Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 696/2022

Αριθμός     696/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Σπυριδούλα Φωτοπούλου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   …………..ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σταμάτη Πεπόνα.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.6.2015 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1925/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και  η υπ΄ αριθμ. 3094/2020 απόφαση αυτού, που δέχθηκε την αγωγή.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, με την από  29.19.2020 (ΓΑΚ/ ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 29.10.2020 (αριθ.καταθ. ………../2020) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται κατά της υπ’ αριθ. 3094/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 1925/2017 του ιδίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 15.6.2015 (αριθ.καταθ. ………./2015) αγωγή του ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε και παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (οριστικής απόφασης) που περάτωσε τη δίκη [(29.9.2020), άρθρα 495 παρ. 1 ,2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 279 παρ. 1 εδ.β ν.3463/2006 και άρθρο 11 κ.δ 26-06/10.7.1944, Ολ ΑΠ 12/2002, ΑΠ 1337/2014, Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Πειρ. 248/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ.Μ.Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, Τόμος α΄, άρθρο 495, αρ. 17 σελ. 849).

Στην από 15.6.2015 (αριθ.καταθ. ………/2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του επαρκώς περιγραφομένου ακινήτου μετά τον επί αυτού παλαιού ισογείου κτίσματος (οικίας), που βρίσκεται στο θέση “….” της πρώην κοινότητας Σεληνίων του πρώην Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ………….. και έχει εμβαδόν 508,78 τ.μ. Ότι την κυριότητα επί αυτού απέκτησε τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο επιστηριζόμενο σε συνεχή και αδιατάρακτη σειρά συμβολαίων νόμιμα μεταγραφέντων στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, όσο και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με προσμέτρηση της συνεχούς, αδιατάρακτης και με καλή πίστη άσκηση πράξεων νομής (καλλιέργεια με γεωργικά προϊόντα, κατάτμηση) μέχρι την περιέλευσή του σε αυτόν που συνέχισε να το κατέχει διανοία κυρίου δηλώνοντας τούτο στις αρμόδιες αρχές. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, σε αυτό (επίδικο ακίνητο) εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο.

Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων επικαλείται ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου και ζήτησε δε να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 100% και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την συνεκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1925/2017 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 999, 1000, 1710, 1846, 1193 επ., 1198, 1199, 1041, 1045, 1051 ΑΚ, 51, 55, 64, 65 ΕισΝΑΚ, ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ. (18.1), 6 παρ. 1 και 2 Ν.2664/1998, 70, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ώστε να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, διόρισε πραγματογνώμονες τους, 1)………., αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό και 2)…………., δασολόγο-περιβαλλοντολόγο, για να γνωμοδοτήσουν: «α)εάν η επίδικος εδαφική έκταση με ΚΑΕΚ ………… περιλαμβάνεται στον τίτλο ιδιοκτησίας του ενάγοντος καθώς και στους τίτλους ιδιοκτησίας των άμεσων, απώτερης και απώτατων δικαιοπαρόχων του, συμπεριλαμβανομένων των ………/1980 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, ……/1992 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., ………/1974 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. (σε συνδυασμό με την ………/1965 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου), ………./1962 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… (σε συνδυασμό με την …../1964 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης και κατάργησης διαλυτικής αίρεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών …………), ………/1864 και ………/1864 συμβολαιογραφικών πράξεων του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………., επιπροσθέτως δε, αν αυτή (επίδικη εδαφική έκταση), περιλαμβάνεται στην (από το Ελληνικό Δημόσιο) εκμισθούμενη στην ανωτέρω …………., κατά τους οικείους χρόνους, ευρύτερη εδαφική έκταση (επιφανείας 18 στρεμμάτων και 280 τ.μ), β)αν η επίδικη εδαφική έκταση με ΚΑΕΚ ……….. εμπίπτει εντός των ορίων του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος ΑΒΚ …………., προβαίνοντας αυτοί (πραγματογνώμονες) στη σύνταξη σχετικού διαγράμματος σύμφωνα με το ΕΓΣΑ΄87, το οποίο (σχεδιάγραμμα) θα επισυνάψουν στην έκθεσή τους, καθώς και στη δέουσα ερμηνεία των διαθέσιμων, αναφορικά με την καταλαμβάνουσα τους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του χρονική περίοδο, αεροφωτογραφιών, γνωμοδοτώντας ως προς την κατά τους χρόνους εκείνους μορφή της (επίδικης εδαφικής έκτασης) και τυχόν διαπιστούμενο δασικό ή λειβαδικό χαρακτήρα αυτής, καθώς και των όμορων αυτής (επίδικης εδαφικής έκτασης) γεωτεμαχίων, ή μήπως είναι καλλιεργήσιμος αγρός και μέχρι τότε στο παρελθόν διαπιστώνονται ίχνη καλλιέργειάς του και με τι είδους φυτεύματα, προβαίνοντας συμπερασματικά και σε εκτίμηση της προηγούμενης (των αεροφωτογραφιών) χρονικά κατάστασης του επίδικου γεωτεμαχίου.».

