ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 668 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εκκαλούντος: …………. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Αριστείδη Αθαν. Κοντοάγγελου (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. … που προσκόμισε το με αριθμ. ….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
Της καθ’ ης η κλήση-εφεσίβλητης: ………. η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Νικολάου Κων. Γραμμένου (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. … που προσκόμισε το με αριθμ. …. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και την από 23-9-2022 εξουσιοδότηση) παριστάμενος στο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 19-10-2022 δήλωση.
Ο εκκαλών άσκησε την από 21-4-2022 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ …/2022, ΕΑΚ …./2022, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ …./2022, ΕΑΚ …./2022) έφεσή κατά της με αριθμ. 1163/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 12-1-2023 και κατόπιν της από 8-6-2022 (αριθ καταθ. ΓΑΚ …/2022, ΕΑΚ …./2022) κλήσης του εκαλούντος για τον ορισμό συντομότερης δικασίμου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι με αυτές, ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ, 1163/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθότι δεν προκύπτει, ούτε γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495, 741 σε συνδ. με άρθρο 518 παρ.2, 760, 761 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς και το με αριθμ. ………. ηλεκτρονικού παράβολο).
ΙΙ. Ο αιτών, ήδη εκκαλών, με τη με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………./2022 αίτηση την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σύμφωνα με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικαλέστηκε τη σε βάρος του άσκηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, ήδη εφεσίβλητης, της με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/ΕΑΚ………./27-9-2021 αγωγής τακτικής διαδικασίας με την οποία η εφεσίβλητη αιτείται, μεταξύ άλλων-όπως το αίτημα της αγωγής περιέχεται αυτολεξεί στην ασκηθείσα αίτηση- να καταδικαστεί αυτός σε δήλωση βούλησης με περιεχόμενο την κατά κυριότητα μεταβίβαση στην εφεσίβλητη λόγω πώλησης των ειδικώς περιγραφόμενων, επτά οριζόντιων ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε πολυκατοικία στο Πειραιά, να της μεταβιβάσει άμεσα με συμβολαιογραφική πράξη την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των ακινήτων, να διαταχθεί η αποβολή του από την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των επτά οριζοντίων ιδιοκτησιών σε ποσοστό 100% και να υποχρεωθεί να της παραδώσει τη νομή και κατοχή αυτών. Αφού ισχυρίστηκε: α) Το ότι, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα αιτήματα, η με αριθ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./ΕΑΚ…………/27-9-2021 αγωγή δεν υπόκειται σε εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, κατ’ άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ, καθότι ενοχική ακόμα και αν σωρεύεται και αίτημα για την παράδοση του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται η δήλωση και β) ότι η αγωγή είναι φανερά αβάσιμη, i) λόγω του ότι δεν έχει καταρτιστεί και καταχωριστεί στο οικείο κτηματολογικό γραφείο συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς ώστε να νομιμοποιείται αυτός παθητικά στην ασκηθεισα αγωγή της οποίας αιτείται τη διαγραφή, ιι) λόγω μη επισύναψης στην αγωγή σχετικού κτηματολογικού φύλλου και διαγράμματος για κάθε ακίνητο, ιιι) λόγω του απαραδέκτου και του μη νόμιμου αντικειμενικώς σωρευόμενου αιτήματος για τη γνωστοποίηση και προσκόμιση των καταρτισθεισών μισθώσεων αναφορικά με τα ένδικα ακίνητα, ζήτησε τη διαγραφή της ανωτέρω αγωγής από τα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και Νήσων που καταχωρίστηκε στις 22-10-2021 με αριθμό 11.892. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε την ασκηθείσα αίτηση ως νόμιμη, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ήδη με την κρινόμενη έφεσή, ο εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για τους λόγους που ειδικά εκτίθενται, οι οποίοι, συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη, των διατάξεων του άρθρου 220 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση να γίνει δεκτή η με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2022 αίτηση, να διαγραφεί από τα ανωτέρω οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων η καταχωρισθείσα με αριθ. ………… /22-10-2021 ασκηθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ.