ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 598/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης …………………, 2) …………… και 3) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Καπάρου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 31.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2014 και ειδικό …../2014 αγωγή του, ειδικής διαδικασίας των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2894/2017 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 04.06.2019 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./06.06.2019 και ειδικό …../06.06.2019, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./22.05.2020 και ειδικό …./22.05.2020, για τη δικάσιμο της 18.03.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 104/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 04.06.2019 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 104/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021«Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών»,”Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021″.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2894/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 31.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2014 και ειδικό …./2014 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016),εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 04.06.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.06.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./06.06.2019 και ειδικό …../06.06.2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 15.06.2017. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 150,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 31.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2014 και ειδικό …/2014 αγωγή του, την οποία άσκησε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι είναι υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία, καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει ιδιοκτήτρια, ο δεύτερος εναγόμενος εκδότης και διευθυντής και ο τρίτος εναγόμενος δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον διακριτικό τίτλο «…………», ότι στο υπ’ αριθ. 101 από 23.08.2014 φύλλο της εν λόγω εφημερίδας,στην πρώτη σελίδα, καθώς και στις σελίδες 20-21, δημοσιεύθηκε άρθρο, το οποίο υπογράφει ο τρίτος εναγόμενος και στο οποίο περιλαμβάνονται τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή συκοφαντικά σε βάρος του γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου και ως επαγγελματία, αφού τον παρουσιάζουν ως εμπλεκόμενο σε κακουργηματικού χαρακτήρα ποινική υπόθεση έκρηξης και σε σκανδαλώδεις επενδύσεις,αλλά και ως εμπλεκόμενο σε ποινική υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών, εξαιτίας της οποίας αποτάχθηκε από την Υπηρεσία του ως αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ότι οι εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των συκοφαντικών σε βάρος του γεγονότων και είχαν σκοπό να πλήξουν το ήθος του, τη φήμη του και το όνομά του, ότι επιπλέον δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες αυτού χωρίς την έγκρισή του και έτσι προσβλήθηκε το δικαίωμά του στη δική του εικόνα, ως επιμέρους έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, ενώ δημοσιοποιήθηκαν τόσο ευαίσθητα, όσο και απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούσαν, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων του Ν. 2472/1997,ότι εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά και της παράβασης των διατάξεων του Ν. 2472/1997, προσβλήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη.Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 300.000,00 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση κατά την ανωτέρω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί εναντίον του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να διαταχθεί η καταχώριση περίληψης της απόφασης, εντός δέκα ημερών από την επίδοσή της στην ως άνω εφημερίδα «………….», στην ίδια θέση με το ένδικο δημοσίευμα, και να απειληθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου χρηματική ποινή για κάθε ημέρα καθυστέρησης της δημοσίευσης, ίση με το 1/10 της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2894/2017 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματά της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων και περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου σε περίπτωση μη δημοσίευσης περίληψης της απόφασης, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 15.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη, ιδιοκτήτρια της εφημερίδας, να δημοσιεύσει περίληψη της απόφασης, στην ίδια εφημερίδα και στην ίδια θέση, που είχε καταχωρισθεί το επιλήψιμο δημοσίευμα, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, από την τελεσιδικία της και την προς αυτήν επίδοσή της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 04.06.2019 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα παραπάνω άρθρα, η προσωπικότητα και, κατ’ επέκταση, η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΝΟΜΟΣ). Αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας, στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και, γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται, ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά, ασφαλώς, ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 του ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία, έτσι, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρο 14 παρ. 1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν, ακριβώς, τα άρθρα 361-363 του ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία, δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου, με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 179/2011 ΝΟΜΟΣ, AΠ 333/2010 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρα 367 παρ. 1 γ’ του ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα, που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων, σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου, για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 488/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1897/2006 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του, από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται, τελικώς, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του, από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 521/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠατρ 