ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύμβαση, συνάγεται ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, που καταρχήν δεν δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα αμείβεται με τις αποδοχές που καθορίζονται από τις ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες γίνεται παραπομπή, αν και αυτές καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου. Εξάλλου, οι πρόσθετες παροχές που δίνονται στον εργαζόμενο όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του αλλά για άλλους λόγους, όπως για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού (και δεν υπολογίζονται, επομένως, για τον καθορισμό των ως επιδομάτων), εκτός αν ορίζεται το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των παροχών που δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού είναι τα έξοδα (οδοιπορικά, διανυκτέρευση κ.λπ.) και η αποζημίωση που καταβάλλεται στον εργαζόμενο για απασχόλησή του εκτός της έδρας παροχής της εργασίας του.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 681 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώνδα Ρέκκα (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης (ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας), την από 27.2.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/28.2.2020, αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 1837/6.9.2021 οριστική απόφασή του παραπάνω Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ο ενάγων, ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την κρινόμενη από 6.12.2021, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./6.12.2021 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …………/6.12.2021, έφεσή του (υπό στοιχείο Α΄). Επίσης, την ίδια απόφαση πρόσβαλε η εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη από 28.4.2022, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/9.5.2022 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …………/11.5.2022, έφεσή της (υπό στοιχείο Β΄). Η συζήτηση των εφέσεων αυτών προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο (της πρώτης εξ αυτών ύστερα από αναβολή από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 19ης.5.2022) και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 36 και 35 αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των ως άνω εφέσεων από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 6.12.2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2021 και Β) η από 28.4.2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2022. Οι παραπάνω εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1837/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3α, 621 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.
Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1, 8 παρ. 2, 11 παρ. 3 και 16 παρ. 3 του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι, η συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ) ή η διαιτητική απόφαση (ΔΑ) ισχύει, μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, που την έχουν συνάψει, αν, όμως, η ισχύς της επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά και δη στους εργαζομένους και τους εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος, που αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν με τις δραστηριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψή της, η επέκταση δε αυτή ισχύει από το χρόνο της δημοσίευσης της σχετικής, περί επέκτασης της ισχύος της, υπουργικής απόφασης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ιδιότητα του μέλους των ως άνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της ισχύος των ΣΣΕ ή ΔΑ, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο για τη θεμελίωση και το, κατ` άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένο της αγωγής. Αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει, ειδικά, την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου, ως μελών των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, με τις προτάσεις του, κατ` άρθρο 224 εδ. β` ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως δεν απαιτείται στην περίπτωση που η ισχύς της ΣΣΕ ή ΔΑ, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος, για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 723/2011, ΑΠ 1133/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. παρ. 4 και 5 ν. 1876/1990 που ορίζουν, αντίστοιχα, ‘’οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 8’’ και ‘’μετά την πάροδο του εξαμήνου οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας’’, συνάγεται ότι, μετά τη λήξη της ΣΣΕ ή ΔΑ οι υφιστάμενοι κανονιστικοί όροι εργασίας αυτών εξακολουθούν να ισχύουν επί εξάμηνο, ενώ μετά την πάροδο του εξαμήνου εξακολουθούν να ισχύουν ως ενοχικοί πλέον όροι μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σύμβαση εργασίας μέχρι την έναρξη ισχύος της επόμενης ΣΣΕ ή ΔΑ (ΑΠ 723/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι η καθιερούμενη ως άνω επί εξάμηνο παράταση ισχύος των κανονιστικών όρων της λήξασας ΣΣΕ ή ΔΑ ισχύει μέχρι την έναρξη ισχύος της επόμενης ΣΣΕ ή ΔΑ και η πέραν του εξαμήνου εξακολούθηση της ισχύος (μετενέργεια) των ΣΣΕ ή ΔΑ ισχύει πρωτίστως για τις ΕΓΣΣΕ, καθώς και για τις λοιπές ΣΣΕ ως προς εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν ΣΣΕ με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 3 του νόμου αυτού, ενώ ως προς τους εργοδότες και εργαζομένους που δεν είναι μέλη αυτών (ισχύει), εάν αυτές είχαν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές, όπως συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 9 παρ. 4 του ως άνω νόμου (ΑΠ 43/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύμβαση, συνάγεται ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, που κατ` αρχήν δεν δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα αμείβεται με τις αποδοχές που καθορίζονται από τις ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες γίνεται παραπομπή, αν και αυτές καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ.ΑΠ 1/2007, ΑΠ 1379/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 248/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτων έπεται ότι, επί αγωγής για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών είναι αρκετή, για το ορισμένο αυτής (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ), μόνη η επίκληση ότι οι αποδοχές έχουν συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση εργασίας δια παραπομπής σε ΣΣΕ ή ΔΑ, που καταρχήν δεν είναι δεσμευτικές για τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται επιπλέον αναφορά του ότι οι διάδικοι ήταν μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της ΣΣΕ ή στη διένεξη επί της οποίας εκδόθηκε η ΔΑ, αφού, λόγω της συμβατικής παραπομπής, αυτό παύει να είναι ουσιώδες (ΑΠ 1379/2021, ΑΠ 1522/2018, ΑΠ 773/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να καταστεί, όμως, όρος της ατομικής σύμβασης κανονιστικός όρος της ΣΣΕ, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις (ΑΠ 228/2014, ΑΠ 277/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο µισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισµένες µε συλλογική σύµβαση, ενώ µε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστηµα κυµαινόµενων αποδοχών αµειβόµενο µισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζοµένων των κατά µέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουµένου έτους… µέχρι της ενάρξεως της αδείας, ηµερησίων αποδοχών του, επί τον αριθµό των εργασίµων ηµερών οι οποίες περιλαµβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαµβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συµπληρωµατικές τακτικές παροχές. Επιπλέον, ο νοµοθέτης, µε πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόµενου που επιδιώκεται µε το θεσµό της αδείας, θέσπισε, µε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδοµα αδείας, το οποίο ισούται µε το σύνολο των αποδοχών αδείας, µε το διαλαµβανόµενο σ’ αυτή χρονικό περιορισµό, κατά την οποία ‘’οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούµενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, µισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος ‘’επιδόµατος αδείας’’ ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζοµένων ηµερών αδείας αναπαύσεως µετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος µισθωτός, υπό τον περιορισµόν ότι το επίδοµα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθηµέρου, διά τους επί µηνιαίω µισθώ αµειβόµενους, των 13 δε εργασίµων ηµερών δια τους επί ηµεροµίσθιω ή κατά µονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’ άλλον τρόπον αµειβοµένους µισθωτούς. Το ως άνω επίδοµα καταβάλλεται οµού µετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του µισθωτού …’’. Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της 95/1949 διεθνούς σύμβασης ‘’περί προστασίας του ημερομισθίου’’, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, των άρθρων 2 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το ν. 133/1975, 3 παρ.1 και 3 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και 3 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας ‘’χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου’’, συνάγεται ότι, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαµβάνονται στις τακτικές αποδοχές, µεταξύ άλλων, η αµοιβή για υπερεργασία και για νόµιµη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ηµεροµισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του µηνιαίου µισθού µε βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόµο καθιερωµένες ως µη εργάσιµες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και µόνιµα. Δεν περιλαµβάνονται, όµως, στις ανωτέρω αποδοχές, µεταξύ άλλων, η αµοιβή για µη νόµιµη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αµοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, ακόµη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και µόνιµα δεν αποτελεί τακτικό µισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
III. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 της ΣΣΕ ‘’των εργαζομένων και επιχειρήσεων του κλάδου αμμοβολών – χρωματισμών – καθαρισμών υδροβολών και λοιπών συναφών επαγγελμάτων για εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και μη μέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά’’ έτους 2010, για τους απασχολούμενους με το ανωτέρω καθεστώς, προβλέπονται 35 ώρες πενθήμερης εργασίας και εξαήμερες απoδoχές. Συνεπώς, ως ημερομίσθιο για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, αλλά και της αποζημίωσης αδείας του μισθωτού, νοείται το 1/6 του εβδομαδιαίου μισθού του και όχι το ημερομίσθιο που προκύπτει με την προσθήκη της αναλογίας του 6ου ημερομισθίου, που οφείλεται στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αφού το ημερομίσθιο αυτό εξακολουθεί πλασματικά και αποτελεί ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, που πλασματικά επίσης θεωρείται εργάσιμη (βλ. Γκούτο ΕΕργ Δ 1991, 593-601, ο ίδιος ΕΕργΔ 1998.1067), καθώς, με διαφορετική εκδοχή, ο εργαζόμενος με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και αμειβόμενος με ημερομίσθιο, θα κατέληγε να λαμβάνει επιδόματα εορτών και αδείας ποσά σημαντικά υψηλότερα από τον πραγματικά εργαζόμενο έξι ημέρες την εβδομάδα και η διαφοροποίηση αυτή, εκτός του ότι δεν προκύπτει στους αμειβόμενους με μισθό αντιστρατεύεται και την αρχή ότι το επίδομα Χριστουγέννων αντιστοιχεί κατά βάση στις αποδοχές ενός μήνα, ενώ τα λοιπά επιδόματα στις αποδοχές μισού μήνα (Εφ.