ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
τμήμα 2ο
Αριθμός απόφασης : 686/ 2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τμήμα 2ο)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα …………
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Χρυσόστομο Βελάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Γεώργιο Σιαφάκα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.11.2017 και με αριθ.καταθ. …………./2017 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 296/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 12-3-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2019 έφεση. Η έφεση αυτή συζητήθηκε μετά από αναβολή για τη δικάσιμο 14-1-2021 και εκδόθηκε η με αριθμό 234/19-4-2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία διέταξε την εξαίρεση του Δικαστή που εκφώνησε την υπόθεση, και την επανάληψη της συζήτησης. Ήδη προσδιορίσθηκε οίκοθεν, με αριθμό κατάθεσης …………./2021 για τη δικάσιμο, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 12-3-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ………../2019 έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. 296/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, Επιπλέον έχει κατατεθεί από το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………. e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 6.11.2017 και με αριθ.καταθ. …………./2017 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι προμήθευσε την εναγομένη με τα αναλυτικώς αναφερόμενα είδη πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, και παρείχε τις συναφείς με αυτά υπηρεσίες, εκδίδοντας τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Ότι παρότι η ίδια εκτέλεσε προσηκόντως τις υποχρεώσεις της, η εναγομένη εξακολουθεί να της οφείλει το συνολικό ποσό των 124.527,28 ευρώ. Ότι περαιτέρω η εναγόμενη αναγνώρισε την υφιστάμενη οφειλή της, με την από 01-10-2010 επιστολή της, συνταγμένη σε έντυπο της εταιρείας με την εταιρική σφραγίδα, η οποία έφερε την υπογραφή του Οικονομικού της Διευθυντή, …………… Ότι η άνω επιστολή, η οποία περιήλθε στην ενάγουσα στις 11-10-2010 περιείχε πρόταση προς την τελευταία για σύναψη σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία και καταρτίστηκε με την ανεπιφύλακτη αποδοχή της πρότασης από την ενάγουσα. Ότι όμοιο περιεχόμενο είχαν οι από 10.9.2013, 11.9.2014, 16.9.2015, 20.9.2016 και 6.10.2017 επιστολές, την πρώτη από τις οποίες υπέγραφε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εναγόμενης, τις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ., την εναγόμενη και την πέμπτη ο Οικονομικός της Διευθυντής. Ότι o οικονομικός Διευθυντής και μετέπειτα μέλος του Δ.Σ. αυτής ………. είχε το δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις αναγνώρισης χρέους, σε εκτέλεση σχετικής απόφασης του Δ.Σ. αυτής, οι δε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εναγόμενης, ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ είχαν την αρμοδιότητα να συνάπτουν ο καθένας χωριστά συμβάσεις ανεξαρτήτως ποσού δεσμεύοντας την εναγόμενη με την υπογραφή τους. Ότι παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη αναγνώρισε την οφειλή της, κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ, δηλαδή ανεξάρτητα από την αιτία αυτής, δεν προέβη στην εξόφληση της, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της ενάγουσας. Με βάση τα ανωτέρω, και αφού περιόρισε το αίτημά της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της στη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (223, 295, 296 ΚΠολΔ), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 124.527,28 €, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας όχλησης, ήτοι από 15-05-2014, άλλως από 29-07-2014, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το άνω ποσό των 124.527,28 €, με το νόμιμο τόκο από την 15-05-2014. