Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 452/2022

Αριθμός   452/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θωμάς Σταμόπουλος (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς ………..) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………….., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Βασίλειος Κοντός (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών …….) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 8-8-2019 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2019) αγωγή του, κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά η με αριθμό 2984/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 19-1-2021 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 25-1-2021, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ ……../2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-1-2021, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 19-1-2021 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…./2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ……../2021, κατά της με αριθμό 2984/15-9-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 8-8-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2019 αγωγής του εφεσίβλητου εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 4-6-2020, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα εναγόμενη νόμιμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 25-1-2021 (άρθρα 495 § 1, 511 επ. ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην τελευταία στις 21-12-2020, όπως αποδεικνύεται από την επισημείωση στο αντίγραφο της απόφασης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δωδεκανήσου ……., η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης δεν είχε, ωστόσο, αρχίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΚΥΑ με στοιχεία Δ1α/ΓΠ.οικ.80189/2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.2/2021, Δ1α/ΓΠ.οικ.1293/2021, Δ1α/ΓΠ.οικ.3060/ 2021, που δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β με αριθμούς 5486/12-12-2020, 1/2-1-2021, 30/8-1-2021, 89/16-1-2021 αντίστοιχα, για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 13-12-2020 μέχρι 25-1-2021, κατά το οποίο είχαν ανασταλεί προσωρινά όλες οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και της παραγραφής των συναφών αξιώσεων, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, εφόσον η εκκαλούσα έχει καταβάλει το παράβολο ποσού 100 ευρώ με κωδικό …………… σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2 και 3 Α περ. β΄, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Για να γεννηθεί η αξίωση προστασίας από την προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή (ΑΠ 1612/2014, ΑΠ 2209/2013, ΑΠ 132/2013). Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος, συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται, γνώση του δράστη ότι, το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου, και, κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1191/2021, ΤΝΠ Νόμος). Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσης που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (ΟλΑΠ 3/2021, Ιστοσελίδα ΑΠ).

Με την από 8-8-2019 αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι η εναγόμενη, γνωρίζοντας το ψευδές, ανέφερε ψευδώς στις Αρχές, τον καταμήνυσε ψευδώς και διέδωσε σε βάρος του γεγονότα ψευδή, που βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή του, ειδικότερα, δε, ότι η εναγόμενη, με ανώνυμη αναφορά της προς την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στις 15-5-2014, που έλαβαν γνώση υπάλληλοι της Αστυνομίας και των υπηρεσιών του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, ο Εισαγγελέας αυτού και άλλοι, τον συκοφάντησε καταμηνύοντάς τον ψευδώς ότι εμπλέκεται σε υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας και παιδοφιλίας μέσω ιστοσελίδων ανάλογου περιεχομένου, με αποτέλεσμα να διενεργηθεί σε βάρος του προκαταρκτική εξέταση, ότι στις 29-1-2019 πληροφορήθηκε την ταυτότητα του αυτουργού της ανώνυμης καταγγελίας, από την οποία προσβλήθηκε σοβαρά η προσωπικότητά του, με τη διάδοση των ανωτέρω ψευδών περιστατικών σε ευρύ κύκλο ανθρώπων, αμφισβητήθηκε η ηθική του υπόσταση, και δημιουργήθηκαν σ’ αυτόν σοβαρά προβλήματα, όπως υπερβολικό άγχος και στεναχώρια, καθώς και διάρρηξη των συναισθηματικών δεσμών με τον ανήλικο υιό του. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τις άδικες πράξεις της εναγόμενης, μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό, µε δήλωση στις προτάσεις του, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 2984/15-9-2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, 20-8-2019, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας, και καταδίκασε την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ύψους 330 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της αμφότερων των βαθμών.

Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος έφεσης της εκκαλούσας, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία· ειδικότερα, αναφέρεται ότι η αποστολή της ένδικης καταγγελίας προς την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ο τρόπος και ο χρόνος ταυτοποίησης της εναγόμενης ως αυτουργού της καταγγελίας, η γνώση της εναγόμενης για το ψευδές περιεχόμενο της καταγγελίας, η διάδοση σε ευρύ κύκλο ανθρώπων, που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της καταγγελίας, η ζημία του από την προσβολή της τιμής και της υπόληψής τους ως ατόμου και επαγγελματία, η σύνδεση της προσβολής του με την καταγγελία της εναγόμενης ψευδών περιστατικών σε βάρος του. Πρέπει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω νομική σκέψη, ότι στην έννοια του «τρίτου», εφόσον δεν θεσπίζεται οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι και άλλοι, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, ούτε από την τελολογική ερμηνεία, καθώς σκοπός των διατάξεων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, και πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης που θα εκδοθεί, μετά την ολική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό· στηρίζεται, δε, στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 330, 340, 346, 914 και 932 ΑΚ, 229, 362 και 363 ΠΚ, 70, και 176 ΚΠολΔ.

Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων α) με αριθμό …./4-12-2019 ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου ……….. της μάρτυρα ………, και β) με αριθμό ……../5-12-2019 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ρόδου του μάρτυρα ………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν µε πρωτοβουλία της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης του ενάγοντος, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και οι α) από 29-1-2019 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του δικαστικού γραφολόγου ………., και β) από 12-12-2019 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης και κριτικές παρατηρήσεις του δικαστικού γραφολόγου …………. επί της υπό α) στοιχείο έκθεσης, που εκτιμώνται ως απλά έγγραφα, αφού ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 210/2020, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια προηγούμενων δικών μεταξύ των διαδίκων, των αποδεικτικών μέσων, που προέκυψαν μετά τη συζήτηση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 § 1α ΚΠολΔ, κατά την οποία στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπονται νέα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 988/2021, ΤΝΠ Νόμος), και δη των εγγράφων που προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων η με στοιχεία ΒΤ149/2021 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και η από 6-11-2020 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων του δικαστικού γραφολόγου ……. επί της ανωτέρω από 12-12-2019 βεβαίωσης του δικαστικού γραφολόγου ……….., καθώς και η από 20-10-2021 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου …….. στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν της με στοιχεία ΑΒΜ …………. παραγγελίας του Εισαγγελέα Στρατοδικείου Αθηνών, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :    Ο ενάγων από 13-6-2006 μέχρι το τέλος του μήνα Ιουλίου του έτους 2012 υπηρετούσε ως μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού στο ….. ΤΥΠΕΘ με έδρα την ……. της ….., ενώ η εναγόμενη από το έτος 2008, που έφυγε από την Αθήνα, διέμενε στη ….. Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 3-7-2010 στη …., από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, τον ………, που γεννήθηκε στις 16-2-2011, χωρίς, ωστόσο να ευδοκιμήσει η έγγαμη συμβίωσή τους, η οποία διακόπηκε από το μήνα Αύγουστο του έτους 2011, με επακόλουθο πλήθος δικαστικών διενέξεων για την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και την επικοινωνία του ενάγοντος µε αυτό. Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, και κατόπιν αίτησής του ο ενάγων, το καλοκαίρι του έτους 2012, μετατέθηκε στο ….. ΣΠΤΧ (Συνεργείο Περιοχής Τεχνικού) στο …………….. …………….., που ανήκε στην … Ταξιαρχία µε έδρα τη ….., μετά, δε, την κατάργηση της τελευταίας το 315 ΣΠΤΧ, από 1-11-2013, ανήκει στη ΜΕΡΥΠ (Μεραρχία Υποστήριξης). Στις 31-10-2013, ο ενάγων κατέθεσε, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, ………., την από 29-10-2013 αγωγή κατά της εδώ εναγόμενης για την επικοινωνία του με το ανήλικο τέκνο τους, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία την 1-11-2013· στην αγωγή αυτή ο ενάγων φερόταν ως κάτοικος …. στην οδό … …., στο κείμενο της αγωγής αναφερόταν ως προηγούμενη διεύθυνση στη …. η οδός ……….., ενώ κατά τη συζήτηση της αγωγής, στις 2-12-2013, διορθώθηκε η διεύθυνση κατοικίας του ενάγοντος και δηλώθηκε ως ισχύουσα κατοικία διαμέρισμα στη …… στην οδό …………., από την οποία, ωστόσο, αποχώρησε για να εγκατασταθεί στην οικία των γονέων του στη ……. στην οδό …………… Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 4-4-2014, εκδόθηκε, επί της ανωτέρω αγωγής επικοινωνίας, η με αριθμό 66/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ειδική διαδικασία, με την οποία ανατέθηκε αποκλειστικά στην εκκαλούσα (εκεί ενάγουσα) η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του εφεσίβλητου (εκεί εναγόμενου – ενάγοντος) με το ανήλικο, ενώ στις 7-4-2014 παρελήφθησαν τα σχετικά έγγραφα του φακέλου για λογαριασμό της εναγόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 15-5-2014, ταχυδρομήθηκε, από τα ΕΛ.