Πειρ. 849/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, οι πρόσθετες παροχές, που δίνονται στον εργαζόμενο, όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για άλλους λόγους, όπως για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού (και δεν υπολογίζονται, επομένως, για τον καθορισμό των ως άνω επιδομάτων), εκτός αν ορίζεται το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των παροχών που δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού είναι τα έξοδα (οδοιπορικά, διανυκτέρευση κ.λπ.) και η αποζημίωση που καταβάλλεται στον εργαζόμενο για απασχόλησή του εκτός της έδρας παροχής της εργασίας του, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ότι θα καταβάλλεται, και καταβάλλεται, τακτικά και ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση και τον αριθμό των ημερών εκτός έδρας ή εάν η εργασία αυτή παρέχεται πράγματι σταθερά και μόνιμα (Ολ.ΑΠ 16/2011, ΑΠ 522/2015, ΑΠ 361/2015, ΑΠ 1292/2015, ΑΠ 274/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η από την 8900/1946 ΚΥΑ και το άρθρο 10 του ΒΔ 748/1966 προβλεπόμενη προσαύξηση 75% του ημερομισθίου της Κυριακής, εφόσον ρυθμίζεται από την εφαρμοστέα ως άνω ΣΣΕ εργασίας ευνοϊκότερα για τον εργαζόμενο – προσδιοριζόμενη στο 100% – ισχύει η τελευταία, χωρίς όμως αυτός να δικαιούται σωρευτικώς και τις δύο προσαυξήσεις 75% και 100% χωρίς την επίκληση ειδικής αντίθετης συμφωνίας (Εφ.Πειρ. 431/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Τέλος, ως προς το χρόνο καταβολής του μισθού, το άρθρο 655 ΑΚ ορίζει ότι, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά και, σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Με τη διάταξη αυτή τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής του μισθού, κατά τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος, κατά το άρθρο 341 παρ.1 ΑΚ, και να οφείλει έκτοτε τόκους υπερημερίας, κατά το άρθρο 345 εδ. α ΑΚ. Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 ΑΚ, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα άδειας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 και 1 παρ.3 του ν.δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (Ολ.ΑΠ 40/2002, ΑΠ 248/2020, Εφ.Πατρ. 609/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, εξέθετε στην ως άνω από 27-2-2020 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……./2020) αγωγή του, ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με αυτήν και κατήγγειλε μονομερώς η τελευταία, κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.7.2018 έως 10.9.2018, 13.9.2018 έως 15.9.2018, 26.10.2018 έως 28.10.2018 και 21.12.2018 έως 8.1.2019, για να εργαστεί με την ειδικότητα του τεχνίτη αμμοβολιστή, ως μέλος του επισκευαστικού συνεργείου της για τις εργασίες επισκευής πλοίων και μηχανημάτων, εντός και εκτός της διατηρούμενης στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος επισκευαστικής μονάδας. Ότι, κατά τα ως άνω διαστήματα, ο ενάγων, αλβανικής εθνικότητας, κατείχε την αναφερόμενη στην αγωγή, άδεια διαμονής στη Χώρα, ισχύος από 7.10.2017 έως 6.10.2019, γεγονός που ανακοίνωσε στην εναγόμενη κατά την πρόσληψή του. Ότι, περαιτέρω, συμφώνησε με την εναγόμενη να αμείβεται, βάσει της ΣΣΕ των ‘’εργαζομένων και επιχειρήσεων του κλάδου αμμοβολών – χρωματισμών- καθαρισμών υδροβολών και λοιπών συναφών επαγγελμάτων για εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και μη μέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά’’. Ότι, από τις εν λόγω συμβάσεις, διατηρεί κατά της εναγόμενης αξιώσεις για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας πέντε ημερών, ως αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, για διαφορά ωρομισθίου διαδρομής, ως αποζημίωση λόγω εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για αμοιβή υπερωριακής και νυχτερινής εργασίας, για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας και αποζημίωσης αδείας, όπως τα επιμέρους κονδύλια αυτών εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αγωγής, συνολικού ποσού 65.334,07 ευρώ. Ζητούσε δε ακολούθως, με βάση τα παραπάνω, όπως παραδεκτά (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του), περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 19.335,87 ευρώ για τα ειδικώς αναφερόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις του κονδύλια, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτή υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 45.998,20 ευρώ για τα λοιπά κονδύλια, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ένα εξ αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, άλλως από την επίδοση αυτής (αγωγής) μέχρι την εξόφληση, επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθεί ότι η μεταξύ αυτού και της εναγόμενης σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επίσης με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικός του στα δικαστικά του έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε, καταρχάς, ότι υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, αφού ο ενάγων, αλβανικής εθνικότητας, έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος της Ε.