Αριθμός 453/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ……….. τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος – Παναγιώτης Τζάκας (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ………..).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. Ομόρρυθμης εταιρίας …………., 2. …………….., και 3. …………..αμφότεροι οι δεύτερος και τρίτη ως ομόρρυθμα μέλη της πρώτης, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Γρίβας (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς …..).
Οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, την από 13-7-2020, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2020, ανακοπή τους, κατά του καθ’ ου η ανακοπή – εκκαλούντος – εφεσίβλητου. Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 3885/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία επικυρώθηκε η με αριθμό …………/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ακυρώθηκε μερικά η από 6-7-2020 επιταγή προς εκτέλεση. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν α) ο εκκαλών – καθ’ ου η ανακοπή (και εφεσίβλητος) την από 1-2-2021 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 2-2-2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ………/2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 4-2-2021, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2021, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο, και β) ο εκκαλών – ανακόπτων (και εφεσίβλητος) την από 12-5-2021 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 24-6-2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 24-6-2021, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………../2021, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, οι οποίοι αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 § 1 του ΚΠολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η οριζόμενη από αυτήν τριακονθήμερη προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον με τη διάταξη αυτή καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 § 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου και λήγουν στις επτά το βράδυ της τελευταίας (δηλαδή εν προκειμένω της τριακοστής) ημέρας και αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Από την αδίστακτη διατύπωση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αυτή, ως προς τη λήξη της προθεσμίας που καθιερώνει, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, έτσι ώστε αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει προς εξαιρετέα ή Σάββατο αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα, 7 μ.μ., της επόμενης εργάσιμης ημέρας (ΟλΑΠ 33/1996). Επίσης κατά την παρ.3 του άρθρου 144 ΚΠολΔ το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα. Εξάλλου κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει τη προσβαλλομένη απόφαση ή στη γραμματεία του πρωτοδικείου της μεταβατικής έδρας, αν προσβάλλεται απόφαση εφετείου που συνεδρίασε σε μεταβατική έδρα. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα, το εμπρόθεσμο της άσκησης της έφεσης που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής και, αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη (Α.Π. 118/2011, ΑΠ 1532/2009). Μάλιστα το εκπρόθεσμο της έφεσης αφορά τη δημόσια τάξη και κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαία η προβολή ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του αντιδίκου του εκκαλούντος, προκειμένου αυτό να χωρήσει στη σχετική έρευνα περί του εμπροθέσμου αυτής (ΑΠ 535/2020, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, εάν κατά της αυτής αποφάσεως ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις και η μία από αυτές είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, ενώ η άλλη είναι εκπρόθεσμη, η τελευταία, εφόσον αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την άλλη έφεση ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, ισχύει ως αντέφεση, χωρίς να απαιτείται προς τούτο ειδικό αίτημα, αφού και η αντέφεση, αποβλέπουσα στο ίδιο, για τον ασκήσαντα εκπρόθεσμη έφεση εκκαλούντα, αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται διαφορετικό αίτημα από εκείνο της έφεσης. Ως κεφάλαια δε κατά την έννοια της ως άνω διάταξης νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας απόφασης που ενάγονται σε αυτοτελείς, αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας, ενώ ως αναγκαστικά συνεχόμενα κεφάλαια με εκείνα που προσβάλλονται με την έφεση θεωρούνται οι διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης που αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία κατά την εξέλιξη της ίδιας έννομης σχέσης (ΑΠ 214/2000, ΑΠ 639/1990, ΑΠ 1499/1984). Τέτοια κεφάλαια θεωρούνται ότι είναι και εκείνα, με τα οποία επιδικάζονται το κεφάλαιο και οι τόκοι επ` αυτού, αφού αξίωση προς καταβολή τόκων δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αξίωση προς καταβολή κεφαλαίου (ΑΠ 1563/1990) (ΑΠ 1322/2018, ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν α) η από 1-2-2021 με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../4-2-2021, έφεση του μερικά ηττηθέντος καθ’ ου η ανακοπή, και β) η από 12-5-2021, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/24-6-2021, έφεση των μερικά ηττηθέντων ανακοπτόντων, κατά της με αριθμό 3885/28-12-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε η κατ’ άρθρο 632ΚΠολΔ ανακοπή, επικυρώθηκε η με αριθμό ………/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δέχθηκε μερικά την κατ’ άρθρο 933ΚΠολΔ ανακοπή και ακύρωσε μερικά την από 6-7-2020 επιταγή προς εκτέλεση για το συνολικό ποσό των 6.312,80 ευρώ (= 3.008,80 + 3.000 + 303,80), καταδικάζοντας τον καθ’ ου η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων ύψους 250 ευρώ. Η πρώτη (υπό στοιχείο α) έφεση από 1-2-2021 του καθ’ ου η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ) με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2-2-2021, πριν την επίδοση σ’ αυτόν της εκκαλούμενης απόφασης. Η δεύτερη (υπό στοιχείο β) έφεση από 12-5-2021 των ανακοπτόντων έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, διότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους τελευταίους με επιμέλεια του καθ’ ου η ανακοπή στις 26-4-2021 και η έφεσή τους κατατέθηκε στις 24-6-2021, δηλαδή μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς …………./26-4-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …… ., καθόσον ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί μη επίδοσης ή μη έγκυρης επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είναι ουσιαστικά αβάσιμος, αφού οι ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης, ως δημόσια έγγραφα, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σ’ αυτές τις εκθέσεις ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του, ενώ ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή αυτών ως πλαστών, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1112/2020, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από την επισκόπηση των ανωτέρω εκθέσεων επίδοσης και των παραγγελιών επίδοσης αποδεικνύεται ότι περιέχουν όλα τα απαιτούμενα από το νόμο κατά το άρθρο 139 ΚΠολΔ στοιχεία, ενώ οι ανακόπτοντες δεν προσέβαλαν τις εκθέσεις επίδοσης ως πλαστές ούτε ανταποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, καθόσον δεν προσκόμισαν τα έγγραφα για τον τρόπο επίδοσης σ’ αυτούς. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, η εκπρόθεσμη αυτή (υπό στοιχείο β) έφεση ισχύει κατά μετατροπή, χωρίς να απαιτείται ειδικό αίτημα προς τούτο, ως αντέφεση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 523 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αφού με αυτήν πλήττονται κεφάλαια, που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά που προσβάλλονται με την πρώτη από 1-2-2021 έφεση του καθ’ ου η ανακοπή, καθώς προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία κατά την εξέλιξη της ίδιας έννομης σχέσης, σύμβαση μίσθωσης καταστήματος. Πρέπει, επομένως, η πρώτη έφεση και η αντέφεση, αφού παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 § 1, και 591 § 1 ΚΠολΔ).
