συµβάσεων εργασίας τους σε ενιαία σύµβαση αόριστης διάρκειας, καθώς, το εν λόγω προεδρικό διάταγμα (σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 αυτού), δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενο από τον Ο.Α.Ε.Δ., όπως εν προκειμένω (έστω κι αν, κατά την εκτέλεσή τους, παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι). Σε κάθε περίπτωση, στην ένδικη υπόθεση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω µεταβατικών ρυθμίσεων (του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004), καθώς, κατά το χρονικό διάστημα από τις 10-7-2001 που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία (1999/70/ΕΚ) του Συμβουλίου της Ε.Ε., έως την έναρξη εφαρμογής του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος, οι ενάγοντες – εκκαλούντες, με βάση τα ίδια τα αναφερόμενα στην αγωγή τους, δεν είχαν συμπληρώσει είκοσι τέσσερις μήνες συνολικής απασχόλησης, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων στο εναγόμενο.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 εδ.α ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, την από 2-3-2022 έφεση κατά της υπ΄αρ. 411/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ( ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15  Νοεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

               Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η  ΓPAMMATEAΣ.