ΤΑ. Περάματος Πειραιώς, µια επιστολή προς την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στην οποία περιήλθε στις 21-5-2014 και καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ………., με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Προς : ΥΠΟΑΔΗΕ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΩΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ   ΑΝΑΦΟΡΑ   Με το παρόν έγγραφο θα ήθελα να σας αναφέρω ότι υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι ο ………….-Αρχιλοχίας Τεχνικού Σώματος στο ……….. ΣΠΤΧ µε έδρα στο …………….. …………….. που ανήκει στην ….΄ Ταξιαρχία …., µε τα εξής στοιχεία επικοινωνίας: Διεύθυνση: …….. – …. (η πιο πρόσφατη), ……….. – …., …… – ….., Τηλ: ……….., εμπλέκεται σε υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας και παιδοφιλίας µέσω ιστοσελίδων αντίστοιχου περιεχομένου. Για το λόγο αυτό, παρακαλώ για τις δικές σας ενέργειες. Με εκτίμηση». Προς διερεύνηση της ανωτέρω ανώνυμης καταγγελίας σχηματίστηκε η με αριθμό ΑΒΜ ……… δικογραφία στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, και παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του ενάγοντος, κατά την οποία, στις 27-9-2014 κλιμάκιο της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, με την παρουσία δικαστικού λειτουργού, πραγματοποίησε κατ’ οίκον έρευνα στην οικία των γονέων του ενάγοντος, όπου αυτός διέμενε, στην οδό ………., στη ….., στην οποία, ωστόσο, δεν βρέθηκε ούτε κατασχέθηκε κάτι σχετικό με την ανωτέρω καταγγελία, σύμφωνα µε την έκθεση, που συντάχθηκε αυθημερόν. Η ανωτέρω προκαταρκτική εξέταση περαιώθηκε με τη με αριθμό ………/24-10-2014 πράξη του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης με τη θέση στο αρχείο της δικογραφίας, καθώς κρίθηκε ότι η γενική αναφορά στην καταγγελία για τα συγκεκριμένα αδικήματα ήταν ανεπαρκής, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν κατά τη διερεύνηση κάποια αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του ενάγοντος. Από την ανωτέρω διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων βρέθηκε σε δεινή ψυχολογική κατάσταση και συναισθήματα ανησυχίας και φόβου για την ταυτότητα του αυτουργού της προαναφερόμενης καταγγελίας, τα οποία τον οδήγησαν, στις 29-1-2015, να τροποποιήσει τους τόπους προτίμησής του προκειμένου να μετατεθεί από το …….. .. στην Αθήνα και από τις 26-8-2015 ανήκε στη δύναμη του …… ΛΤΧ με έδρα την Αθήνα, ενώ, κατόπιν προσπαθειών συνεννόησης με την εναγόμενη, εκδόθηκε η με αριθμό 130/15-6-2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου για τη συναινετική λύση του γάμου τους με τη ρύθμιση της επιμέλειας και διατροφής του ανήλικου τέκνου τους, καθώς και την επικοινωνία του ενάγοντος με το τελευταίο, για την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν ότι μέχρι τα 7 έτη του ανήλικου ο εφεσίβλητος θα επικοινωνεί με το ανήλικο μόνο παρουσία της εκκαλούσας ή των γονέων της ενώ μετά τα 7 έτη του ανήλικου, από το μήνα Μάρτιο του έτους 2018, θα μπορεί να παραλαμβάνει ο πατέρας το τέκνο για είκοσι (20) ημέρες τους θερινούς μήνες. Ωστόσο, παρά την αμετάκλητη λύση του γάμου τους οι διάδικοι δεν επέτυχαν να συνεννοηθούν για την επικοινωνία του ενάγοντος με τον υιό τους, με συνέπεια να συνεχίζονται οι δικαστικές διαμάχες για το ζήτημα αυτό. Με αφορμή τις τεταμένες σχέσεις των διαδίκων, ο ενάγων, κατόπιν συμβουλής νέου δικηγόρου του, ζήτησε και έλαβε, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2018, αντίγραφο της ανωτέρω ανώνυμης καταγγελίας και του φακέλου αυτής με χειρόγραφη σημείωση του παραλήπτη· στη συνέχεια, έχοντας δύο τετράδια με χειρόγραφες σημειώσεις της εναγόμενης, απευθύνθηκε στον ειδικό δικαστικό γραφολόγο ……………, ο οποίος συνέταξε την από 29-1-2019 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης καταλήγοντας ότι «από τη διεξαχθείσα γραφολογική έρευνα και την εργαστηριακή εξέταση της υπό έλεγχο γραφής στον από 15-5-2014 Φάκελο σε αντίγραφο και τη συγκριτική αντιπαραβολή της µε τα έγγραφα του συγκριτικού υλικού σε πρωτότυπα, προκύπτει το συμπέρασμα : ότι Με το υπάρχον υλικό η υπό έλεγχο γραφή στον από 15-5-2014 Φάκελο, φαίνεται να έχει γραφεί µε το ίδιο χέρι που έχουν γραφεί οι σημειώσεις του ΣΥ». Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, στις 21-2-2019, κατέθεσε την από 18-2-2019 έγκληση σε βάρος της εναγόμενης, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, που έλαβε ΑΒΜ ………….., κατόπιν της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της τελευταίας για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς καταμήνυσης, που φέρεται ότι τέλεσε στις 21-5-2014 με την αποστολή της προαναφερόμενης ανώνυμης καταγγελίας στην Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατέθεσε την από 4-4-2019 έγκληση σε βάρος του ενάγοντος ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, η οποία διαβιβάστηκε στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη εξαιτίας της ιδιότητας του ενάγοντος, έλαβε ΑΒΜ ……….. και διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση διάπραξης των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδορκίας από τον ενάγοντα με την κατάθεση της ανωτέρω από 18-2-2019 έγκλησής του κατά της εναγόμενης. Προς διερεύνηση της έγκλησης της εναγόμενης ο διεξάγων την προκαταρκτική εξέταση Ταγματάρχη, ……., παρήγγειλε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διορίζοντας πραγματογνώμονα τον ……….., ο οποίος συνέταξε την από 20-10-2021 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης με τελικό συμπέρασμα ότι «Οι γραφικές χαράξεις «ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε.», «ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ», «ΚΑΙ ΔΙΩΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ», «…….», «…..», «130ς και 140ς ΟΡΟΦΟΣ» του υπό έλεγχο εγγράφου [ενός λευκού φάκελου διαστάσεων 17,5 εκ. χ 12,5εκ. περίπου µε σφραγίδα «ΕΛΤΑ» ημερομηνίας 15/5/14], µε ισχυρή πιθανολόγηση, ανήκουν στον γραφικό φορέα (συντάκτη) των γραφικών χαράξεων των συγκριτικών εγγράφων (της παρούσας μελέτης) που αποδίδονται στην ………. κατά δήλωση του ……….., δεδομένου ότι διαπιστώνεται μεταξύ αυτών και των δειγματικών γραφικών χαράξεων αυτής, δομική αλλά και μερική μορφολογική ομοιογένεια.», με τη σημείωση ότι «Το δείγμα γραφής και υπογραφής που θα λαμβάνονταν από την …… . κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες και µε καθοδήγηση από ειδικό γραφολόγο θα επέτρεπε μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας. Η ……… παρότι κλήθηκε να δώσει αυτοπροσώπως δείγμα γραφής και υπογραφής της σύμφωνα µε την εισαγγελική παραγγελία, ενώπιον του διενεργούντος την Προκαταρτική Εξέταση και εμού, δεν εμφανίστηκε και για τον λόγο αυτό συντάχθηκε η από 1/10/2021 Έκθεση Μη εμφάνισης για Διενέργεια Πραγματογνωμοσύνης (αντίγραφο της οποίας παρατίθεται στα συνοδευτικά έγγραφα, στο τέλος της παρούσας).». Πρέπει να σημειωθεί ότι α) μετά τη διενέργεια της πρώτης από 29-1-2019 έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης, και κατόπιν εντολής της εναγόμενης, και με το ερώτημα «Η αναγραφή της διεύθυνσης παραλήπτη σε φάκελο με σφραγίδα ταχυδρομείου 15/05/2014 (ΕΛΤΑ Περάματος Πειραιά) έχει χαραχθεί από την κ. …….. ή όχι και γιατί;», συντάχθηκε προς σχολιασμό της η από 12-12-2019 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης και κριτικές παρατηρήσεις του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ……., ο οποίος αφού εκτιμά ότι το από 29-1-2019 συμπέρασμα του γραφολόγου ……….. υποπίπτει σε διαγνωστικά και μεθοδολογικά σφάλματα, καταλήγει στο πόρισμα – απάντηση στο ερώτημα : «Επί τη βάσει των στοιχείων που προκύπτουν από τα συγκεκριμένα έγγραφα που ετέθησαν υπόψη µου και από τα ανωτέρω εκτεθέντα γραφολογικά γνωρίσματα που προέκυψαν από τα υπό σύγκριση δείγματα προκύπτει σαφώς ότι αυτά ΔΕΝ μπορούν να αποδοθούν στο ίδιο χέρι. Παρά τη ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ του πορίσματος που της επιβάλλουν τόσο ποιοτικά όσο και σε ποσοτικό