Με την ολοκλήρωση της ως άνω διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, η οποία πραγματοποιήθηκε με την κατάθεση των υπ’ αριθμ. …../21.12.2018 και ……/65.2019 εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, επανήλθε προς συζήτηση η υπό κρίση υπόθεση με την υπ’ αριθμ.καταθ. …………/2019 κλήση, και ακολούθως εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3094/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία δέχτηκε την υπό κρίση αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 100%, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων κύριος κατά ποσοστό 100% με παράγωγο τρόπο. Κατά της απόφασης αυτής και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή τους, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο  6 παρ. 2 και 2 του Ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο”, όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή “άγνωστος”, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον – επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων)– στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται “άγνωστος” ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλουμένη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα– ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)-, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθητικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόμο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α)Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή), ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματος δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, Εφ.Αθ. 600/2016, Εφ.Αθ. 618/2015, Εφ.Πατρ. 226/2012 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ), β)Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.2664/1998). Πρόκειται για μια ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ.Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο έκδ.2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο ,τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον “κτηματολογικό τομέα” (πχ συνοικία), τα δύο προτελευταία δύο ψηφία την “κτηματολογική ενότητα” (πχ οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερο κάθετη προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ)Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Αθ. 2375/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσης του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της συνισταμένης στην περιγραφή του επιδίκου ακινήτου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής διόρθωσης πρώτων κτηματολογικών εγγραφών κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 του Ν.2664/2018, πλην του ΚΑΕΚ και του συνημμένου σε αυτή κτηματολογικού διαγράμματος το επίδικο ακίνητο, που είναι ήδη αρκετά τα στοιχεία για την ακριβή περιγραφή του, γίνεται και επιπλέον αναφορά σε θέση, είδος, έκταση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και επισυνάπτονται τα από Νοεμβρίου 1961 και Μαΐου 2015 τοπογραφικά διαγράμματα των μηχανικών ….. και ………… αντιστοίχως. Το επίδικο ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου (Εφ.Πατρ. 568/2021, Εφ.Πειρ. 350/2020 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο πρώτος  λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τους λοιπούς λόγους της έφεσής του, α)αρνείται ότι ο ενάγων έχει αποκτήσει κυριότητα, ισχυριζόμενο ότι η επίδικη εδαφική έκταση αποτελεί δημόσια δασική έκταση, β)με τον τέταρτο λόγο ,το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς τους περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την απέρριψε. Ειδικότερα, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παραδεκτά με τις πρωτόδικες κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του, α) “δικαιώματι πολέμου”, δυνάμει της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, άλλως, β)βάσει των διατάξεων του β.δ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, δεδομένου ότι το επίδικο αποτελούσε από το 1820 και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αποτελεί δάσος και μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του άνω διατάγματος δεν προσήχθησαν νόμιμοι τίτλοι (ταπί) από κανένα ιδιώτη, συμπεριλαμβανομένων και των τυχόν δικαιοπαρόχων των εναγουσών, άλλως γ)δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου δεν είχε κάποιος έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας, άλλως δ)ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ, ε) άλλως με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον ουδέποτε εξουσιάσθηκε από τον ενάγοντα και τους δικαιοπαρόχους του ή από άλλο φυσικό πρόσωπο. Ο ενάγων καθ’ υποφορά με την αγωγή αλλά και με τις προτάσεις του, ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί δημόσιο κτήμα, κατά τα ειδικότερα σε αυτές (προτάσεις) αναφερόμενα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε, τον υπό στοιχεία 1) α)ισχυρισμό του εναγομένου ως η νόμιμο, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1932 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σε αυτό “δια δημεύσεως πολεμικού δικαιώματος”, 2)τον υπό στοιχεία β)ισχυρισμό, περί κτήσης της κυριότητας με τακτική χρησικτησία ως αόριστο, διότι δεν επικαλείται συγκεκριμένο νόμιμο τίτλο για την θεμελίωσή της.