Με το από 13-7-2020 εισαγωγικό δικόγραφο των ανακοπτόντων, ήδη εφεσίβλητων–αντεκκαλούντων (κατά μετατροπή), στο οποίο σωρεύονται ανακοπές κατά τα άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, ζήτησαν για τους αναφερόμενους σ’ αυτό λόγους, την ακύρωση α) της σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας με αριθμό ……/2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, με βάση το από 30-11-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ του τελευταίου, ως εκμισθωτή, και της πρώτης ανακόπτουσας εταιρίας, ως μισθώτριας, όπως εκπροσωπούνταν από τους δεύτερο και τρίτη ανακόπτοντες, ως διαχειριστές και ομόρρυθμα μέλη της πρώτης, με την οποία υποχρεώθηκε η πρώτη ανακόπτουσα να καταβάλλει στον καθ’ ου η ανακοπή τα ποσά i) των 3.890,03 ευρώ ως ανεξόφλητα μισθώματα από το μήνα Ιανουάριο μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 2020, ii) των 1.789.69 ευρώ ως αναπροσαρμογή μισθωμάτων από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 μέχρι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2019, iii) των 202,88 ευρώ για τόκους υπερημερίας εκπρόθεσμης καταβολής μισθωμάτων των μηνών από Δεκέμβριο του έτους 2016 μέχρι Νοέμβριο του έτους 2017, και για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2019, καθώς και iv) το ποσό των 300 ευρώ για δικαστική δαπάνη, και β) της από 6-7-2020 επιταγής προς πληρωμή της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλλουν στον καθ’ ου η ανακοπή τα ανωτέρω ποσά, καθώς και i) το συνολικό ποσό 814,89 ευρώ (= 110,24 + 309,59 + 395,06) ως τόκους υπερημερίας των οφειλόμενων μισθωμάτων μέχρι 29-6-2020, ii) το συνολικό ποσό των 325,40 ευρώ (= 2 + 7,20 + 186 + 130,20) για λήψη αντιγράφου, τέλος απογράφου, έξοδα σύνταξης επιταγής, και έξοδα επίδοσης αντίστοιχα, και iii) το ποσό των 303,80 ευρώ για έξοδα επίδοσης συντηρητικών κατασχέσεων. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αριθμό 3885/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν οι σωρευόμενες ανακοπές, απoρίφθηκε η ανακοπή κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, επικυρώθηκε η με αριθμό …../2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε δεκτή μερικά την ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ακυρώθηκε μερικά η από 6-7-2020 επιταγή προς εκτέλεση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής για το συνολικό ποσό των 6.312,80 (= 3.008,80 + 3.000 + 303,80) ευρώ, και καταδικάστηκε ο καθ’ ου η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων ύψους 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ι) ο εκκαλών – καθ’ ου η ανακοπή με την υπό στοιχείο α κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα κεφάλαια που προσβάλλει, και να απορριφθεί η ανακοπή στο σύνολό της, ώστε να θεωρηθεί έγκυρη η από 6-7-2020 για το συνολικό ποσό των 7.626,69 ευρώ, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη του αμφότερων των βαθμών, και ιι) οι αντεκκαλούντες (εκκαλούντες) – ανακόπτοντες με την υπό στοιχείο β κρινόμενη αντέφεση (κατά μετατροπή), για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρία η ανακοπή τους, με σκοπό την ακύρωση της ……/2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 6-7-2020 επιταγής προς εκτέλεση ως προς όλα τα κονδύλια αυτής, καθώς και να καταδικαστεί ο αντεφεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη του αμφότερων των βαθμών.
Ι. Το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, «ως εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Έτσι, αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία, είτε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτού, είτε ως ποινική ρήτρα. Συνήθως αποτελεί προκαταβολή (άρθρ. 416 ΑΚ) έναντι μελλοντικού χρέους του μισθωτή που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογισθεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο (ΑΠ 171/2017, ΑΠ 236/2010, ΤΝΠ Νόμος) και προβάλλεται νόμιμα προς συμψηφισμό, ακόμα και αν συμφωνήθηκε το αντίθετο, ιδίως όταν με την αγωγή του εκμισθωτή προβάλλονται αξιώσεις τόσο για τα μισθώματα (και την αποζημίωση χρήσης) όσο και για φθορές στο μίσθιο, οπότε και κατάγονται όλες οι ενδεχόμενες αξιώσεις από τη λήξη της μίσθωσης προς διάγνωση στο ίδιο Δικαστήριο (ΕφΘεσ 1065/2008, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 493/2020, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 440 και 441 ΑΚ το διαπλαστικό δικαίωμα του συμψηφισμού δημιουργείται, από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν και ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικά, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος (εξώδικος συμψηφισμός) επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Η επίκληση στη δίκη του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ένστασης, αλλά διαδικαστική πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί, ώστε ουσιαστικά πρόκειται περί ένστασης εξόφλησης της επίδικης απαίτησης που επήλθε με τον συμψηφισμό. Σημειωτέον ότι ο ΑΚ στα παραπάνω άρθρα 440-452 ρυθμίζει τον μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό και όχι τον εκούσιο ή συμβατικό (compensatio voluntaria), ο οποίος είναι δημιούργημα της ελευθερίας των συμβάσεων και μπορεί να αφορά και μέλλουσες απαιτήσεις (ΑΠ 31/2017, ΑΠ 764/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 493/2020, όπ.π.). ΙΙ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 ε’ ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι «Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν (ορθότερο προσκομίζουν: βλ. Σπ. Τσαντίνη, «Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Γενικό Μέρος» ΕΠολΔ 2/2014. 182), όλα τα αποδεικτικά τους μέσα» ρυθμίζεται με σαφή και ενιαίο τρόπο για όλες τις ειδικές διαδικασίες ο χρόνος προσαγωγής (προσκόμισης) των αποδεικτικών μέσων και ακολουθεί τα ισχύοντα άρθρα 649 § 1 και 670 ΚΠολΔ. Σημαντική νομοθετική μεταβολή επήλθε με το Ν. 4335/2015 και ως προς τις προϋποθέσεις εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης εφαρμοστέα από 1.1.2016 τυγχάνει και στις ειδικές διαδικασίες η γενική διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015, στην § 1 του οποίου ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394». Δηλαδή και στις ειδικές διαδικασίες, όπως και στην τακτική διαδικασία όπως διαμορφώνεται με τις επελθούσες αλλαγές, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τους όρους του νόμου τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ. Ανατρέπεται συνεπώς η παγιωμένη σήμερα στη νομολογία θέση ότι ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων δεν ισχύει στις ειδικές διαδικασίες παραδείγματος χάριν των μισθωτικών διαφορών, αφού δεν θα είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο και σιωπηρή συμφωνία παραίτησης από την αναπροσαρμογή του μισθώματος, για την τροποποίηση του οποίου έχει ορισθεί με τη μισθωτική σύμβαση ως αποδεικτικός τύπος ο έγγραφος, ή μαρτυρική κατάθεση για την απόδειξη συμφωνηθέντος διαφορετικού μισθώματος από το αναγραφόμενο στο μισθωτήριο, καθόσον δεν θα είναι επιτρεπτή στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών -στην οποία θα εμπίπτει η μισθωτική αυτή διαφορά-, μαρτυρική κατάθεση που έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο εγγράφου (……….., Πρόεδρος Πρωτοδικών, Οι γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ΕλλΔ 2016, 78επ.). ΙΙΙ. Με τη διάταξη 932 ΚΠολΔ ορίζεται ότι τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει. Στα έξοδα αυτά εμπίπτουν όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσο στην εκτέλεση καθ` εαυτή, όσο και στην όλη διαδικασία της, από την έναρξη μέχρι την περάτωση της. Ειδικότερα, στα έξοδα της εκτελέσεως περιλαμβάνονται τα αναγκαία έξοδα για την έναρξη, κίνηση και γενικά τη διαδικασία της εκτελέσεως, βάσει της οποίας επιτεύχθηκε το πλειστηριασμό που διανέμεται στους δανειστές, με αφετηρία τα έξοδα και δικαιώματα για την έκδοση απογράφου, τη σύνταξη αντιγράφου και επιταγής προς εκτέλεση. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως τα περιττά και αυτά που γίνονται από υπερβολική πρόνοια, ούτε και αυτά που δημιουργήθηκαν προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος ή των αναγγελθέντων δανειστών, δηλαδή τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης του, απόκτηση εκτελεστού τίτλου, κατάθεση τίτλων κλπ. (Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, παρ. 407, ΑΠ 120/2005 ΝοΒ 2005.1430, ΑΠ 280/2004, ΕφΘεσ 1634/2008, ΕφΘεσ 2483/2000, ΤΝΠ Νόμος)
