ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 655 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Ανδρουλάκη.
Της εφεσίβλητης – εναγομένης: ….εταιρείας …………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.
Β. Της εκκαλούσας – εναγομένης: … εταιρείας ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Ανδρουλάκη.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 2.10.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………../24.10.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 49/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 19.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/19.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ. ………../23.2.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη εταιρεία με την από 12.3.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./12.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………./20.4.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει και αυτή την ως άνω πρωτόδικη απόφαση.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκαν οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες αντίθετες εφέσεις: α) Η από 19.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………./19.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../23.2.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας σε βάρος της εφεσίβλητης εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 2.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./24.10.2018) αγωγής και β) η από 12.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../12.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./20.4.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 49/2021 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από από 19.2.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………/19.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../23.2.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 49/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εφεσίβλητης από 2.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./24.10.2018) αγωγής του εκκαλούντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 36.034,22 ευρώ, κυρίως απορρεουσών από συμβάσεις ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση των οποίων παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο πλοίο αυτό κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, άλλως επικουρικώς στηριζομένων στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια (συμβατική) βάση της και, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.758,01 ευρώ νομιμοτόκως από την 1η.9.2018, επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησής του, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ίδιο ποσό, πλέον τόκων από το αυτό ως άνω χρονικό σημείο, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 1.500 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19.2.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………./19.2.2021), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 12.1.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) και με την οποία πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος, που βλάπτει τον εκκαλούντα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 12.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../12.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./20.4.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/12.3.2021), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 12.1.2021 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) και με την οποία πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος, που βλάπτει την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις του, ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις (3) φορές με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 4.4.2017 έως και 31.8.2018 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο “BS1”, ολικής χωρητικότητας 16.391 κόρων, της πλοιοκτησίας της εναγόμενης, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των ετών 2016 και 2017 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ του Πειραιώς και λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαέξι (16) ώρες μέχρι τη λύση της τελευταίας σύμβασής του. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται, ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίσθηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό κατά το ήμισυ εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικασθεί το συνολικό χρηματικό ποσό των 36.034,22 ευρώ, για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δέκα (10) ώρες και κατόπιν παραδοχής ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση του χρηματικού ποσού των 1.824,51 ευρώ, που του είχε καταβληθεί ως “έκτακτες αμοιβές” του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή του ποσού των 3.758,01 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και ως διαφορές εορταστικών επιδομάτων, πρόσθετης αμοιβής του με βάση το άρθρου 33 των ΣΣΝΕ για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν και, αφετέρου, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της στην προς τον ενάγοντα καταβολή του ιδίου ποσού, ως του έτερου ημίσεος του συνολικά οφειλομένου για τις ανωτέρω αιτίες ποσού, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησης του ενάγοντος, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ένσταση της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα – εναγόμενη της από 12.3.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………../12.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./20.4.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