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα εναγόμενη για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ` αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι` αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν` αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β` του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ. ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 818/2018, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014, ΕφΑθ 829/2019 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ` αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 1424/2017, ΕφΑθ 829/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου σε περίπτωση που για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας απαιτείται η τήρηση τύπου, όπως είναι ο έγγραφος τύπος που απαιτείται κατά το άρθρ. 873 του ΑΚ για τη σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ίδιος τύπος πρέπει κατά το άρθρ. 217 § 2 του ΑΚ να τηρείται και για τη χορήγηση της σχετικής πληρεξουσιότητας ή την εκ των υστέρων έγκρισή της, διαφορετικά υφίσταται έλλειψη πληρεξουσιότητας και οι συνέπειες ρυθμίζονται από τα άρθρ. 229-234 του ΑΚ. (ΟλΑΠ 19/2003 ΝοΒ 2004.1174, ΑΠ 1359/2011, ΑΠ 1305/2009 ΑΠ 321/2009), Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. 2002, παρ. 47, σελ. 599-600). Αν δεν περιβληθεί αυτόν τον τύπο, το κύρος της δήλωσης του αντιπροσώπου εξαρτάται, κατ` άρθρο 229 εδ. α` και 231 εδ. α` ΑΚ, από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου, η οποία για να είναι έγκυρη θα πρέπει επίσης να περιβληθεί τον άνω τύπο, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 217 παρ. 2 (βλ. ΑΠ 40/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 610). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Ειδικότερα, η ανώνυμη εταιρία, η οποία είναι νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του κωδ. νόμου 2190/1920, από το διοικητικό της συμβούλιο το οποίο ενεργεί συλλογικώς, μπορεί όμως, εφόσον τούτο ορίζεται στο καταστατικό, να ανατεθεί ευθέως από αυτό ή δια του διοικητικού της συμβουλίου η εκπροσώπησή της σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή άλλα πρόσωπα ή και σε τρίτο. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ και 7β παρ. 15 του ν. 2190, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό – δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό, αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 2190/1920 που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 2339/1995, κατά την οποία οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή κατ’ ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σ’ αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 1694/2009, 1187/2000 ΤΝΠΝ ΝΟΜΟΣ). Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (ΑΠ 148/2013, Α.Π. 1363/2011, ΑΠ 470/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 373/2019 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=3261 ).
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, των υπ’ αριθμ. …../15-02-2018, …../15-02-2018 και …../15-02-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, ………….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμ. …………./12-02-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………….), οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη, παρά το γεγονός ότι ελήφθησαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιας Συμβολαιογράφου Αθηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, καθώς η έδρα του Δικαστηρίου είναι ο Πειραιάς και η κατοικία των ενόρκως βεβαιωσάντων μαρτύρων είναι η ………… αντίστοιχα, καθώς κατά τη ορθότερη άποψη η τοπική αρμοδιότητα δεν εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα της διαδικαστικής πράξης της ένορκης βεβαίωσης και επομένως το απαράδεκτο θα πρέπει να εξετάζεται με βάση την επίκληση βλάβης (159 αρ.3 ΚΠολΔ) κι ενώ οι όλες οι άνω ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν σε συμβολαιογράφο Αθηνών, δηλαδή εντός της ίδιας Εφετειακής περιφέρειας της κατοικίας των άνω μαρτύρων (συσταλτική – τελολογική ερμηνεία ως προς το ζήτημα αυτό της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ βλ. ΕφΠειρ 283/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, EφΠειρ 271/2019 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=2211, Π. Μαντή «Τροποποιήσεις του ν.4335/2015 στο δίκαιο της απόδειξης. Οι νέες διατάξεις για τη διαταγή πληρωμής. Διαχρονικό δίκαιο», ΕλλΔνη 2017.