Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 676/2022

Αριθμός     676/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ……………  την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσιά της δικηγόρος Κωνσταντίνα Νικολοπούλου.

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………………… την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Σπύρος Κολιγλιάτης.

Η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς  την από  14.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2022)  αίτησή της για την αναστολή εκτέλεσης  της υπ΄ αριθμ. ………/13.12.2021 έκθεσης αναγκαστικής  κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών  …………., με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού …………. και του με αυτήν προγραμματισθέντος  προς διενέργεια πλειστηριασμού  την 20.07.2022, ενώπιον  της πιστοποιημένης για διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., κατοίκου Αθηνών, οδός …………, ότε, όμως, ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών και προγραμματίστηκε εκ νέου κατά τις διατάξεις του  α.966 ΚΠολΔ για τη 12-10-2022, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. ………./6-9-2022 πράξης δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού, ότε όμως ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών και προγραμματίστηκε εκ νέου κατ΄ άρθρο 966 2Α ΚΠολΔ, για την 30-11-2022 και ώρα 10.00-12.00 δυνάμει της υπ΄αριθμ …………/31-10-2022 πράξης δήλωσης-εντολής συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου ως  υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού που κατά δήλωσή της ενσωματώνει την από  την  ίδια ημέρα δήλωση-εντολή της επισπεύδουσας, ώστε αυτός να διενεργηθεί με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το 80% της αρχικώς ορισθείσης, μέχρι την έκδοση  οριστικής αποφάσεως επί της από 10.10.2022 εφέσεως, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022, για την ακύρωση και εξαφάνιση της υπ΄ αριθμ. 1869/2022 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δίχως εγγυοδοσία.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας, αφού έλαβε  τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στην από  14.11.2022 αίτηση και  ζήτησε να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν λόγους. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε τον λόγο  από την Πρόεδρο, ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για  τους λόγους που  αναφέρει στο έγγραφο σημείωμά του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το παλαιό άρθρο 938 ΚΠολΔ, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης λόγω πιθανολογήσεως ευδοκίμησης της ασκηθείσας ανακοπής, κατόπιν σχετικής αιτήσεως εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε στο σύνολο του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015. Τα παραπάνω αφορούν στις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται η εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2016, οπότε καταργήθηκε η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής. Ωστόσο, το άνω καταργηθέν άρθρο 938 ΚΠολΔ επαναφέρεται με τον νέο ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021) άρθρο 60, για τις περιπτώσεις που ορίζονται σ’ αυτό, στην δε παράγραφο 2 (του νέου 938 ΚΠολΔ) ρυθμίζεται η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης επί ακινήτου, εφόσον η επίδοση επιταγής προς αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2022. Έναρξη ισχύος του νέου άρθρου 938 ΚΠολΔ είναι η 1η.1.2022, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα [άρθρα 116, 120 του ν. 4842/2021].

Παράλληλα, στο προϊσχύσαν του άνω ν. 4842/2021 άρθρο 937 παρ. Ιβ’ εδ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 [άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, άρθρο 1 όρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές Διατάξεις)] και εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2016, και μόνο για τις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται η εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων, προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μόνον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης επί ανακοπής (κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής), καθόσον η άσκηση του ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης. Ειδικότερα, η άνω η αίτηση αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, για τις περιπτώσεις όπου η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση επιταγή που έχει συνταχθεί μετά την 1η.1.2016, προβλέπεται και είναι νόμιμη στην περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, εκδικαζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου του ένδικου μέσου που τυχόν έχει ασκηθεί κατά της απόφασης επί της ανακοπής (ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής), με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το Δικαστήριο θα διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον σωρευτικά: α. κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β. πιθανολογήσει την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη της άνω διάταξης προδήλως θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων (ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης). Ακολούθως, κρίσιμος χρόνος δεν είναι ούτε (α) ο χρόνος επίδοσης τυχόν προηγούμενων επιταγών, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοση τους, και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ να βασιστεί πλέον η έναρξη της, ούτε (β) ο χρόνος τυχόν επανακοινοποίησης της επιταγής, μετά την 1η.1.2016, προκειμένου αυτή (επανακοινοποίηση) να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας [η οποία επανακοινοποίηση επιταγής δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές (υπολειπόμενες πράξεις της ήδη με τον άνω τρόπο εξελισσόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης θα διενεργούνται και θα κρίνονται (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔΙ – Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015)].  Ωστόσο, ως προς τη δυνατότητα αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτου, με τον νέο ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021) αφενός τροποποιείται το άνω άρθρο 937 ΚΠολΔ [εφαρμόζεται επί αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν μετά την 1η.1.2022, άρθρα 116, 120 του άνω νόμου], έτσι ώστε να μην ρυθμίζεται με αυτό η εν λόγω δυνατότητα, και αφετέρου προστίθεται (επαναφέρεται) το ως άνω καταργηθέν άρθρο 938 ΚΠολΔ [εφαρμόζεται όταν η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε μετά την 1η.1.2022, κατ’ ά. 116, 120 του άνω νόμου], στο οποίο πλέον ρυθμίζεται η δυνατότητα αυτή υπό τις οριζόμενες σε αυτό προϋποθέσεις. Ειδικότερα, στο άρθρο 60 του νέου ν. 4842/2021 «Αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης – Προσθήκη άρθρου 938 του ΚΠολΔ» προστίθεται άρθρο 938 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο έχει ως εξής: Άρθρο 938. Παρ. 1 «Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ». Παρ. 2 «Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση», παρ. 3 «Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου», παρ. 4 «Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού», παρ. 5 «Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου». Με το άνω άρθρο 60 ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α, 190/13.10.2021) ο νομοθέτης επαναφέρει από 1η.1.2022 το άρθρο 938 ΚΠολΔ και την προβλεπόμενη με αυτό δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, όταν η επιταγή προς εκτέλεση επιδίδεται μετά την 13.10.2021 (ως άνω ημερομηνία δημοσίευσης του ως άνω Νόμου σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 6 περ. γ’ αυτού), εφόσον ασκηθεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτό. Ωστόσο, η ανωτέρω επαναφορά δεν αφορά σε κατάσχεση ακινήτων, για τα οποία ισχύει η παρ. 2 του άνω άρθρου 938 ΚΠολΔ, με την οποία παρέχεται η σχετική δυνατότητα μόνο στο δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι γίνεται αναφορά για ένδικο μέσο, κάτι που ούτως ή άλλως συνέβαινε και με το άρθρο 937 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο είχε τροποποιηθεί με το ν. 4335/2015, και το οποίο ήδη τροποποιήθηκε με τον νέο ν. 4842/2021.  Παράλληλα, με το άρθρο 59 του ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α-190/ 13.10.2021) τροποποιήθηκε το άρθρο 937 ΚΠολΔ, το οποίο διαμορφώνεται ως εξής: Άρθρο 937 παρ. 1 «Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α) έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) δεν επιτρέπεται η ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, γ) η προθεσμία και η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης», παρ. 2 «Στις δίκες αυτές η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 564 είναι εξήντα (60) ημέρες. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 568, σε χρόνο που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Οι προθεσμίες της παραγράφου 4 του άρθρου 568 είναι τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες σε κάθε περίπτωση. Αναβολή της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 575, δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μεγαλύτερη από σαράντα πέντε (45) ημέρες», παρ. 3 «Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά». Όσον αφορά στην έναρξη ισχύος (α) της άνω τροποποίησης του άρθρου 937 και (β) της προσθήκης (επαναφοράς) του άρθρου 938 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 116 του ν. 4842/2021 (Μεταβατικές διατάξεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) «Το άρθρο 937 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59 του παρόντος, εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», και «Το άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως προστίθεται με το άρθρο 60 του