επίπεδο οι ανωτέρω εκτεθείσες διαφορές των γραφικών χαρακτηριστικών των χειρών που παρήγαγαν τα υπό σύγκριση δείγματα, θα πρέπει µε δεδομένη την εξέταση του δείγματος Χ από φωτοτυπία να ληφθούν υπόψη δεοντολογικές επιστημονικές επιφυλάξεις, οι οποίες αναγνωρίζονται και από τη νομολογιακή πρακτική [ενδεικτικά: ΑΠ (Συµβ) 727/1986, ΝοΒ 1986 (34), 1105, η οποία αναγνωρίζει της δεοντολογικές επιφυλάξεις σε περίπτωση γραφολογικής εξέτασης επί υπογραφής από φωτοτυπία λόγω ενδεχόµενων αλλοιώσεων που οφείλονται σε αυτή]. Ως εκ τούτων θα πρέπει αναγκαστικά να περιορίσουμε τη ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ σε ΒΑΣΙΜΟΤΑΤΗ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΣΗ περί ΜΗ ΤΑΥΤΙΣΗΣ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ που παρήγαγαν τα υπό σύγκριση δείγματα (αναγραφή παραλήπτη σε επιστολικό φάκελο Χ και δηλωθέντα ως αυτόγραφα δείγματα κ. ………. ΑΙ-Α20) για καθαρά δεοντολογικούς λόγους.», και β) σε απάντηση της προηγούμενης υπό στοιχείο α) γραφολογικής εκτίμησης ο δικαστικός γραφολόγος ………, κατόπιν εντολής του ενάγοντος, συνέταξε την από 6-11-2020 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων με συμπέρασμα «Συνοψίζοντας ο κ. …. στην από 12-12-2019 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης & τις κριτικές του παρατηρήσεις : Α) Στο πρώτο μέρος της βεβαίωσής του ο κ. …. καταλήγει εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι το υπό έλεγχο έγγραφο δεν μπορεί να αποδοθεί στο χέρι της ……….. στηριζόμενος αποκλειστικά σε 4 επιχειρήματα, τα οποία όπως αναλύονται στις ανωτέρω σελίδες της παρούσας έκθεσης, είναι αβάσιμα, άτοπα, άκυρα και παρουσιάζουν σειρά παραλείψεων. Ο κ. ………… προβαίνει σε σύγκριση ανόμοιων τύπων, στηρίζεται σε ενδείξεις και ενώ δεν έχει εξετάσει το υπό έλεγχο κείμενο σε πρωτότυπη μορφή, εντούτοις, καταλήγει στο συμπέρασμά του, δίχως επιφύλαξη. Επιπροσθέτως, ενώ ο κ. …….. αναφέρει ότι ζήτησε από την εντολέα του (……..) έγγραφα τα οποία να περιέχουν έγγραφα µε κεφαλαία γραφή ώστε να πραγματοποιηθεί η ορθή σύγκριση µε το υπό έλεγχο κείμενο, κάτι το οποίο δεν κατέστη δυνατόν, καθώς κατόπιν ενημέρωσης από την κ. …, η ίδια δεν συνήθιζε ποτέ να γράφει µε κεφαλαία γράμματα και ενώ είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από την κ. …. να θέσει ενώπιον του, σε όμοιο γραφικό πεδίο µε το υπό έλεγχο κείμενο, δείγμα γραφής αποκλειστικά με κεφαλαίους γραμματικούς τύπους, κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε. Δηλαδή, ο κ. … ενώ είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει σύγκριση όμοιων γραφολογικών τύπων σε όμοιο γραφικό πεδίο, δεν το έπραξε. Β) Στο δεύτερο μέρος τον κριτικών του παρατηρήσεων επί της 29.01.2019 γραφολογικής µου εκθέσεως, ο κ. ……. στηρίζεται σε παρατηρήσεις, οι οποίες όπως αναλύονται στις ανωτέρω σελίδες της παρούσας έκθεσης, είναι αβάσιµες και δεν έχουν καµία ουσία. Ο κ. …….., αναφέρεται σε «ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΣΕΙΣ επί της από 29.01.2019 «ΕΚΘΕΣΕΩΣ ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ» του κ. ……», εντούτοις ασκεί κριτική ως προς το φάκελο της δικογραφία! Επιπλέον, ενώ αναλώνεται σε ζητήματα, τα οποία δεν επηρεάζουν την έρευνα (όπως για παράδειγμα η ανάλυση σχεδόν 2 σελίδων για το που βρίσκεται τοποθετημένο στο φάκελο το υπό έλεγχο κείμενο και η αναφορά ως προς το τι ακριβώς εξειδικευμένος εξοπλισμός χρησιμοποιήθηκε). Ο κ. ………… ασκεί κριτική στον τρόπο διατύπωσης των ορολογιών που χρησιμοποιώ (όταν ο ίδιος μάλιστα στη σελ. 30 των αυτών κριτικών του παρατηρήσεων, χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως: “έναρξη στο σημείο του ρολογιού περίπου «παρά 10»”) και δεν διεισδύει στην ουσία της έρευνας. Επιπροσθέτως, ο κ, …. στηρίζεται σε ενδείξεις, εστιάζει αποκλειστικά σε συγκεκριμένα σημεία και παραλείπει σειρά στοιχείων, όπως για παράδειγμα ότι ο γραμματικός τύπος «θ» και «α» του υπό έλεγχο κειμένου παρουσιάζουν διαφορές µε τους αντίστοιχους γραμματικούς τύπους των εγγράφων του συγκριτικού υλικού, κάτι το οποίο δεν