Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 451 /2022

Αριθμός 451/2022         

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4°

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………….η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………, για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Παναγιώτη Κούρβα.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.7.2005 (αρ. καταθ. …………/2005) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 164/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ’ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 12.1.2012 (αρ. καταθ. ………../2012) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 524 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ A 165), την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ A 87), και την τροποποίησή του από την 1-1-2022, δυνάμει των άρθρων 28 και 120 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ A 190), και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2β του αυτού νόμου, καθόσον η ένδικη έφεση ήταν εκκρεμής κατά την 1-1-2022, «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή.». Κατόπιν τούτων συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σ’ αυτήν, σε περίπτωση ερημοδικίας του, προηγείται της απόρριψης της εφέσεως, η εξέταση του παραδεκτού της. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η ένδικη από 12-1-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) έφεση της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 13-1-2012, κατά της υπ’ αρ. 164/2009 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την από 14-7-2005 (αρ. καταθ. ……………/2005) αγωγή της ενάγουσας, την οποία άσκησε για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της, ………….., ήδη εφεσίβλητης, περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας διαθήκης και επικουρικά περί αναγνωρίσεως του κληρονομικού δικαιώματος της νόμιμης μοίρας και αποδόσεως των κληρονομιαίων ακινήτων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) ποσοστά.

Από την υπ’ αρ. ……../4-3-2022 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη, προκύπτει ότι τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως επισπεύδει η ίδια (εφεσίβλητη, ………., για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της ……………….), η οποία επέδωσε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα πιστό αντίγραφο αυτής (ένδικης εφέσεως) με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί η εκκαλούσα κατά τη συζήτηση αυτής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην.

Με την ένδικη από 14-7-2005 (αρ. καταθ. ……/2005) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 16-11-2007, η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι ενεργεί για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της, ισχυρίσθηκε ότι ο αποβιώσας την 13-2-2000 στο Πέραμα σύζυγός της, που είχε κινήσει διαδικασία διαζυγίου, και πατέρας της ανήλικης, με την από 28-10-1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία, εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο στην κληρονομιαία περιουσία του, που αποτελείται από τις περιγραφόμενες σ’ αυτήν (αγωγή) τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες, που του ανήκαν κατά ψιλή κυριότητα, την εναγομένη αδελφή του και καταπιστευματοδόχο την θυγατέρα του κατά την ενηλικίωσή της σε μία απ’ αυτές, όπως επαρκώς προσδιορίζεται, πλην όμως (ότι) κατά τον χρόνο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης ο διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και είχε στερηθεί την χρήση του λογικού, διότι έπασχε από καρκίνο του εγκεφάλου (γλοίωμα). Ακολούθως ζήτησε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου και μετά από παραδεκτή παραίτηση με δήλωση, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το αίτημα διανομής, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω διαθήκης και επικουρικά να αναγνωρισθεί το αμφισβητούμενο από την εναγόμενη κληρονομικό δικαίωμα της νόμιμης μοίρας τους κατά ποσοστά 1/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα επί της ψιλής κυριότητας σε όλα τα κληρονομιαία ακίνητα, το οποίο έχει προσβληθεί με την ανωτέρω διαθήκη. Επιπλέον ζήτησε να αναγνωρισθεί η πέραν από τη νόμιμη μοίρα μερίδα της ανήλικης ως καταπιστευματοδόχου και να υποχρεωθεί η εναγομένη, που κατακρατεί τα κληρονομιαία ακίνητα, ως κληρονόμος, στην απόδοσή τους κατά το ανωτέρω ποσοστό της νόμιμης μοίρας καθεμίας και επιπλέον στην απόδοση στην ενάγουσα σύζυγο, ως εξαίρετο, των αναφερομένων σ’ αυτήν (αγωγή) επίπλων, που χρησιμοποιούσαν από κοινού με τον σύζυγό της, αξίας 19.075 ευρώ. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 164/2009 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως προς την ενάγουσα σύζυγο, δέχθηκε εν μέρει αυτή κατ’ ουσίαν αναφορικά με την επικουρική της βάση, ως προς το ενάγον ανήλικο τέκνο, αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα της νόμιμης μοίρας τούτου, κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, επί των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων, που βρίσκονται το μεν κατάστημα, επιφάνειας 161,50 τ.μ., στο ισόγειο, τα δε υπ’ αρ. 1 και 2 διαμερίσματα, εμβαδού 94 και 79 τ.μ. αντίστοιχα, στον δεύτερο όροφο της κειμένης στο ………. της περιφέρειας του Δήμου Περάματος, πρώην Δήμου Κερατσινίου, τέως Δήμου Πειραιώς, παρά του προσφυγικού συνοικισμού και επί της οδού …………….. και ανώνυμης οδού οικοδομής, υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, την ψιλή κυριότητα των ανωτέρω κληρονομιαίων ακινήτων, καθώς επίσης αναγνώρισε την πέραν της νόμιμης μοίρας του ανηλίκου μερίδα του, κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου, επί της ψιλής κυριότητας του καταληφθέντος σ’ αυτό υπ’ αρ. 2 διαμερίσματος, ως καταπιστευματοδόχου, υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει στο ενάγον τέκνο, κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου, την ψιλή κυριότητα του υπ’ αρ. 2 διαμερίσματος, όταν ενηλικιωθεί, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο προσδιόρισε σε επτακόσια πενήντα (750) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 12-1-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) έφεση, την οποία απευθύνει κατά της ………, για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας …………., η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της, η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του εφεσίβλητου ενάγοντος ανήλικου τέκνου.