(α) Κατά το άρθρο 220 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εάν οι αγωγές και οι ανακοπές που έχουν εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων είναι πρόδηλα αβάσιμες, διατάσσεται η διαγραφή τους κατά τη διαδικασία των αρθρ. 740 επ. Η ανωτέρω διάταξη αναφέρεται σε προδήλως αβάσιμες αγωγές. Ο όρος «φανερά αβάσιμη» αγωγή αναφέρεται σε αγωγή που χαρακτηρίζεται ως αβάσιμη χωρίς τη διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας, όπως λ.χ. η απαράδεκτη αγωγή, η νόμω αβάσιμη αγωγή , ή και η ουσία αβάσιμη αγωγή, για την οποία το δικαστήριο σχηματίζει πεποίθηση μόνο από την εκτίμηση του δικογράφου χωρίς να έχει υποχρέωση να διατάξει αποδείξεις (Α.Π. 1364/2010,ΕΠολ 2011, σελ. 119). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, συνιστάμενου στην καταπολέμηση πιέσεων ασκουμένων με μέσο την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, προδήλως αβασίμων αγωγών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που εγγράφηκε στα βιβλία διεκδικήσεων αγωγή μη υποβαλλομένη κατά νόμο σε τέτοια εγγραφή. Μάλιστα στην τελευταία αυτή περίπτωση η διαγραφή της, παρά το νόμο, εγγραφείσας στα βιβλία διεκδικήσεων αγωγής πρέπει να διατάσσεται ανεξαρτήτου του προδήλως αβασίμου ή μη αυτής. Στην προαναφερθείσα διάταξη του αρθρ. 220 παρ.1 του ΚΠολΔ υπόκεινται αγωγές, περιλαμβανομένων και των αναγνωριστικών, ή ανακοπές εμπράγματοι, μικτές ή περί νομής, πλην των περί νομής ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες αφορούν ακίνητα. Επομένως, οι ενοχικές αγωγές, και αν ακόμη αναφέρονται σε εκπλήρωση παροχής η οποία αφορά ακίνητο, ήτοι σε σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση επ’ αυτού ,εμπραγμάτων δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων που εγγράφονται στα βιβλία διεκδικήσεων .Εάν, παρά ταύτα, τέτοια ενοχική αγωγή εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, διατάσσεται η διαγραφή αυτής κατά την προαναφερθείσα διαδικασία. Και ναι μεν υπό τις ανωτέρω διατάξεις αναφέρεται η διαγραφή των προδήλων αβασίμων αγωγών, τούτο όμως, όπως προαναφέρθηκε, γίνεται δεκτό διά την ταυτότητα του νομικού λόγου και προκειμένης εγγραφής κάποιας αγωγής εκ των μη εγγραπτέων (ΕφΘεσ.2552/1996, δημ. σε «Νόμος»). Η διάταξη εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το εάν αυτή η αγωγή είναι εκκρεμής ή έχει εκδοθεί οριστική, περί απόρριψης της, απόφαση, αφού από τη διατύπωση της διάταξης δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αγωγών εκκρεμών απλώς ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (αυτών δηλαδή που δεν έχουν εισαχθεί προς εκδίκαση) ή αγωγών επί των οποίων η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει ή εκείνων επί των οποίων έχει ήδη εκδοθεί οριστική (όχι τελεσίδικη) απορριπτική απόφαση. Η διαγραφή αυτή δεν επιφέρει κατάργηση της εκκρεμοδικίας, δεν εμποδίζει τη συζήτηση της αγωγής κανονικά κατά την τακτική διαδικασία, δεν προδικάζει τη νομική ή ουσιαστική της κρίση, αλλά και ούτε ματαιώνει το σκοπό του νόμου, ήτοι την προστασία των συναλλασσόμενων τρίτων. (β) Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρέωσής του προς επιχείρηση νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βούλησης. Η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βούλησης του προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στην αξιούμενη δικαιοπραξία, απορρέουσα είτε απευθείας από το νόμο, είτε από σύμβαση την οποία ο νόμος (π.χ. τα άρθρα 166, 361 ΑΚ) εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Συνήθως έχει ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας, ενώ αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 1511/2013, ΑΠ 1396/2005, ΑΠ 76/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η αγωγή εκ του άρθ. 949 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει στο εδ. α` ότι «όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη», διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης και σε καταψηφιστική, όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βούλησης ή, ενδεχομένως, και σε παράδοση του πράγματος, που οφείλεται βάσει της δήλωσης αυτής. Η ίδια αυτή αγωγή, όταν αφορά μόνο την αναγνώριση της αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ή και την καταδίκη του εναγομένου σε επιχείρηση της οφειλόμενης δήλωσης, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, κατ` άρθ. 220 ΚΠολΔ, ως ενοχική (ΕφΠειρ 920/2006, ΕφΑθ 3919/2003). Η ίδια ρύθμιση ισχύει και όταν στο δικόγραφο της αγωγής σωρεύεται αξίωση προς δήλωση βούλησης και ενοχική (συμβατική) αξίωση προς παράδοση του ακινήτου στο οποίο αφορά η δήλωση γιατί δεν καθίσταται στην περίπτωση αυτή επίδικο το ακίνητο, του οποίου η παράδοση ζητείται αλλά μόνο το σχετικό ενοχικό δικαίωμα του ενάγοντος να απαιτήσει από τον εναγόμενο την παράδοσή του. Αντίθετα αν στο δικόγραφο της άνω αγωγής σωρεύεται και η εμπράγματη αξίωση του ενάγοντος προς παράδοση του πράγματος (1094 ΑΚ), τότε η εγγραφή της αγωγής είναι αναγκαία κατ` άρθ. 220 ΚΠολΔ (Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας(Μακρίδου) ό.