έχει βάση όπως αναφέρεται στις ανωτέρω σελίδες της παρούσας έκθεσης και αποτυπώνεται µε πίνακες όπως: (παράθεση πινάκων)   ενώ επιπλέον ασκεί κριτική σε διατυπώσεις, τις οποίες δεν έχω πραγματοποιήσει (όπως για παράδειγμα αναφέρει ότι δεν έχω εφαρμόσει στο τελικό µου αποτέλεσμα την κλίμακα εξαγωγής συμπερασμάτων, την οποία παραθέτω στη σελ.6 της από 29-1-2019 έκθεσής µου. Ωστόσο, στο τελικό µου συμπέρασμα αναφέρω « … η υπό έλεγχο γραφή ΥΕ1 φαίνεται να έχει γραφεί µε το ίδιο χέρι που έχουν γραφεί οι σημειώσεις του ΣΥ» και η κλίμακα εξαγωγής συμπερασμάτων στη σελ.6 της εκθέσεώς µου έχει ως εξής: (παρατίθεται απόσπασμα από την κλίμακα συμπερασμάτων της από 29-1-2019 έκθεσης). Ο κ. ….. αναφέρει ότι έχω υποπέσει σε διαγνωστικά και μεθοδολογικά σφάλματα και ενώ δεν γνωρίζει το συγκριτικό υλικό µε το οποίο έχω πραγματοποιήσει την έρευνα, διατυπώνει τις κριτικές του παρατηρήσεις χωρίς καμία επιφύλαξη. Συμπερασματικά: η από 12-12-2019 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης & οι κριτικές παρατηρήσεις του κ. ……, είναι ανακριβής, παρουσιάζουν παραλείψεις και ο ίδιος στηρίζεται σε ατεκμηρίωτες, λανθασμένες και αβάσιμες εκτιμήσεις, οπότε το συμπέρασμά του είναι εσφαλμένο.». Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι εκδόθηκε η με στοιχεία ΒΤ149/25-5-2021 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών η ενάγουσα για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που φερόταν ότι είχε τελέσει στις 21-5-2014 στο Πέραμα, και ότι με τη με αριθμό …../16-11-2021 διάταξη απόρριψης έγκλησης της Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η από 4-4-2019 έγκληση της εναγόμενης, σε βάρος του ενάγοντος για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδορκίας, που φέρεται ότι τέλεσε με την υποβολή της από 18-2-2019 έγκλησής του σε βάρος της εναγόμενης, κρίνοντάς την, δε, εντελώς ψευδή και από δόλο κατατεθείσα επέβαλε τα δικαστικά έξοδα στην τελευταία. Από όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη είναι το φυσικό πρόσωπο που συνέταξε και απέστειλε προς την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος την αναφορά σε βάρος του ενάγοντος µε το ανωτέρω περιεχόμενο, γεγονός που καταδεικνύεται τόσο από την ανωτέρω έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνη του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ….. …., η οποία δεν αναιρείται από το αντίθετο συμπέρασμα της από 12-12-2019 βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης και κριτικές παρατηρήσεις του ειδικού γραφολόγου ………….., που πραγματοποιήθηκε κατ’ εντολή της εναγόμενης, όσο και από τις έντονες δικαστικές διενέξεις των διαδίκων ως συζύγων και γονέων του ανήλικου υιού τους, από τις οποίες αμφότεροι είχαν την ευκαιρία να πληροφορούνται λεπτομέρειες των συνθηκών ζωής του καθενός από αυτούς. Ειδικότερα, η εναγόμενη, ως σύζυγος και σε μακρόχρονη αντιδικία με τον ενάγοντα, σύζυγό της, γνώριζε τις διαφορετικές διευθύνσεις του ενάγοντος, ……… στη …., ……… στη …, ….. στη …., και ………. στη …., καθώς και συγκεκριμένα στοιχεία για τη στρατιωτική υπηρεσία, στην οποία μετατέθηκε μετά την παραμονή του στη …., όπως ότι η μονάδα …… ΣΠΤΧ που ανήκει στην …. Ταξιαρχία της ….., ενώ δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει ότι η ανωτέρω μονάδα, μετά την κατάργηση της ……. Ταξιαρχίας κατόπιν απόρρητης διαταγής, από 1-11-2013 υπάγεται στη ΜΕΡΥΠ. Εξάλλου, οι διαφορές στους αριθμούς των οδών, 47 αντί 67 (…….), και 3 αντί 12 (…….), μπορούν να αποδοθούν είτε σε εσκεμμένο λάθος είτε σε παραδρομή της εναγόμενης, σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να αναιρέσουν το επιστημονικό συμπέρασμα της ανωτέρω από 20-10-2021 γραφολογικής έκθεσης του ειδικού γραφολόγου ……….. Επιπλέον, η ταχυδρόμηση του ένδικου φακέλου με την αναφορά από το κατάστημα των Ελληνικών Ταχυδρομείων στο Πέραμα Πειραιώς δεν αποκλείει την εναγόμενη ως αυτουργό της ένδικης καταγγελίας, καθώς η ίδια (εναγόμενη) ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία σχέση με το Πέραμα, ωστόσο, κατά την απολογία της στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, στις 25-5-2021, κατέθεσε ότι «μένει στη Νίκαια», ακολούθως διόρθωσε «έμενα στη Νίκαια» και πρόσθεσε ότι ο πατέρας της είχε στην ιδιοκτησία του τρία σπίτια στη Νίκαια, τα οποία νοίκιαζε, προσπαθώντας να παρουσιάσει τεράστια την απόσταση μεταξύ Νίκαιας και Περάματος, ενώ είναι γνωστό ότι πρόκειται για όμορες συνοικίες με εύκολη πρόσβαση από τη μία στην άλλη. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι θα ήταν αφελές από πλευράς της να αποστείλει την ένδικη επιστολή κατά το χρόνο που η διαμάχη μεταξύ των διαδίκων είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις (2η σελίδα της από 20-2-2022 προσθήκης – αντίκρουσης της εκκαλούσας), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος πρωτίστως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ, ΑΠ 926/2020, Ιστοσελίδα ΑΠ), καθόσον είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια τεταμένων δικαστικών διενέξεων οικογενειακού χαρακτήρα οι διάδικοι επιστρατεύουν πλείστα μέσα για να καταστήσουν ισχυρότερη τη θέση τους στην τελική έκβαση, πολύ, δε, περισσότερο κατά τη διεκδίκηση της επικοινωνίας ενός των γονέων με το ανήλικο τέκνο τους, όπως στην ένδικη υπόθεση, όπου η εναγόμενη ομολογεί στις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (σελίδες 10 και 11) ότι επιθυμούσε το δικαίωμα του ενάγοντος για επικοινωνία με τον ανήλικο υιό τους να ασκείται ενώπιον της με τη δικαιολογία ότι το ανήλικο δεν είχε αναπτύξει δεσμούς με τον πατέρα του και δεν μιλούσε, γεγονός που επέτυχε με την έκδοση του της με αριθμό 130/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά την εκούσια δικαιοδοσία, όπως προαναφέρεται, που ανέτρεψε τον τρόπο επικοινωνίας που ορίστηκε με τη με αριθμό 66/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά την ειδική διαδικασία· εξάλλου, αναιρείται από την ίδια κατά την απολογία της στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, στις 25-5-2021, όπου κατέθεσε ότι κατά το έτος 2014 και ιδίως την περίοδο του μηνός Μαΐου είχαν συντάξει συναινετικό διαζύγιο και συμφωνία επικοινωνίας με το τέκνο τους και δεν είχε λόγο να προβεί στην αποστολή της ένδικης καταγγελίας, ενώ στη συνέχεια δηλώνει ότι η ίδια ήθελε απλά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους, και ο ενάγων ήθελε τη μείωση της διατροφής που θα κατέβαλε για τον ανήλικο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απαλλαγή της εναγόμενης, με τη με στοιχεία ΒΤ149/25-5-2021 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που βασίζονταν στα ίδια με τα ένδικα πραγματικά περιστατικά, δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο για την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, ιδίως, δε, αφού η αθώωση της εναγόμενης για τα συγκεκριμένα αδικήματα στηρίχθηκε σε αμφιβολίες ως προς την ενοχή της με βάση την αρχή in dubio pro reo, η οποία, όμως, δεν ισχύει στην πολιτική δίκη. Η απαλλαγή, επομένως, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμα και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, και επιπλέον δεν παράγεται δεδικασμένο κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 231/2021, Ιστοσελίδα ΑΠ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης καταγγελίας γνώριζε την αναλήθεια του περιεχομένου αυτής, για την εμπλοκή του ενάγοντος σε υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας και παιδοφιλίας, καθώς σε περίπτωση ύπαρξης, πράγματι, σχετικών στοιχείων σε βάρος του ενάγοντος, τα οποία θα μπορούσε να διαπιστώσει κατά την έγγαμη συμβίωση, θα τα είχε περιλάβει στην επιχειρηματολογία της στις πολλές δίκες για την επιμέλεια του τέκνου τους, όπως η ίδια στην απολογία της, στις 25-5-2021, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ανέφερε από τις 10-8-2011, οπότε έφυγε από την οικογενειακή στέγη με το ανήλικο τέκνο τους, στις 23-8-2011 αιτήθηκε και έλαβε τα πρώτα ασφαλιστικά μέτρα για την επιμέλεια του, τα οποία ήταν η αρχή μιας σφοδρής αντιδικίας. Με την αποστολή της ένδικης