Όσον αφορά την …………, η οποία γεννήθηκε την 7-1-1997, οπότε κατά τον χρόνο συζητήσεως της ένδικης εφέσεως την 7-4-2022 ήταν ενήλικη, έχοντας συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών ήδη από την 7-1-2015, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο δεν παρέστη με το δικό της όνομα, αλλά την εκπροσώπησε ως ανήλικη η μητέρα της εφεσίβλητη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, ενώ και στις από 7-4-2022 προτάσεις της που κατατέθηκαν επί έδρας, ομοίως την εκπροσώπησε η μητέρα της ως ανήλικη και ως ασκούσα την γονική μέριμνα αυτής. Ωστόσο, η ……………., ως ενήλικη πλέον, εκ του νόμου και δη με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 127 του ΑΚ και 63 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, μπορεί να παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων με το δικό της όνομα και όχι εκπροσωπούμενη από τρίτο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 του ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο Δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο Δικαστήριο με το δικό τους όνομα, εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 του ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο Δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δύο γονείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν την γονική μέριμνά του (άρθρο 1510 του ΑΚ). Με την ενηλικίωση του διαδίκου παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του μέχρι τούδε νομίμου αντιπροσώπου και γι’ αυτό οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρεί ο τελευταίος μετά την παύση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του είναι απαράδεκτες (Σ. Σαμουήλ «Η έφεσις», εκ. 1986, παρ. 41, 64, 65 και 216). Κατά συνέπεια και στην παρούσα δίκη, μετά την ενηλικίωση της ……………………, οπότε καθίσταται ικανή για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται τα δίκαιά της, παύει αυτοδικαίως η εκπροσωπευτική εξουσία του νομίμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης, κατά τα άρθρα 286 επ. του ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (ΑΠ 142/2013 ΧρΙΔ 2013.521, ΑΠ 1626/2011 ΕΠολΔ 2012.455, ΑΠ 180/2011 ΕλλΔνη 53.392, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 47.126, ΕφΘεσσαλ 1075/2011 ΕΠολΔ 2011.793, ΕφΑΘ 7081/2009 ΕλλΔνη 51.500, ΕφΑΟ 8007/2006 ΕλλΔνη 48.1455). Η έφεση δε που ασκήθηκε σε βάρος του τέκνου όσο αυτό ήταν ακόμη ανήλικο εκπροσωπούμενο από τον νόμιμο αντιπρόσωπο γονέα του καλώς ασκήθηκε, πλην όμως, αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως το τέκνο έχει πλέον ενηλικιωθεί και παρά την ενηλικίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως εκπροσωπηθεί από τον γονέα του, η παράσταση αυτή δεν είναι νόμιμη (ΕφΑΘ 10634/1998) και για το λόγο αυτόν είναι απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως (ΕφΠειρ 837/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2472/1998 ΕλλΔνη 40.375). Κατ’ ακολουθίαν τούτων θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως ως προς το ήδη ενήλικο τέκνο ……….. που δεν παρέστη κατά την εκδίκασή της στο όνομά του ως εφεσίβλητο, αλλά εκπροσωπήθηκε μη νομίμως από την μητέρα του …… ……….. Πλην όμως, ενόψει του ότι ερημοδικεί η εκκαλούσα, πρέπει ως προς αυτό (τέκνο) να κηρυχθεί ματαιωμένη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Κατόπιν τούτων, πρέπει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να ερευνηθεί το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως ως προς την εφεσίβλητη ……………… για τον εαυτό της ατομικά.

