ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
τμήμα 2ο
Αριθμός απόφασης : 694/ 2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τμήμα 2ο)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Γεώργιο Κιαουλιά (με δήλωση κατ’ άρθρο 2-1 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας …………….λυθείσα ήδη και τεθείσα υπό εκκαθάριση …………., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Γεώργιο Μαρούγκα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23/3/2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2012 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1238/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 10-8-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς …………../2020 έφεση.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 10-8-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ………/2020 έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της με αρ. 1238/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, Επιπλέον έχει κατατεθεί από το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………… παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 23/3/2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2012 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι επί της αγωγής που άσκησε σε βάρος της ο εναγόμενος στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (από 27.2.2007 και με αρ. καταθ. …………../2007) κρίθηκε τελεσίδικα με την με αρ. 1237/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την ενάγουσα του έγινε ακύρως και ότι η τελευταία του όφειλε το ποσό των 33.179,33 € από τη σύμβαση εργασίας, το οποίο όμως συμψηφίστηκε με την αξίωση της ενάγουσας επιστροφής του ποσού των 82.180 €, που του είχε καταβάλει ως αποζημίωση απολύσεως, αφού έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού αυτής. Ότι κατά τη διαφορά των 2 ποσών, του υπέρτερου ποσού που του κατέβαλε αχρεωστήτως η ενάγουσα ως αποζημίωση απολύσεως σε σχέση με τις αξιώσεις του από τη σύμβαση εργασίας που του αναγνωρίστηκαν τελεσίδικα, έχει καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, δηλαδή κατά το ποσό των 48.940,67€. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το παραπάνω ποσό των 48.940,67€, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα καταβολής του (30/11/2006), άλλως από τη δημοσίευση της παραπάνω τελεσίδικης απόφασης (18/3/2011) ή την επίδοση της αγωγής και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, που έκανε αυτή δεκτή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την 18.3.2011. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 538 επ. Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναψηλάφησης ασκείται με δικόγραφο το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο, η δε άσκησή της αναψηλάφησης δεν έχει μεταβιβαστικό, ούτε ανασταλτικό αποτέλεσμα (Α.Π. 971/2020, ΑΠ 245/2017, ΑΠ 870/2013). Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί απαραδέκτως, καθώς η ενάγουσα πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, είχε υποβάλει στις 2.1.2012 αίτηση αναψηλάφησης κατά της με αρ. 1237/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αμφισβητούσε την άνω απόφαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η αίτηση αναψηλάφησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι επί της αίτησης αναψηλάφησης εκδόθηκε η με αρ. 258/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε αυτήν και μετά από αυτή συζητήθηκε η ένδικη αγωγή της ενάγουσας επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αρ. 1238/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ., «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια”, η υποχρέωση δε αυτή γεννάται ιδίως σε περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης παροχής για αιτία η οποία δεν επακολούθησε, ή έληξε, ή είναι παράνομη ή ανήθικη. Περίπτωση αχρεώστητης παροχής αποτελεί και η αποζημίωση που έχει καταβληθεί στον εργαζόμενο λόγω καταγγελίας από τον εργοδότη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όταν δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθ. 1 και 3 ν. 2112/1920 και 5 § 1 ν. 3198/1955 και η καταγγελία αυτή είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή ο λήπτης ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 346 και 348 ΑΚ, εφόσον γνώριζε ή αφότου έμαθε την ανυπαρξία του χρέους (910 και 911 ΑΚ), (ΑΠ 424/2010), Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ ορίζεται ότι η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβέννυται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πλέον πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποδοτέος είναι ο πλουτισμός που πράγματι υφίσταται στα χέρια του λήπτη κατά το χρόνο της αναζήτησης, ώστε για να υπολογισθεί ο επιστρεπτέος πλουτισμός θα πρέπει, εκτός αυτού που σώζεται στα χέρια του λήπτη, να υπολογισθούν (και να αφαιρεθούν) οι δαπάνες, που υποβλήθηκε ο λήπτης για να αποκτήσει το αντικείμενο του πλουτισμού π.