σελ. 1025 επ., Π. Γιαννόπουλος-Χρ. Τριανταφυλλίδης «Οι τροποποιήσεις στου ν.4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως» ΕλλΔνη 2016.665 επ., Β. Χατζηιωάννου, Η ένορκη βεβαίωση μετά το ν. 4335/2015, Σημειώσεις για το μάθημα «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο I» στη Νομική Σχολή Δ.Π.Θ., άλλως ΕφΠειρ 150/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρεντούλης σε Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 424 αρ.4) και της με αρ. αριθμ. …../07-03-2018 ένορκης βεβαίωσης του ……………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………….., που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./02-03-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών, ……………), χωρίς, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι με αρ. …./2018, …./ 07-03-2018 και …../ 07-03-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………….., καθώς οι ανωτέρω μάρτυρες ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης κατά το χρόνο λήψεως των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, όπως αναφέρεται σ΄αυτές και προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά του Δ.Σ (βλ. σχετικά την υπ’ αριθμ. ……/04-03-2015 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο Εταιρειών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών καθώς και το υπ’ αριθμ. 1392/10-03-2015 ΦΕΚ της εναγόμενης), ώστε αφού ήταν μέλη της Διοίκησης του νομικού προσώπου της εναγόμενης, όταν δόθηκαν αυτές, συνιστούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2077/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «………….» και της εναγόμενης υπήρχε εμπορική συνεργασία, καθώς η πρώτη εταιρία προμήθευσε την εναγόμενη με είδη πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, και παρείχε συναφείς υπηρεσίες για τις οποίες εξέδωσε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών το έτος 2003 συνολικής αξίας 125.636,30 €. έναντι των οποίων η εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των 1.109,02 €, ώστε να απομένει υπόλοιπο 124.527,28 €. Με την υπ’ αριθμ. ………../22-12-2005 σύμβαση απόσχισης του κλάδου τηλεπικοινωνιακών λύσεων, η οποία εγκρίθηκε από το Νομάρχη Αττικής, εκχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στην ενάγουσα όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», και κατ΄επέκταση η ενάγουσα υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απέρρεαν από τις συναφθείσες συμβάσεις. Την 1.11.2010 το λογιστήριο της ενάγουσας έλαβε την από 01-10-2010 επιστολή, την οποία υπέγραφε ο Οικονομικός Διευθυντής της εναγόμενης ………….. με το εξής περιεχόμενο: «Αξιότιμοι κύριοι: ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟΥ ΠΟΣΟΥ κατά την 30-06-2010. Στα πλαίσια του ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας μας, οι διενεργούντες τον έλεγχο ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές, επιθυμούν να επιβεβαιώσουν ότι το ποσό που μας οφείλατε ή σας οφείλαμε κατά την 30-06-2010, συμφωνεί με το ποσό που απεικονίζεται στα δικά σας λογιστικά βιβλία. Όπως προκύπτει από τα δικά μας βιβλία, το υπόλοιπο του λογαριασμού σας κατά την ως άνω ημερομηνία, ήταν σε ανοικτό λογαριασμό, ποσό οφειλόμενο σε εσάς 124.527,28 €. Η συνεργασία σας είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του διενεργούμενου ελέγχου. Σας παρακαλούμε να ανταποκριθείτε άμεσα και να αποστείλετε την απάντησή σας απευθείας στους ελεγκτές μας «………….», διεύθυνση Κεντρικού κατ/τος -Διοίκησης ………. (υπόψη του Ορκωτού Ελεγκτού Λογιστή, κ. ………..)». Με εκτίμηση, Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ……..». Η επιστολή ήταν συνταγμένη σε έντυπο της εναγόμενης και υπέγραφε, όπως εκτέθηκε ο ……… υπό την εταιρική σφραγίδα της εναγόμενης, ο οποίος, είχε την ιδιότητα του Οικονομικού Διευθυντή αυτής. Σύμφωνα με το από 7.7.2010 πρακτικό του Δ.