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), καθώς και της με αριθμό …./16-3-2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. … του μάρτυρα ……….., η οποία ελήφθη µε πρωτοβουλία του εκκαλούντος – καθ’ ου η ανακοπή κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης των αντεκκαλούντων – ανακοπτόντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 § 1 εδ. α ΚΠολΔ (ΑΠ 988/2021, ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 30-11-2016, στον Κορυδαλλό Πειραιώς, οι διάδικοι συμφώνησαν και συνυπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής στέγης, με το οποίο ο εκκαλών – καθ’ ου η ανακοπή εκμίσθωσε προς την πρώτη αντεκκαλούσα – ανακόπτουσα εταιρία, την οποία εκπροσώπησαν οι λοιποί αντεκκαλούντες – ανακόπτοντες, ένα ακίνητο – οριζόντια ιδιοκτησία και δη ένα ισόγειο ενιαίο και αυτοτελή χώρο – κατάστημα, που βρίσκεται στον Κορυδαλλό, στην οδό …………, επιφάνειας 57,60τμ, στο οποίο υφίσταται πατάρι, WC, παροχή ύδρευσης και ΔΕΗ τριφασικής τάσης, με ηλεκτροκίνητα ρολά ασφαλείας, ρυθμιζόμενα με τηλεκοντρόλ, ένα κλιματιστικό μηχάνημα μάρκας SANYO, καθώς και εγκατάσταση ασφαλείας (συναγερμό), για να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστημα της εταιρίας με αποκλειστική δραστηριότητα το χονδρικό και το λιανικό εμπόριο κοσμημάτων, ωρολογίων, ασημικών, χρυσών, αργυρών, και άλλων συναφών ειδών – επιχείρησης χρυσοχοείου – αργυροχοείου, καθώς και του αργυραμοιβού, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 12 ετών, μέχρι την 30η-11-2028, με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 ευρώ για το πρώτο μισθωτικό έτος, με ετήσια αναπροσαρμογή 5%, και ειδικότερα από 1-12-2017 θα ανέρχεται στο ποσό των 1.050 ευρώ, από 1-12-2018 στο ποσό 1.102,50 ευρώ, από 1-12-2019 στο ποσό των 1.157,63 ευρώ κ.ο.κ., προσαυξανόμενο με το τέλος χαρτοσήμου ποσοστού 3,6%, το οποίο θα προκαταβάλλεται το πρώτο τριήμερο κάθε ημερολογιακού μήνα με κατάθεση στο με αριθμό …………… τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή της Alpha Bank, το εμπρόθεσμο, δε, των καταβολών του μισθώματος προκύπτει είτε από την απόδειξη του γραμματίου είσπραξης της ανωτέρω τράπεζας, είτε από τη σχετική τραπεζική εγγραφή πίστωσης στον ως άνω λογαριασμό, είτε από έγγραφη απόδειξη του εκμισθωτή ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, τα οποία αποτελούν τα μόνα μέσα απόδειξης καταβολής του μισθώματος απαγορευόμενου ρητώς κάθε άλλου μέσου απόδειξης, ακόμη και αυτού του όρκου. Με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό οι διάδικοι δήλωσαν μεταξύ άλλων α) η μισθώτρια και οι εκπρόσωποί της ότι θεωρούν το μίσθωμα δίκαιο και εύλογο, ότι ο εκμισθωτής δεν υποχρεούται να προβεί σε οιαδήποτε δαπάνη, αναγκαία ή μη, στο μίσθιο, το οποίο είναι της απόλυτης αρεσκείας τους χωρίς πραγματικά ελαττώματα, συμφωνημένη ιδιότητα και κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα εμπορική χρήση, και το οποίο παραδόθηκε σ’ αυτούς όπως βρισκόταν την ημέρα της υπογραφής χωρίς άλλη υποχρέωση του εκμισθωτή είτε για βαφή είτε για ανακαίνιση τούτου, β) ο εκμισθωτής ότι έχει υποχρέωση αποκατάστασης της φθοράς που προκαλείται από τη συνήθη χρήση πλην βαφής, γ) η μισθώτρια, σε περίπτωση αντικατάστασης τμημάτων του μισθίου πάντοτε με τη συναίνεση του εκμισθωτή, υποχρεούται να προβεί στην αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εάν το ζητήσει ο εκμισθωτής κατά τη λήξη ή λύση της μίσθωσης προς το σκοπό προσήκουσας παράδοσης του μισθίου, αμελλητί, αναντιρρήτως και με δικές της δαπάνες, δ) αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ότι το ποσό των 3.000 ευρώ, ως εγγύηση καλής εκτέλεσης της σύμβασης μίσθωσης και των όρων αυτής, πιστώθηκε και θεωρήθηκε ότι καταβλήθηκε μετά τη λύση της προηγούμενης μίσθωσης με την εταιρία με την επωνυμία «…………..», στην οποία μετείχαν οι ανακόπτοντες φυσικά πρόσωπα και οι γονείς τους, το οποίο θα παραμείνει άτοκα στα χέρια του εκμισθωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης και θα επιστραφεί στη μισθώτρια με την έγκαιρη και προσήκουσα παράδοση του μισθίου, όπως προαναφέρεται ή με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο με κοινή συναίνεση λύση της σύμβασης, ότι δεν αποτελεί μίσθωμα και δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός με το μίσθωμα· ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι 1. το ποσό της εγγύησης εκπίπτει υπέρ του εκμισθωτή i) για κάθε παράβαση του συμφωνητικού, ιδίως αν δεν καταβληθεί το μίσθωμα, το χαρτόσημο, οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας οι κοινόχρηστες δαπάνες, δεν επιδοθεί αντίγραφο του τροποποιητικού καταστατικού κ.