Αριθμός 624/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία του ΝΣΚ Ιωάννα Δρεσίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………., 2)………και 3) ………….οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κούτση.
Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.8.2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2010) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2366/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 17.7.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο …/2014, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-7-2014 (αρ. καταθ. ……../2014) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ΄ αρ. 2366/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Με την από 25-8-2010 (αρ. καταθ. ……/2010) αγωγή τους οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες, ισχυρίστηκαν ότι οι δεύτερη και τρίτη από αυτές είναι ψιλές κυρίες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, του αναλυτικά περιγραφόμενου σ΄ αυτήν (αγωγή) ακινήτου – αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται στη θέση …. της περιφέρειας ….. Σαλαμίνας. Ότι την ψιλή κυριότητα αυτού, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω γονικής παροχής, από την πρώτη από αυτές (ενάγουσες), η οποία παρακράτησε, ισοβίως, την επικαρπία. Ότι η τελευταία (πρώτη των εναγουσών) είχε αποκτήσει την κυριότητα αυτού, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω πώλησης, επικουρικά δε, με πρωτότυπο τρόπο, και συγκεκριμένα με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας το χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της (άμεσης και απώτερων), τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, και οι οποίοι νέμονταν αυτό, ως τμήμα ακινήτου μείζονος εκτάσεως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως, πριν από το έτος 1850, ασκώντας τις διακατοχικές πράξεις που αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή). Ακολούθως, ισχυρίσθηκαν ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το επίδικο ακίνητο καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ ………………. ,πλην όμως στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας καταχωρίστηκε ανακριβώς και εσφαλμένα ως δικαιούχος του δικαιώματος πλήρους κυριότητας του εν λόγω ακινήτου το εναγόμενο. Ότι η ανωτέρω εσφαλμένη εγγραφή προσβάλλει το ανωτέρω δικαίωμα καθεμίας επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου η αξία ανέρχεται στο ποσό των 35.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό οι ενάγουσες, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, επικαλούμενες άμεσο έννομο συμφέρον, ζήτησαν να αναγνωριστούν οι δεύτερη και τρίτη από αυτές (ενάγουσες) ψιλές κυρίες αυτού, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία από αυτές, η δε πρώτη επικαρπώτρια, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής που έχει γίνει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο που αφορά στο επίδικο ακίνητο με τον ανωτέρω ΚΑΕΚ, ώστε να αναγραφούν οι δεύτερη και τρίτη από αυτές (ενάγουσες) ψιλές κύριες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία και η πρώτη από αυτές ως επικαρπώτρια κατά ποσοστό 100%, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Επιπροσθέτως, ζήτησαν να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, με την προσβαλλόμενη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή, αναγνώρισε ότι οι δεύτερη και τρίτη των εναγουσών είναι ψιλές κυρίες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, η δε πρώτη των εναγουσών επικαρπώτρια (ισοβίως), του επίδικου ακινήτου, διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………., εμβαδού, κατά μεν τον τίτλο κτήσης 343,84 τ.μ., κατά δε το οικείο κτηματολογικό φύλλο 347 τ.μ., να αναγραφούν οι μεν δεύτερη και τρίτη των εναγουσών ως ψιλές κυρίες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, η δε πρώτη των εναγουσών ως επικαρπώτρια, με τίτλο κτήσης το υπ΄ αρ. ………../1994 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …….. με αύξοντα αριθμό …… Καταδίκασε δε το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 290 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 17-7-2014 (αρ. καταθ. ………/2014) έφεση, το ηττηθέν εναγόμενο και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή των εφεσιβλήτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ΄ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ΄ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 289/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 του ΑΚ), συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του προκατόχου του, και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείται να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως Δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17/29-11-1836 «Περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας) με «ταπί», δηλαδή επίσημο τίτλο παραχωρήσεως, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου. Ακολούθως, κατά τις διατάξεις δε των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 παρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, ήτοι πριν την 23-2-1946, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι την 11-9-1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δάσος, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.596). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου(ΑΠ 1103/2018, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 638/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015/705, ΑΠ 309/2012 ΝΟΜΟΣ). Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Ακολούθως, η χρησικτησία που είχε αρχίσει πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί όταν άρχισε η εφαρμογή του κρίνεται, ως προς την έναρξή της, κατά το προηγούμενο δίκαιο, ενώ ως προς τη συνέχιση και τη συμπλήρωσή της από αυτόν (Αστικό Κώδικα). Αν, όμως, ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του προηγούμενου δικαίου από την εισαγωγή του ΑΚ υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση δε, που ο χρόνος χρησικτησίας του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο χρόνο του Κώδικα, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου (άρθρα 64 και 65 του ΕισΝΑΚ). Θα πρέπει, πάντως, ως προς τον πριν του ΑΚ χρόνο να πληρούνται οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του προηγούμενου δικαίου, δηλαδή νομή με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη. Επιπροσθέτως, μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του Ν. 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων». Εξάλλου όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΕφΑθ 2516/2008). Ακολούθως, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 Β.Δ. «Περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή, όμως, αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι Κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Επιπλέον, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι «Όλα τα παρ΄ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον». Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της ένδικης εφέσεως, το εκκαλούν επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ένδικης αγωγής για τους αναφερόμενους σ΄ αυτούς λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, η ένδικη αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τις ενάγουσες κατά του εναγομένου. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο, κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο των 95.987 τ.μ., το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε αποκτήσει η δικαιοπάροχος των εναγουσών(άμεση της πρώτης από αυτές και απώτερη των λοιπών), δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου (που, κατά την αγωγή, είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου των εναγουσών), ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας των εναγουσών, β) του τρόπου κτήσεως αυτής, γ) των γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, καθώς επίσης, αναφέρονται και πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του που διενήργησαν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) στο επίδικο οι ενάγουσες, καθώς και οι δικαιοπάροχοί τους (οι οποίοι κατονομάζονται), και είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου, μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018,ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από το υπ΄ αρ. 53 σχετικό, του οποίου γίνεται επίκληση από τις εφεσίβλητες και προσκομίζεται το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών τους (εφεσιβλήτων), δηλαδή, μετά την κατά τη δικάσιμο της 3-2-2022 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Σεληνίων, κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας, στην ειδικότερη θέση «………….», αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Μαΐου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της Αρχιτέκτονα Μηχανικού ……… (στο οποίο φέρεται με εμβαδό 347 τ.μ.). Το επίδικο ακίνητο κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή την 13-1-2006, έλαβε ΚΑΕΚ ………….., καταχωρίστηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, με πλήρη κύριο το Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό 100%. Συνορεύει δε, κατά το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ …………..,νότια με τη Λεωφόρο Κυνοσούρας, ανατολικά με τη Λεωφόρο Κυνοσούρας και δυτικά με οδό. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στην πρώτη των εναγουσών, λόγω πωλήσεως, από την …….. ….., δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/1967 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, η οποία, ακολούθως, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα αυτού στις δεύτερη και τρίτη των εναγουσών – θυγατέρες της, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, παρακρατώντας η ίδια, ισοβίως, την επικαρπία, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……/1994 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …… Η άμεση δικαιοπάροχος της πρώτης των εναγουσών και απώτερη δικαιοπάροχος των λοιπών (εναγουσών), …………, είχε καταστεί κύρια ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ., με αγορά, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγεγραμμένου, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, (στο οποίο προσαρτάται και το από 27-5-1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ………..). Αμέσως μετά την κτήση της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, η ………. προέβη σε κατάτμησή του σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …………., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, και ακολούθως, μεταβίβασε αυτά, λόγω πώλησης, σε τρίτους. Τέτοιο αυτοτελές αγροτεμάχιο αποτελεί και το επίδικο, όπως αναφέρεται κατωτέρω. Οι δικαιοπάροχοι δε της ………. είναι 25 