παρόντος, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», δηλαδή και στις δύο άνω περιπτώσεις μετά την 1η.1.2022, καθόσον κατά το άρθρο 120 «Έναρξη ισχύος. Η ισχύς του παρόντος, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του. Η ισχύς του Μέρους Α’ και των άρθρων 116 και 119 του Μέρους Δ’ αρχίζει την 1η.1.2022». Συνοψίζοντας, από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 937, 938 ΚΠολΔ όπως ίσχυαν πριν και ισχύουν μετά το ν. 4842/2021 και των άρθρων 59, 60, 116, 120 του ν. 4842/2021, προκύπτει ότι μένει αρρύθμιστη η δυνατότητα αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτου, όταν πρόκειται για έμμεση εκτέλεση [στην οποία περιλαμβάνεται η εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων], στην περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση κατά της (απορριπτικής) απόφασης επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης και συντρέχουν σωρευτικά οι εξής περιστάσεις: (α) Η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε πριν την 1η.1.2022, οπότε κατά τα ανωτέρω δεν εφαρμόζεται το νέο άρθρο 938 ΚΠολΔ [το οποίο προβλέπει αναστολή εκτέλεσης εφόσον ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης επί ανακοπής], και (β) η απόφαση επί της ανακοπής που ασκήθηκε κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δημοσιεύθηκε μετά την 1η.1.2022, οπότε εφαρμόζεται το νέο άρθρο 937 ΚΠολΔ [το οποίο, όμως, δεν προβλέπει αναστολή εκτέλεσης]. Πλην όμως, δεδομένου ότι (Α) κρίσιμος χρόνος εφαρμογής των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, διαχρονικά, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, αυτής  που  οδήγησε στην έναρξη της εξελισσόμενης εκτέλεσης, της οποίας η αναστολή ζητείται [χωρίς να αφορούν ούτε (α) τυχόν προγενέστερη επιταγή που κατέστη ανίσχυρη κατ’ άρθρο 926 ΚΠολΔ, ούτε (β) τυχόν μεταγενέστερη επιταγή (επανακοινοποϊηση επιταγής) με σκοπό τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της ήδη εξελισσόμενης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας, λ.χ. κατ’ άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ], ίσχυσε δε ως κριτήριο και για την εφαρμογή του προγενέστερου ν. 4335/2015, κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό 2 νομική σκέψη, και (Β) από το πλέγμα των προαναφερόμενων νέων διατάξεων του ν. 4842/2021 ουδόλως προκύπτει ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να καταργηθεί η δυνατότητα αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στις άνω αρρύθμιστες περιπτώσεις [όπου συντρέχουν σωρρευτικά: (ι) επίδοση επιταγής πριν την 1η.1.2022 και (ιι) δημοσίευση απόφασης επί ανακοπής μετά την 1η.1.2022], ακολούθως, εν προκειμένω κρίνεται εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με τον ν. 4842/2021, λύση σύμφωνη με το πνεύμα και το σκοπό των άνω διατάξεων, όπως αυτές αναλύονται ανωτέρω στις με αριθμούς 2-8 νομικές σκέψεις.  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, από τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου  (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Δηλαδή, από το συνδυασμό των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση διαδοχής στη διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ου, αφενός της κατ΄ άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ επιταγής και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή (ειδική ή καθολική) του επισπεύδοντος. Η επιταγή αυτή δεν συνιστά την πρώτη πράξη της προδικασίας νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά περιέχει την επίσημη γνωστοποίηση ότι ενεργοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, προκειμένου είτε να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής είτε να αμφισβητηθεί, με ανακοπή, η υποχρέωση του καθ’ ου (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Νικολόπουλος),  ΕρμΚΠολΔ, αρθ. 925, αριθ. 1, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 1,2η έκδ., 2017, σελ 498). Παρά το γεγονός ότι η επίδοση της ως άνω (νέας) επιταγής δεν αποτελεί πράξη έναρξης νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντούτοις, ως πράξη της ήδη αρξαμένης εκτέλεσης, που είναι αναγκαία για την έγκυρη συνέχιση της κύριας διαδικασίας της, προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (Νικολόπουλο, ο.π., αριθ. 4). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ 807 και σε Μπρίνια I., Αναγκαστική Εκτέλεσις άρθ. 925 § 124, σελ. 319).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα με την από 14.11.2022 ( αρ. εκ. κατ. …………../2022 )  υπό κρίση αίτηση της ζητεί να ανασταλεί άνευ εγγυήσεως η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ. ……./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία  υποχρεώθηκε να καταβάλει στην  ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία <<……….. >> (δανείστρια) το ποσό των 548.453,77 πλέον τόκων και εξόδων,  για ικανοποίηση απαίτησης της (………..)  