Π. άρθ. 220 σελ. 476, Βαθρακοκοίλης, ό.Π. άρθ. 220 και 949 αντιστοίχως, σελ. 1174 και 624 αντιστοίχως, Μπρίνιας, Αναγ. Εκτέλεση, Β` τόμος, β` έκδοση, § 2380 vι σελ. 662). Ήτοι, εάν στην ενοχική αγωγή, η οποία αφορά την εκπλήρωση της παροχής σε ακίνητο και έχει ως αντικείμενο την υποχρέωση του εναγομένου για τη μεταβίβαση στον ενάγοντα ακινήτου με βάση ενοχική σχέση, ενωθεί και αίτημα για την αναγνώριση και την προστασία εμπράγματου δικαιώματος στο ίδιο ακίνητο, που θα αποκτηθεί από τον ενάγοντα, μετά από την εκπλήρωση της παροχής αυτής από τον εναγόμενο, δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της αγωγής ως ενοχικής και για το λόγο αυτό δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, δεδομένου ότι το σωρευόμενο αυτό αίτημα δεν είναι εμπράγματο, στο μέτρο που δεν αναφέρεται σε εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, αλλά σε εμπράγματο δικαίωμα που θα αποκτηθεί στο μέλλον και με την αίρεση της ευδοκίμησης του αιτήματος της αγωγής για την εκπλήρωση της παροχής από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ.701/2015 δημ. σε «Νόμος», Εφθ3919/2003, Δνη. 2005,σελ. 197). (γ) Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζεται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ.1, 525 παρ.1 και 536 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και επομένως μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει , αν δε στηρίζεται στο νόμο, ή δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, υπό τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκηθεί από τον εφεσίβλητο αυτοτελής έφεση ή αντέφεση (βλ. Σ. Σαμουήλ, « Η έφεση, κατά τον ΚΠολΔ», εκδ. 2003, σελ. 332 και 428). Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο, τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας ή δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 του ΚΠοΛΔ. Ειδικότερα, επί έφεσης του ενάγοντος, όταν η αγωγή του απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει, ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης ή προώρως ασκηθείσα, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, για έναν από τους άνω λόγους και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη, για τον εκκαλούντα, από την προσβληθείσα. Και είναι επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής, για έναν από τους παραπάνω τυπικούς λόγους, αφορά όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης, περί του ουσιαστικά βασίμου της αγωγής, αλλά μόνο τον τυπικό λόγο, για τον οποίο η αγωγή παρίσταται απορριπτέα (ΕφΘεσ. 879/2022, δημ.σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής, για τους άνω λόγους, οδηγεί σε διάφορο, κατ` αποτέλεσμα, διατακτικό, από την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης, το εφετείο εξαφανίζει την εκκαλούμενη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτό και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους ως άνω λόγους, δηλαδή, ως νομικά βάσιμη, απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (βλ. ΑΠ 40/2006 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2001).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση όπως ανωτέρω εκτίθεται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ως παραδεκτούς και νόμιμους τους λόγους της αίτησης που συνδέονται με το «φανερά αβάσιμο» της με αριθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./ΕΑΚ…………/27-9-2021 αγωγής, τους απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους με την αιτιολογία ότι αφενός μεν, εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις αξιώσεις της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση και ενάγουσας που απορρέουν από τα προσύμφωνα που αυτή συνήψε με τη δικαιοπάροχο του εκκαλούντος-αιτούντος και εναγομένου, αφετέρου δε, ότι περιγράφονται αναλυτικά τα ακίνητα που αποτελούν το αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων. Ωστόσο, οι λόγοι της αίτησης που προβλήθηκαν προκειμένου να θεμελιωθεί το φανερά αβάσιμο τη ασκηθείσας αγωγής, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν: ι) Ο πρώτος, ως μη νόμιμος διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αίτηση, ο ισχυρισμός περί μη κατάρτισης και