Σ. αυτής που καταχωρήθηκε στις 20.7.2010 (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ με αρ. 8565/28.7.2010), ο ανωτέρω ως Οικονομικός Διευθυντής της εναγόμενης είχε την εξουσία, ενεργώντας από κοινού με τον διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ……….., να συνάπτει και να λύει πάσης φύσεως συμβάσεις στο όνομα της εναγόμενης, έως το ποσό των 50.000 €, ενώ ο Πρόεδρος του Δ.Σ. (το διάστημα εκείνο) …………., δέσμευε με την υπογραφή του την εναγόμενη απεριόριστα. To συγκεκριμένο έγγραφο εστάλη από την εναγόμενη, ενόψει της μεταβίβασης το 2010 της ΠΑΕ …….. και της …….. σε νέο μέτοχο, ώστε να προβεί και η «………» (στα πλαίσια του ίδιου ομίλου) σε διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της με την ενάγουσα και τη διαπίστωση και εξασφάλιση της οφειλής της (βλ. την με αρ………/2018 ένορκη βεβαίωση του ………). Με αυτά τα δεδομένα το έγγραφο αυτό δεν εξαντλείτο σε αλληλογραφία μεταξύ λογιστηρίων και απλή επιβεβαίωση του υπολοίπου του λογαριασμού, αλλά αποτελούσε πρόταση της εναγόμενης για κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης χρέους, ενώ καθώς ο ………… ήταν ιεραρχικά δεύτερος κατά σειρά, από πλευράς εκπροσώπησης της εναγόμενης (ενεργώντας από κοινού με τον διευθύνοντα Σύμβουλο ……… για ποσά έως 50.000 €), ανεξαρτήτως αν μπορούσε να δεσμεύσει ο ίδιος ατομικά την εναγόμενη με την υπογραφή του, είναι πρόδηλο ότι ενήργησε κατόπιν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Η εν λόγω απόφαση του Διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, με την οποία είχε παρασχεθεί εξουσία στον συγκεκριμένο υπάλληλο για την κατάρτιση δικαιοπραξιών σχετικών με την διεξαγωγή και διεκπεραίωση της λογιστικής της υπηρεσίας, περιλαμβανομένων και των συμβάσεων αναγνώρισης χρέους, προκύπτει ερμηνευτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ. κατά την καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη από τα εξής : α’) την αδυναμία του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, να ασχολείται ατομικά με κάθε δικαιοπραξία, απαραίτητη για τη διεκπεραίωση της λογιστικής υπηρεσίας της, εν όψει του ευρέος κύκλου και της πολυπλοκότητας των εργασιών αυτής (εταιρίας), και β’) τη δυνατότητα του συγκεκριμένου υπαλλήλου – οικονομικού Διευθυντή που συνέταξε την αναφερόμενη επιστολή για ζήτημα που αναγόταν στα καθήκοντά του (διεξαγωγή και διεκπεραίωση της λογιστικής υπηρεσίας), να υπογράψει αυτήν υπό τη σφραγίδα της εταιρίας, πράγμα που δεν είχε λόγο να πράξει και δεν θα συνέβαινε, αν δεν του είχε χορηγηθεί αυτό το δικαίωμα από το Δ.Σ. της εταιρίας όντας ο δεύτερος ουσιαστικά στην ιεραρχία μετά τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ 677/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 373/2019 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=3261). Ενισχυτικό των ανωτέρω είναι ότι ακολούθησαν επιστολές της εναγόμενης υπογεγραμμένες από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, …… (από 10-09-2013), τον Αντιπρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου ……… (από 03-09-2014, 11-09-2015, 21-09-2016) και τον Οικονομικό της Διευθυντή, ………. (20-09-2017) που επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της άνω επιστολής και ότι το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο της εναγόμενης ανερχόταν σ΄αυτό των 124.527,28 €, αφαιρούμενου όμως του ποσού των 2.012,29 €, που εμφάνιζε ο λογαριασμός της εναγόμενης ως πιστωτικό υπόλοιπο. Ειδικότερα η πρώτη από τις άνω επιστολές είχε το εξής περιεχόμενο : «Οι ελεγκτές μας ……. πραγματοποιούν έλεγχο των λογιστικών μας βιβλίων και σας παρακαλούμε για διευκόλυνσή μας να συμπληρώσετε και να στείλετε σ’ αυτούς το παρακάτω υπόδειγμα επιβεβαιώνοντας το υπόλοιπο του λογαριασμού μας στις 30.6.2013. Για διευκόλυνσή σας και ταχύτερη εξυπηρέτηση των ελεγκτών μας παρακαλούμε να στείλετε την απάντησή σας στο fax …….. ……… Eπίσης σας εσωκλείουμε φάκελο με γραμματόσημο. Με εκτίμηση …….. Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Στο έγγραφο αυτό επισυνάφθηκε στο κάτω μέρος του η απάντηση της ενάγουσας, «Προς … Τ.Θ. … …. fax ………, Κύριοι το υπόλοιπο που μας όφειλε η εταιρία …………. στις 30.6.2013 ήταν σε ανοιχτό λογαριασμό 122.514,99 € και από κάτω η σφραγίδα της ενάγουσας, η δε επιστολή αυτή όπως συμπληρώθηκε απεστάλη στους Ορκωτούς Ελεγκτές της εναγόμενης ………., και με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη έλαβε γνώση και ενέκρινε το ύψος της οφειλής. Όμοιο περιεχόμενο είχαν και τα επόμενα έγγραφα, όπου στο κάτω μέρος αυτών αναφέρεται το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγόμενης (των 124.527,28 €) και το πιστωτικό της υπόλοιπο (2.012,29 €). Οι επιστολές αυτές επιβεβαιώνουν τόσο το περιεχόμενο της από 1.10.2010 επιστολής της εναγόμενης υπογεγραμμένης από τον ………., όσο και την πληρεξουσιότητα που είχε παράσχει σ΄αυτόν το Δ.Σ. της εταιρίας με δεδομένο ότι οι 2 πρώτες από αυτές έχουν υπογραφεί από τον …….. Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης, ο οποίος δέσμευε αυτή με την υπογραφή του απεριόριστα, οι δε επόμενες επιστολές (03-09-2014, 11-09-2015, 21-09-2016) φέρουν την υπογραφή του Αντιπροέδρου αυτής ………., ο οποίος σύμφωνα με το από 31.12.2013 πρακτικό του Δ.Σ. της εναγόμενης είχε την εξουσία να εκδίδει, αποδέχεται οπισθογραφεί αξιόγραφα έως το ποσό των 4.000.000 € και να συνάπτει και λύει πάσης φύσεως συμβάσεις ανεξαρτήτως ποσού. Δηλαδή οι μεταγενέστερες αυτές επιστολές λειτουργούν και ως έγκριση της από 1.10.2010 επιστολής. Ωστόσο, το ποσό για το οποίο έγινε αναγνώριση του χρέους, όπως προκύπτει από τις μεταγενέστερες αυτές επιστολές ήταν αυτό των 122.514,99 €, αφού από το χρεωστικό υπόλοιπο των 124.527,28 €, που εμφάνιζε ο λογαριασμός της εναγόμενης αφαιρείται το πιστωτικό υπόλοιπο των 2.012,29 €. Άλλωστε και η ίδια η ενάγουσα στο από 14.5.2014 ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εναγόμενη και στην από 25.7.2014 εξώδικη δήλωσή της είχε ζητήσει την καταβολή του ποσού των 122.514,99 € και όχι αυτού των 124.527,28 €. Η σύμβαση αναγνώρισης χρέους (ως προς το από 1.10.2010 έγγραφο) καταρτίστηκε σιωπηρά, με την ανεπιφύλακτη παραλαβή της επιστολής από την ενάγουσα, καθώς το έγγραφο αυτό παρέλαβε ο Διευθυντής του Λογιστηρίου αυτής …….., που καταχώρησε την οφειλή ως «ορθή» στο κάτω μέρος της αυτής, και ταχυδρόμησε στην εναγόμενη, περιερχόμενη στον Ορκωτό Ελεγκτή αυτής, ………… Στα δε λοιπά έγγραφα, όπως εκτέθηκε, το ποσό της οφειλής συμπληρωνόταν από το Διευθυντή του Λογιστηρίου της ενάγουσας και στη συνέχεια αποστελλόταν η επιστολή απευθείας στους Ορκωτούς ελεγκτές της εναγόμενης. Η εναγόμενη – εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της αμφισβητεί την κατάρτιση σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, ισχυριζόμενη ότι το από 1.10.2010 έγγραφο είχε αποσταλεί στο πλαίσιο τυπικής αλληλογραφίας μεταξύ εμπορικών εταιριών, με αφορμή τη σύνταξη των ετησίων τους οικονομικών καταστάσεων, ο δε οικονομικός Διευθυντής της ενάγουσας δεν είχε έγγραφη πληρεξουσιότητα από το Δ.Σ. αυτής. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καθώς ο δικαιοπρακτικός χαρακτήρας του εγγράφου προκύπτει από το ότι αυτό είχε συνταχθεί ενόψει της μεταβίβασής του πακέτου των μετοχών της ΠΑΕ ……….. και εναγόμενης το έτος 2010. Αν έγγραφο αυτό λειτούργησε ως απλή επιβεβαίωση θα έπρεπε να υπήρχαν και προγενέστερα έγγραφα (αυτά που στέλνονταν ετησίως) τα οποία δεν προσκομίζει η εναγόμενη, αλλά ούτε η ενάγουσα. ¨Όπως επίσης εκτέθηκε, ο ……. είχε τη σχετική πληρεξουσιότητά συναγόμενη από τη συμπεριφορά του Δ.