λπ., ii) δεν αποδοθεί η χρήση του μισθίου εμπροθέσμως και προσηκόντως, δεν γίνει καλή χρήση του μισθίου ή ανεπίτρεπτα παρακρατηθεί η χρήση του μισθίου μετά τη λήξη της μίσθωσης ή παραχωρηθεί ανεπίτρεπτα, 2. επιστρέφεται η εγγύηση στη μισθώτρια μετά την παράδοση της χρήσης του μισθίου και μετά την προσκομιδή απόδειξης ότι εξοφλήθηκαν οι λογαριασμοί ΔΕΗ, ύδατος, κοινόχρηστων δαπανών κ.λπ., και εφόσον δεν έχει συντρέξει περίπτωση έκπτωσής της. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι κατά τη λήξη ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λύση της μίσθωσης η μισθώτρια υποχρεούται να εκκενώσει και να παραδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή ελεύθερο και στην κατάσταση, στην οποία το παρέλαβε, ήτοι άνευ φθορών ή βλαβών πλην εκείνων που προκύπτουν από τη συνήθη χρήση, και ότι κάθε τροποποίηση των όρων του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης γίνεται και αποδεικνύεται εγγράφως, αποκλειόμενου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου, ακόμα και αυτού του όρκου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις των διαδίκων δεν εξελίχθηκαν ομαλά, με συνέπεια από τις 18 με 19-5-2020 οι ανακόπτοντες ξεκίνησαν να αδειάζουν το μίσθιο κατάστημα, και στις 20-5-2020 ένα συνεργείο εργατών άρχισε να αφαιρεί τις προσθήκες που είχαν γίνει στο κατάστημα, όπως ψευδοροφές, φωτιστικά, λαμαρίνες και γυψοσανίδες, οπότε ο εκκαλών – καθ’ ου η ανακοπή διαμαρτυρόμενος έδιωξε τους εργάτες, με αποτέλεσμα η τρίτη ανακόπτουσα να καλέσει την αστυνομία, Αστυνομικό Τμήμα Κορυδαλλού, και να καταγραφεί το περιστατικό στο σχετικό δελτίο οχήματος, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου …………./20-5-2020. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες των εφεσίβλητων στο μίσθιο ακίνητο, με την από 22-5-2020 εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία, πρόσκληση για καταβολή μισθωμάτων και δήλωση, που επιδόθηκε στους τελευταίους στις 25-5-2016, και δήλωσε την πλήρωση του όρου 10 3η παράγραφος του από 30-11-2016 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, με συνέπεια την υπέρ του κατάπτωση της καταβληθείσας εγγύησης καλής εκτέλεσης της μεταξύ τους μίσθωσης, ύψους 3.000 ευρώ. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι στις 9-6-2020, στον Κορυδαλλό, οι διάδικοι δήλωσαν, συμφώνησαν και αποδέχθηκαν, ότι η υφιστάμενη, ως άνω, μισθωτική σχέση, που συνάφθηκε με το από 30-11-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, λύθηκε από την 1η-6-2020, δηλώνοντας συγχρόνως α) ότι η μισθώτρια παρέδωσε ανεπιφύλακτα το σύνολο των κλειδιών του μισθίου στον εκμισθωτή και δήλωσε ότι συμφωνεί και αποδέχεται την ανεπιφύλακτη παράδοση της νομής και κατοχής επί του μισθίου σε αυτόν, και προς τούτο η μισθώτρια δήλωσε ρητά ότι δεν διατηρεί ουδέν δικαίωμα χρήσης επί του μισθίου και ουδέν έτερο δικαίωμα επί των τυχόν πραγμάτων που ευρίσκονται ή καταλείπονται εντός αυτού, β) ο εκμισθωτής παρέλαβε το μίσθιο και ότι τούτο ευρίσκεται σε καλή κατάσταση, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. Επίσης, στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης μίσθωσης επαγγελματικής στέγης περιλήφθηκε και η ακόλουθη παράγραφος με αριθμό 3 : «Επιφύλαξη παντός περιουσιακού δικαιώματος του εκμισθωτή. Ο εκμισθωτής δηλώνει ότι επιφυλάσσεται παντός νομίμου περιουσιακού δικαιώματός του σε βάρος της μισθώτριας εκ της εν λόγω μισθωτικής σχέσης, όπως ενδεικτικά εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών μισθωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αναπροσαρμογών αυτών, τόκων υπερημερίας, καθώς και πάσης έτερης αξίωσης αυτού, τις οποίες ρητώς δηλώνει ότι θα διεκδικήσει δια της δικαστικής οδού. Συναφώς, αναφέρεται και επικαλείται πλήρως τα διαλαμβανόμενα στην από 22.05.2020 εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία, πρόσκληση για καταβολή μισθωμάτων και δήλωση αυτού προς τη μισθώτρια, η οποία επιδόθηκε σε αυτήν στις 25.05.2020.». Επιπλέον, οι αντεκκαλούντες – ανακόπτοντες, στο τέλος του ανωτέρω συμφωνητικού λύσης της μίσθωσης, δήλωσαν