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, προκύπτει ότι  στην κυριότητά του Ελληνικού Δημοσίου  περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και εκείνα, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα, να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμου της 21-6/3-7-1937 “περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με την γενόμενη δήμευση “δικαίωμα πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέβαλε διαρκούντος του πολέμου ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς (Ολ ΑΠ 1/20 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως μεταξύ άλλων και η Αττική, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει τις ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεως τους εντός προθεσμίας. Αναφορικά δε με τα ακίνητα, που ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά τις 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουργιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827-1833), και ειδικότερα το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ’ όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί δημοσίων κτημάτων, όπως και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω ΒΔ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ, χρόνο, διατάξεις των ν.8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.4), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18-1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας ,ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει μη νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ.και τις διατάξεις των ν.18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εις (2-9), ν.2 κωδ (7-30) Βας (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837  Νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμενοι διατάξεις”, επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” συνάγεται ότι, η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις, που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις του ν.8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βας. 9 παρ. 1 (50.4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΗΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1925 μέχρι και της 16-5-1926, και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (βλ.ΟλΑΠ 85/1987, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος σε έκτακτη χρησικτησία  η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή στην περίπτωση του δάσους η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17-11-1986 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 8/2019, ΑΠ 53/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί” εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.ΚΘ΄ της 31-3/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν  επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β)το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική – κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν.της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, του άρθρου 60 του Ν.ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας, επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ).

Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1932 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και από τα  6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18 Πανδ (41.3), ν.2 Πανδ. (7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν.ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ”, που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 “περι δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σε αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασκοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν.998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν.3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροπ.με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/1937), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν.3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν.998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, Εφ.Πειρ. 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι, “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινότητων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των άκληρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”.