Ε. (Ελλάδα), καθώς και ότι είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο. Ακολούθως, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. ΚΠολΔ), ορθώς, έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης, τους οποίους αυτή επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχ. Β΄) έφεσής της, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της. Ειδικότερα, δεδομένου ότι, ο ενάγων ρητά αναφέρει στην αγωγή του ότι συμφωνήθηκε η εφαρμογή της ως άνω ΣΣΕ, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ότι οι αντισυμβαλλόμενοι είναι μέλη των οργανώσεων, που καταρτίζουν τη ΣΣΕ ή ότι κηρύχθηκε υποχρεωτική από τον Υπουργό Εργασίας, διότι, όπως προαναφέρθηκε στο τέλος της υπό στοιχείο Ι μείζονας σκέψης, επί αγωγής για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, είναι αρκετή, για το ορισμένο αυτής, μόνη η επίκληση (η οποία γίνεται στην ένδικη αγωγή), ότι οι αποδοχές έχουν συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση εργασίας δια παραπομπής σε ΣΣΕ, που καταρχήν δεν είναι δεσμευτική για τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται επιπλέον αναφορά του ότι οι διάδικοι ήταν μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων, που μετείχαν στη σύναψη της ΣΣΕ, αφού λόγω της συμβατικής παραπομπής αυτό παύει να είναι ουσιώδες. Επίσης, εν προκειμένω, ενόψει ότι οι αγωγικές αξιώσεις στηρίζονται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, στην ως άνω ΣΣΕ, σύμφωνα με την οποία (άρθρο 4 αυτής), οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού συμβατικού ωραρίου των επτά ωρών και (οι απασχολούμενοι) τα Σαββατοκύριακα ή αργίες, αμείβονται υπερωριακά από την πρώτη ώρα με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στην αγωγή, οι ώρες (υπερωριακής) εργασίας του ενάγοντος καθημερινά και εβδομαδιαίως, αφού δεν γίνεται διάκριση μεταξύ υπερεργασίας και υπερωρίας, αλλά κάθε ώρα πέραν των 7 ωρών ημερησίως ή 35 ωρών εβδομαδιαίως χαρακτηρίζεται υπερωριακή. Αρκεί, επομένως η αναφορά των ωρών που συνολικά απασχολήθηκε υπερωριακά ο ενάγων. Εξάλλου, ορισμένο και νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις του α.ν. 539/1945 που αναφέρθηκαν στην οικεία (υπό στοιχείο II) μείζονα σκέψη, τυγχάνει και το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης αναλογίας αποζημίωσης αδείας, το οποίο εσφαλμένα απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστο, με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της, ότι ο ενάγων υπέβαλε αίτηµα προς τον εργοδότη για τη χορήγηση της αδείας του εντός του έτους κατά την οποία την δικαιούτο και ο τελευταίος, από υπαιτιότητά του, δεν τη χορήγησε. Εντούτοις, ο ενάγων, όπως βάσιμα παραπονείται με τον τέταρτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχ. Α΄) έφεσής του, με το εν λόγω αγωγικό αίτημα ζητεί τις αποδοχές για τη μη ληφθείσα άδειά του και όχι προσαύξηση των αποδοχών αδείας κατά 100%, όπως μη ορθώς εκτίμησε η εκκαλουμένη, λόγω µη χορήγησης της αδείας εντός του έτους κατά την οποία την δικαιούτο, ώστε να απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή, το ως άνω γεγονός. Στη συνέχεια (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή (ως προς το αίτημά της περί προσωρινής εκτελεστότητας, μόνο σχετικά με την καταψηφιστική της αξίωση), την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.311,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης κάθε σύμβασης εργασίας (655 ΑΚ), καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.242,21 ευρώ, επίσης με το νόμιμο τόκο ως εξής: για αποζημίωση εργασίας εκτός έδρας, διαφορές ωρομισθίου διαδρομής, αμοιβή εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες νυχτερινή εργασία και αμοιβή υπερωριακής εργασίας, από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, για αναλογία επιδόματος Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους στο οποίο αναφέρεται, για αναλογία Χριστουγέννων και επίδομα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αναφέρονται. Κήρυξε, τέλος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την ως άνω καταψηφιστική διάταξή της, για το ποσό των 5.000 ευρώ και καταδίκασε την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 800 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πέραν του ως άνω ήδη απαντηθέντος, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή του.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πέραν του ως άνω ήδη απαντηθέντος, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου της.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης και του μάρτυρα ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, των υπ΄αρ. ….. και …../21-10-2020 ένορκων βεβαιώσεων των ………. και …………, αντίστοιχα, που προσκομίζει η εναγόμενη και οι οποίες λήφθηκαν, με επιμέλεια αυτής, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (άρθρα 421, 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……./16-10-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη εταιρία (μονοπρόσωπη ΕΠΕ), δραστηριοποιείται στον τοµέα γενικών επισκευών πλοίων, προσφέροντας υπηρεσίες καθαρισµού, υδροβολής, αµµοβολής σπογγοβολής και χρωµατισµού σε πλωτά µέσα και χερσαίες εγκαταστάσεις. Ο ενάγων, κατά το έτος 2018, προσλήφθηκε διαδοχικά από την εναγόμενη, µε βραχυχρόνιες συµβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταρτίστηκαν προφορικά, προκειµένου να απασχοληθεί µε την ειδικότητα του τεχνίτη αµµοβολιστή, ως µέλος του εκάστοτε συγκροτηθέντος επισκευαστικού συνεργείου της, σε εργασίες επισκευής πλοίων και µηχανηµάτων στην επισκευαστική µονάδα που διατηρούσε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραµα, είτε γενικότερα σε πλοία στην Ελλάδα, είτε σε επισκευές πλοίων εκτός Ελλάδας, τις οποίες αυτή (εναγόμενη) αναλάµβανε εργολαβικά, κατόπιν ανάθεσης από ναυτιλιακές εταιρίες – διαχειρίστριες των εν λόγω πλοίων. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολήθηκε από την εναγόμενη κατά τα χρονικά διαστήµατα από 23.7.2018 έως 10.9.2018, 13.9.2018 έως 15.9.2018, 26.10.2018 έως 28.10.2018 και από 21.12.2018 έως 8.1.2019. Περαιτέρω, ενόψει ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι αλλοδαπός, όπως προεκτέθηκε, κατείχε κατά τα ως άνω χρονικά διαστήµατα την υπ΄αρ. ………. άδεια διαμονής στη Χώρα, µε ισχύ από 7.10.2017 µέχρι 6.10.2019, οι επίδικες ανωτέρω συµβάσεις εργασίας του είναι έγκυρες. Το συμφωνηθέν δε καταβαλλόμενο ημερομίσθιο στον ενάγοντα ανερχόταν στο ποσό των 88 ευρώ, γεγονός που δεν αρνείται η εναγόμενη, αλλά αποδεικνύεται και από τις 17.9.2018 και 30.10.2018 καταγγελίες σύµβασης εργασίας αορίστου χρόνου στις οποίες αυτή προέβη (βάσει των εντύπων 6 του συστήµατος ΕΡΓΑΝΗ), που αφορούν, αντίστοιχα, τις εργασίες που παρείχε ο ενάγων στο Πέραµα, ήτοι τις δύο πρώτες εκ των τεσσάρων παραπάνω συμβάσεων. Το Δικαστήριο τούτο, κρίνει ότι, όπως αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο, υπήρξε συμφωνία, όπως αναφέρει ο ενάγων στην ένδικη αγωγή, να εφαρμοστούν στις ατομικές συμβάσεις εργασίας του με την εναγόμενη, οι όροι της ΣΣΕ ‘’των εργαζοµένων και επιχειρήσεων του κλάδου αµµοβολών – χρωµατισµών – καθαρισµών υδροβολών και λοιπών συναφών επαγγελµάτων για εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιοµηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και µη µέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά’’ έτους 2010, της οποίας ναι μεν είχε λήξει η ισχύς, αλλά δέσµευε τα αντισυµβαλλόµενα µέλη, κατόπιν σχετικής συµφωνίας τους. Στο συμπέρασμα αυτό, σχετικά με την υφιστάμενη συμφωνία περί εφαρμογής της παραπάνω ΣΣΕ, καταλήγει το Δικαστήριο, εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που γνωρίζει όσα καταθέτει από ιδίαν αντίληψη καθώς εργαζόταν κι αυτός στην εναγόμενη, ενώ ο μάρτυρας ανταπόδειξης δεν αναφέρει ειδικά κάτι αντίθετο -τουλάχιστον για τη σύναψη των ανωτέρω δύο πρώτων συµβάσεων- από το ότι, το συμφωνηθέν ως άνω ημερομίσθιο του ενάγοντος, το οποίο δεν αμφισβητείται, ήταν το κατώτατο προβλεπόµενο, για την ειδικότητα του τεχνίτη αµµοβολιστή, µε την εν λόγω ΣΣΕ, αλλά και από το γεγονός ότι και το συμφωνηθέν ωράριο εργασίας του (7 ώρες ημερησίως επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως) συνάδει με τους όρους αυτής. Στις ως άνω δε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος αναφέρεται ως ειδικότητά του η ανωτέρω (αμμοβολιστή). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχειο Β΄ έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι εφαρμόζεται στις ένδικες παραπάνω (πρώτες δύο) συμβάσεις η ως άνω ΣΣΕ κατόπιν ρητής σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακόμη, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η συμφωνία περί εφαρμογής της εν λόγω ΣΣΕ ίσχυσε, πέραν των δύο πρώτων, και για τις δύο επόμενες ανωτέρω συμβάσεις εργασίας, που συνήψε ο ενάγων με την εναγόμενη, με βάση τις οποίες αυτός απασχολήθηκε εκτός έδρας σε επισκευές πλοίων, που πραγµατοποιήθηκαν στο εξωτερικό, υπό τις ίδιες προβλεπόµενες προϋποθέσεις, συμφωνηθέν ωράριο εργασίας και δικαιούµενες αποδοχές. Η εναγόμενη υποστήριξε πρωτοδίκως, και επαναλαμβάνει τους σχετικούς ισχυρισμούς της με τον δεύτερο και τέταρτο λόγο της (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής της, ότι, οι δύο τελευταίες αυτές συμβάσεις δεν είχαν τον χαρακτήρα συμβάσεων εργασίας και δεν συνάφθηκαν μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, αλλά επρόκειτο για συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών οι οποίες συνάφθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της διαχειρίστριας των πλοίων στα οποία έλαβαν χώρα οι επισκευές, ενώ η ίδια είχε μόνο ρόλο διαμεσολαβητικό. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί και συνεπώς και οι ως άνω λόγοι της έφεσης δεν ελέγχονται ως βάσιμοι. Ειδικότερα, η επιχειρηματική δραστηριότητα της εναγόμενης συνίσταται ακριβώς στην επισκευή και συντήρηση πλοίων, εργασίες για τις οποίες συγκροτεί τα απαιτούμενα κάθε φορά συνεργεία, αποτελούμενα από εργαζόμενους – εργατοτεχνίτες, τους οποίους η ίδια καθοδηγεί ως προς τον τόπο και χρόνο εργασίας τους, καθώς επίσης τους καταβάλλει την αμοιβή – αποδοχές τους, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου που έχει αναλάβει. Σύμφωνα δε με τα διδάγµατα της κοινής πείρας, επιχειρήσεις που έχουν συναφή, με αυτή της εναγόμενης, δραστηριότητα, δεν προτείνουν απλώς τεχνίτες στη διαχειρίστρια ενός πλοίου, ώστε αυτοί να προσληφθούν άµεσα από την τελευταία, αλλά συνάπτεται σύµβαση έργου, µε την οποία η ίδια (εργολήπτρια) αναλαµβάνει την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών (Εφ.Πειρ. 4/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και στην ένδικη περίπτωση, ο τόπος και ο χρόνος και ο τρόπος παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντος για την διεκπεραίωση του έργου, που είχε αναλάβει η εναγόμενη, καθορίζονταν από αυτή, η οποία, άλλωστε ήταν εκείνη που του κατέβαλλε τις αποδοχές του και όχι η διαχειρίστρια του εκάστοτε επισκευαζόμενου πλοίου. Εξάλλου, η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία ‘………………….’ εξέδιδε και τα σχετικά τιµολόγια παροχής υπηρεσιών (βλ. ενδεικτικά υπ’ αρ. …./18.1.2019 τιµολόγιο, που αφορά σε εργασίες καθαρισµού στο πλοίο ‘’L’’). Ο ίδιος ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ο οποίος εργαζόταν επίσης κατά καιρούς ως εργατοτεχνίτης στα συνεργεία που συγκροτούσε η εναγόμενη, αναφέρει σε μία αποστροφή του λόγου του και σε σχετική ερώτηση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, ότι εργοδότης του τελευταίου ήταν ο ………….. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης, τον οποίο επιχειρούν να ενισχύσουν οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες, οι οποίοι εργάζονταν σε αυτήν, ότι ο ενάγων και οι λοιποί εργαζόμενοι στα ως άνω πλοία ‘’ήταν ελεύθεροι κατά την κρίση τους και σε συνεννόηση με τον πλοίαρχο να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες της εργασίας τους και ότι ‘’αυτοί αποφάσιζαν πόσο και πότε θα εργαστούν και πότε θα σταματήσουν’’, επίσης δεν κρίνεται πειστικός, καθώς δεν συνάδει ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας ούτε με αυτά της κοινής λογικής. Άλλωστε, ακόμη και τα έγγραφα όπου σημείωνε ο πλοίαρχος του υπό επισκευή πλοίου, τις ώρες εργασίας που πραγματοποιούσαν καθημερινά οι εργαζόμενοι σε αυτό, φέρουν το λογότυπο της εναγόμενης εταιρίας και αποστέλλονταν σε αυτήν.
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, ναι μεν το ωράριο εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε, με βάση την ως άνω ΣΣΕ, όπως προαναφέρθηκε, 7ωρο ηµερησίως (από 8π.μ. µέχρι 15 μ.μ.) από Δευτέρα έως Παρασκευή, αλλά ο ενάγων εργαζόταν συχνά υπερωριακά, μαζί και με τα άλλα µέλη του συνεργείου, ώστε να ανταποκριθούν στις προθεσµίες επισκευής που καθορίζονταν από την εναγόμενη – εργολήπτρια, βάσει των αναγκών του εκάστοτε πλοίου και της συμφωνίας της µε τη ναυτιλιακή εταιρία (κυρία του έργου). Πιο συγκεκριμένα, προέκυψε ότι: Α. Κατά το πρώτο διάστηµα εργασίας του, ο ενάγων απασχολήθηκε εκτός της έδρας της εναγόμενης και εκτός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, στο πλοίο ‘’FΡ’, το οποίο βρισκόταν στη Σιγκαπούρη, όπου μετέβη στις 23.7.2018 και επέστρεψε στην Αθήνα στις 10.9.2018, µε διάρκεια κάθε ταξιδιού 10 ώρες. Κατά τη διάρκεια δε της εργασίας του στο ως άνω πλοίο, ο ενάγων απασχολήθηκε εν πλω όλες τις ηµέρες, συµπεριλαµβανοµένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, και συγκεκριµένα στις 28, 29.7.2018, 2, 3, 5, 6, 10, 13, 14, 17, 18, 23, 24, 25, 27, 28, 29, 30, 31.8.2018, 1, 5, 9, 7, και στις 8.9.2018 επί 15 ώρες ημερησίως, στις 27.7.2018, 1, 4, 7, 8, 12, 15, 16, 19, 20, 21, 22.8.2018, στις 2, 3, 4.9.2018 επί 14 ώρες ημερησίως, στις 25, 26, 31.7.2018 επί 13 ώρες ημερησίως, στις 24.7.2018, 11.8.2018 και 9.9.2018 επί 12 ώρες ημερησίως. Τα παραπάνω, ήτοι οι ώρες εργασίας του ενάγοντος, καθώς και ο χρόνος µετάβασής του στο εξωτερικό, προκύπτουν από το χρονοδιάγραµµα που συνέτασσε καθημερινά ο πλοίαρχος του προαναφερθέντος πλοίου. Β. Στις 13.9.2018, 14.9.2018 και 15.9.2018, ο ενάγων απασχολήθηκε υπό τις ίδιες συµφωνίες στις δεξαµενές του ΟΛΠ στο Πέραµα, επί 11 ώρες την πρώτη ηµέρα, 12 ώρες τη δεύτερη και 10 ώρες την τελευταία ηµέρα. Γ. Στις 26.10.2018 επαναπροσλήφθηκε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του οµοίως στις δεξαµενές του ΟΛΠ στο Πέραµα, όπου εργάσθηκε επί 10 ώρες την ίδια ηµέρα, 15 ώρες την επόµενη µέρα και 18 ώρες στις 28.10.2018. Δ. Στις 21.12.2018 (ο ενάγων) μετέβη και πάλι, κατ’ εντολή της εναγόμενης, εκτός έδρας, από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στο Τσανάκκαλε της Τουρκίας, ταξίδι που διήρκεσε 10 ώρες συνολικά, προκειµένου να εργαστεί εν πλω στο πλοίο ‘’L’’. Συγκεκριμένα, απασχολήθηκε στο πλοίο αυτό, στις 23.12.2018 επί 14 ώρες, στις 25, 27, 28.12.2018 επί 12 ώρες ημερησίως, στις 24, 26.12.2018, 30.12.2018, 4 και 5.1.2019 επί 18 ώρες ημερησίως, στις 29.12.2018 επί 10 ώρες, στις 31.12.2018, 1, 2 και 3.1.2019 επί 17 ώρες ημερησίως, στις 6 και 7.1.2019 επί 19 ώρες ημερησίως και στις 8.1.2019 (τελευταία ημέρα εργασίας στο ως άνω πλοίο) επί 9 ώρες. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, πραγματοποίησε νυχτερινή εργασία ως εξής: επί 2 ώρες στις 23, 24,26, 29, 30.12.2018, 4 και 5.1.2019, επί 1 ώρα στις 31.12.2018, 1, 2, 3 και 8.1.2019 και επί 3 ώρες στις 6 και 7.1.2019.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά: 1. ΓΙΑ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ: Α. Για το χρονικό διάστημα από 23.7.2018 μέχρι 10.9.2018 (εφεξής υπό στοιχείο Α), ήτοι για 50 ημέρες, άλλως 7,14 εβδομάδες (ημερομίσθιο 88 € χ 33 καθημερινές =) 2.904 ευρώ. Β. Για το δεύτερο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 13.9.2018 μέχρι 15.9.2018 (εφεξής υπό στοιχείο Β), ήτοι για 3 ημέρες, άλλως 0,43 εβδομάδες (ημερομίσθιο 88 € χ 2 καθημερινές =) 176 ευρώ. Γ. Για το τρίτο χρονικό διάστημα εργασίας του από 26.10.2018 έως 28.10.2018 (εφεξής υπό στοιχείο Γ), ήτοι 3 ημέρες άλλως 0,43 εβδομάδες (ημερομίσθιο 88 € χ 1 καθημερινή =) 88 ευρώ. Δ. Για το χρονικό διάστημα από 21.12.2018 μέχρι 8.1.2018 (εφεξής υπό στοιχείο Δ), ήτοι για 19 ημέρες, άλλως 2,71 εβδομάδες (ημερομίσθιο 88 € χ 10 καθημερινές =) 968 ευρώ. 2. ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΤΟ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ, ήτοι για το έκτο ημερομίσθιο για κάθε πενθήμερη εβδομάδα εργασίας: Α. [7 εβδομάδες χ 88 €=] 616 ευρώ. Β. και Γ. (0,43 εβδομάδες χ 88 € =) 37,84 € χ 2 = 75,68 ευρώ. Δ. (2,71 εβδομάδες χ 88 € =) 238,86 ευρώ. 3. ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΤΟΣ ΕΔΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Κατά τα Α και Δ χρονικά διαστήματα, ο ενάγων απασχολήθηκε, όπως προεκτέθηκε, εκτός της εναγόμενης και εκτός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, σε απόσταση μεγαλύτερη των 25 χιλιομέτρων, μετά διανυκτέρευσης και συνεπώς δικαιούται ως ηµερήσια αποζηµίωση ένα επιπλέον ηµεροµίσθιο για κάθε ηµέρα απασχόλησής του εκτός έδρας (άρθρο 12 παρ.9 της ανωτέρω εφαρμοζόμενης ΣΣΕ), ήτοι Α. (33 καθηµερινές Χ 88 € ηµεροµίσθιο =) 2.904 ευρώ και Δ. (11 καθηµερινές χ 88 € ηµεροµίσθιο =) 968 ευρώ. 4. ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ: Ενόψει ότι, σύμφωνα µε το άρθρο 12 παρ. 7 της ανωτέρω ΣΣΕ: ‘’Αν η επιχείρηση επαναφέρει αυθηµερόν τον εργαζόµενο στον τόπο διαµονής του, οι ώρες µετάβασης και επιστροφής θεωρούνται (και αυτές) σαν χρόνος πραγµατικής απασχόλησης. Η διαδροµή εφόσον γίνεται εκτός νοµίµου ωραρίου, πληρώνεται απλή σαν ωροµίσθιο … ‘’, ο ενάγων , δικαιούται α) για το υπό στοιχείο Α χρονικό διάστηµα εργασίας του, οπότε πραγµατοποίησε στις 23.7.2018 το ταξίδι µετάβασής του από την Αθήνα προς την Σιγκαπούρη και στις 10.9.2918 το ταξίδι επιστροφής του, διάρκειας 10 ωρών έκαστο, το ποσό των (ηµεροµίσθιο 88 € χ 6/35 = 15,08 € το απλό ωροµίσθιο χ 20 ώρες διαδροµής =) 301,71 ευρώ και β) για το υπό στοιχείο Δ χρονικό διάστηµα της εργασίας του, οπότε πραγματοποίησε στις 21.12.2018 το ταξίδι µετάβασής του από την Αθήνα προς την Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια προς Τσανάκκαλε, διάρκειας 10 ωρών συνολικά, το ποσό των ([15,08 € απλό ωροµίσθιο χ 10 ώρες =) 150,80 ευρώ. 5. ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ: Σύµφωνα µε το άρθρο 4 της ίδιας ως άνω ΣΣΕ, όπως προαναφέρθηκε, οι απασχολούµενοι πέραν του ωραρίου καθώς και τα Σαββατοκύριακα ή αργίες, αµείβονται υπερωριακά από την πρώτη ώρα, µε προσαύξηση 100 % του καταβαλλόµενου ωροµισθίου. Επομένως, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται: Α. Για 7 Σάββατα επί 101 ώρες απασχόλησης συµβατικού ωραρίου και υπερωριακές, 88 ηµεροµίσθιο χ 6 ηµέρες τις εβδοµάδας/35 ώρες = 15,08€ + 100% προσαύξηση = 30,16 € το ωροµίσθιο χ 101 ώρες=3.046,16 ευρώ. Β. Για 1 Σάββατο επί 10 ώρες απασχόλησης, ωροµίσθιο µετά προσαύξησης 100%, ήτοι 30,16 € χ 10 ώρες = 301,60 ευρώ. Γ. Για ένα Σάββατο επί 15 ώρες απασχόλησης, 30,16 € χ 15 = 452,40 ευρώ. Δ. Για 2 Σάββατα επί 28 ώρες εργασίας 30,16 € χ 28 ώρες = 844,48 ευρώ. 6. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΑΡΓΙΕΣ (δικαιούται): Α. Για 7 Κυριακές επί 99 ώρες συνολικά και τη 1 αργία (15 Αυγούστου) επί 14 ώρες, 30,16 € το ωρομίσθιο χ 113 ώρες = 3.408,08 ευρώ. Γ. Για 1 Κυριακή/αργία (28.10.2018) επί 18 ώρες 30,16 € το ωρομίσθιο χ 18 ώρες = 542,88 ευρώ. Δ. Για 3 Κυριακές επί 51 ώρες συνολικά και 1 αργία (Χριστούγεννα) επί 12 ώρες, 30,16 € το ωρομίσθιο χ 63 ώρες = 1.900,08 ευρώ. 7. ΓΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ήτοι καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου των 7 ωρών: Α. Ο ενάγων απασχολήθηκε 33 καθημερινές επί 245 ώρες, πέραν του νομίμου ωραρίου του των 7 ωρών και συνεπώς δικαιούται 30,16 € το (προσαυξημένο) ωρομίσθιο χ 245 ώρες = 7.389,20 ευρώ. Β. Για 2 καθημερινές επί 9 ώρες συνολικά, πέραν του νομίμου ωραρίου, 30,16 € το ωρομίσθιο χ 9 ώρες = 271,44 ευρώ. Γ. Για 1 καθημερινή επί 3 ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου, 30,16 € το ωρομίσθιο χ 3 ώρες = 90,48 ευρώ. Δ. Για 11 καθημερινές, επί 97 ώρες συνολικά, πέραν του νομίμου ωραρίου, 30,16 € το ωρομίσθιο χ 97 ώρες = 2.925,52 ευρώ. 8. ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της ως άνω ΣΣΕ: ‘’ … Οι απασχολούμενοι σε νυχτερινή βάρδια, θα αμείβονται με ένα επιπλέον ημερομίσθιο ως επίδομα νυχτερινής εργασίας … ‘’. Ως εκ τούτου, ο ενάγων εφόσον δεν απασχολήθηκε σε όλο το χρονικό διάστημα της νύχτας, αλλά για ορισμένες μόνο ώρες και συνολικά επί 24 ώρες, δικαιούται (ημερομίσθιο 88 ευρώ χ 6 ημέρες/35 = 15.08 ευρώ ωρομίσθιο χ 24 ώρες νυχτερινής εργασίας =) 362,06 ευρώ. 9Α. ΓΙΑ ANAΛOΓlA ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (δικαιούται): Α. Την αναλογία (50 ημέρες εργασίας/19 ημέρες χ 2 ημερομίσθια=) 5,26 ημερομισθίων χ [ημερομίσθιο 88 € χ 0,04166 (αναλογία επιδόματος αδείας)=] 482,13 ευρώ. Β. Την αναλογία (3 ημέρες εργασίας/19 ημέρες χ 2 ημερομίσθια =) 0,31 ημερομισθίων χ [ημερομίσθιο 88 € χ 0,04166 (αναλογία επιδόματος αδείας) =] 28,41 ευρώ. Γ. Την αναλογία (3 ημέρες εργασίας/19 ημέρες χ 2 ημερομίσθια =) 0,31 ημερομισθίων χ [ημερομίσθιο 88 € χ 0,04166 (αναλογία επιδόματος αδείας) =] 28,41 ευρώ. Δ. Την αναλογία (11 ημέρες εργασίας/19 ημέρες χ 2 ημερομίσθια =) 1,58 ημερομισθίων χ [ημερομίσθιο 88 € Χ 0,04166 (αναλογία επιδόματος αδείας) =] 144,82 ευρώ. 9β. ΓΙΑ ANAΛOΓlA ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΠΑΣΧΑ 2019, την αναλογία 1 ημερομισθίου (8 ημέρες εργασίας/8) χ 91,66 € = 91,66 ευρώ. 10. ΓΙΑ ANAΛOΓlA ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΑΣ (δικαιούται): Α. (2 ημερομίσθια Χ 50 ημέρες απασχόλησης /25 =) 4 ημερομίσθια χ 88€ (ήτοι το ημερομίσθιο, χωρίς τον συνυπολογισμό της αναλογίας του επιδόματος αδείας =) 352 ευρώ. Β. (2 ημερομίσθια χ 3 ημέρες απασχόλησης/25 =) 0,24 ημερομίσθια χ 88 € = 21,12 ευρώ. Γ. (2 ημερομίσθια Χ3 ημέρες απασχόλησης/25 =) 0,24 ημερομίσθια χ 88 € = 21,12 ευρώ. Δ.(2 ημερομίσθια χ 19 ημέρες απασχόλησης/25 =) 1,52 ημερομίσθια χ 88 € = 133,76 ευρώ. Τέλος, 11. ΓΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ, ο ενάγων δικαιούται για κάθε ένα από τα διαστήματα της εργασίας του, τα ίδια ως άνω ποσά, όπως για την αναλογία επιδόματος αδείας, ήτοι Α. (2 ημερομίσθια Χ 50 ημέρες απασχόλησης /25 =) 4 ημερομίσθια χ 88€ (ήτοι το ημερομίσθιο, χωρίς τον συνυπολογισμό της αναλογίας του επιδόματος αδείας =) 352 ευρώ. Β. (2 ημερομίσθια χ 3 ημέρες απασχόλησης/25 =) 0,24 ημερομίσθια χ 88 € = 21,12 ευρώ. Γ. (2 ημερομίσθια χ 3 ημέρες απασχόλησης/25 =) 0,24 ημερομίσθια χ 88 € = 21,12 ευρώ και Δ. (2 ημερομίσθια χ 19 ημέρες απασχόλησης /25 =) 1,52 ημερομίσθια χ 88 € = 133,76 ευρώ.