την επιφύλαξή τους για κάθε νόμιμο δικαίωμά τους σε βάρος του εκμισθωτή ολόκληρης της (ως άνω) παραγράφου 3. Μετά την ανωτέρω λύση της ένδικης μισθωτικής σχέσης ο εκκαλών εκμισθωτής κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 17-6-2020 αίτησή του προς έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού ανέφερε την καταβολή από τη μισθώτρια εταιρία, πρώτη εφεσίβλητη, στις 10-6-2020, με κατάθεση στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό, του ποσού των 3.008,80 ευρώ, την οποία αφαίρεσε και από το συνολικό ποσό, με αποτέλεσμα να αιτηθεί την καταβολή i) των μισθωμάτων των μηνών από Ιανουάριο (μέρος αυτού) μέχρι και Μάιο του έτους 2020, συνολικού ύψους 3.890,03 ευρώ, ii) των διαφορών από τη καταβολή μισθωμάτων χωρίς τη συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή για τους μήνες από 1-11-2017 μέχρι 30-11-2019 συνολικού ύψους 1.789,69 ευρώ, και iii) των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας για την καθυστέρηση των μισθωμάτων από την έναρξη της ένδικης μίσθωσης μέχρι τη λήξη αυτής συνολικού ύψους 202,88 ευρώ· με την ανωτέρω αφαίρεση, επομένως, το συνολικό αιτούμενο ποσό διαμορφώθηκε σε 5.882,60 ευρώ, το οποίο του επιδικάστηκε με τη με αριθμό ……/19-6-2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της οποίας με την από 6-7-2020 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στις 6-7-2020. Μεταξύ των ποσών που διώκει να εισπράξει ο εκκαλών εκμισθωτής είναι και το ποσό των 303,80 ευρώ για τα έξοδα επιδόσεων των συντηρητικών κατασχέσεων που αυτός επέβαλε σε βάρος των καθ’ ων η εκτέλεση – ανακοπτόντων – αντεκκαλούντων. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ένδικη μίσθωση καθώς και οποιαδήποτε τροποποίηση αυτής συμφωνήθηκε ότι θα αποδεικνύεται εγγράφως, με συνέπεια ο ισχυρισμός, και αντίστοιχος λόγος αντέφεσης, των αντεκκαλούντων ότι υπήρξε σιωπηρή κατάργηση του όρου αναπροσαρμογή του μισθώματος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον μετά την τροποποίηση του κώδικα πολιτικής δικονομίας με το Ν 4335/2015, ο οποίος ισχύει από την 1η-1-2016, και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου στις ειδικές διαδικασίες, με συνέπεια, όταν έχει ορισθεί με τη μισθωτική σύμβαση ως αποδεικτικός τύπος ο έγγραφος, να μην είναι δυνατή η απόδειξη με άλλα μέσα η σιωπηρή συμφωνία παραίτησης από την αναπροσαρμογή του μισθώματος, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω (ΙΙ) νομική σκέψη· σε κάθε περίπτωση, δε, οι αντεκκαλούντες – ανακόπτοντες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε έγγραφο περί συμφωνίας τροποποίησης του όρου αναπροσαρμογής του μισθώματος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα καταδεικνύεται ότι το ποσό των 3.008,80 ευρώ, που κατέβαλε η μισθώτρια στις 10-6-2020, υπολογίστηκε τόσο στην αίτηση όσο και στη με αριθμό ……/2020 διαταγή πληρωμής και αφαιρέθηκε προσηκόντως, και επομένως, ο ισχυρισμός και λόγος έφεσης του εκκαλούντος ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε διπλή αφαίρεση του ίδιου ποσού από τα οφειλόμενα είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης που αφορούν στο ποσό της εγγύησης των 3.000 ευρώ και στο ποσό για την επίδοση των συντηρητικών κατασχέσεων των 303,80 ευρώ. Ως προς την εγγύηση των 3.000 ευρώ πρέπει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω (Ι) μείζονα σκέψη, ότι από τη λήξη – λύση της μισθωτικής σχέσης νόμιμα προβάλλεται προς συμψηφισμό η αξίωση επιστροφής της εγγύησης, ακόμα και αν συμφωνήθηκε το αντίθετο, ιδίως όταν ο εκμισθωτή προβάλλει αξιώσεις τόσο για τα μισθώματα όσο και για φθορές στο μίσθιο, όπως στην κρινόμενη περίπτωση. Οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος για παραβάσεις της ένδικης μισθωτικής σύμβασης δεν αποδεικνύονται από κάποιο αποδεικτικό μέσο, καθόσον και η ένορκη βεβαίωση, που προσκομίστηκε με επιμέλειά του σ’ αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, αναφέρεται αόριστα σε φθορές και αφαίρεση προσθηκών, που αυθαίρετα και συνολικά εκτιμώνται στο ποσό των 2.000 ευρώ, καθόσον ο μάρτυρας είναι υιός του εκκαλούντος με την ιδιότητα του οινολόγου και όχι επαγγελματίας κατασκευών ή αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων. Επιπλέον, η