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν.1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1), εισ47 (2.1) προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς κατά τα προεκτιθέμενα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον υπό στοιχεία α)ισχυρισμό ως μη νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος (5.Α) της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………. και …………. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 1925/2017 συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις υπ’ αριθ. …./21.12.2018 και ………/6.5.2019 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των διορισθέντων πραγματογνωμόνων, 1)………, αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού και 2)……….., δασολόγου-περιβαλλοντολόγου, ο οποίος αντικατέστησε τον διορισθέντα με την ως άνω υπ’ αρ. 1925/2017 μη οριστική-συνεκκαλούμενη …………., βάσει της υπ’ αριθ. 3253/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα (Κ.Πολ.Δ 387) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 16823/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρ. 261 Κ.Πολ.Δ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τις υπ’ αριθμ. α)……/28.3.1980 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά …….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας (τ…….. ,α.α ……….) και β)…./21.7.1992 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας (τ…, α.α….), μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής και κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου  από τον αποβιώσαντα την 15.10.1979 πατέρα του, …………., και λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής και κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου από την αποβιώσασα την 7.2.1992 μητέρα του, ……………, η κυριότητα νομή και κατοχή του επίδικου αγροτεμαχίου εκτάσεως 552 τ.μ και σύμφωνα με επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου εκτάσεως 509 τ.μ μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας επιφάνειας περίπου 90 τ.μ, που βρίσκεται στην περιοχή …….. της Δημοτικής Ενότητας Αμπελακίων, του Δήμου Σαλαμίνας, της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά, με ΚΑΕΚ ……….., το επίδικο ως άνω αγροτεμάχιο, όπως φαίνεται με αριθμό 10 στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………, που προσαρτάται στο υπ’ αριθ. ………./61 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., συνορεύει βόρεια με ιδιωτική οδό ονομαζομένη ήδη ………….., επί της οποίας έχει αριθμό ……. και πέραν αυτής με το υπ’ αριθ……. (..) αγροτεμάχιο του άνω διαγράμματος επί πλευράς μέτρων 23 νότια με το υπ’ αριθ…. (….) αγροτεμάχιο του άνω διαγράμματος επί πλευράς μέτρων είκοσι τριών (23), ανατολικά με ιδιωτική οδό και πέραν αυτής με το υπ’ αριθμ……… (…) αγροτεμάχιο του αυτού διαγράμματος επί πλευράς μέτρων είκοσι τεσσάρων (24) και δυτικά με το υπ’ αριθμ. ……. (…) αγροτεμάχιο του αυτού διαγράμματος επί πλευράς μέτρων είκοσι τεσσάρων (24). Στον κληρονομηθέντα ………… είχε περιέλθει το ανωτέρω ακίνητο κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με το υπ’ αριθ. ……/29.7.1964 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθ….. σε συνδυασμό με την υπ’αριθ. …./19.5.1965 πράξη εξοφλήσεως της αυτής συμβολαιογράφου, λόγω αγοράς από την ………… ……….. Στην ως άνω άμεση δικαιοπάροχο, περιήλθε, λόγω αγοράς ως τμήμα της ευρύτερης έκτασης δέκα οκτώ (18) στρεμμάτων που είχε διαιρεθεί σε είκοσι επτά (27) αγροτεμάχια, από τον ……….., με το υπ’ αριθ. ……../22.1.1962 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …… Η ευρύτερη αγροτική έκταση των δέκα οκτώ χιλιάδων (18.000) στρεμμάτων περιήλθε κατά νομή και κατοχή στον ……. από τον πατέρα του ………, ο οποίος (δικαιοπάροχος ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου – ………..) κατέστη κύριος αυτής με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον έκτοτε και πλέον συγκεκριμένα από το έτος 1913 νέμονταν αυτή με καλή πίστη, διανοία κυρίου, συνεχώς, αδιάλειπτα και αδιατάρακτα για χρονικό διάστημα πλέον της τεσσαρακονταετίας, καλλιεργώντας λαχανικά και ζωοτροφές μέχρι το έτος 1962, όταν και προέβη σε διαίρεση αυτής σε είκοσι επτά αγροτεμάχια, ένα από τα οποία αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, το οποίο, όπως προαναφέρεται, μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στην …………. Η ως άνω ευρύτερη αγροτική έκταση εμφαίνεται στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………… και συνορεύει “αγροτικώς εν μέρει μεν με ιδιοκτησία ……, με αγρόν ……… και με αγροτικήν οδόν άγουσαν προς Κυνοσούραν, μεσημβρινώς εν μέρει μεν με ιδιοκτησία …., εν μέρει δε με θάλασσαν, ανατολικώς με ιδιοκτησίαν ιδίου πωλητού …. …….. και δυτικώς με κοινοτικόν αγρόν”. Στον …….., η ως άνω αγροτική έκταση είχε περιέλθει, λόγω αγοράς από τον ………, με το υπ’ αριθμ. ……./1879 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας …….., και στον ……… είχε περιέλθει, λόγω αγοράς από τους ………… …… με το υπ’ αριθ. ……./1872 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………. Η ευρύτερη αγροτική έκταση τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκε ήδη από το έτος 1850 περίπου στην οικογένεια του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, ……., η οποία το καλλιεργούσε με λαχανικά και προς κάλυψη των βιοτικών αναγκών της, όπως, το μέσω ανωτέρω προκύπτει και από την υπ’ αρ. 112/2013 απόφαση Αρείου Πάγου, εκδοθείσα μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ………, από την οποία δεν απορρέει μεν δεδικασμένο κατά την έννοια των άρθρων 321-325 Κ.Πολ.