καταχώρισης της συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου και κατ’ επέκταση της παθητικής νομιμοποίησης του εκκαλούντος-αιτούντος και εναγομένου της αγωγής, άπτεται και προϋποθέτει την διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας και δεν εμπίπτει στην έννοια «του «προδήλως αβάσιμου». ιι) ο δεύτερος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την ελλιπή περιγραφή των επτά οριζόντιων ιδιοκτησιών που να άγουν σε αοριστία της υπό κρίση αγωγής εξ αυτού του λόγου και iii) ο τρίτος επιμέρους λόγος, ως απαράδεκτος καθότι το σωρευόμενο στην αγωγή αίτημα περί γνωστοποίησης στην εφεσίβλητη των μισθώσεων και των μισθωμάτων, ανεξαρτήτως του ορισμένου ή μη του αιτήματος, δε συνέχεται με το ζήτημα της εγγραφής της αγωγής, κατ’ άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού γραφείου και ως εκ τούτου αλυσιτελώς προβάλλεται με την αίτηση οι σχετικές αιτιάσεις. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ως παραδεκτούς και νόμιμους τους λόγους αυτούς και εν συνεχεία απέρριψε τους απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους ουσιαστική, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 220 παρ. 2 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ
V. Περαιτέρω, από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εγγράφων και όσων παραδεκτώς προσκομίζονται μετ επικλήσεως για πρώτη φορά, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ στο παρόν Δικαστήριο, είτε αυτά αποτελούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη άσκησε σε βάρος του εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τη με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./ΕΑΚ………../27-9-2021 αγωγή (ασκηθείσα κατά την τακτική διαδικασία) στην οποία ισχυρίζεται ότι μεταξύ της ίδιας και της δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος, ήδη αποβιωσάσης …………., υπογράφηκαν το έτος 2016 τα ειδικώς αναφερόμενα τρία συμβολαιογραφικά προσύμφωνα, δυνάμει των οποίων η τελευταία συμφώνησε να μεταβιβάσει δια πώλησης και να παραδώσει στην εφεσίβλητη επτά οριζόντιες ιδιοκτησίες που της ανήκαν, είτε κατά πλήρη κυριότητά , είτε κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου και οι οποίες βρίσκονται σε πολυκατοικία επί των οδών ………… και ………. στο Πειραιά. Σύμφωνα δε, με τα ιστορούμενα στην ανωτέρω αγωγή η εφεσίβλητη εξόφλησε ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα συνολικού ύψους 48.000 ευρώ, πλην όμως λόγω του ότι η προαναφερόμενη δικαιοπάροχος του εκκαλούντος αποβίωσε προγενέστερα της λήξης της ορισθείσας προθεσμίας για την κατάρτιση των οριστικών συμβολαίων, εξωδίκως προσκάλεσε τον εκκαλούντα, ως μοναδικό κληρονόμο της αποβιωσάσης προκειμένου να προβεί στην κατάρτιση των οριστικών συμβολαίων, όπως ειδικώς περιγράφεται στην αγωγή, ο οποίος όμως δεν προβαίνει στις απαιτούμενες δηλώσεις βούλησης για την κατάρτιση αυτών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό λόγω της εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος, και του ότι ο εκκαλών παράνομα δεν της παραδίδει τη νομή των ακινήτων ζητεί με τη ασκηθείσα αγωγή, μεταξύ άλλων αιτημάτων, α) να καταδικαστεί ο εκκαλών σε δήλωση βούλησης με περιεχόμενο την κατά κυριότητα μεταβίβαση σε αυτήν λόγω πώλησης των επτά περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, β) να υποχρεωθεί ο εκκαλών να προσκομίσει τα αναφερόμενα δικαιολογητικά έγγραφα και πιστοποιητικά που απαιτούνται για την ολοκλήρωση αποδοχής κληρονομιάς της δικαιοπαρόχου του, γ) να διαταχθεί η αποβολή του εκκαλούντος από την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή των επτά οριζόντιων ιδιοκτησιών και να υποχρεωθεί να της αποδώσει σε αυτήν, δ) να υποχρεωθεί ο εκκαλών να της παραδώσει τη νομή και κατοχή των ακινήτων και ε) να υποχρεωθεί να της γνωστοποιήσει τους μισθωτές και τα μισθώματα που λαμβάνει για τα ανωτέρω ακίνητα και να της αποδώσει κάθε ωφέλεια την οποία έχει αποκομίσει από τα ακίνητα αρχής γενομένης από τις 23 Ιουνίου 2017, χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει χώρα η κατάρτιση των οριστικών συμβολαίων. Η ασκηθείσα εκ μέρους της εφεσίβλητης με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./ΕΑΚ………./27-9-2021 αγωγή καταχωρίστηκε, κατ’ άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ, στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και Νήσων στις 22-10-2021 με αριθμό 11.892. Ωστόσο, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι στην ανωτέρω αγωγή σωρεύεται αξίωση προς δήλωση βούλησης (ενοχική αξίωση) και ενοχική (συμβατική) αξίωση προς παράδοση των ακινήτων στα οποία αφορά η δήλωση χωρίς να