εναντίον της η οποία (εκτέλεση) συνεχίστηκε με επίδοση, στις 4.11.2021 της από 2.11.2021 επιταγής προς πληρωμή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία <<…………>>, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας «……………>>, ειδικής διαδόχου της «…………», η οποία εκτέλεση  επισπεύδεται σε βάρος της δυνάμει της υπ’ αριθ ………../12.2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή με έδρα το πρωτοδικείο Αθηνών, ………….,  μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 10.10.2022 (αριθ. εκθ. καταθ. Πρωτοδικείου  ………../2022 και αριθ. εκ. κατ. Εφετείου  ……../2022  έφεσής της  που νομοτύπως και εμπροθέσμως άσκησε  κατά της υπ’ αριθ 1869/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  η οποία απέρριψε την από 31.1.2022 (αρ. εκ. κατ. …………./2022)   ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ  για το λόγο ότι (α), πιθανολογείται ότι η έφεση θα ευδοκιμήσει, και (β) η εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεση σε βάρος της, κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, θα προκαλέσει στην  αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη.

Με αυτό το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού – στην προκειμένη περίπτωση (α) η από 2.11.2021 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην  αιτούσα την 4.11.2021, δηλαδή πριν την 1η.1.2022 [οπότε δεν εφαρμόζεται το νέο άρθρο 938 ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει την αναστολή της εκτέλεσης σε περίπτωση άσκησης ένδικου μέσου] και (β) η υπ’ αριθ. 41869/2022 απόφαση επί της ανακοπής δημοσιεύθηκε στις 7.6.2022 , δηλαδή μετά την 1η. 1.2022, οπότε εφαρμόζεται η νέα διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ [στην οποία δεν προβλέπεται αναστολή εκτέλεσης]. Και τούτο διότι, όπως ορίζεται στην ανωτέρω  νομική σκέψη, στην περίπτωση, όπως η προκείμενη, που συντρέχουν σωρευτικά: (ι) επίδοση επιταγής πριν την 1η.1.2022 (εν προκειμένω: 4.11.2021, και (ιι) δημοσίευση απόφασης επί ανακοπής μετά την 1η. 1.2022 (εν προκειμένω 7.6.2022 ), το νομοθετικό κενό που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 937, 938 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4842/2021, και των άρθρων 59, 60, 116, 120 του ν. 4842/2021, πρέπει να καλυφθεί από την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με τον ν. 4842/2021, λύση σύμφωνη με το πνεύμα και το σκοπό των άνω διατάξεων, καθόσον από το πλέγμα αυτών ουδόλως προκύπτει ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να καταργηθεί η δυνατότητα αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στις άνω αρρύθμιστες περιπτώσεις-το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, ως ίσχυε προ της εφαρμογής του Ν.4842/2021, ως εκ του χρόνου επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ήτοι προ της ενάρξεως ισχύος του ως άνω Νόμου την 1.1.2022, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ ), καθόσον : α) έχει κατατεθεί τουλάχιστον προ πέντε (5) εργασίμων ημερών από την ορισθείσα ημέρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού  (30.11.2022)   και  β)   η  από 10.10.2022 (αριθ. εκθ. καταθ. Πρωτοδικείου …………../2022 και αριθ. εκ. κατ. Εφετείου  ……………/2022)  έφεσή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της υπ’ αριθ. 1869//2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και δεν αποδεικνύουν επίδοση αυτής, ενώ από τη δημοσίευσή της (7.6.2022) μέχρι την άσκηση της έφεσης (11.10.2022) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511,513 παρ. 1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 686 επ. και 933 και 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (ως οι δύο τελευταίες διατάξεις ίσχυαν μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 4842/2021, κατά τα προεκτιθέμενα), πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ ης η αίτηση σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης, το οποίο παρίσταται απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14 παρ.3 Ν.4236/2014, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται πάντοτε εις βάρος του αιτούντος (ΕΠειρ 36/2022, ΕΑ 579/2020 ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΧ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1 – 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)” (ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β’ Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1 – 3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Συνεπώς  σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες, η παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του 4354/2015 ιδρύεται μία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι ΕΔΑΠΔ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των ΕΑΑΔΠ, που μετά την κατ’ άρθρο 3 ν. 4354/2015 κτήση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρήτρια) Τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της Τράπεζας. Η ανάθεση της διαχείρισης στην, επιλεγόμενη από την ΕΑΑΔΠ, εταιρεία ΕΔΑΠΔ θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεώς της ΕΔΑΠΔ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιστοίχως, από την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομά τους. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει στις προαναφερόμενες εταιρίες διαχειρίσεως ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ένδικες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Τέλος, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς όπως προειπώθηκε να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. (Α.Π 822/2022 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η  εκκαλούσα – ανακόπτουσα αιτιάται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απέρριψε τον δεύτερο  λόγο της ανακοπής της, με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι, η νομιμοποίηση της καθ’ ης στηρίζεται στον ν. 3156/2003, ο οποίος δεν προσδίδει στον διαχειριστή απαίτησης που μεταβιβάστηκε προς τιτλοποίηση, την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, και εξ αυτού (δεν προσδίδει) την νομιμοποίηση προς άσκηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά μόνο εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων, σε αντίθεση με τον ν. 4354/2015 ο οποίος ρητώς προσδίδει στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων την άνω ιδιότητα και νομιμοποίηση, πλην όμως δεν εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση. Ο άνω  λόγος έφεσης πιθανολογείται νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 904, 919, 925 ΚΠολΔ, άρθρο 10 του ν. 3156/2003, όπως οι διατάξεις αυτές αναλύονται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω  κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους εγγράφων, εκ των οποίων ορισμένα μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα για την κατ’ ουσίαν διάγνωση της διαφοράς, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..» (δανείστριας) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ………./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  με την οποία η ήδη αιτούσα  διατάσσεται να καταβάλει  στην «………..», το ποσό 548.453,77 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ακολούθως, την 4.11.2021  η καθ’ ης επέδωσε στην αιτούσα ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 2.11.2021 επιταγής προς πληρωμή, συγκοινοποιώντας τους ταυτόχρονα και τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνυόταν η  μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την «Τράπεζα με την επωνυμία …….. .» προς την εταιρεία ειδικού σκοπού «…………» και τέλος η ανάθεση της διαχείρισης αυτής από την τελευταία αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού στην καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία. Στη συνέχεια δυνάμει της υπ’ αριθ. …../……/12.2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..,  η καθ’ ης η αίτηση ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αρχικής δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….. » επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της  αιτούσας με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ………./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της επισπευδόμενης ως άνω εκτέλεσης η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.1.2022 (αρ. εκ. κατ. …………/2022) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επί της οποίας και  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1869/2022 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα ανακοπή. Κατά της ως άνω απόφασης η αιτούσα έχει ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 10.10.2022 (αριθ. εκθ. καταθ. πρωτοδικείου  ………../2022 και αριθ. εκ. κατ. εφετείου  ……../2022 )  έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 02.11.2023. Ο πλειστηριασμός  ορίστηκε για την 20.7.2022 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., οπότε ματαιώθηκε, εν  συνεχεία, ορίστηκε ότι θα διενεργηθεί νέος δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός των ανωτέρω κατασχεθέντων ακινήτων στις 12.10.2022, οπότε ματαιώθηκε και τέλος δυνάμει της με αριθμό πρωτ. ……/31.10.2023 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατά το άρθρο 973 του ΚΠολΔ της καθ’ ης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νυν δικαιούχου εταιρείας ειδικού σκοπού «…………..>>  ορίστηκε   με ηλεκτρονικά μέσα στις 30.11.2022  ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου. Όπως προκύπτει από την από 1.7.