335/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν. 1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων”, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται, έτσι, σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον, βέβαια, δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εικόνα του προσώπου, άλλως το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας, που αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας, προστατεύεται απόλυτα. Το άτομο εμφανίζεται δημόσια μόνον όταν και όπου θέλει, έτσι και η εικόνα του δεν ανήκει στο κοινό, αλλά μόνο στο πρόσωπο το οποίο την παριστάνει. Κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπεται η λήψη της εικόνας ενός προσώπου (φωτογράφηση, κινηματογράφηση, προβολή), η παρουσίαση της φωτογραφίας του σε τρίτους και η αναπαραγωγή ή η διάθεση της στο κοινό, με έκθεση σε κοινή θέα. Μόνη η αποτύπωση ή εμφάνιση ή προβολή της εικόνας κάποιου, χωρίς τη συναίνεση του, προσβάλλει αυτοτελώς την προσωπικότητα του, δηλαδή το δικαίωμα του επί της ίδιας της εικόνας και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του εικονιζόμενου, όπως η τιμή του με την κατά μειωτικό τρόπο εμφάνιση της φυσιογνωμίας του ή το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του με την εμφάνιση σκηνών απ’ αυτήν. Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της, όπως η κατάσταση της υγείας του, ή που μειώνουν την υπόληψή του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή συμπεράσματα, που είναι αληθή μεν, αλλά ελλιπή και έχουν σχέση με την προσωπική κατάσταση του εικονιζόμενου, δημιουργούν δε εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα σε βάρος του, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του (εικόνα, απόρρητο ιδιωτικού βίου, υπόληψη) και η προσβολή είναι σημαντικότερη (ΑΠ 456/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 195/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2002 ΕλλΔ/νη 2003. 1357, ΑΠ 411/2002 ΕλλΔ/νη 2002. 1692, ΕφΑθ 2221/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4430/2003 ΕλλΔ/νη 2003. 1664).Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν.2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» και στο άρθρο 2 «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων…, β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα που αναφέρονται στο εδάφιο β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 3, ήτοι για εγκλήματα που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελούμενων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων, με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ή του εισαγγελέα εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο εφετείο. Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων (όπως η παρ. β’ ίσχυε με την αντικατάστασή της από την παρ. 3 του άρθρο 8 του Ν.3625/2007), γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί…, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (επεξεργασία), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η συντήρηση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση ή συσχέτιση ή ο συνδυασμός ή διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.2 του Ν.3741/2006), «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (αρχείο) κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά, με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια». Ο Ν. 2472/1997 προβλέπει αυξημένη προστασία στα δεδομένα που ο ίδιος ο νόμος ορίζει ως ευαίσθητα. Η επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων ρυθμίζεται στο άρθρο 7, κατά το οποίο απαγορεύεται κατ’ αρχήν η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, ενώ επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 7παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου «Απαγορεύεται η συλλογή και η Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση… γ) η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου, δ)…, ε)…, στ)…, ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής». Σημειωτέον ότι η Αρχή δεν εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 στοιχ. ζ’ του Ν. 2472/1997 στο μέτρο που αυτή απαιτεί άδεια της Αρχής για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, διότι η από τη διάταξη αυτή απαιτούμενη άδεια της Αρχής συνιστά προληπτικό μέτρο της ελευθερίας του Τύπου και ως τέτοιο απαγορεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ.2 του Συντάγματος (βλ. Επιτροπή 52/2015). Το άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. ζ’ του Ν. 2472/1997 εφαρμόζεται και στα ήδη γνωστά ή δημοσιευμένα ευαίσθητα δεδομένα, εφόσον δεν έχουν δημοσιοποιηθεί από το ίδιο το υποκείμενο, αφού κάθε περαιτέρω επεξεργασία τους συνιστά μία αυτοτελή και πρόσθετη παραβίαση της γενικής απαγόρευσης του άρθρου 7 παρ.1 του Ν. 2472/1997, αν δεν συντρέχουν μία ή περισσότερες προϋποθέσεις της επιτρεπτής, κατ’ εξαίρεση, επεξεργασίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.2 του Ν. 2472/1997. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2472/1997 προκύπτει ότι για να εμπίπτει μία «πληροφορία» στην έννοια του προσωπικού δεδομένου θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενο και τις προσωπικού χαρακτήρα ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού, οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποιήσεως (διαδόσεως), εκτός εάν το ίδιο το «υποκείμενο» συγκατατεθεί σε αυτό (ΑΠ 637/2013 ΔιΜΕΕ 2014.125). Εξάλλου, η έννοια της ποινικής δίωξης οριοθετείται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 27 επ., 43 επ. του ΚΠΔ). Συνεπώς, εκτός του εννοιολογικού πεδίου της ποινικής δίωξης βρίσκεται η διαδικασία που προηγείται της άσκησής της, όπως είναι η κατ’ άρθρο 31του ΚΠΔ προκαταρκτική εξέταση και η κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 του ΚΠΔ αυτεπάγγελτη ή αστυνομική προανάκριση. Ειδικότερα, η αυτεπάγγελτη ή «αστυνομική» προανάκριση, η οποία διενεργείται από τους γενικούς ή τους ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, κατά περίπτωση, δε, και από τον ανακριτή (άρθρο 250 παρ. 2 του ΚΠΔ), χωρίς προηγούμενη παραγγελία του Εισαγγελέα, σε περίπτωση αυτοφώρου κακουργήματος ή πλημμελήματος ή εφόσον από την αναβολή απειλείται άμεσος κίνδυνος ματαίωσης ή δυσχέρανσης της βεβαίωσης του διαπραχθέντος εγκλήματος και του δράστη, δεν συνιστά τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, αλλά ιδιόρρυθμη περίπτωση προεισαγωγικής διερεύνησης των ποινικών υποθέσεων, όπως είναι αντιστοίχως και η προκαταρκτική εξέταση, καθώς και η ένορκη διοικητική εξέταση, αποσκοπεί, δε, στην άμεση καταγραφή νωπών εντυπώσεων και στην πρώτη συντήρηση του υλικού που ενδέχεται στη συνέχεια να αλλοιωθεί (ΑΠ 1314/2010 ΠοινΧρ 2011.583, ΑΠ 1386/2010 ΠοινΧρ 2011.456, ΣυμβΑΠ 666/2001 ΠοινΧρ 2002.216). Ως εκ τούτων, όλα τα δεδομένα που σχετίζονται με την αυτεπάγγελτη ή «αστυνομική» προανάκριση δεν θεωρούνται, κατά στενή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 2 στοιχ. β’ του Ν. 2472/1997, ευαίσθητα (πρβλ. και ΑΠ 667/2014 δημ. ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1110/2013 ΝοΒ 2014.366), αλλά απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. α’ του Ν. 2472/1997, καλυπτόμενα από την αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 241 εδ. α’ του ΚΠΔ. Ωστόσο, εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη, όλα τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τα αρμόδια όργανα, προκειμένου να σχηματισθεί ο σχετικός φάκελος δικογραφίας, αποκτούν αιτιώδη συνάφεια προς την ασκηθείσα ποινική δίωξη, και ως εκ τούτου αναπτύσσουν σχέση με αυτήν («σχετικά με ποινικές διώξεις»), καθιστάμενα extunc ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (βλ. Π. Αρμαμέντο – Β.Σωτηρόπουλο, Προσωπικά Δεδομένα, Ερμηνεία Ν. 2472/1997, έκδ. 2005, σελ. 43, αριθ. 96). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 3 «Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο», όπως η έννοια του τελευταίου αποσαφηνίζεται στο άρθρο 2 εδ. ε’ του νόμου αυτού. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καλύπτονται μόνο τα αρχεία και όχι τα μη διαρθρωμένα στοιχεία. Το περιεχόμενο ενός αρχείου πρέπει να γίνει διαρθρωμένο σύμφωνα με ειδικά κριτήρια, ώστε να επιτρέπεται η ευχερής πρόσβαση των ατόμων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Τα διάφορα κριτήρια για τον καθορισμό των στοιχείων ενός διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων και τα διάφορα κριτήρια που διέπουν την πρόσβαση στο σύνολο αυτό μπορούν να θεσπίζονται από κάθε μέλος – κράτος. Άρα, καθίσταται σαφές ότι όταν γίνεται επεξεργασία αυτοματοποιημένη, δηλαδή με τη χρήση ηλεκτρονικών και άλλων τεχνικών μηχανικών συστημάτων επεξεργασίας, τότε οι διατάξεις του Ν. 2472/1997 εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Αν όμως η επεξεργασία είναι μη αυτοματοποιημένη, τότε εφαρμόζονται μόνον όταν τα δεδομένα περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Στην προαναφερόμενη ευρεία έννοια της επεξεργασίας υπάγεται και η δημοσιογραφική συλλογή, κατοχή, καταχώρηση σε κείμενο και περαιτέρω δημοσίευση στον τύπο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες συνιστούν εργασίες χρήσης και διάδοσης αυτών. Το αρχείο, άλλωστε, μίας εφημερίδας αποτελεί σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του συγκεκριμένου φύλλου, τα οποία επιτρέπουν την πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που έχουν δημοσιευθεί (ΑΠ 1567/2010 ΝΟΜΟΣ).Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων, εφαρμογή έχει το άρθρο 23 του Ν. 2472/1997 και το ταυτάριθμο άρθρο της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τα οποία, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 1396/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2215/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιου είδους προσβολές, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, μπορούν να προκληθούν και από δημοσίευμα στον τύπο ή από δηλώσεις σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, οπότε εφαρμογής τυγχάνουν και οι διατάξεις των Ν. 1178/1981 και άρθρου 4 του Ν. 2328/1995 (ΜονΕφΛαρ 28/2020 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα υπ’ αριθ. 2894/2017 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος υπήρξε αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με όσα θα εκτεθούν κατωτέρω, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που δραστηριοποιείται στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων πλοίων και αποτελεί μέλος του ομίλου επιχειρήσεων «……….», συμφερόντων του επιχειρηματία ………. Η μεν πρώτη εναγόμενη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», τυγχάνει ιδιοκτήτρια, ο δε δεύτερος εναγόμενος εκδότης και διευθυντής και ο τρίτος εναγόμενος δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας με τον διακριτικό τίτλο «…………». Στο υπ’ αριθ. …. από 23.08.2014 φύλλο της εν λόγω εφημερίδας, στην πρώτη σελίδα και στο μέσο αυτής, κάτω από τον τίτλο της εφημερίδας και αριστερά του κεντρικού θέματος, τέθηκαν μικρές φωτογραφίες του ενάγοντος και του ……….., με φόντο φωτογραφία των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στη Δραπετσώνα του ομίλου επιχειρήσεων «………..», στο άνω μέρος των οποίων υπήρχε μικρή λεζάντα «ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ» και στο κάτω μέρος, ως υπότιτλος, «Σε ΕΠΙΘΕΣΗ με ΒΟΜΒΕΣ άνθρωπος του… .. …/20-21». Στις σελίδες 20-21 του ανωτέρω φύλλου της εφημερίδας, δημοσιεύθηκε άρθρο, το οποίο συνέταξε και υπογράφει ο τρίτος εναγόμενος, με τον τίτλο «…………..» και παράτιτλο μικρότερης γραμματοσειράς, αριστερά του κειμένου, στον οποίο αναφερόταν «Το σκοτεινό παιχνίδι στη Δραπετσώνα και ο ρόλος του πρώην αστυνομικού και νυν προέδρου της …. ……..». Στην 20η σελίδα δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες ορισμένων σελίδων της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, καθώς και φωτογραφίες ορισμένων σελίδων του διαβιβαστικού εγγράφου του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, σε μία εκ των οποίων αναγραφόταν ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος, ενώ στην 21η σελίδα τέθηκε εκ νέου η φωτογραφία του ενάγοντος, η οποία υπήρχε και στο εξώφυλλο, με το όνομά του κάτωθι αυτής και γινόταν αναφορά, με κόκκινη γραφή, «Ο συνεργάτης του μικρομετόχου του ΟΠΑΠ εμπλέκεται σε κακουργηματική υπόθεση με εκρήξεις και εκβιασμούς», και κατωτέρω στην ίδια σελίδα τέθηκαν και άλλες φωτογραφίες του ενάγοντος, εξαχθείσες από το ενημερωτικό έντυπο του ομίλου επιχειρήσεων «……..» με τον τίτλο «………».