Κατά το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, «Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη». Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της, όριζε ότι «Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη». Ακόμη, με το άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν τα ένδικα μέσα, εφαρμόζονται επί των κατατιθεμένων από 1-1-2016 και εφεξής ενδίκων μέσων και ότι, κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται άλλως σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αρχίζει από 1-1-2016. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος ούτε να στερείται κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, συνάγεται ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και η προθεσμία άσκησής τους κρίνονται σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως νόμο. Κατά την αληθινή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 και δεν έχουν επιδοθεί, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής προθεσμία, που όριζε το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ πριν την τροποποίησή του (ΟλΑΠ 10/2018). Η τριετής αυτή προθεσμία είναι καταχρηστική και η έναρξή της, σε αντίθεση με την προθεσμία της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δεν συνδέεται με οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ενέργεια του διαδίκου, εάν προηγηθεί δε της τριετίας επίδοση της αποφάσεως, η τελεσιδικία θα επέλθει με την εκπνοή της προθεσμίας της παρ. 1 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 106/2006). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση της εφέσεως αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως και ότι αν δεν επιδοθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία (3) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα Δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και, αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας και κατά το άρθρο 145 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους (ΑΠ 240/2007, ΕφΔωδ 98/2006, ΕφΑΘ 2391/1995, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, Ε’ έκδοση 2003, παρ. 388, Μαργαρίτη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, άρθρο 518, αρ. 13, με εκεί παραπομπές σε νομολογία). Περαιτέρω, η εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της. Εάν αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμους, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη υπ’ αρ. 164/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, όπως προαναφέρθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δημοσιεύθηκε την 12-1-2009 (βλ. το αντίγραφο της αποφάσεως). Η εκκαλούσα δεν επικαλείται επίδοση της αποφάσεως αυτής στο δικόγραφο της εφέσεως, ούτε η εφεσίβλητη με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, ώστε να αρχίσει για αυτές, που διαμένουν στην Ελλάδα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών της εφέσεως. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από την εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 13-1- 2012 και ώρα 13:43:07, όπως προκύπτει από τη σχετική υπ’ αρ. ……../2012 έκθεση καταθέσεως της εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι πριν την πάροδο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριών (3) ετών, αφού η απόφαση δημοσιεύθηκε την 12-1-2009 και από την επομένη 13-1-2009 άρχισε να τρέχει η προαναφερόμενη τριετής προθεσμία προς άσκηση κατ’ αυτής του ενδίκου μέσου της εφέσεως, η οποία έληξε την 7η μ.μ. ώρα της 13-1-2012. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε πριν την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως, είναι εμπρόθεσμη, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της εφέσεως αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, καθόσον η κατάθεση αυτή απαιτείται μόνο για τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 2-4-2012 (άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), ενώ η ένδικη έφεση κατατέθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την 13-1-2012.

Κατά το άρθρο 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο δε συμφέρον για την άσκηση έφεσης έχει ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη όταν η στρεφόμενη κατ’ αυτού αγωγή ή ανακοπή ή κύρια παρέμβαση απορρίπτεται για λόγους τυπικούς αντί να απορριφθεί στην ουσία της ή όταν από το διατακτικό ή τις αιτιολογίες της αποφάσεως παράγεται βλαπτικό των συμφερόντων του δεδικασμένο. Υπό τα εκτεθέντα η εν λόγω έφεση απαραδέκτως απευθύνεται κατά της …………… για τον εαυτό της ατομικά, καθόσον η αγωγή ως προς αυτήν απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, ενώ στην ένδικη έφεση δεν περιλαμβάνεται ως προς αυτήν λόγος ότι από το διατακτικό ή τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως παράγεται βλαπτικό των συμφερόντων της εκκαλούσας δεδικασμένο (πρβλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ I, εκ. 2000, στο άρθρο 517, σελ. 917, αρ. 12). Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη έφεση, ως προς την ………………… για τον εαυτό της ατομικά, δεν θα απορριφθεί λόγω ερημοδικίας της εκκαλούσας, καθώς είναι απορριπτέα πρωτίστως ως απαράδεκτη, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας της εκκαλούσας. Κατά συνέπεια η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως προς την ………………… για τον εαυτό της ατομικά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που η εκκαλούσα ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα της ως άνω εφεσίβλητης (…………… για τον εαυτό της ατομικά) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, να επιβληθούν, λόγω της ήττας της, σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 106, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει ματαιωμένη τη συζήτηση της από 12-1-2012 (αρ. καταθ. ………/2012) εφέσεως κατά της υπ’ αρ. 164/2009 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ως προς την εκκαλούσα και την εφεσίβλητη ………………..

Δικάζει την ως άνω έφεση, ως προς την εφεσίβλητη ………………… για τον εαυτό της ατομικά, ερήμην της εκκαλούσας.

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εκκαλούσα, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση ως προς την ως άνω εφεσίβλητη (……………. για τον εαυτό της ατομικά).

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της ως άνω εφεσίβλητης (……………….. για τον εαυτό της ατομικά), του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Ιουλίου 2022 και δημοσιεύθηκε την 19 Ιουλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της εφεσίβλητης.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