καθίστανται αυτά επίδικα, αλλά μόνο το σχετικό ενοχικό δικαίωμα της εφεσίβλητης να απαιτήσει από τον εκκαλούντα την παράδοσή τους, επιπλέον δε, σωρεύονται αιτήματα που συνέχονται με την προστασία εμπραγμάτου δικαιώματος επί των ίδιων ακινήτων τα οποία θα αποκτήσει η εφεσίβλητη, μετά από την εκπλήρωση της παροχής αυτής από τον εκκαλούντα, χωρίς να υφίσταται εμπράγματο δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία επί των ακινήτων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά εμπράγματο δικαίωμα που θα αποκτηθεί στο μέλλον υπό την αίρεση ευδοκίμησης της αγωγής για την καταδίκη σε δήλωση βούλησης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο και δεύτερο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, η αγωγή συνολικά είναι ενοχική και δε μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της από ενοχική σε εμπράγματη λόγω των ανωτέρω αναφερόμενων αιτημάτων και επομένως δεν ήταν απαραίτητη η εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι στο δικόγραφο της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……/ΕΑΚ………./27-9-2021 αγωγής σωρεύεται αφενός μεν ενοχική αξίωση για παράδοση των ακινήτων, αφετέρου δε εμπράγματη αξίωση για απόδοση των ακινήτων αυτών και απέρριψε τον προβαλλόμενο, με την ασκηθείσα αίτηση, λόγο διαγραφής ως ουσιαστικά αβάσιμο, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 220 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις, γενομένου δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Σημειωτέον ότι, ο προβαλλόμενος με τις παραδεκτώς κατατεθείσες προτάσεις και στο παρόν Δικαστήριο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί τοπικής αναρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση της αίτησης διαγραφής από τα βιβλία του Κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς και Νήσων, ισχυριζόμενη ότι η αγωγή της οποίας ζητείται η διαγραφή εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί καθότι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αίτησης του άρθρου 220 παρ.2 του ΚΠοΛΔ, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κτηματολογικό γραφείο από τα βιβλία του οποίου ζητείται η διαγραφή, ήτοι εν προκειμένω, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, πρέπει να εξαφανιστεί ολικά η εκκαλούμενη απόφαση, γενομένης δεκτής της έφεσης και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει την με αριθ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2022 αίτηση, η οποία, αφού απορριφθεί όπως ανωτέρω εκτίθεται στο τρίτο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργειά του Δικαστηρίου ως προς τους προβαλλόμενους λόγους που αφορούν το προδήλως αβάσιμο της αγωγής, πρέπει να γίνει δεκτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα ως προς τον λόγο που αφορά το μη εμπράγματο χαρακτήρα της αγωγής και πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή από τα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων η καταχωρισθείσα με αριθ. 11.892 /22-10-2021 με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../ΕΑΚ…………/27-9-2021 αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία εκ μέρους της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση κατά του εκκαλούντος-αιτούντος. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της έφεσής, παράβολου, ποσού εκατόν (100,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, λόγω της, κατά τα ανωτέρω, παραδοχής της έφεσής του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- αιτούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην εφεσίβλητη-καθ’ης η αίτηση λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμ. 1163/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία.
Κρατεί και δικάζει την από 2-2-2022 με αριθμ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2022 αίτηση.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται την αίτηση.
Διατάσσει τη διαγραφή από τα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, της καταχωρισθείσας στις 22-10-2021 με αριθμό 11.892, ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας) από 7-9-2021 και με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../ΕΑΚ…………/27-9-2021 αγωγής που άσκησε η εφεσίβλητη-καθ’ ης η αίτηση κατά του εκκαλούντος-αιτούντος.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατατέθηκε στο Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το με αριθμ. ………….. ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ
Καταδικάζει την εφεσίβλητη-καθ’ ης η αίτηση, στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-αιτούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