Σημειωτέον ότι, ο υπολογισμός των κονδυλίων για αποδοχές Σαββάτου, Κυριακής, αργίας και εργασίας πέραν του συμβατικού ωραρίου (7 ώρου), υπολογίζεται, κατά το προαναφερθέν άρθρο 4 της ανωτέρω ΣΣΕ, βάσει του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (νόμιμου ή συμφωνημένου μισθού). Δεν συνυπολογίζεται δε, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, η αμοιβή για εκτός έδρας εργασία, αφού δεν φέρει χαρακτήρα μισθού και δεν παρέχεται μόνιμα, ούτε η αναλογία του έκτου ημερομισθίου, αφού το ημερομίσθιο αυτό εξακολουθεί πλασματικά και αποτελεί ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, που πλασματικά επίσης θεωρείται εργάσιμη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος που προβάλει με τον πρώτο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του ως αβάσιμων. Περαιτέρω, για τους υπολογισμούς των επιδομάτων εορτών και αδείας, στις τακτικές αποδοχές, δεν περιλαμβάνονται οι αναλογίες των υπερωριών τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, διότι, με την ανωτέρω ΣΣΕ, η απασχόληση κατά τις ημέρες αυτές, αντιμετωπίζεται ενιαία και αμείβεται από την πρώτη ώρα ως (παράνομη) υπερωρία, για μη νόμιμα παρασχεθείσα εργασία (βλ. και ΑΠ 191/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων στον δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσής του, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Ο ενάγων αναγνωρίζει την καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης του συνολικού ποσού των 7.675 ευρώ, με το οποίο θεωρεί εξοφλημένες εκ των ως άνω δικαιούμενων αποδοχών αυτές που αφορούν: 1) στα ημερομίσθια 2) στο έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας και 3) σε μέρος της αποζημίωσης εκτός έδρας ως προς την Α σύμβαση εργασίας, και, ως εκ τούτου, δεν ζητεί την καταβολή τους με την κρινόμενη αγωγή, πλην υπολοίπου εκ ποσού 295,54 ευρώ για την τελευταία περίπτωση. Το ποσό δε που αναφέρει η εναγόμενη ότι κατέβαλε στον ενάγοντα, συνολικού ύψους 7.555 ευρώ, προβάλλοντας σχετικά ένσταση εξόφλησης, όπως αναλύεται σε αυτήν η αιτία καταβολής των επιμέρους ποσών (345 ευρώ για την εργασία του ενάγοντος κατά το Α διάστημα εργασίας του, 340 ευρώ για το Γ και 6.870 ευρώ για το Δ), δεν θα καταλογιστεί εκ νέου, διότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερθέντα, αναγνωρίζοντας μεγαλύτερο ποσό καταβολής ήτοι 7.675 ευρώ, ήδη αφαίρεσε, κατά τα προεκτεθέντα, το ποσό αυτό από τις αξιώσεις του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται (αφού αφαιρεθούν τα ως άνω αναγνωρισθέντα ως καταβληθέντα επιμέρους ποσά) το ποσό των (295,54 + 968 + 301,71 + 150,80 + 3.046,16 + 301,60 + 452,40 + 844,48 + 3.408,08 + 542,88) = 10.311,65 ευρώ, που αφορά στα παραπάνω υπό στοιχείο 3Α, 3Δ, 4, 5, 6Α και 6Β κονδύλια, για οποία παραμένει το αγωγικό αίτημά ως καταψηφιστικό, καθώς επίσης το ποσό των (1.900,08 + 7.389,20 + 271,44 + 90,48 + 2.925,52 + 362,06 + 482,13 + 28,41 + 28,41 + 144,82 + 91,66 + 352 + 21,12 + 21,12 + 133,76 + 352 + 21,12 + 21,12 + 133,76 =) 14.770,21 ευρώ, για τα οποία το (αγωγικό) αίτημα τράπηκε, όπως προεκτέθηκε, σε αναγνωριστικό.
Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.311,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.770,21 ευρώ, επίσης με το νόμιμο τόκο και ειδικότερα ως εξής: για αναλογία επιδόματος Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους στο οποίο αναφέρεται, για αναλογία Χριστουγέννων, επιδόματος και αποζημίωσης αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αναφέρονται, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στη σχετική υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, για αποζημίωση εργασίας εκτός έδρας, διαφορές ωρομισθίου διαδρομής, αμοιβή εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, νυχτερινή εργασία και αμοιβή υπερωριακής εργασίας, από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω και στην οικεία μείζονα σκέψη αναφερθέντα, τα κονδύλια αυτά δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού (τα δε κονδύλια που δικαιούτο ο ενάγων και αποτελούσαν μισθό, έχουν ήδη εξοφληθεί, όπως προεκτέθηκε), καθώς επίσης δεν ορίζεται από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους (όπως συμβαίνει με τα ως άνω κονδύλια των επιδομάτων εορτών και αδείας), ούτε προκύπτει σχετική συμφωνία των διαδίκων περί δήλης ημέρας καταβολής τους ή σχετική όχληση από τον ενάγοντα. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό (τέταρτο) λόγο της υπό στοιχείο Α΄ ένδικης έφεσης του ενάγοντος, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση της εναγόμενης ως κατ΄ ουσία αβάσιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, ως βάσιμη και κατ΄ ουσία και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.311,65 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.770,21 ευρώ με το νόμιμο με τις ανωτέρω διακρίσεις για κάθε επιμέρους κονδύλιο.
Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας σε αυτήν λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό. Όσον αφορά δε στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, όπως επίσης ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 6.12.2021 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ……/2021) έφεση και Β) την από 28.4.2022 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ……../2022) έφεση.
Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό τους μέρος.
Απορρίπτει την από 28.4.2022 (υπό στοιχείο Β΄) έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην ως άνω έφεση εις βάρος της εκκαλούσας αυτής, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την από 6.12.2021 (υπό στοιχείο Α΄) έφεση και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1837/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την από 27.2.2020 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2020) αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων έντεκα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (10.311,65 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό, και
Αναγνωρίζει την υποχρέωσή της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (14.770,21 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα επίσης αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 24 Νοεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