Δ, πλην όμως συνάγεται αναμφισβήτητα η κυριότητα του άμεσου δικαιοπάροχου του ενάγοντα-εφεσιβλήτου …… επί αυτής (ευρύτερης έκτασης 18.000 στρεμμάτων τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο αγροτεμάχιο), ενισχυόμενος της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου και από τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι από το έτος 1850 τη νομή επί του ακινήτου εμβαδού 18.000 τ.μ, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, κατείχαν όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του πράξεις νομής, όπως συνεχής, συστηματική και αδιάκοπη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων (λαχανικά, ζωοτροφιές, αρακά), σύμφωνα και με τα λόγω γνώσης και με σαφήνεια και πειστικότητα κατατεθέντα και από τη μάρτυρα ………… (δίχως να αμφισβητούνται από τον μάρτυρα του εναγομένου ήδη εκκαλούντος), χωρίς ποτέ να απολέσουν την νομή, ούτε και να αμφισβητηθεί αυτή (νομή ακινήτου έκτασης 18.000 τ.μ) από οιονδήποτε φυσικό πρόσωπο είτε το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, ο ενάγων, με αδιάκοπη σειρά τίτλων απέκτησε ήδη, από το 1980-κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου και από το έτος 1992 το ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, την κυριότητα, νομή και κατοχή του επιδίκου αγροτεμαχίου από την αληθή κύριο, νομέα και κάτοχο (δικαιοπάροχο – κληρονομούμενο πατέρα του), με τα νομίμως μεταγραφέντα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικά έγγραφα, με συνέπεια να καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι το ένδικο ακίνητο, ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος), ανήκε στον …….. πατέρα του άμεσου δικαιοπάροχου του εφεσίβλητου-ενάγοντος, ……….., στον οποίο περιήλθε με τον ανωτέρω αναφερόμενο παράγωγο τρόπο και ακολούθως περιήλθε στον ……., και οι οποίοι καλλιεργούσαν αυτό (ευρύτερο αγρόκτημα και το αποτελούν αυτό τμήμα επίδικο) αδιάκοπα, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με την κατάθεση της προαναφερόμενης μάρτυρος, με λαχανικά και προς κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους μέχρι το έτος 1962 που ο ……… προέβη σε διαίρεση αυτού (ευρύτερου αγροκτήματος) σε 27 αυτοτελή αγροτεμάχια, ενώ ήδη από το έτος 1850 περίπου ανήκε στον …….., γενάρχης της οικογένειας, είχε αρχίσει να αποκτά ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εν λόγω περιοχή (βλ.το υπ’ αριθ. …. αντίγραφο μερίδας ……. στο Υποθηκοφυλάκειο Σαλαμίνας) και “όλοι οι άλλοι πήγαιναν από γενεά σε γενεά (………. – μάρτυρας)”, ήτοι από το …….. στον ……… και στη συνέχεια στον ……… (πατέρα) του ………. Επομένως ήδη είχε συμπληρωθεί, πριν το 1915 και ο χρόνος έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο των προκτητόρων του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ………, ανεξαρτήτως του ότι προϋπόθεση της τριακονταετούς νομής του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι την 11.9.1915 για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, αποτελεί και το γεγονός ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (ΑΠ 1256/1997 Ελλ.Δνη 39.596), προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.  Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ …. και ως δασική έκταση με ΔΔ … και ΔΑ …., αφού η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει την αδιαμφισβήτητη, κατά τα προαναφερθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επί αυτού. Εξάλλου, οι αγροί της ………., που βρίσκονται βόρεια της ιδιοκτησίας του ……., οι οποίοι καταλάμβαναν τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ ………, το σύνολο του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ …….. και τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ, και τους οποίους εκμίσθωσε από το Ελληνικό Δημόσιο, ουδεμία σχέση έχουν με την επίδικη έκταση και την ευρύτερη ιδιοκτησία του …….., όπως χαρακτηριστικά εμφαίνεται στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……… (βλ.και την υπ’ αριθ. ………/21.12.2018 Τεχνική Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του …….., αγρονόμου και τοπογράφου μηχανικού, διορισθέντος με την υπ’ αριθ. 1925/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά). Ενισχυτικό της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου, ότι δηλαδή η επίδικη έκταση δεν είναι δημόσια δασική έκταση και βρίσκεται σε διαφορετική θέση από εκείνη που βρίσκονται οι αγροί της ……., αποτελούν, εκτός των άλλων και το γεγονός ότι σύμφωνα με την επαναπροσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με την υπ’ αριθ. Ε 4159/2170 Ν.1 154920.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24.5.1975 – Τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, η σχετική δε ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, μεταγράφηκε στη μερίδα του εφεσιβλήτου ενάγοντος που αφορούσε το επίδικο και φερόταν με την απόφαση, ως ιδιοκτήτης της επίδικης έκτασης (βλ.το υπ’ αριθ. 4117/9.9.75 πιστοποιητικό του υποθηκοφύλακα Σαλαμίνας). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου ,συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο, που, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατον να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλόν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ,αλλά στον ενάγοντα, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε δασικός χαρακτήρας του επιδίκου ακινήτου, ούτε κατά το κομβικό χρονικό σημείο ισχύος του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αντίθετα αποδεικνύεται ότι πρόκειται περί αγροτικής μορφής (χορτολιβαδικής και καλλιεργούμενης μορφής) χωρίς την ύπαρξη δασικών ειδών από το έτος 1945 έως και το έτος 2002, ενώ από το έτος 1967 και εντεύθεν, έχει δομηθεί και περιλαμβάνει καλλωπιστικά φυτά και ελιές. Περαιτέρω, επειδή δεν προέκυψε η ύπαρξη δασικής βλάστησης στο επίδικο γεωτεμάχιο, που να του προσδίδει δασικό χαρακτήρα, όπως τούτο προκύπτει από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. …./6.5.2019 Έκθεση φωτοερμηνείας του διορισθέντος πραγματογνώμονα, ………. Επομένως δεν δημιουργείται έτσι τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου, ως δάσους, κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, ιδιότητα όμως που δεν προέκυψε στην προκειμένη περίπτωση  και αναμφισβήτητα δεν προέκυψε ότι το επίδικο γεωτεμάχιο είχε χορτολιβαδικό χαρακτήρα, είτε ότι νεμήθηκε την επίδικη έκταση με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από της απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της υπό κρίση αγωγής. Ομοίως, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ,δεν προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1833, υπό την ισχύ δηλαδή του ΒΔ της 13/15-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” είχε χαρακτήρα βοσκότοπου ή λιβαδιού. Ομοίως, από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγομένου, ότι, α)το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως “αείποτε αδέσποτο”, ήτοι ότι ουδέποτε πριν κατά την ισχύ του προϊσχύσαντος άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, όπως και του ισχύοντος δικαίου, δυνάμει του άρθρου 972 ΑΚ, υπήρξε επ’ αυτού οποιοδήποτε δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου, β)ότι το ίδιο είναι κύριο του επίδικου ακινήτου (ως τμήμα της έκτασης του δημοσίου κτήματος Α.Β.Κ ….., διότι αυτό (επίδικο) κατά το έτος 1836 ήταν δασική έκταση και περιήλθε σε αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στη προβλεπόμενη από το ΒΔ της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους ή διότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι για την επικαρπία του οποίου δεν παρουσίασε έγγραφο “ταπί”, το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους ως “αείποτε αδέσποτο”, γ)ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ενώ ο ισχυρισμός  του περί κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας είναι αόριστος, αφού το εκκαλούν-εναγόμενο δεν επικαλείται συγκεκριμένο νόμιμο τίτλο για τη θεμελίωσή του. Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, οι ισχυρισμοί ιδίας κυριότητας του εκκαλούντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του ενδίκου ακινήτου, ήτοι ότι: επίδικη εδαφική έκταση, περιήλθε σε αυτό: α)βάσει των διατάξεων του β.δ της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ισχύοντος ΔασΚωδ καθώς και τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 13 Ν. 3208/2003, ως τουλάχιστον από το έτος 1820 (δημόσια) δασική έκταση, άλλως, β)βάσει των διατάξεων του β.δ της 3/15-12-1833, ως λειβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως, γ) με έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση των αναφερομένων πράξεων νομής επ’ αυτού και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 1045 ΑΚ, άλλως, δ)βάσει των διατάξεων του από 10-7-1837 Νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ. 1 ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ, ως αδέσποτη έκταση, ουδέποτε εξουσιαζόμενη από οποιοδήποτε φυσική ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων του ενάγοντος και των αναφερόμενων δικαιοπαρόχων του, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, και η εγγραφή του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Επομένως, αφού και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 535, ΑΠ 298/2010 ΝΟΜΟΣ), και δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του ανωτέρω επίδικου γεωτεμαχίου, δυνάμει του αναφερόμενου παράγωγου τρόπου (υπ’ αριθμ. ……../28.3.1980 και …./21.7.1992 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. και της συμβολαιογράφου Πειραιά …………. αντίστοιχα νόμιμα μεταγραφείσες) και διέταξε την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστεί ο  ενάγων κύριος σε ποσοστό 100% στο ΚΑΕΚ …………….., δυνάμει του ως άνω τίτλου κτήσης, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμους τους ως άνω ισχυρισμούς του Δημοσίου και ως νόμω αβάσιμο τον πρώτο ισχυρισμό και αόριστο τον υπό στοιχείο δ΄ (επικουρικό) ισχυρισμό, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίση εφέσεως αυτού (εναγομένου), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και,

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 2.11.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 3094/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 1925/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.

Καταδικάζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