άτομα, και συγκεκριμένα οι 1) …………… (κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου), 2) ……….. (κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου), 3) …………. (κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου), 4) ……….. (κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου), 5) ……… (κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου), 6) …………. (κατά ποσοστό 190/1800εξ αδιαιρέτου), 7) ………… (κατά ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου), 8) …………. (κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου), 9) ……….. (κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου), 10) ……….. (κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου), 11) ………. (κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου), 12) ……….. (κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου), 13) ………… (κατά ποσοστό 48,75/1800 εξ αδιαιρέτου), 14) ………. (κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου), 15) ……….. (κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου), 16) ……….. (κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου), 17) ……….. (κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου), 18) ………… (κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου), 19) ………….. (κατά ποσοστό 90/1800 εξ αδιαιρέτου), 20) ……….. (κατά ποσοστό 47,50/1800 εξ αδιαιρέτου), 21) …………. (κατά ποσοστό 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου), 22) …………. (κατά ποσοστό 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου), 23) …………. (κατά ποσοστό 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου), 24) …………. (κατά ποσοστό 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου) και 25) ……….. (κατά ποσοστό 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου). Οι ως άνω κατέστησαν συννομείς, ως τέκνα και διάδοχοι, λόγω κληρονομικής διαδοχής του αρχικού – απώτερου δικαιοπαρόχου τους ……………, που απεβίωσε αδιάθετος το έτος 1932 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ………………, και τα δέκα (10) τέκνα του: 1……………, οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομία, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ασκώντας τη συννομή του κληρονομιαίου ακινήτου, και ειδικότερα, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι και συννομείς αυτού. Ειδικότερα, η ………… κατέστη, κατά τα ανωτέρω συγκυρία και συννομέας κατά ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου καθένας από τους λοιπούς κληρονόμους. Όταν κατά το έτος 1937 απεβίωσε και η ……………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, τα προαναφερόμενα δέκα (10) τέκνα της, κατέστησαν κληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητάς της-συννομής της και συγκύριοι-συννομείς μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 (= 135/1800 + 45/1800) εξ αδιαιρέτου ο καθένας, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και ασκώντας με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Ακολούθως, κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων-συννομέων ……………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ………….., και τα πέντε (5) τέκνα του: ……………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………….. επί του ανωτέρω ακινήτου, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι-συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ο καθένας, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατέρα τους (1951), συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων …………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου, κληρονόμους τους, τη σύζυγό του …………, το γένος ……….., και τα έξι (6) τέκνα του: ………….., ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του ………… (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ……….., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία του συζύγου και πατέρα τους, ……………, για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού και αδελφού τους, αντίστοιχα, ……………, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συγκείμενη από το 180/1800εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………….. επί του ανωτέρω ακινήτου, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι-συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ο καθένας και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομία του υιού και αδελφού τους, αντίστοιχα, ……………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, και έτσι το ποσοστό συγκυριότητάς τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 [= 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 (= 22,50/1800 : 6)], 26,25/1800 [= 22,50/1800 + 3,75/1800,όπου 3,75/1800 (= 22,50/1800: 6)], 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ο καθένας, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατέρα τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων ……………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του ………….., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: ………………………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του ……………: ………………. και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του ……………: α) ……………, οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 180/1800εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………… επί του ανωτέρω ακινήτου, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 [= 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 (= 180/1800 : 2 : 9)], 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 [= 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 (= 10/1800: 5)], 29/1800, 29/1800, 29/1800, 29/1800, 28,25/1800 [= 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 (= 10/1800 : 5)], 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ο καθένας ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1960 απεβίωσε η εκ των συγκυρίων, ……………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς της, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγό της, ………….., και τα πέντε (5) τέκνα της: ………………, οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης ………….. επί του ανωτέρω ακινήτου, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ο καθένας ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Στη συνέχεια δε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, οι ανωτέρω συγκύριοι-συννομείς μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., και κατά αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας εξ αδιαιρέτου, στην …………., και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Ο δε άμεσος και απώτερος δικαιοπάροχος των ανωτέρω, ………….., απέκτησε την ευρύτερη έκταση των 111.987 τ.μ., κατά μεν ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του …………., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1899, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμος του, που αναμίχθηκε στην κληρονομία, ασκώντας συννομή επ΄ αυτού κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του, συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του και, μάλιστα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου. Ο ίδιος, ……………, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……/1908 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …., απέκτησε και το υπόλοιπο ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του ακινήτου αυτού, λόγω πώλησης από τους συγκυρίους-λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου-κληρονόμους του αδελφού του πατέρα του, ………., ήτοι από τους ……. και …………., που είχαν καταστεί συγκύριοι κατά το ως άνω ποσοστό του πατέρα τους. Κατά τον τρόπο αυτό αγόρασε και του παραδόθηκε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου της μείζονος εκτάσεως, δηλαδή απέκτησε την παραπάνω συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό τίτλο και μεταγραφή. Στο ως άνω δε συμβόλαιο δεν αναφέρεται η ακριβής έκτασή του, αλλά ως έγγιστα, όπως ήταν, κατά τον ως άνω χρόνο, συνήθης πρακτική, ήτοι η έκταση να αναφέρεται κατά προσέγγιση με απλή αναφορά των ορίων, όπως εν προκειμένω. Έκτοτε, ο ………….., νεμόταν το όλο ακίνητο των 111.987 τ.μ., με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου, ασκώντας επ΄ αυτού τις πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, ενώ κατά το έτος 1925 μεταβίβασε, λόγω πώλησης, τμήμα αυτού, εμβαδού 16.000 τ.μ., στον ………… Τη νομή του επί του ακινήτου αυτού, εμβαδού, μετά την πώληση του τμήματος των 16.000 τ.μ., 95.987 (= 111.987 – 16.000) τ.μ., συνέχισε μέχρι και την 22-5-1932, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, κατά τα προαναφερόμενα. Οι δικαιοπάροχοι δε αυτού, ήτοι ο πατέρας του ……….. και ο αδελφός του πατέρα του ……….. είχαν καταστεί κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της ανωτέρω μείζονος εκτάσεως, η οποία συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων ……, δυτικά με ακίνητο …… …….., κλπ (αγνώστων), βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων και νότια με θάλασσα, επιφανείας 111.987 τ.μ., καθώς, είχαν εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματά της, (όπως και όλοι οι μετέπειτα διάδοχοι αυτών), ήδη πριν από το έτος 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της αρμόδιας, επί των διαφιλονικουμένων δασών, Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Η ανωτέρω Επιτροπή, δυνάμει της υπ΄ αρ. 305/24-1-1845 αποφάσεώς της, αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, πλην εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνων που είχαν καταχωριστεί στα βιβλία δημόσιων κτημάτων, στα οποία (ακίνητα της διαλελυμένης Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου και ακίνητα καταχωρισθέντα στα βιβλία δημόσιων κτημάτων), όμως, δεν συμπεριλαμβανόταν το προπεριγραφόμενο ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ., όπως τούτο μπορεί να συναχθεί από το υπ΄ αρ. ……/13-6-1845 έγγραφο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …………… Περαιτέρω, κατά το έτος 1963 εγείρεται αμφισβήτηση για το δικαίωμα κυριότητας της ……….. επί του ακινήτου των 95.987 τ.μ., και συνακόλουθα, αμφισβήτηση της κυριότητας των φερόμενων ως ειδικών διαδόχων αυτής (κυρίως των αυτοτελών, λόγω της κατάτμησης, αγροτεμαχίων). Ειδικότερα, η τότε Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την από 5-8-1963 αγωγή της κατά της ως άνω δικαιοπαρόχου των εναγουσών, …….., ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αρ. εκ. κατ. ……/16-8-1963), ζητώντας να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, καθώς και να της αποδοθεί, ενώ την 5-5-1965, η ίδια ως άνω Κοινότητα άσκησε την από 15-4-1965 αγωγή της (αρ. εκ. κατ. ……/5-5-1965), με όμοιο περιεχόμενο. Οι αγωγές αυτές, ουδέποτε συζητήθηκαν. Επίσης, αγωγή άσκησε και η τότε Κοινότητα Αμπελακίων, και συγκεκριμένα άσκησε την από 30-12-1964 αγωγή της κατά της ίδιας δικαιοπαρόχου, …………, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αρ. εκ. κατ. ……./30-12-1964), ζητώντας να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, καθώς και να της αποδοθεί. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε δυνάμει του υπ΄ αρ. ……/1969 (εξώδικου) συμβιβασμού, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., που εγκρίθηκε δυνάμει της υπ΄ αρ. 31/1969 αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄ αρ. 81/1969 απόφαση, και την υπ΄ αρ. πρωτ. 17802/10-6-1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄ αρ. πρωτ. 2496/4-2-1970 απόφαση. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30-12-1964 αγωγής της, και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ………….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Tα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ως άνω ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ……….., συνολικού εμβαδού 288.190 τ.μ., και ως τμήμα των δασικών εκτάσεων με ……. και ……, και συγκεκριμένα τμήμα αυτού, εμβαδού 278,95 τ.μ., φέρεται να αποτελούσε, κατά το έτος 1945 (με βάση τις αεροφωτογραφίες του έτους 1945), τμήμα της δασικής έκτασης με ……., και τμήμα αυτού, εμβαδού 68 τ.μ., να αποτελούσε, από το έτος 1945 μέχρι και το έτος 1968 (με βάση τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1968), τμήμα της δασικής έκτασης ……. (βλ. σχετ. το υπ΄αρ. πρωτ. …/28-1-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς), αφού η απλή πράξη της καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει τις αδιαμφισβήτητες, κατά τα προαναφερθέντα, πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων των εναγουσών, οι οποίες ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες με αφετηρία, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, προ του έτους 1845 και συνεπώς και προ του έτους 1850, (νομή από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους στην ευρύτερη έκταση των 111.987 τ.μ. και μετά από πώληση τμήματος αυτής, εμβαδού 16.000 τ.μ., στην έκταση των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο). Εξάλλου, το …….. Δημόσιο Κτήμα καταγράφηκε ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288.180 τ.μ., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, καθώς στη στήλη του οικείου Γενικού Βιβλίου Καταγραφής ως «Είδος Κτήματος», αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη περιοχή του περιλαμβανόταν σε δημόσια δασική έκταση, αφού δεν ανήκε στα δημόσια δάση της διαλυμένης Μονής Αγίου Νικολάου, η δε καταχώρισή του ως Δημόσιο Κτήμα έγινε χωρίς καμία αναφορά στο δασικό του χαρακτήρα. Σύμφωνα δε με την από 18-11-1998 έκθεση ελέγχου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, το δημόσιο κτήμα ………., εμβαδού 288.180 τ.μ., αποτελεί αγροτεμάχιο, κείμενο στην περιοχή Αμπελακίων και το μεγαλύτερο τμήμα του κατέχεται από πολλές οικίες και περιφραγμένα οικόπεδα, ενώ το υπόλοιπο είναι χέρσο. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου για την τριακονταετή καλόπιστη νομή του …………, δεν αναιρείται ούτε από το 18-10-2011 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού ……….. και του Πολιτικού Μηχανικού ……….. της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, που βασίστηκε στο από 27-2-1939 τοπογραφικό διάγραμμα των Μηχανικών ……….., το οποίο φέρει και κτηματολογικό πίνακα της περιοχής και στο οποίο ο ……………., φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση, εμβαδού μόνο 3 στρεμμάτων και 860 τ.μ., καταχωρισθείσα με αύξοντα αριθμό ….., αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο κτηματολογικό πίνακα για το δημόσιο κτήμα με ……….., εμβαδού 288 στρεμμάτων και 190 τ.μ., με αύξοντα αριθμό ……., με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το εάν, εκτός από το να την διεκδικούν την νέμονται κιόλας οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν την νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την 11-9-1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος της πρώτης των εναγουσών, ……………. είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού, με πρωτότυπο τρόπο, και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, τριακονταετή νομή με καλή πίστη επ΄ αυτού. Περαιτέρω, την παραπάνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν οι παραπάνω συγκληρονόμοι, οι οποίοι με καλή πίστη, αλλά και ανεξάρτητα από την καλή πίστη μετά την 23-2-1946, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, μέχρι τη μεταβίβασή της με αιτία την πώληση, στην ως άνω ……….., δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, οπότε της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η ………… συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας, προέβη δε, όπως προαναφέρθηκε, σε κατάτμηση της έκτασης αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …………. Περαιτέρω, το εναγόμενο, πρωτοδίκως, αρνήθηκε (αλλά και με την ένδικη έφεση αρνείται την ένδικη αγωγή) και ειδικώς την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος επί του επιδίκου τόσο των εναγουσών [επικαρπίας της πρώτης και ψιλής κυριότητας των δεύτερης και τρίτης απ΄ αυτές (ενάγουσες)] όσο και όλων των δικαιοπαρόχων τους και προέβαλε (και προβάλλει στο Δικαστήριο τούτο, κυρίως και επικουρικά) τους ισχυρισμούς ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητά του, δεδομένου ότι όπως επικαλείται με τις προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, με την ένδικη έφεση, εμπίπτει εντός του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος με ………., και ότι περιήλθε σε αυτό ως εξής: α) δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» και ειδικότερα i) ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821, ii) επικουρικά δυνάμει της ως άνω Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει και δεν δεσποζόταν πλέον από αυτούς, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτόν (ισχυρισμό), β) άλλως, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 δασική έκταση, γ) άλλως, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 βοσκότοπο ή λιβάδι, δ) άλλως, με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, από την Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα, καθόσον από τότε επιλήφθηκε της νομής του βάσει των ως άνω νόμων και εξακολουθούσε έκτοτε να την ασκεί ενεργώντας επ΄ αυτού τις αναφερόμενες σ΄ αυτόν (ισχυρισμό) πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και ε) άλλως, ως αδέσποτο εφόσον πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους και μετά από αυτή δεν εξουσιάστηκε από οιονδήποτε, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτόν (ισχυρισμό). Οι ως άνω ισχυρισμοί του, πλην του κατωτέρω αναφερόμενου, οι οποίοι είναι νόμιμοι, καθώς θεμελιώνονται στις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του δικαιώματος των εναγουσών και όχι αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης αναγνωριστικής αγωγής για ακίνητο, αφού, με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τους αντίστοιχους ως άνω ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου, δημιουργείται κυριότητα αυτού επί του επίδικου ακινήτου, δια της οποίας καθίσταται αλυσιτελής πλέον ο ισχυρισμός των εναγουσών περί κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επ΄ αυτού με παράγωγο τρόπο ή πρωτότυπο τρόπο έκτακτης χρησικτησίας βάσει πράξεων νομής προγενέστερων της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 (πρβλ. ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013, ΕφΠειρ 486/2016). Οι ως άνω δε ισχυρισμοί προβλήθηκαν νομίμως και παραδεκτώς. Από τους ως άνω ισχυρισμούς, ο κυρίως προβληθείς ισχυρισμός περί κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» και ειδικότερα ως προς το πρώτο σκέλος της [υπό στοιχείο α)i)] ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την Επανάσταση του 1821, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών. Ακολούθως, ο επικουρικά προβληθείς ισχυρισμός περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου λόγω εγκατάλειψής του από τους Οθωμανούς ιδιώτες [υπό στοιχείο α) ii)], είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό, όπως π.χ. ποιος ήταν ο άλλοτε Οθωμανός κύριος του επιδίκου. Επίσης, από τους λοιπούς απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας είναι και οι επικουρικά προβληθέντες ισχυρισμοί 1) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ως δασικής έκτασης [υπό στοιχείο β)], διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων του νόμου χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό, 2) περί κτήσης της κυριότητας, διότι το επίδικο αποτελούσε βοσκότοπο ή λιβάδι[υπό στοιχείο γ)], διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων των παραπάνω νόμων, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό, 3) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας [υπό στοιχείο δ), κατά το α΄ σκέλος], καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της, 4) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ως αδέσποτου (υπό στοιχείο ε), διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού της νομικής διάταξης, χωρίς να επικαλείται ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο και ότι αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, και χωρίς να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στην κατά τα άνω εγκατάλειψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε, τους ως άνω ισχυρισµούς του εναγοµένου περί ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου [υπό στοιχεία α)i), α)ii), γ) και ε)], ως μη νόμιμο τον πρώτο [α)i)]και ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας τους λοιπούς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Όσον αφορά τους υπό στοιχείο β) και υπό στοιχείο δ), κατά το α΄ σκέλος ισχυρισμούς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε αυτούς σιωπηρώς, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Όσον αφορά, όμως, τον ισχυρισμό περί κτήσης της κυριότητας του με έκτακτη χρησικτησία [υπό στοιχείο δ), κατά το β΄ σκέλος] είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε η κτήση της κυριότητας από τον ………….. δια της πλέον της τριακονταετίας πριν την 11-9-1915, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη άσκηση πράξεων νομής επ΄ αυτού, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του και έκτοτε ουδεμία πράξη νομής από το Ελληνικό Δημόσιο αποδείχθηκε ασκηθείσα στο επίδικο, η οποία σε συνδυασμό με την χρονική προϋπόθεση θα προσέδιδε κυριότητα. Σε κάθε περίπτωση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν και οι ως άνω ισχυρισμοί ιδίας κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αφού δεν αποδείχθηκε, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ότι το επίδικο υπήρξε δασική έκταση, άλλως βοσκότοπος, άλλως λιβάδι ή ότι ήταν αδέσποτο. Εξάλλου, η κρίση επί των ανωτέρω ζητημάτων ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την υπ΄ αρ. Ε4159/2170/Ν.11549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975-τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, προς επέκταση της χερσαίας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, μη συντελεσθείσα και μη αναγκαίουσα προς εκπλήρωση του σκοπού δημόσιας ωφελείας για τον οποίο κηρύχθηκε, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτήν. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε. Εξάλλου τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από το εκκαλούν πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, δηλαδή πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτίσματος, εκδοθέντα σε βάρος του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγουσών, …….., με τα οποία προσδιορίσθηκε ποσό ετήσιου μισθώματος για κατεχόμενη και χρησιμοποιούμενη από αυτόν δημόσια έκταση 3 στρεμμάτων και 860 τ.μ. στη θέση «……..» της Κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας για τα έτη 1928 έως και 1939, καθόσον κατόπιν ασκήσεως ανακοπής από τον ανωτέρω (……..) εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας με την οποία τα ως άνω πρωτόκολλα ακυρώθηκαν. Εξάλλου, σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 15-10-1970 αναφορά του Επιθεωρητή …… προς τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, που αφορά τις υπ΄ αρ. ….. έως και ……. εκτάσεις, τα πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως (χωρίς, βεβαίως, να προσδιορίζονται αυτά ρητά ή να αναγράφεται ρητά ότι έχουν εκδοθεί και για το επίδικο ακίνητο) ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Ειρηνοδίκη Ελευσίνας. Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ήδη τουλάχιστον προ του έτους 1850, οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγουσών νέμονταν την κατά τα ανωτέρω μείζονα έκταση των 111.987 τ.μ. και μετά την, κατά το έτος 1925, πώληση τμήματος αυτής 16.000 τ.μ. στον ……….., έκταση των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, χωρίς να απωλέσουν τη νομή, με διάνοια κυρίων και με καλή πίστη, ήτοι με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα τρίτων επ΄ αυτής, αλλά και ανεξάρτητα από την καλή πίστη μετά την 23-2-1946, ασκώντας επί του επίδικου ακινήτου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, συνεχώς και αδιαλείπτως, ήτοι για μία τριακονταετία και πλέον έως την 23-2-1946, αλλά και μετά από το ως άνω χρονικό σημείο, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από οποιονδήποτε, παρά μόνο κατά τα έτη 1963-1965 όταν ασκήθηκαν οι προαναφερόμενες αγωγές από την Κοινότητα Σεληνίων, αρχικά, και την Κοινότητα Αμπελακίων, στη συνέχεια, κατά της δικαιοπαρόχου των εναγουσών …….. κατά τα προαναφερόμενα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον οι δικαιοπάροχοι(άμεση και απώτεροι) της πρώτης των εναγουσών είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου των 95.987 τ.μ., και συνεπώς και του επιδίκου, εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, 343,84 τ.μ., και η ίδια (πρώτη των εναγουσών) κατέστη κυρία αυτού (επίδικου ακινήτου) με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω πώλησης, οπότε νομίμως, ακολούθως, οι δεύτερη και τρίτη των εναγουσών κατέστησαν ψιλές κυρίες αυτού, κατά ποσοστό των 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω γονικής παροχής, η δε πρώτη των εναγουσών επικαρπώτρια (ισοβίως), κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής της Σαλαμίνας Αττικής, το εν λόγω ακίνητο καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ ………., ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι ανακριβώς, καθόσον κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου, (13-1-2006), ανήκε στην ψιλή κυριότητα των δεύτερης και τρίτης των εναγουσών, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, με επικαρπώτρια (ισοβίως), την πρώτη από αυτές. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και δέχθηκε την αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε ότι οι μεν δεύτερη και τρίτη των εναγουσών είναι ψιλές κυρίες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, η δε πρώτη των εναγουσών επικαρπώτρια (ισοβίως), του προπεριγραφόμενου επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, εμβαδού κατά μεν τον τίτλο κτήσης 343,84 τ.μ., κατά δε το οικείο κτηματολογικό φύλλο 347 τ.μ., να αναγραφούν οι μεν δεύτερη και τρίτη των εναγουσών ως ψιλές κυρίες, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, η δε πρώτη των εναγουσών ως επικαρπώτρια, με τίτλο κτήσης το υπ΄ αρ. ……./1994 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. με αύξοντα αριθμό …, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Ν. 2579/1998 (ΑΠ 858/2020, ΑΠ 1129/2019, ΑΠ 1375/2018), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17-7-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2366/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20 Οκτωβρίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτής, λόγω
προαγωγής και ανα-
χωρήσεως, η ορισθείσα
από τον Πρόεδρο του
Τριμελούς Συμβουλίου
Δ/νσης του Εφετείου
Πειραιώς, Σταυρούλα
Λιακέα, Εφέτης
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 20 Οκτωβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστού Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της Δικαστικής Πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου Δικηγόρου των εφεσιβλήτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