Το επίμαχο άρθρο είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: «Άμεση εμπλοκή στη διερεύνηση της κακουργηματικού χαρακτήρα υπόθεσης τοποθέτησης αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού στην εταιρεία του επιχειρηματία ………….. εμφανίζεται να έχει ο ………….., κορυφαίο στέλεχος της εταιρείας «………..», συμφερόντων του εφοπλιστή ……. που βρίσκεται πίσω από την σκανδαλώδη επένδυση στην Δραπετσώνα. Ο …….., πρώην αστυνομικός στον Πειραιά, που είχε απασχολήσει την επικαιρότητα με την εμπλοκή του στο παρελθόν σε πολύ μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών η οποία τον οδήγησε στην έξοδο από το Σώμα, διατηρεί στενές σχέσεις με τον ………, ενώ έχει καθοριστικό ρόλο στην επένδυση της Δραπετσώνας … Σύμφωνα με σχετική δικογραφία που έχει υποβάλει το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής προς την Εισαγγελία του Πειραιά, ο ……….. σχετίζεται άμεσα με τον ………., ο οποίος φέρεται ως ο βασικός κατηγορούμενος για την έκρηξη αυτοσχέδιου μηχανισμού στο επί της οδού …………. κτίριο, όπου στεγάζονταν εταιρείες του ……….. (πρώην πεθερός του απερχόμενου δημάρχου ……….) στον Πειραιά, τα ξημερώματα της 24/12/2008. Η ΚΛΗΣΗ. Όπως προκύπτει από τη σχετική δικογραφία, την ίδια μέρα της έκρηξης ο …….. κατέθεσε στις αρχές ότι δέχθηκε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο από άγνωστο αριθμό, κατά την οποία ημεδαπός άνδρας, ηλικίας περίπου 40 ετών, είπε με απειλητικό ύφος στον παθόντα τα εξής: «Μη μας ενοχλείς. Είδες τι έπαθες? Αν συνεχίσεις θα χτυπήσουμε τον γιό σου». Στη συνέχεια, και εφόσον διατάχθηκε από τις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, διαπιστώθηκε ότι είχε καταγραφεί πως το κινητό τηλέφωνο του ……. είχε δεχθεί κλήση από τον ίδιο αριθμό που χρησιμοποιήθηκε την ημέρα της έκρηξης για να γίνει το απειλητικό τηλεφώνημα στον ……….. Η εν λόγω κλήση προς το κινητό του κ. ……….. είχε διάρκεια 111 δευτερόλεπτα. Ο ίδιος σε κατάθεση που έδωσε αρνήθηκε προσωπική επικοινωνία, ισχυριζόμενος ότι η τηλεφωνική επικοινωνία πιθανόν να πραγματοποιήθηκε από συνεργάτη του που χρησιμοποίησε το τηλέφωνό του, χωρίς ωστόσο να πείσει τις Αρχές. Ταυτόχρονα, ο άγνωστος που απείλησε τον ………. είχε επικοινωνήσει και με τον ……….., πρώην αστυνομικό, ο οποίος είναι και ο βασικός ερευνώμενος για την υπόθεση της έκρηξης. Οι συνδιαλέξεις του κινητού τηλεφώνου από το οποίο «εκτοξεύτηκαν» οι απειλές κατά του παθόντος, παρακολουθήθηκαν από τον Νοέμβριο 2008 έως και τον Μάιο του 2010, χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν συνολικά 12 (εξερχόμενες – εισερχόμενες) κλήσεις, εκ των οποίων μία ήταν προς τον κ. …….. Το ίδιο κινητό τηλέφωνο καταγράφηκε να έχει δύο τηλεφωνικές κλήσεις και ένα SMS με το κινητό του πρώην αστυνομικού ………., ερευνώμενου για την υπόθεση της έκρηξης. Περαιτέρω, διαπιστώθηκαν πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες ανάμεσα στους …….. – …….., οι οποίοι φέρονται να έχουν στενές σχέσεις και διασυνδέσεις. Ο ………. επιβεβαίωσε ότι είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον .. ….., δήλωσε όμως ότι αυτές έγιναν στο πλαίσιο της γνωριμίας τους λόγω της πρότερης ιδιότητάς τους ως ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά και με σκοπό μόνο την ανεύρεση εισιτηρίων ποδοσφαιρικών αγώνων από τον …….. για τον …….. Ωστόσο παρά τους ισχυρισμούς του ……… και του .. …….., όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση που παραδόθηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο χρήστης του άγνωστου τηλεφώνου που απείλησε τον .. ……. την ημέρα της έκρηξης συνδέεται άμεσα τόσο με τον ……….. όσο και με το στέλεχος και στενό συνεργάτη του εφοπλιστή ………, ………. Μάλιστα, στα συμπεράσματα του πορίσματος τονίζεται ρητά ότι «επιπλέον σημαντικό σημείο που εντοπίζεται αφορά τη διαφαινόμενη στενή σχέση του ……… με τον …………. της εταιρείας «……………..», από την υψηλή συχνότητα επικοινωνιών μεταξύ τους, αλλά και την ανάπτυξη πολλών ίδιων επαφών που επικοινωνούν αμφότεροι (κοινών)». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο ………., φίλος του ………, κατηγορείται ακόμα ότι «επικοινωνούσε με μεγάλο αριθμό ατόμων, κυρίως όμως με εν ενεργεία αστυνομικούς, από τους οποίους αντλούσε στοιχεία από τα αρχεία των Υπηρεσιών τους στις οποίες υπηρετούν, και παράλληλα ανέθετε σε ορισμένους από αυτούς την παρακολούθηση ατόμων προς εξακρίβωση των κινήσεών τους, καθώς και ότι απασχολούσε εν ενεργεία αστυνομικούς, τους οποίους κατένειμε για να προσφέρουν υπηρεσίες φύλαξης και συνοδείας σε επιχειρηματίες». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ……….. ως πρώην αστυνομικός συνεργάζεται στενά και με τον ………., εκτελώντας διάφορα «projects», για λογαριασμό του επιχειρηματία εις βάρος αντιπάλων του, ο οποίος εμφανίζεται και στο πλευρό του «….» στο Δ.Σ. της …..». Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ……….. τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία δραστηριοποιείται, όπως και η εταιρεία με την επωνυμία «………….», στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων πλοίων, και διατηρεί με την τελευταία μακρόχρονη επαγγελματική συνεργασία, έχοντας συστήσει μεταξύ τους Κοινοπραξία, με σκοπό την εκτέλεση του έργου της αποκομιδής,συσκευασίας και διάθεσης πετρελαιοειδών καταλοίπων και άλλων επικίνδυνων αποβλήτων των ΑΣΠ της ΔΠΑΝ (βλ. τα προσκομιζόμενα συμφωνητικά σύστασης Κοινοπραξίας από 29.09.2008, 21.06.2011, 20.09.2012, 13.05.2013, 29.07.2014 και 09.03.2016, αντίστοιχα). Την 24.12.2008 και περί ώρα 03.05, σημειώθηκε έκρηξη αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού στην είσοδο του κτιρίου, επί της οδού ……………… στον Πειραιά, όπου στεγάζονταν οι εταιρείες συμφερόντων του …. ……….. Ακολούθως, διενεργήθηκε αστυνομική προανάκριση από τους αρμοδίους υπαλλήλους του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης κατά Εγκλημάτων Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, στα πλαίσια της οποίας ο παθών ………. κατέθεσε ότι δέχτηκε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο από άγνωστο αριθμό, κατά την οποία ημεδαπός άνδρας, ηλικίας περίπου 40 ετών,του είπε με απειλητικό ύφος: «Μη μας ενοχλείς. Είδες τι έπαθες; Αν συνεχίσεις θα χτυπήσουμε τον γιο σου». Μετά από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που διατάχθηκε αρμοδίως, διαπιστώθηκε ότι την04.12.2008, το κινητό τηλέφωνο του ενάγοντος είχε δεχθεί κλήση, διάρκειας 111 δευτερολέπτων, από τον τηλεφωνικό αριθμό που χρησιμοποιήθηκε για το ανωτέρω απειλητικό τηλεφώνημα. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι από τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό είχαν πραγματοποιηθεί δύο κλήσεις και είχε σταλεί ένα μήνυμα στο κινητό του ………, πρώην αστυνομικού, ο οποίος φερόταν ως βασικός ύποπτος της ως άνω εγκληματικής ενέργειας της έκρηξης, και ο οποίος διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον ενάγοντα, είχαν συχνές τηλεφωνικές επαφές μεταξύ τους, αλλά και ευρύ κύκλο κοινών επαφών, με τους οποίους επικοινωνούσαν αμφότεροι. Ενόψει των προαναφερθέντων,ο ενάγων κλήθηκε την 28.04.2010 και την 20.05.2010, αντίστοιχα, προκειμένου να εξετασθεί ενόρκως ως μάρτυρας σχετικά με την ερευνώμενη υπόθεση της έκρηξης, στη δε κατάθεσή του ανέφερε σχετικά με την καταγραφείσα τηλεφωνική κλήση που δέχθηκε στο κινητό του τηλέφωνο από το κινητό τηλέφωνο του αγνώστου που απείλησε τον παθόντα ……….., ότι δεν είχε προσωπική επικοινωνία με τον συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου και ότι πιθανόν η επικοινωνία αυτή να πραγματοποιήθηκε από συνεργάτη του που χρησιμοποίησε το τηλέφωνό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά διαλαμβάνονται στις προαναφερόμενες φωτογραφίες σελίδων της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, που δημοσιεύθηκαν στην 20η σελίδα του επίμαχου φύλλου της εφημερίδας «…….», και ιδίως στο από 31.12.2010 με αριθ. πρωτ. …../10.01.2011 διαβιβαστικό έγγραφο του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης κατά Εγκλημάτων Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, με το οποίο υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος του ………. για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας και της απλής συνέργειας σε έκρηξη, καθώς και σε βάρος του ………. για τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και της εξύβρισης, και από το οποίο (διαβιβαστικό έγγραφο) προσκομίζεται από τους διαδίκους μόνο η πρώτη και η τελευταία σελίδα μαζί με τον πίνακα συνημμένων εγγράφων. Κατόπιν τούτων, από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο ενάγων πράγματι κλήθηκε να δώσει ένορκη κατάθεση ως μάρτυρας σχετικά με την υπόθεση της εγκληματικής ενέργειας σε βάρος του ……., πλην όμως ουδέποτε αποδόθηκε σ’ αυτόν οποιαδήποτε εμπλοκή στην ποινική διαδικασία με την ιδιότητα του υπόπτου ή του κατηγορούμενου, ούτε ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη. Αντιθέτως δε η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία που υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, αφορούσε τον ……… για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας και της απλής συνέργειας σε έκρηξη, καθώς και τον ……… για τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και της εξύβρισης. Συνεπώς, κρίνονται αναληθείς οι ισχυρισμοί που περιέχονται τόσο στον τίτλο της πρώτης σελίδας της εφημερίδας «…………», όσο και στους τίτλους του δημοσιεύματος της 20ης-21ης σελίδας της εφημερίδας «………..» και «Ο συνεργάτης του μικρομετόχου του ΟΠΑΠ εμπλέκεται σε κακουργηματική υπόθεση με εκρήξεις και εκβιασμούς». Ομοίως κρίνονται αναληθείς και οι περιεχόμενοι στο δημοσίευμα ισχυρισμοί ότι η μαρτυρική κατάθεση του ενάγοντος δεν έπεισε τις αρχές και ότι ο ίδιος συνδεόταν άμεσα με το άγνωστο άτομο που απείλησε τηλεφωνικά τον παθόντα ………. Σημειωτέον δε ότι ο περιεχόμενος στο δημοσίευμα ισχυρισμός ότι η μαρτυρική κατάθεση του ενάγοντος δεν έπεισε τις αρχές,δεν συνιστά αξιολογική κρίση, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι, αφού δεν εκφέρεται ως σχόλιο του συντάκτη του δημοσιεύματος, αλλά αντιθέτως εμφανίζεται ως συμπέρασμα των ανακριτικών υπαλλήλων που συνέταξαν το ανωτέρω διαβιβαστικό προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Οι ισχυρισμοί αυτοί θίγουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία, αφού τον παρουσιάζουν ως εμπλεκόμενο σε ιδιαίτερης απαξίας ποινική υπόθεση έκρηξης σε βάρος επιχειρηματία, ο οποίος, μάλιστα, δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα της διαχείρισης αποβλήτων πλοίων, στον οποίο δραστηριοποιείται και η εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα εταιρεία. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι σε βάρος του ενάγοντος είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας από τον συγκατηγορούμενό του ……….., διωκόμενο, μεταξύ άλλων, και για το αδίκημα της διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών ουσιών, και ειδικότερα ότι ο ενάγων στην Αθήνα, την 15.02.1992, όντας υπάλληλος, και δη αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, απαίτησε ως αντάλλαγμα, που δεν δικαιούτο, από τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του, το ποσό των 300.000,00 δραχμών, τις οποίες θα του κατέβαλε αυθημερόν, προκειμένου να παραλείψει, αντιθέτως προς τα καθήκοντά του, να αναφέρει στην Υπηρεσία του αφενός την πληροφορία που έλαβε για την επικείμενη εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ηρωίνης και ινδικής κάνναβης από την Τουρκία και την Βουλγαρία στην Ελλάδα και αφετέρου την πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων που διέπραξαν οι συγκατηγορούμενοί του ………. και ………., προκειμένου να εκδοθεί από τη Νομαρχία Αττικής διαβατήριο με φωτογραφία του πρώτου στο όνομα …….. Εξαιτίας δε της εμπλοκής του ενάγοντος στην ανωτέρω ποινική υπόθεση, τέθηκε αυτός σε απόταξη για λόγους πειθαρχίας με το από 12.11.1997 (ΦΕΚ Γ’ 244/27.11.1997) Προεδρικό Διάταγμα. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 606, 607, 608/1997 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο ενάγων αθωώθηκε της αποδιδόμενης σ’ αυτόν ως άνω πράξης και στη συνέχεια επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία με το βαθμό του Αστυνόμου Β’, προήχθη μέχρι το βαθμό του Ταξίαρχου και τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία από την 01.03.2002, όπως συνάγεται από το προσκομιζόμενο υπ’αριθ.πρωτ. …. ’από 23.06.2004 έγγραφο του 1ου Τμήματος Αξιωματικών της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας,σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ….. από 19.12.2004 έγγραφο του 4ου Τμήματος της Διεύθυνσης Οικονομικών του Κλάδου Οικονομικοτεχνικών και Πληροφορικής του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι τα εκτιθέμενα στο επίδικο δημοσίευμα ως άνω γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία, αφού τον παρουσιάζουν ως επίορκο αστυνομικό που αποτάχθηκε από την Υπηρεσία του, λόγω της εμπλοκής του σε ιδιαίτερης απαξίας ποινική υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών,είναι ψευδή. Ειδικότερα, από την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση προέκυψε ότι ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν κατηγορίας και στη συνέχεια επανήλθε στην υπηρεσία του το έτος 2004, αναδρομικώς από τον χρόνο απομάκρυνσής του από αυτή (το έτος 1997), του αποδόθηκαν άπαντες οι βαθμοί ιεραρχίας που είχε απωλέσει κατά το διάστημα που είχε τεθεί εκτός υπηρεσίας, όπως και οι αναλογούσες μισθολογικές απολαβές, και τελικώς αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης με το βαθμό του Ταξίαρχου. Η γνώση του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων σχετικά με την αμετάκλητη απαλλαγή του ενάγοντος από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν κατηγορία, που έλαβε χώρα δεκαεπτά έτη προ του επίδικου δημοσιεύματος, αλλά και η σκόπιμη αποσιώπηση αυτής της απαλλαγής εκ μέρους των ανωτέρω εναγόμενων, τεκμαίρεται, μεταξύ άλλων, και από την δημοσιογραφική ιδιότητα αυτών και την αυτονόητη έρευνα, στην οποία προέβησαν, άλλως όφειλαν να προβούν πριν τη δημοσίευση, αλλά και από το γεγονός ότι πέντε ημέρες μετά το επίμαχο δημοσίευμα, και συγκεκριμένα την 28.08.2014, επιδόθηκε στους εναγόμενους με την υπ’ αριθ. ……./28.08.