χ. φόροι, δασμοί κλπ, αλλά και για να το συντηρήσει στην κατάλληλη κατάσταση (Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλο, άρθρο 909 αρ. 3-4, Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Τόμος Γ’, Ημίτομος Γ’, Ειδικό Ενοχικό, σελ. 837). Ακόμα απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες, στις οποίες, άλλως, δεν θα προέβαινε. Αντίθετα ο πλουτισμός θεωρείται ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης το διέθεσε για εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες ούτως ή άλλως θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 365/2016, ΑΠ 404/2016, ΑΠ 2167/2013, ΑΠ 682/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 909 του ΑΚ, παρέχει στον εναγόμενο λήπτη της παροχής ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του ενάγοντος δότη για την επιστροφή της (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 2167/2013, ΑΠ 432/2013, ΑΠ 1420/1996 ΤΝΠ 8ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά το άρθρο 14 του ν.2238/1994 (όπως είχε τροποποιηθεί από τη διάταξη του την παρ.8 άρθρ.3 του Ν.3091/2002 «Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες», με την επιφύλαξη των διατάξεων περίπτωσης γ` της παρ. 4 του άρθρου 45, φορολογούνται αυτοτελώς …………..τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους με βάση: α) το άρθρο 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920 (το ν. 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α`), γ) το άρθρο 94 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α`). “Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καθαρό ποσό της αποζημίωσης μετά την αφαίρεση ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και παρακρατείται κατά την πληρωμή της στο δικαιούχο.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας που εξετάσθηκε ενώπιον στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού), και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση της με αρ. ……/20.10.2021 ένορκης βεβαίωσης που προσκομίζεται παραδεκτά για πρώτη φορά στο παρόν Δικαστήριο, του μάρτυρα ………., που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου, χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η με αρ. …………/11.11.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………., που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, καθώς κατά το χρόνο που ελήφθη αυτή ο ανωτέρω αποτελούσε εκκαθαριστή της εναγόμενης με συνέπεια η άνω ένορκη βεβαίωση, νομίμου εκπροσώπου του διαδίκου νομικού προσώπου, να συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 2077/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013 ΤΟΝ ΝΟΜΟΣ) κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, αλλά χωρίς για το λόγο αυτό να εξαφανισθεί η απόφαση, αφού θα επανεκτιμηθεί η υπόθεση εξ αρχής στην ουσία της, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος με δεδομένο ότι υπάρχει λόγος έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να ληφθεί υπόψη το άνω αποδεικτικό μέσο, (άρθρο 522 ΚΠολΔ) (Σαμουήλ, Σαμουήλ η έφεση 2003 σ.223, Απαλαγάκη ΚΠολΔ, άρθρο 520 αρ.9. Πανταζόπουλος άρθρο 520 αρ.14 ΕφΑθ 10180 Δ 1989 1991.149), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος προσλήφθηκε από την εταιρεία «……………» στις 1-9-1972 στην Αθήνα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως αναλυτής προγραμματιστής. Την εταιρεία αυτή εξαγόρασε στις 11-12-1976 η εταιρεία «…………» που μετονομάσθηκε το έτος 1996 σε «………..» και το έτος 1997 σε «………………) και η οποία στις 31-12-2001 συγχωνεύθηκε μετά από την απορρόφηση από την ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία που έχει ως αντικείμενο την αντιπροσώπευση και εμπορία μηχανημάτων τραπεζικών και εμπορικών εν γένει εφαρμογών. Ο εναγόμενος εργάσθηκε συνεχώς από την πρόσληψη του στις παραπάνω εταιρείες και από το έτος 2002 και έπειτα απασχολήθηκε στο τμήμα πωλήσεων του δημοσίου τομέα της ενάγουσας. Η ενάγουσα στις 30/1/2006 κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του εναγόμενου και του κατέβαλε αποζημίωση απόλυσης 24 μηνών με βάση το χρόνο εργασίας του, ύψους 82.180,00 € υπολογίζοντας αυτή με βάση τον καταβαλλόμενο μισθό του τελευταίου μήνα ποσού 2.935 € (2.935 + 1/6 επιδόματα εορτών και αδείας Χ 24 μήνες). Ωστόσο, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εναγόμενου ήταν άκυρη, όπως κρίθηκε τελεσίδικα με την με αρ. 1237/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατόπιν άσκησης αγωγής του ενάγοντος, δεδομένου