Σ. της εναγόμενης, αλλά και την μεταγενέστερη (γραπτή) έγκριση της επιστολής του από 03-09-2014, 11-09-2015, 21-09-2016 επιστολές. Η εναγόμενη περαιτέρω επαναφέρει την ένταση παραγραφής της απαίτησης της ενάγουσας ισχυριζόμενη ότι απαίτηση αυτής έχει παραγραφεί, με δεδομένο ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 14 ετών από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η επίδικη αξίωση, ήτοι του χρόνου έκδοσης των επίδικων τιμολογίων (2003), χωρίς να λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ικανό να διακόψει την παραγραφή. Η ανωτέρω ένσταση είναι όμως μη νόμιμη με δεδομένο, ότι η απαίτηση της ενάγουσας δεν στηρίζεται στις συναφθείσες συμβάσεις πωλήσεως αλλά στην σύμβαση αναγνώρισης χρέους, η οποία υπόκειται αυτοτελώς στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (βλ. ΕφΑθ 4754/2008 ΔΕΕ 2009, 817), και δεν έχει παρέλθει εικοσαετία από την ημερομηνία σύναψης της ως άνω σύμβασης αναγνώρισης μέχρι και την άσκηση της προκείμενης αγωγής. Επομένως ορθώς απορρίφθηκε η ένσταση αυτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η εναγόμενη περαιτέρω επαναφέρει την ένταση κατάχρησης δικαιώματος που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενη τα εξής : α) η ενάγουσα ως καθολική διάδοχος της αρχικής αντισυμβαλλόμενης γνώριζε την απαίτηση της αυτής από το έτος 2005, παρόλα αυτά ουδέποτε την όχλησε έως την 15.4.2014, β) η ενάγουσα γνώριζε ότι από το έτος 2011 υπήρχε η πρόθεση του ομίλου ……… να διακανονισθούν οι οικονομικές εκκρεμότητες, δεδομένου ότι η ……. είχε ανακοινώσει την απόφαση ολικής ή μερικής άφεσης χρέους της ……. και της εναγόμενης, γ)ενώ μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης αντηλλάγησαν ιδιωτικά συμφωνητικά για την διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων παρόλα αυτά η ενάγουσα εσιώπησε, εκφράζοντας σιωπηρά την βούλησή της να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, αφήνοντας να παρέλθουν 7 έτη από την 1.10.2010 επιστολή και 6 χρόνια από το έτος 2011 δημιουργώντας στην ενάγουσα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει την αξίωσή της. Από το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης προέκυψε ότι πράγματι πριν το έτος 2010 η ενάγουσα δεν είχε οχλήσει την εναγόμενη και από το έτος αυτό ξεκίνησαν επαφές μεταξύ των διαδίκων για διακανονισμό της οφειλής. Η ενάγουσα μέσω του πληρεξουσίου της Δικηγόρου πρότεινε με το από 21.12.2010 ηλεκτρονικό της μήνυμα την άφεση χρέους κατά το ποσό των 75.993,17 €, ώστε να μείνει ως τελικό οφειλόμενο αυτό των 46.521,82 €. Η εναγόμενη με μεταγενέστερα ηλεκτρονικά μηνύματα (από 16.11.2011 και 4.2.2013), πρότεινε το τελικό οφειλόμενο να κατέλθει σ΄αυτό των 20.672 € (βλ. σχέδια ιδιωτικών συμφωνητικών που συνοδεύουν τα ηλεκτρονικά μηνύματα). Η συμφωνία όμως αυτή τελικώς δεν υλοποιήθηκε, ενώ μετά το έτος 2010 υπήρχε υφίστατο συνεχής επικοινωνία και αλληλογραφία μεταξύ των στελεχών των διαδίκων σχετικά με την διευθέτηση και εξόφληση της οφειλής, ουδέποτε δε η ενάγουσα παραιτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από την απαίτησή της, ούτε από τη συμπεριφορά της μπορεί να συναχθεί κάτι παρόμοιο. Ενόψει των ανωτέρω η ένσταση κατάχρησης δικαιώματος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όμως θα πρέπει να γίνει δεκτός ο 4ος λόγος της έφεσης, αφού όπως εκτέθηκε, το ποσό για το οποίο έγινε αναγνώριση χρέους ήταν αυτό των 122.514,99 €. Περαιτέρω πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 122.514,99 €, με το νόμιμο τόκο από την 15.5.2014, όταν έλαβε χώρα όχληση της εναγόμενης με ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας. Σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183, 191, 179 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, τέλος, η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 περ. ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 296/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, που κατέθεσε αυτό.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από 6.11.2017 και με αριθ.καταθ. …………/2017 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν είκοσι δύο χιλιάδων, πεντακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (122.514,99) €, με το νόμιμο τόκο από την 15.5.2014.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.11.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