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……., η προσκομιζόμενη από 27.08.2014 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, με την οποία τους γνωστοποιήθηκε η αμετάκλητη απαλλαγή του και της οποίας (εξώδικης δήλωσης) περίληψη δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο από 30.08.2014 φύλλο της ίδιας εφημερίδας με τον τίτλο «Απάντηση σε δημοσίευμα», κάτωθι της στήλης των διανυκτερευόντων φαρμακείων και νοσοκομείων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της γνώσης του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων σχετικά με την αμετάκλητη απαλλαγή του ενάγοντος από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν κατηγορία, ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο προσκομιζόμενο από 14.02.2015 φύλλο της ίδιας εφημερίδας,αυτοί προέβησαν σε εκ νέου σε αναφορά της ανωτέρω δικαστικής εμπλοκής του ενάγοντος και της απόταξής του από το Σώμα, καθώς και σε εσκεμμένη απόκρυψη της εξέλιξης της υπόθεσης με την απαλλαγή του ενάγοντος από την κατηγορία και την επάνοδό του στην υπηρεσία, μολονότι είχαν λάβει γνώση, με βεβαιότητα πλέον, κατόπιν της προαναφερόμενης από 27.08.2014 εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος. Αναφορικά δε με το τμήμα του επίμαχου δημοσιεύματος, στο οποίο γινόταν αναφορά ότι ο ενάγων ως πρώην αστυνομικός συνεργάζεται στενά και με τον ………, εκτελώντας διάφορα «projects», για λογαριασμό του επιχειρηματία ……… σε βάρος των αντιπάλων του, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν περιέχει μεν σαφή γεγονοτική αναφορά, πλην όμως τυγχάνει υβριστικό σε βάρος του ενάγοντος, αφού προσδίδει σ’ αυτόν χαρακτηριστικά ανθρώπου που αναλαμβάνει ύποπτες δράσεις, λόγω της απόδοσης του όρου project sεντός εισαγωγικών, σε συνεργασία με έτερο πρώην αστυνομικό, κατ’ εντολή του επιχειρηματία ………… σε βάρος των αντιπάλων του, αμφισβητώντας έτσι ευθέως την εντιμότητα, την ακεραιότητα και την ηθική υπόσταση του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η τιμή και υπόληψή του.Κατ’ ακολουθία των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι ο τρίτος εναγόμενος, συντάκτης του επίμαχου δημοσιεύματος, καθώς και ο δεύτερος εναγόμενος, υπεύθυνος λόγω της ιδιότητάς του ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας, να ελέγχει τη βασιμότητα των δημοσιευμάτων και να εγκρίνει τη δημοσίευσή τους, κατά τη δημοσιοποίηση των ανωτέρω γεγονότων, τα οποία ήταν ψευδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, γνώριζαν την αναλήθεια αυτών, ενώ είχαν ως σκοπό με τη διάδοσή τους να τρώσουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία, και ως εκ τούτου διέπραξαν σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης. Ακολούθως, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη η ένσταση των εναγόμενων περί άρσης του παρανόμου της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 γ’ του ΠΚ, με την οποία ισχυρίσθηκαν ότι οι αναφορές τους στο επίμαχο δημοσίευμα στο πρόσωπο του ενάγοντος αποτελούσαν εκδήλωση του δικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντός τους για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού και εν γένει της κοινής γνώμης, αναφορικά με το ανωτέρω μείζονος ενδιαφέροντος συμβάν της βομβιστικής επίθεσης σε βάρος του επιχειρηματία …….., χωρίς να υφίσταται πρόθεση εκ μέρους τους να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του ενάγοντος, και την οποία (ένσταση) επανέφεραν με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίσης έφεσης, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης της κατ’ άρθρα 367 παρ. 2 α’-β’ και 366 παρ. 3 του ΠΚ αντένστασης του ενάγοντος, η οποία παραδεκτώς προβλήθηκε προς αντίκρουση του προαναφερθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού των εναγόμενων, καθ’ υποφοράν με την ένδικη αγωγή, χωρίς προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίσης έφεσης που κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, και με την οποία (αντένσταση) ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η προσβολή της προσωπικότητάς του περιέχει τα συστατικά της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθώς και ότι έγινε με σκοπό προσωπικής επίθεσης και αμαύρωσης της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τόσο ο τρίτος εναγόμενος ως συντάκτης του επίμαχου άρθρου, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας, με τη δημοσίευση των ως άνω φωτογραφιών του ενάγοντος, σε συνδυασμό και με τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητάς του και του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου, αλλά και τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της διενεργηθείσης αστυνομικής προανάκρισης, καθώς και της εμπλοκής του ενάγοντος σε υπόθεση ναρκωτικών και της απόταξής του από το Σώμα, παραβίασαν τις διατάξεις του Ν. 2742/1997, για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, προσβάλλοντας το απόλυτο δικαίωμα του ενάγοντος στην προσωπικότητά του και, ειδικότερα, την πληροφοριακή του αυτοδιάθεση, τον ατομικό και τον επαγγελματικό του βίο. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά το μέρος της που θεμελιώνεται στην παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 αναφορικά με τη δημοσίευση των φωτογραφιών του, τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητάς του και του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου, αφορά όχι σε ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 περ. β’ του Ν. 2472/1997, αλλά σε απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά την περ. α’ του ιδίου ως άνω άρθρου, καθόσον, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, οι φωτογραφίες του ενάγοντος, τα στοιχεία της ταυτότητάς του και ο αριθμός του κινητού του τηλεφώνου δεν αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του, αλλά απλά. Ομοίως και το προαναφερόμενο διαβιβαστικό έγγραφο του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης κατά Εγκλημάτων Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, με ενημερωτικό χαρακτήρα, στο οποίο αποτυπώνονται οι ενέργειες και οι εκτιμήσεις των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων, κατά το στάδιο της διενεργούμενης αυτεπάγγελτης ή «αστυνομικής» προανάκρισης (άρθρο 243 παρ. 2 του ΚΠΔ), για τη βεβαίωση αξιοποίνων πράξεων και την ανακάλυψη των δραστών, οι δε πληροφορίες που διαλαμβάνονται σε αυτό και αφορούν στην ένορκη κατάθεση του ενάγοντος ως μάρτυρα, δεν αποτελούν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος, αλλά απλά προσωπικά του δεδομένα, καθόσον κατά το χρόνο δημοσίευσης του εν λόγω διαβιβαστικού εγγράφου, δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε βάρος του ενάγοντος, επιπλέον δε ο τελευταίος ουδέποτε κλήθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, από τις εισαγγελικές, αστυνομικές και προανακριτικές αρχές, και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα άσκησης ποινικής δίωξης στο πρόσωπό του σχετικά με την αναφερόμενη στο επίδικο δημοσίευμα υπόθεση έκρηξης. Αντιθέτως δε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά το μέρος της που θεμελιώνεται στην παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 αναφορικά με τη δημοσιοποίηση της εμπλοκής αυτού σε υπόθεση ναρκωτικών και της απόταξής του από το Σώμα, αφορά σε ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αφού σχετίζεται με ποινικές διώξεις σε βάρος του ενάγοντος. Εξάλλου, αποδείχθηκε αναφορικά με τη δημοσίευση των ανωτέρω φωτογραφιών του ενάγοντος, των στοιχείων της ταυτότητάς του και του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου,των αποσπασμάτων του αντιγράφου του διαβιβαστικού εγγράφου του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης κατά Εγκλημάτων Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, αλλά και των στοιχείων της εμπλοκής του ενάγοντος σε υπόθεση ναρκωτικών και της απόταξής του από το Σώμα, ότι ο δεύτερος εναγόμενος τελούσε εν γνώσει, αφού δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο, ούτε ο ίδιος επικαλέσθηκε άγνοιά του για την εν λόγω δημοσίευση, ο τελευταίος δε από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο, συντάκτη του άρθρου,προέβησαν σε ενέργειες που συνιστούσαν επεξεργασία των ως άνω απλών και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 2472/1997, αφού αρχικώς συνέλεξαν τις επίμαχες φωτογραφίες, τα στοιχεία της ταυτότητας του ενάγοντος και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, το αντίγραφο του ανωτέρω διαβιβαστικού εγγράφου, και τα στοιχεία της εμπλοκής του ενάγοντος σε υπόθεση ναρκωτικών,και ακολούθως υπέβαλαν, κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου (εφημερίδας), ως μέσου διάδοσής τους, αυτά τα προσωπικά δεδομένα σε επιμέρους πρόσθετες, διαδοχικές και διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες, με τη βοήθεια των αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής της εφημερίδας, ως εντύπου. Ειδικότερα προέβησαν: 1) σε ψηφιοποίησή τους, μέσω ειδικών σαρωτών, 2) σε καταχώρισή τους στο αρχείο της εφημερίδας και 3) σε επιπρόσθετη επεξεργασία τους ως εικόνων, προς βελτίωση της ευκρίνειας και του χρωματισμού τους, και με τη θέση εντός κύκλων, κόκκινης απόχρωσης, του προσώπου του ενάγοντος, ενώ 4) στη συνέχεια καταχώρισαν και δημοσίευσαν αυτά στο ανωτέρω φύλλο της εφημερίδας, διαδίδοντας το περιεχόμενο τους στο αναγνωστικό κοινό, ήτοι σε ευρύτατο κύκλο προσώπων.Οι δε φωτογραφίες, τα στοιχεία της ταυτότητας του ενάγοντος και ο αριθμός του κινητού του τηλεφώνου, καθώς και τα διαλαμβανόμενα στο διαβιβαστικό έγγραφο γεγονότα και τα στοιχεία της εμπλοκής του ενάγοντος σε υπόθεση ναρκωτικών, δημοσιεύθηκαν στο εν λόγω φύλλο της εφημερίδας, και ως εκ τούτου αποτέλεσαν αρχείο αυτής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, και δη αρχείο διαρθρωμένο, με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, αφού περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα δημοσιευμένα φύλλα της εφημερίδας, όπου ευρίσκονται καταχωρισμένα άπαντα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στην εφημερίδα αυτή, ενώ, επιπλέον, η πρόσβαση σε αυτό το αρχείο καθίσταται ευχερής, με κριτήρια τον τίτλο της εφημερίδας, την ημερομηνία κυκλοφορίας της και τον αριθμό του φύλλου της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η επεξεργασία των ως άνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούσαν στο πρόσωπο του ενάγοντος, ήταν ανεπίτρεπτη, αφού έλαβε χώρα χωρίς τη συγκατάθεση (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2472/1997) και την ενημέρωση αυτού (άρθρο 11 παρ. 1 και 3 του Ν. 2472/1997), ενώ δεν συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε΄ του Ν. 2472/1997, που επιτρέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή τους, καθόσον αυτή η επεξεργασία δεν υπαγορευόταν από οποιαδήποτε αδήριτη ανάγκη προς πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού, η οποία (πληροφόρηση), σε κάθε περίπτωση, μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με ηπιότερο μέσο, απρόσφορο να πλήξει τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ενάγοντος και, ειδικότερα, μπορούσε να ικανοποιηθεί με την απλή καταγραφή των γεγονότων, όπως αυτά παρουσιάζονταν στο επίμαχο άρθρο, χωρίς την ταυτόχρονη δημοσίευση των στοιχείων της ταυτότητας και του αριθμού του κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος, αλλά και την αποτύπωση των εικόνων αυτού. Ομοίως δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής ούτε της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 περ. ζ΄ του Ν. 2472/1997, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η επεξεργασία δεν αφορούσε ευαίσθητα δεδομένα δημοσίων προσώπων, αφού αφενός ο ενάγων δεν είναι δημόσιο πρόσωπο, είτε υπό στενή έννοια, αφού δεν κατέχει δημόσιο αξίωμα, ούτε χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους, είτε υπό ευρύτερη έννοια, αφού δεν διαδραματίζει κάποια επιρροή στη δημόσια ζωή, στον πολιτικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό, αθλητικό ή σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της δημόσιας ζωής, αφετέρου τα δεδομένα αυτά δεν συνδέονταν με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων.Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση δημοσίευσης άρθρου ή και φωτογραφιών που αφορούν την ιδιωτική ζωή προσώπου και κατά την απαιτούμενη στάθμιση μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής του ζωής και της ελευθερίας έκφρασης (δικαιώματα που κατοχυρώνονται και με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, αντίστοιχα), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως η συμβολή του Τύπου σε διάλογο για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, η αναγνωρισιμότητα του προσώπου από το ευρύ κοινό, το θέμα του δημοσιεύματος, η προηγούμενη επικοινωνία με το πρόσωπο, το περιεχόμενο, η μορφή και οι συνέπειες του δημοσιεύματος, η μέθοδος λήψης της πληροφορίας και η αλήθεια αυτής, καθώς και οι περιστάσεις, υπό τις oπoίες λήφθηκαν οι φωτογραφίες (βλ. ΣτΕ 2748/2014 ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ). Στην προκείμενη δε περίπτωση και κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων κριτηρίων, το Δικαστήριο τούτο άγεται στην κρίση ότι η στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων αποβαίνει υπέρ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ενάγοντος, και συνακόλουθα του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, δεδομένου ότι η δημοσίευση των ανωτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος δεν συνιστούσε συμβολή του Τύπου σε διάλογο για ένα γενικότερο ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, ούτε ήταν αναγκαία, για την ικανοποίηση του συμφέροντος και του δικαιώματος που επικαλούνται ότι επεδίωκαν οι εναγόμενοι, ήτοι της ενημέρωσης της κοινής γνώμης, στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελευθερίας της γνώμης και της ελευθεροτυπίας, αντιθέτως δε αποσκοπούσε στην ανεπίτρεπτη ικανοποίηση της περιέργειας του αναγνωστικού κοινού και στην αύξηση των κερδών της εκδοτικής επιχείρησης που ασκούσε η πρώτη εναγόμενη. Συνεπώς, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε’ του Ν. 2472/1997 προϋποθέσεις άρσης του παρανόμου της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η ένσταση των εναγόμενων περί δικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντός τους, στο πλαίσιο του καθήκοντος πληροφόρησης του αναγνωστικού κοινού και της εν γένει ενημέρωσης της κοινής γνώμης, σχετικά με το ανωτέρω μείζονος ενδιαφέροντος συμβάν της βομβιστικής επίθεσης σε βάρος του επιχειρηματία ……., την οποία επανέφεραν με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίσης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, όπως και ο σχετικός λόγος της έφεσης.Εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων προέβησαν με πρόθεση στη χρησιμοποίηση των ανωτέρω φωτογραφιών του ενάγοντος, κατά τη σύνταξη του επίμαχου δημοσιεύματος, και με σκοπό να υπηρετήσει η εικόνα την πρόθεσή τους να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου. Ειδικότερα, από τον τρόπο δημοσίευσης των φωτογραφιών του ενάγοντος, σε συνδυασμό και με τη δημοσίευση των λοιπών στοιχείων της ατομικότητάς του, ήτοι του ονοματεπωνύμου, της επαγγελματικής του ιδιότητας και του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου, αυτός καθίστατο ευχερώς αναγνωρίσιμος τόσο στα πρόσωπα του ευρέως συγγενικού, επαγγελματικού και κοινωνικού του κύκλου, όσο και στο αναγνωστικό κοινό της εν λόγω εφημερίδας.Με τον τρόπο αυτό, η προβολή των φωτογραφιών του ενάγοντος δημοσίως, χωρίς τη συναίνεσή του, ως εικονιζομένου προσώπου, αποτελεί καθεαυτή παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη. Ο δε δεύτερος εναγόμενος ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας, αλλά και ο τρίτος εναγόμενος ως συντάκτης του επίμαχου δημοσιεύματος και έμπειρος δημοσιογράφος,ενήργησαν υπαίτια, δεδομένου ότι γνώριζαν ότι προβαίνουν σε παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, χωρίς να λάβουν προηγουμένως την συγκατάθεσή του ή να τον ενημερώσουν σχετικώς για την δημοσίευση,καθώς και ότι προσβάλουν το δικαίωμα του ενάγοντος στην προσωπικότητά του με τη δημοσίευση των φωτογραφιών αυτού που παραβίασαν το δικαίωμά του στην εικόνα του. Κατόπιν τούτων, εφόσον αποδείχθηκε υπαιτιότητα (δόλος) του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων για την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 57, 59 του ΑΚ, 361-363 του ΠΚ,1, 2, 3, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 11 του Ν. 2472/1997 και του άρθρου μόνου παρ. 1 του Ν. 1178/1981, συντρέχει και η γνήσια αντικειμενική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ως ιδιοκτήτριας της εφημερίδας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι ο ενάγων, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματός του στην προσωπικότητα ως προς τις ειδικότερες εκφάνσεις της προσβολής της τιμής και της υπόληψής του, της εικόνας του και των προσωπικών του δεδομένων, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 15.000,00 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητα του ενάγοντος, την έκταση της προσβολής και την βλάβη σε βάρος του, μέσω άρθρου που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας και με πολυπληθές αναγνωστικό κοινό, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος (δόλου) του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων, καθώς επίσης και την περιουσιακή και την κοινωνική κατάσταση των μερών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος του ενάγοντος στην προσωπικότητά του και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, παρά το γεγονός ότι διέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του εν μέρει ελλιπείς και εν μέρει εσφαλμένες αιτιολογίες, στη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των οποίων, αντίστοιχα, με εκείνες που παρατίθενται προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης αυτής προβαίνει το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 534 του ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 04.06.2019 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, λόγω της ήττας της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 04.06.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2894/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 14 Σεπτεμβρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 4 Οκτωβρίου 2022, με έτερη σύνθεση, λόγω μετάθεσης στο Εφετείο Αθηνών και αποχώρησης του Δικαστή, Ελευθερίου Γεωργίλη, Εφέτη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ιωάννη Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη και με Γραμματέα την Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