ότι ο εναγόμενος κατά τη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είχε συνδικαλιστική ιδιότητα, ως αντιπρόεδρος του Δ/Σ του συλλόγου εργαζομένων της επιχείρησης της ενάγουσας, το οποίο ήταν σε γνώση της, και έτσι τελούσε υπό την προστασία των διατάξεων του νόμου 1264/1982 (άρθρο 14), ενώ δεν συνέτρεχαν λόγοι που να επέτρεπαν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ως συνδικαλιστικού στελέχους. Η παραπάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών έκρινε ότι οι συνολικές απαιτήσεις του εναγόμενου από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 33.179,33 €, (μισθοί υπερημερίας 32.945 € και διαφορά αποζημίωσης αδείας ύψους 234,33 ευρώ), όμως αποσβέσθηκαν αναδρομικά κατά ουσιαστική παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού που είχε προβάλει η εναγόμενη ως προς το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης των 82.180,00 €. Συνεπώς από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (18.3.2011), βεβαιώθηκε τελεσίδικα η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όπως και ότι αχρεωστήτως η ενάγουσα κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 82.180,00 € ως αποζημίωση απόλυσης, καθώς στα πλαίσια της ένστασης συμψηφισμού κρίθηκε ολόκληρο το ποσό της ανταπαίτησης της ενάγουσας, ώστε για το σύνολο αυτής υπάρχει δεδικασμένο (άρθρο 322 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Από τη δημοσίευση της άνω απόφασης (18-3-2011) ο εναγόμενος βεβαιώθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν άκυρη, ώστε έκτοτε ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει το ποσό της αποζημίωσης (άρθρο 911 αρ.1 ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος συνομολογεί τα ανωτέρω, όμως επαναφέρει με την έφεσή του τον ισχυρισμό που έχει υποβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι από το ποσό που έχει λάβει ως πλουτισμό δεν σώζονται και πρέπει να αφαιρεθούν τα εξής: α) ποσό 12.436 € που παρακράτησε από την αποζημίωση η ενάγουσα ως φόρο εισοδήματος, καθώς ο εναγόμενος έλαβε το καθαρό ποσό των 69.744 €, β) το ποσό των 10.752,84 € που δαπάνησε για εξαγορά της στρατιωτικής του θητείας με τα χρήματα που έλαβε από την ενάγουσα, δαπάνη στην οποία δεν θα προέβαινε αν η ενάγουσα προέβαινε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με συμπλήρωση 35ετίας τον Αύγουστο του 2007 ή το Μάϊο του 2008. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του. Ειδικότερα, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ο εναγόμενος έλαβε το καθαρό ποσό των 69.744 €, καθώς η ενάγουσα παρακράτησε ως φόρο εισοδήματος κατ΄εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 14 του ν.2238/1994, ποσό 12.436 €. Το ποσό αυτό δεν έλαβε καθόλου στην κατοχή του ο εναγόμενος και σε κάθε περίπτωση ήταν ο φόρος που επιβαρύνθηκε κατά την κτήση και τη διατήρηση του πλουτισμού, ώστε θα πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της ωφέλειάς του. Και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος έχει αξίωση για την επιστροφή του από το Δημόσιο, αυτή δε σώζεται, καθώς έχει υποκύψει σε παραγραφή (πενταετής παραγραφή, εφόσον γίνει ανάκληση δήλωσης εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, βλ. ΣτΕ 425/2017) Αποδείχθηκε περαιτέρω ο εναγόμενος από το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης που έλαβε δαπάνησε αυτό των 10.752,84 € για την εξαγορά της στρατιωτικής του θητείας, προκειμένου να λάβει πλήρη σύνταξη. Στην ενέργεια αυτή δεν θα προέβαινε αν δεν είχε προηγηθεί η πρόωρη (και άκυρη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και η καταβολή του υψηλού ποσού της αποζημίωσης. Συνεπώς προς τα άνω ποσά ο πλουτισμός του εναγόμενου δε σώζεται, οπότε θα πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση αυτού εναγόμενου, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ και ως ουσιαστικά βάσιμη και να μειωθεί αντίστοιχα το ποσό που έπρεπε να αποδώσει ο εναγόμενος, το οποίο ανέρχεται σε 48.940,67 – 12.436 -10.752,84 = 25.751,83 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους άνω ισχυρισμούς έσφαλε, οπότε ο τρίτος λόγος της έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμος.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Η δημιουργία δε αυτής της εύλογης πεποίθησης μπορεί να συνδέεται με την αντιφατική συμπεριφορά του δικαιούχου, που συνιστά μορφή καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Προϋποθέσεις αυτής αποτελούν: α) η αντίφαση στην συμπεριφορά του δικαιούχου με αντιπαραβολή της παρούσας συμπεριφοράς του με αυτήν πριν από την κτήση ή άσκηση του δικαιώματος του, β) η παγίωση των έννομων σχέσεων μεταξύ δικαιούχου και υπόχρεου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή η χωρίς δυσκολία ανατροπή τους, γ) η επέλευση επαχθών συνεπειών για τον υπόχρεο από την αναστροφή της κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώθηκε. Εξάλλου δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του δότη προς αναζήτηση του πλουτισμού από τον λήπτη, ως ενέχουσα καταφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, όταν ο δότης αναζήτησε τον πλουτισμό σε εύλογο χρόνο από την καταβολή του, μόνη δε η πάροδος ικανού χρόνου από την αναζήτηση του πλουτισμού, λόγω της μεταξύ των μερών υπάρχουσας δικαστικής διαμάχης ως προς την οφειλή αυτή, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ενόψει του ότι ο λήπτης του πλουτισμού τελεί σε γνώση της αναζήτησης. Ούτε καθιστά καταχρηστική την αξίωση του δότη περί επιστροφής του πλουτισμού, λόγω αχρεώστητης καταβολής, μόνο το γεγονός ότι η καταβολή αυτή προς το λήπτη του πλουτισμού είχε λάβει χώρα οικειοθελώς από τον δότη της παροχής. (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 626/2020, ΑΠ 1046/2018, ΑΠ 562/2014 ΝΟΜΟΣ Α. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ Τόμος I άρθρο 281 αρ. 53-56, Mακρίνας Χοΐδου, Ντίνου Μηναΐδη και Σελήνης Λιμπιτσιούνη Σημεία αιχμής της κατάχρησης δικαιώματος στο αστικό δίκαιο με βάση τη σύγχρονη νομολογία σε Pro Justitia τ.2 (2019) E-ISSN: 2529-0401 https://ejournals.lib.auth.gr/projustitia © 2019). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος επαναφέρει με την έφεσή του την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που είχε προβάλει με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό και ισχυρίζεται τα εξής : Ότι ενώ η ενάγουσα μετά την έκδοση της με αρ. 1237/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που έκρινε οριστικά τη διαφορά, ουδέποτε προσκάλεσε αυτόν να εργασθεί, από δε τον Μάρτιο του 2011 είχε συμφωνήσει μαζί του να του καταβάλει το επιπλέον ποσό των 35.000 €, ως μέρος των μισθών υπερημερίας που του όφειλε (1 έτους) μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, θεωρώντας ότι η καταγγελία της σύμβασής του είχε γίνει εγκύρως τον Ιούνιο του 2011 (με συνυπολογισμό της επίδικης αποζημίωσης των 82.810 €), και είχε συνταχθεί σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού, παρ΄όλα αυτά όμως υπαναχώρησε από τη συμφωνία αυτή, άσκησε αίτηση αναψηλάφησης, κατά της άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών και την επίδικη αγωγή ζητώντας την επιστροφή του ποσού της αποζημίωσης. Ο εναγόμενος με τον ισχυρισμό του αυτό επικαλείται ως καταχρηστική συμπεριφορά της εναγόμενης, που έχει σχέση με την αποδοχή εκ μέρους της ευρύτερων αξιώσεών του, (επιδίκαση επιπλέον μισθών υπερημερίας), στην οποία εντάσσεται και η μη επιστροφή της αρχικώς καταβληθείσας αποζημίωσης, εφόσον προέβαινε η ενάγουσα σε νέα καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, θεωρούμενη και από τα 2 μέρη ως έγκυρη. Όμως, η προσπάθεια για τη συμβιβαστική επίλυση της συνολικής διαφοράς και η μη ευόδωση αυτής, δεν σημαίνει ότι η αξίωση της ενάγουσας είναι καταχρηστική, αφού ο εναγόμενος για την πληρότητα του ισχυρισμού του, δεν επικαλείται πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με τη συμπεριφορά της ενάγουσας και ιδίως ότι απέτρεψε αυτόν από την ενάσκηση των αξιώσεών του και ότι πλέον υπάρχει διαμορφωμένη κατάσταση (παγίωση εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων), που δεν μπορεί να ανατραπεί, παρά μόνο με βλάβη του ενάγοντος. Εξάλλου από το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης προέκυψε ότι πράγματι τον Ιούνιο του 2011 είχε συνταγεί σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο, με δεδομένο ότι η ενάγουσα ήταν υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος από τις 12.12.2006 έως τον Ιούνιο του 2011, προς αποφυγή νέων δικών και πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αξιώσεων του ενάγοντος θα του κατέβαλε το επιπλέον ποσό των 35.000 € και θα θεωρείτο ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είχε γίνει νόμιμα. Ωστόσο, όπως η ενάγουσα πληροφορήθηκε, ο εναγόμενος είχε υποβάλει τον Ιανουάριο του 2007 αίτηση για απονομή σύνταξης και ειδικότερα την με αρ. …../3.1.2007 αίτηση χορήγησης κύριας σύνταξης, η οποία έγινε δεκτή αναδρομικά με την με αρ. 5664/4.6.2007 απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ, ενώ υπέβαλε και την με αρ. πρωτ. …../3.7.2007 αίτηση απονομής επικουρικής σύνταξης που έγινε δεκτή με την με αρ. 8585/20.10.2010 απόφαση του Διευθυντή του περιφερειακού Υποκαταστήματος Πειραιά του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ. Η απονομή πλήρους σύνταξης στο μισθωτό δεν σημαίνει τη λύση της σύμβασης εργασίας, αφού αποτελεί κοινωνική παροχή από ασφαλιστικό οργανισμό και όχι από