μη επέλευση της κατάπτωσης της εγγύησης, όπως αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών, επιβεβαιώνεται από το από 9-6-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της ένδικης μίσθωσης, στο οποίο ο εκκαλών δηλώνει ότι παρέλαβε το μίσθιο σε καλή κατάσταση, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. Σε περίπτωση που ήθελε να επιφυλαχθεί για τις παραβάσεις της σύμβασης, και ιδίως για φθορές και ζημίες στο μίσθιο κατάστημα, δεν θα υπέγραφε το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό για παραλαβή του μισθίου σε καλή κατά τη συμφωνία των μερών κατάσταση, με επιφύλαξη κυρίως για τα οφειλόμενα μισθώματα και αναπροσαρμογές αυτών. Είναι, δε, γεγονός ότι ο εκκαλών για τη μία από τις παραβάσεις της ένδικης μισθωτικής σύμβασης, που αναφέρει στην κρινόμενη έφεσή του, τη μη τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας καταγγελίας από τη μισθώτρια, έχει ήδη ασκήσει άλλη αγωγή σε βάρος των αντεκκαλούντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αιτούμενος το συνολικό ποσό των 3.472,89 ευρώ, η οποία απορρίφθηκε. Ως προς τα έξοδα ύψους 303,80 ευρώ για τις επιδόσεις των συντηρητικών κατασχέσεων πρέπει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω (ΙΙΙ) νομική σκέψη και έχει κριθεί παγίως τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία, ότι στα έξοδα εκτέλεσης δεν περιλαμβάνονται αυτά που γίνονται από υπερβολική πρόνοια του επισπεύδοντος την εκτέλεση και προς διασφάλιση της απαίτησής του, μεταξύ των οποίων και τα έξοδα για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, αφού απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος της αντέφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος, να απορριφθεί και η αντέφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο, και να καταδικαστούν οι αντεκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του αντεφεσίβλητου, κατόπιν νομίμου αιτήματός του, για το συγκεκριμένο βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Στη συνέχεια, και εφόσον έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος, πρέπει να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και αφού κρατηθεί και δικαστεί η ένδικη υπόθεση, και επειδή δεν είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, να επικυρωθεί η με αριθμό ……/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να γίνει δεκτή μερικά η ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, και να ακυρωθεί μερικά η από 6-7-2020 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……/2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα ποσά των 3.000 ευρώ και των 303,80 ευρώ. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, θα πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, κατόπιν νομίμου αιτήματός τους, κατά την έκταση της ήττας του, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 1-2-2021, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../4-2-2021, και β) την από 12-5-2021 με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./24-6-2021, (έφεση κατά μετατροπή ισχύουσα ως) αντέφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση (κατά μετατροπή).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία την αντέφεση (κατά μετατροπή).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε από τους αντεκκαλούντες για την άσκηση της αντέφεσης (κατά μετατροπή υπό στοιχείο β έφεσης).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αντεκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του αντεφεσίβλητο για το συγκεκριμένο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αριθμό 3885/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεση.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-7-2020 ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό …………/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την από 13-7-2020 ανακοπή κατά της εκτελεστικής διαδικασίας.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ μερικά την από 6-7-2020 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα ποσά των 3.000 ευρώ και των 303,80 ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 19-7-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