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17.7.2020 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει δημοσιευθεί με αριθμό πρωτοκόλλου ……./17.7.2020 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000 [τόμος …., α/α ……], μεταξύ αφενός της υπέρ ης η διαταγή πληρωμής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>  (μεταβιβάζουσας) και αφετέρου της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (αποκτώσας), η μεταβίβαση της απαίτησης από την άνω διαταγή πληρωμής έλαβε χώρα, όπως ρητώς αναφέρεται και στην από 2.11.2020 επιταγή προς εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3156/2003, δηλαδή στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων. Περαιτέρω, μεταξύ αφενός της άνω νέας δικαιούχου της απαίτησης, ειδικής διαδόχου, αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού «. …………….» και αφετέρου της καθ’ ης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «……………….>>, καταρτίστηκε, κατ’ άρθρο 10 (παρ. 14, 16) του ν. 3156/2003, η από 17.7.2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει δημοσιευθεί με αριθμό πρωτοκόλλου …../17.7.2020 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000 [τόμος: …., αριθμός: …..].  Σύμφωνα όμως με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας  στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του ν. 3156/2003, δηλαδή στο πλαίσιο τιτλοποίησης, ο νόμος αυτός δεν προσδίδει την ιδιότητα κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης του μη δικαιούχου διαδίκου, και εξ αυτού (δεν προσδίδει) την νομιμοποίηση προς άσκηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά μόνο εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων. Επομένως, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 και όσα αυτές προβλέπουν για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιριών διαχείρισης δανείων κ.λπ. που αυτός καθιερώνει, δεν εφαρμόζονται επί των εταιριών διαχείρισης του ν. 3165/2003. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις που γίνονται κατά τους όρους και τη διαδικασία του κάθε ενός ως άνω νόμου. Ακριβώς για να μην υπάρχει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίστηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 4354/2015 ότι οι διατάξεις του τελευταίου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003. Εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του ν. 3156/2003 δεν απονέμει ο νόμος αυτός, ενώ η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται σ’ αυτές. Εν προκειμένω η καθ’ ης  στην οποία η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού (απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων) του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 ανέθεσε με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και της ένδικης απαίτησης, δεν έχει οριστεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος, και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει τέτοια νομιμοποίηση. Ακολούθως, η καθ΄ ης δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επίσπευση ή συνέχιση, με την από 2.11.2020  επιταγή, της αναγκαστικής εκτέλεσης [της οποίας η αναστολή ζητείται με την υπό κρίση αίτηση], η δε επιταγή ως διαδικαστική πράξη της εκτέλεσης πιθανολογείται, για το λόγο αυτό, άκυρη, όπως άκυρη πιθανολογείται, περαιτέρω, και η βάσει της επιταγής αυτής υπ’ αριθ. ……………/12.2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………. και ο ως άνω επισπευδόμενος πλειστηριασμός ακινήτου που έχει οριστεί για την  30.11.2022.  Ακολούθως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής, πιθανολογείται ότι έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος περιέχει τον δεύτερο λόγο ανακοπής, πιθανολογείται βάσιμος και κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Επιπλέον, πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα  θα υποστεί  ανεπανόρθωτη βλάβη, αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των κατασχεθέντων  ακινήτων, καθόσον διατρέχει τον κίνδυνο να απωλέσει όλη την ακίνητη περιουσία της. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με την από 2.11.2021  επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη βάσει της επιταγής αυτής υπ’ αριθ. ……./12.2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., κατοίκου Αθηνών, οδός ……….. και ειδικά την διενέργεια δημόσιου αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας και έχει οριστεί να διενεργηθεί την 30.11.2022, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., κατοίκου Αθηνών, οδός …….., των περιγραφομένων στην με αριθ. ……../12.2001 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. ακινήτων, μέχρι τη συζήτηση της από 10.10.2022 (αριθ. εκθ. καταθ. πρωτοδικείου ………../2022 και αριθ. εκ. κατ. εφετείου ……../2022) έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 1869/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία έχει προσδιοριστεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού  για την 02.11.2023  και ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ συζήτησης αυτής κατά την παραπάνω δικάσιμο (2.11.2023).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Νοεμβρίου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, με παρούσα τη Γραμματέα Γεωργία Λογοθέτη (για τη δημοσίευση μόνο).

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