τον εργοδότη (ΑΠ 121/2017, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 284/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η δε σύνταξη δεν θεωρείται ωφέλεια, ώστε να αφαιρείται από τις αποδοχές υπερημερίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ (ΑΠ 150/1984 ΕΕργΔ 44.258). Όμως η αίτηση συνταξιοδότησης του ενάγοντος, με δεδομένο ότι είχε προηγηθεί και η εξαγορά της στρατιωτικής του θητείας, υποδηλώνει την πρόθεσή του να μην εργάζεται, ώστε μετά την πάροδο πενταετίας από την (άκυρη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και την απονομή σ’ αυτόν πλήρους σύνταξης, να στερείται αντικειμένου η εκ νέου έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του (αφού ήταν συνταξιούχος ήδη 5 έτη) και η αξίωση καταβολής μισθών υπερημερίας να είναι αντίθετη με την καλή πίστη (βλ. ΑΠ 1064/2018, ΑΠ 2251/2009, ΑΠ 2077/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/1986 ΔΕΝ 1987.502). Η ενάγουσα ενόψει της άνω αντιφατικής συμπεριφοράς του ενάγοντος (ήταν ήδη συνταξιούχος, ενώ επιδίωκε την καταβολή μισθών υπερημερίας) διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και άσκησε την επίδικη αγωγή, ώστε η αξίωσή της προς απόδοση του (σωζόμενου) μέρους του πλουτισμού του να μην παρίσταται καταχρηστική. Συνεπώς ο άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την άνω ισχυρισμό ως μη νόμιμο δεν έσφαλε, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 527 αρ. 3 και 529 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά με ειδικό λόγο έφεσης από τον εναγόμενο, κατά του οποίου αγωγή έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, νέων πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ή είχαν προβληθεί απαραδέκτως και αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως (άρθρο 442 ΑΚ), με την έννοια ότι πρέπει η άμεση (παραχρήμα) απόδειξη να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλομένων ουσιωδών περιστατικών του αντιστοίχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών καταφατικά ή αποφατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης επιπλέον ουσιαστικής έρευνας (ΑΠ 1337/2014). Ειδικότερα, η ανωτέρω άμεση απόδειξη σημαίνει, αλλά απόδειξη του περί συμψηφισμού ισχυρισμού, κατά την υποβολή του, μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, (Ολ ΑΠ 10/1993, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 350/2020, ΑΠ 1856/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Πανταζόπουλος) ΚΠολΔ 2 άρθρο 527 αρ.5) Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος προτείνει για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσής του ένσταση συμψηφισμού και εξόφλησης, αξίωσής του μισθών υπερημερίας 43 μηνών για το χρονικό διάστημα από 1.11.2007 έως 31.5.2011 2.935 € ποσού 128.480 €. Για το παραδεκτό αυτής δεν επικαλείται τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 527 αρ.3 ΚΠολΔ, παρά μόνο ότι η ανταπαίτησή του είναι ομολογημένη από την ενάγουσα. ¨Όμως απαιτείται δικαστική ομολογία, δηλαδή από τις προτάσεις της ενάγουσας, κατά την έννοια του άρθρου 352 ΚΠολΔ, των περιστατικών της ένστασης συμψηφισμού που δεν μπορεί να συναχθεί από τα ανυπόγραφα σχέδια ιδιωτικών συμφωνητικών, ούτε ακόμα υπάρχει έγγραφη απόδειξη από την με αρ. 1237/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αποτελεί δεδικασμένο για την ακυρότητα της καταγγελίας (προδικαστική έννομη σχέση) και τις απαιτήσεις του ενάγοντος που επιδίκασε (βλ. ΑΠ 370/2019, ΑΠ 1257/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι όμως και για τις μεταγενέστερες αυτών. Κατά συνέπεια, ο άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά η εκκαλούμενη απόφαση θα πρέπει να εξαφανισθεί, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου έφεσης, στο σύνολό της για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, να διακρατηθεί η ένδικη αγωγή για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.751,83 €, με το νόμιμο τόκο από την 18.3.2011. Σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183, 191, 179 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, τέλος, η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 περ. ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 1238/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τακτικής διαδικασίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην στον εκκαλούντα, που κατέθεσε αυτό.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από 23/3/2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων, επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (25.751,83) €, με το νόμιμο τόκο από την 18.3.2011.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.11.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