ανώνυμης καταγγελίας η εναγόμενη, γνωρίζοντας το ψευδές αυτής, προσπάθησε να πλήξει την ηθική ακεραιότητα του ενάγοντος, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του, μετά την έκδοση της με αριθμό 66/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία της ανατέθηκε αποκλειστικά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του µε τον ενάγοντα χωρίς την παρουσία της, παρέμβαση που διεκδικούσε να τηρείται μέχρι την ηλικία των επτά (7) ετών του ανήλικου, επιδιώκοντας να τον καταστήσει ευάλωτο στην περαιτέρω διαπραγμάτευση για σύναψη συμφωνίας με διαφορετικό περιεχόμενο στην επικοινωνία του, με την παρουσία της ιδίας ή των γονέων, όπως και έγινε με την έκδοση της με αριθμό 160/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου συναινετικού διαζυγίου και επικύρωσης της ιδιωτικής συμφωνίας των διαδίκων για την επιμέλεια και διατροφή του ανηλίκου, καθώς και επικοινωνία του με τον ενάγοντα. Με τις ανωτέρω ενέργειές της η εναγόμενη παραβίασε το καθήκον αληθείας, που οφείλουν οι διάδικοι, προκάλεσε την καταδίωξη του ενάγοντος, προσέβαλε την τιμή, την υπόληψη και τη φήμη του, γνωρίζοντας την αναλήθεια των καταγγελιών της, τόσο στον επαγγελματικό χώρο της στρατιωτικής υπηρεσίας του, όσο και στον κοινωνικό περίγυρό του· οι ανωτέρω ψευδείς και δυσφημιστικοί ισχυρισμοί, δε, της εναγόμενης έγιναν γνωστοί στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, γραμματείς, και δικαστικούς λειτουργούς, που υπηρετούν στο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης αλλά και στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης, όπου περιήλθε αρχικά η αναφορά, πριν διαβιβαστεί στο αρμόδιο Στρατοδικείο. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από την εναγόμενη ήταν παράνομη και υπαίτια, από την οποία προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, καθώς τα ένδικα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που τέλεσε η εναγόμενη σε βάρος του ενάγοντος. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου να καθοριστεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο ενόψει των περιγραφομένων ως άνω συνθηκών της αδικοπραξίας, του είδους, της βαρύτητας, και των συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του τόπου και του χρόνου, αλλά και του μέσου με το οποίο τελέσθηκε, του γεγονότος ότι ο ενάγων δοκίμασε έντονη στενοχώρια και θλίψη, καθόσον δυσφημίστηκε ιδίως στον επαγγελματικό – κοινωνικό της περίγυρο, του βαθμού του πταίσματος της εναγόμενης, το γεγονός ότι και η τελευταία, εν γνώσει της, επέλεξε την απόδοση ψευδών κατηγοριών σε βάρος του συζύγου της και πατέρα του ανήλικου τέκνου τους, ως μέσο άσκησης πίεσης για την επίτευξη της ανάθεσης στην ίδια της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου και τον περιορισμό της επικοινωνίας του ενάγοντος με αυτό, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων· ειδικότερα για την οικονομική κατάσταση, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το ποσό των 8.000 ευρώ είναι υπέρογκο και στοχεύει στην οικονομική εξόντωσή της, ωστόσο η τελευταία εκτός από το εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογίας της του έτους 2020 με συνολικό δηλωθέν εισόδημα ύψους 7.800,47 ευρώ, δεν προσκόμισε τα λοιπά φορολογικά έντυπα, όπως Ε9 για τα ακίνητα, με συνέπεια να μην εξηγείται το ποσό των 40.600 ευρώ, που δηλώθηκε στον κωδικό 781 της φορολογικής δήλωσης και αφορά σε μη φορολογητέο κεφάλαιο που προσαυξάνει τα εισοδήματα του έτους. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε μερικά την ένδικη αγωγή, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγόμενης – εκκαλούσας, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 2984/15-9-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 19-1-2021, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../2021, έφεση, κατά της με αριθμό 2984/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……….., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 19-7-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