Από την επανεκτίμηση των με αριθμό …./23.9.2019 και …../26.9.2019 ένορκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. βεβαιώσεων των ………. και ………….., που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2017 και 2018 ως θαλαμηπόλος και αρχιθαλαμηπόλος αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ….΄/17.9.2019 και …./23.9.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και ……… αντίστοιχα, καθώς και των υπ’ αριθμ. …./20.5.2019, …../20.5.2019 και …../20.9.2019 τριών (3) ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των ……………….. αντίστοιχα, που απασχολήθηκαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, του μάγειρα και του επίκουρου θαλαμηπόλου αντίστοιχα στο ίδιο πλοίο, κατά τα έτη 2017 και 2018 οι δύο πρώτοι και κατά τα έτη 2016 και 2017 ο τρίτος, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ….΄/10.4.2019 και …./17.9.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……. και …….. αντίστοιχα, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, που γεννήθηκε στην Άρτα στις 10.10.1990, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός (16.391) κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ………., ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε στις 4.4.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 2η.11.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς επειδή έλαβε άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε στις 10.12.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 9η.1.2018, οπότε και απολύθηκε λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 7.2.2018. Ακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγησή του στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από τις 18.2.2018 έως και τις 31.8.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου, όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Για δύο (2) από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 4.4.2017 και από 18.2.2018 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται εκατέρωθεν, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη, των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 ευρώ) και, με τη δεύτερη, των δύο χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (2.110,92 ευρώ). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (4.4.2017 έως 31.8.2018) που είναι επίδικο, ίσχυσε αποκλειστικώς η από 23.8.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, μολονότι ίσχυσαν μέχρι τις 31.12.2016, κατά το άρθρο 39 αυτής, κατέλαβαν και τους διαδίκους, όχι μόνον για το έτος 2017 (περί του ότι, επί παραπομπής με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας στις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, την εργασιακή σχέση που συνάπτεται μετά τη λήξη της οικείας ΣΣΝΕ, διέπει, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα βλ. ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και για το έτος 2018, αφού η επόμενη από 17.8.2017 ΣΣΝΕ, που κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, η οποία, λεκτέον παρεμπιπτόντως, δεν αύξησε έναντι εκείνης του έτους 2016 τους μηνιαίους μισθούς ενέργειας των κατωτέρων πληρωμάτων των επιβατηγών πλοίων ούτε τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, μολονότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, επειδή κατά το χρόνο της υπογραφής της η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως δεν αμφισβητείται, λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000 ΔΕΕ 2000/895). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου (θαλαμηπόλου) ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 ευρώ), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 ευρώ) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες = 576,30 ευρώ) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 ευρώ) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(928,36 ευρώ + 204,24 ευρώ : 22) + 19,21 ευρώ] Χ 5 ημέρες = 353,45 ευρώ}, το δε ωρομίσθιο του επίκουρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5,37 ευρώ) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 ευρώ) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 ευρώ) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του τα έτη 2017 και 2018 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 ευρώ), δηλαδή σε χρηματικό ποσό, το οποίο υπερτερούσε του συμβατικού μισθού του (2.080,74 ευρώ), που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 4.4.2017 έγγραφης ατομικής σύμβασής του, η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, διείπε και την έτερη του έτους εκείνου (την από 10.12.2017 άτυπη όμοια), ενώ υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του, που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 18.2.2018 έγγραφης ατομικής του σύμβασης (2.110,92 ευρώ). Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατ’ αμφότερα τα επίδικα έτη (2017 και 2018) στο πλοίο της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ιδίας ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 367,53 ευρώ, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της διάφορα χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Περαιτέρω, στην οργανική σύνθεση του ανωτέρω πλοίου προβλέπεται ότι στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων αυτού απασχολούνται είκοσι (20) θαλαμηπόλοι, δεκατέσσερις (14) επίκουροι θαλαμηπόλοι και ένας (1) αρχιθαλαμηπόλος, των οποίων προΐσταται ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθενται δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειώνεται κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α΄ 64/13.3.1974). Τα καθήκοντα των επίκουρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά το άρθρο 120 του οποίου οι επίκουροι βοηθούν τους θαλαμηπόλους στα ειδικά καθήκοντά τους, ασχολούμενοι ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και την αποβίβασή τους και με την εκτέλεση κάθε ανατιθέμενης σ’ αυτούς από τον αρχιθαλαμηπόλο βοηθητικής εργασίας της ειδικότητας των θαλαμηπόλων, οι οποίοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ιδίου νομοθετήματος, διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία είχαν αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κύριους προορισμούς τις νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α) Κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος από 4.4.2017 έως 11.6.2017, από 6.9.2017 έως 31.10.2017, από 1.11.2017 έως 2.11.2017, από 10.12.2017 έως 9.1.2018 και από 18.2.2018 έως 28.2.2018, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο – Μύκονο. Ειδικότερα, κατά το χρονικό αυτό διάστημα το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00 (το Σάββατο στις 21.00) για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο στις 05:00, στις 3:50, στις 3:30, στις 3:30 και στις 5:00 αντίστοιχα, και στη Μυτιλήνη στις 7:55, στις 06:40, στις 06:30, στις 06:30 και στις 7:55 της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα (12) περίπου ωρών, ενώ κατά το δρομολόγιο της Πέμπτης προσέγγιζε στο ενδιάμεσο και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσών στις 01:10 και στις 03:00 της Παρασκευής αντίστοιχα. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 08:45 της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 5:30 της Τρίτης στις 06:25 της Πέμπτης στις 18:00 της Παρασκευής και του Σαββάτου, και στις 19:10 της Κυριακής αντίστοιχα, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 11:20 της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής και, κατά το δρομολόγιο της Κυριακής, κατά το οποίο αναχωρούσε από το λιμένα της Μυτιλήνης στις 08:45 και σ’ εκείνους των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 12:05 και στις 13:55 της ιδίας ημέρας. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το πλοίο κάθε Τρίτη μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε μέχρι τις 13:45, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως 16.5.2018 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 06:55 τα πρωινά της Τρίτης, της Πέμπτης και του Σαββάτου. Δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2018 έως 10.6.2018 το πλοίο απασχολήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ρόδος με επιστροφή, πραγματοποιώντας τα ακόλουθα δρομολόγια με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου της Καλύμνου και της Κω: Από τον Πειραιά αναχωρούσε στις 19:00 της Δευτέρας, της Τετάρτης, της Παρασκευής και του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε στους λιμένες της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35 κατέπλεε στη Ρόδο στις 10:10 της Τρίτης και της Πέμπτης, στις 10:20 του Σαββάτου και στις 08:30 της Κυριακής. Η διαφορά στην ώρα άφιξης στο λιμένα προορισμού (Ρόδος) οφείλεται στο γεγονός, πρώτον, ότι στο δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά το πλοίο μετά τη Λέρο προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 05:45 του Σαββάτου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η άφιξή του στην Κω (07:00) και, δεύτερον, ότι το δρομολόγιο του Σαββάτου από Πειραιά δεν περιελάμβανε προσεγγίσεις σε άλλους λιμένες πλην της Κω (άφιξη στις 05:00) και της Ρόδου (άφιξη στις 08:30). Από τη Ρόδο το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 εκάστης Τρίτης, Πέμπτης, Σαββάτου και Κυριακής για να προσεγγίσει τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες με αντίστροφη πορεία και να ολοκληρώσει το δρομολόγιο στον λιμένα του Πειραιώς, όπου αφικνούταν στις 08:05 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 06:30 της Κυριακής. Κατά τον πλου της επιστροφής το πλοίο προσέγγιζε στην Κω στις 20:35, στη Λέρο στις 22:35, στην Πάτμο στις 23:55 και στη Σύρο στις 04:20, ενώ κατ’ εξαίρεση στο δρομολόγιο της Κυριακής προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου (άφιξη στις 21:40), ενώ το δρομολόγιο του Σαββάτου μετά την Κω δεν περιελάμβανε προσέγγιση σε άλλον ενδιάμεσο λιμένα. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως και 10.7.2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον Πειραιά στις 19:00 και προσέγγιζε στο λιμάνι της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 10:10 το πρωί της Τρίτης. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Τετάρτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (απόπλους 20:35), στη Λέρο (απόπλους 22:35), στην Πάτμο (απόπλους 23:55) και στη Σύρο (απόπλους 04:20). Στις 19:00 της Τετάρτης το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:20), Πάτμο (άφιξη στις 02:05 της Πέμπτης), Λέρο (άφιξη στις 03:15), Κω (άφιξη στις 05:00) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:30 της Πέμπτης. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:30, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 13:30 της ημέρας εκείνης. Στις 19:00 της Παρασκευής το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:30), Κάλυμνο (άφιξη στις 03:20 του Σαββάτου), Κω (άφιξη στις 4:40) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:10. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 9:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:10, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Κω, όπου κατέφθανε στις 12:30 και των Κατάπολων της Αμοργού με ώρα άφιξης 15:55. Κάθε Σάββατο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 23.55, προσέγγιζε στο λιμάνι των Κατάπολων της Αμοργού στις 05:55 της Κυριακής, της Πάτμου στις 07:25, της Λέρου στις 08:35 και της Κω στις 10:25, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 13:25 της ιδίας ημέρας. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της Κυριακής και κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Δευτέρας, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (απόπλους 20:35), στην Κάλυμνο (απόπλους 21:40), στη Λέρο (απόπλους 22:50), στην Πάτμο (απόπλους 23:55) και στη Σύρο (απόπλους 04:20). Τέλος, ΣΤ) κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2018 έως 31.8.2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον Πειραιά στις 19:00 και προσέγγιζε στο λιμάνι της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 10:10 το πρωί της Τρίτης. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Τετάρτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (απόπλους 20:35), στη Λέρο (απόπλους 22:35), στην Πάτμο (απόπλους 23:55) και στη Σύρο (απόπλους 04:20). Στις 19:00 της Τετάρτης το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:20), Πάτμο (άφιξη στις 02:20 της Πέμπτης), Λέρο (άφιξη στις 03:40), Κω (άφιξη στις 05:30) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 09:00 της Πέμπτης. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 11:00 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 22:00, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 14:00 της ημέρας εκείνης. Στις 19:00 της Παρασκευής το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:30), Κάλυμνο (άφιξη στις 03:20 του Σαββάτου), Κω (άφιξη στις 4:40) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:10. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 9:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:10, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Κω, όπου κατέφθανε στις 12:30 και των Κατάπολων της Αμοργού με ώρα άφιξης 15:55. Κάθε Σάββατο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 23.55, προσέγγιζε στο λιμάνι των Κατάπολων της Αμοργού στις 05:30 της Κυριακής, της Πάτμου στις 08:00, της Λέρου στις 09:20 και της Κω στις 11:10, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 14:30 της ίδιας ημέρας. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της Κυριακής και κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Δευτέρας, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (απόπλους 20:35), στην Κάλυμνο (απόπλους 21:40), στη Λέρο (απόπλους 22:50), στην Πάτμο (απόπλους 23:55) και στη Σύρο (απόπλους 04:20). Αποδείχθηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ο ενάγων, διέθετε μία τραπεζαρία πληρώματος και μία αξιωματικών, δύο τραπεζαρίες επιβατών, μία αυτοεξυπηρέτησης (self service) και μία με κατάλογο (a la carte), τέσσερα σαλόνια, τέσσερα μπαρ, δύο αίθουσες αεροπορικών καθισμάτων και χώρους μαγειρείου, επιπροσθέτως δε περί τους 190 κοιτωνίσκους επιβατών με τουαλέτα και περί τους 40 κοιτωνίσκους του πληρώματος (των αξιωματικών με τουαλέτα, ενώ για τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος οι τουαλέτες ήταν κοινόχρηστες). Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κάθε ημέρα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο και, συγκεκριμένα, επί 298 καθημερινές ημέρες, επί 62 Κυριακές, επί 59 Σάββατα και επί 16 αργίες, συνολικώς δε επί 435 ημέρες, όπως αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ειδικά από την εναγόμενη και όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η παραδοχή του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Σχετικά με το ερευνητέο ζήτημα της υπερωριακής εργασίας του ο ενάγων υποστηρίζει ότι η συνολική ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίο διαρκούσε δεκαέξι (16) ώρες, κατά τις οποίες, όπως παραδεκτώς με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό διευκρίνισε (για το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο του είδους των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από τη μνεία της ειδικότητας και του βαθμού του ναυτικού που ενάγει για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, υποκειμένης, επομένως, της αγωγής του σε διόρθωση, συμπλήρωση και διευκρίνιση, βλ. ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 496/2015 αδημ.), κατά τη χειμερινή περίοδο των ναυτολογήσεών του τα έτη 2017 και 2018 εργαζόταν στο εστιατόριο αυτοεξυπηρέτησης “……..” του πλοίου, στην παραλαβή και την αποβίβαση των επιβατών σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου την ημέρα και σε δύο λιμάνια τουλάχιστον, στα οποία προσέγγιζε κατά τις νυκτερινές ώρες, καθώς και στους καθαρισμούς των κοιτωνίσκων των επιβατών και σε καθαρισμούς άλλων χώρων του πλοίου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η εργασία του κάθε ημέρα της περιόδου αυτής εκκινούσε περί ώρα 05:00 περίπου με την αφύπνιση και την αρωγή, όταν απαιτείτο, των επιβατών κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα προορισμού τους και συνεχιζόταν με την υποδοχή των επιβατών που επιβιβάζοντο, με καθαρισμούς στο χώρο του εστιατορίου/ταχυφαγείου “……..”, με τον εφοδιασμό του εν λόγω εστιατορίου με τα απαραίτητα για τη λειτουργία του είδη και εν τέλει με την καθαριότητα 30-35 κοιτωνίσκων επιβατών μέχρι τις 13:00, με την παραλαβή ακολούθως των επιβατών κατά την επιβίβασή τους (3 ώρες προ της αναχώρησης του πλοίου από τον Πειραιά και 2 ώρες προ του απόπλου του από τη Μυτιλήνη), με την απασχόλησή του στο προαναφερθέν ταχυφαγείο για την εξυπηρέτηση των επιβατών μέχρι τις 23:00 με 23:30 και κατόπιν με την παραλαβή των επιβατών σε δύο τουλάχιστον λιμένες, που προσέγγιζε το πλοίο κατά τις νυκτερινές ώρες επί 2 ώρες συνολικά. Διατείνεται επίσης ότι συμμετείχε σε γενικές εργασίες καθαρισμού, που εκτελούντο στους λιμένες, στους οποίους παρέμενε το πλοίο για κάποιες ώρες χωρίς επιβάτες και τα Σάββατα, καθώς και σε βάρδιες πυρασφάλειας στους λιμένες. Κατά τη θερινή περίοδο των ναυτολογήσεών του τα έτη 2017 και 2018 ισχυρίζεται ότι, παρά την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του πλοίου, αυξανόταν και ο φόρτος της εργασίας του λόγω της αύξησης του αριθμού των επιβατών και την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές. Συγκεκριμένα εκθέτει ότι κατά την περίοδο αυτή άρχιζε κάθε ημέρα να εργάζεται στις 4:30 περίπου με την αφύπνιση και την αρωγή των επιβατών κατά την αποβίβασή τους, ότι στη συνέχεια απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, στους καθαρισμούς κοιτωνίσκων επιβατών (δις ημερησίως), σε καθαρισμούς στα σαλόνια και στο εσωτερικό κατάστρωμα του πλοίου, στον εφοδιασμό του εστιατορίου “…….”, και των μπαρ, και στην εξυπηρέτηση των επιβατών στο εστιατόριο “………..”, επισημαίνοντας ότι απασχολείτο στην υποδοχή και αποβίβαση των επιβατών σε όλους τους λιμένες, που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκεια της ημέρας και σε 3 τουλάχιστον λιμένες προσέγγισης κατά τις νυκτερινές ώρες επί 3 ώρες περίπου συνολικά αναλόγως του δρομολογίου. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ (8) ώρες κατά μέσο όρο, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα που περιγράφει, αλλά ότι κατά την πρωϊνή βάρδια απασχολείτο στην καθαριότητα των κοιτωνίσκων των επιβατών και κατά την απογευματινή/βραδινή, αρχικά στην υποδοχή των επιβατών και στη συνέχεια, είτε στη “λάτζα” του εστιατορίου των επιβατών, είτε στο εστιατόριο αυτοεξυπηρέτησης (self service) “…….” και όχι και σε εργασίες καθαρισμού των σαλονιών και των λοιπών κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, κατόπιν κατανομής όλων των επίκουρων και θαλαμηπόλων του πλοίου από τον αρχιθαλαμηπόλο σε συγκεκριμένες εργασίες. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η εργασία του άρχιζε κάθε ημέρα μισή ώρα προ της άφιξης του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού αντίστοιχα (Πειραιά ή Μυτιλήνη) με την απασχόλησή του επί 2 ή 3 συνεχείς ώρες στην καθαριότητα των κοιτωνίσκων των επιβατών, επακολουθούσε ανάπαυσή του και ενώ το πλοίο παρέμενε στους ανωτέρω λιμένες εν αναμονή απόπλου μέχρι και τις 18:00, όταν ξεκινούσε και πάλι να εργάζεται και δη επί 2 ώρες προ της αναχώρησης του πλοίου, αρχικά στην παραλαβή των επιβατών και ακολούθως, μετά τον απόπλου, αναλόγως των καθηκόντων, που κάθε φορά του ανατίθεντο, είτε στη “λάτζα” του εστιατορίου των επιβατών, είτε στο εστιατόριο αυτοεξυπηρέτησης (self service) “……….” μέχρι και τις 23:00 το αργότερο, ενώ μόνον κατ’ εξαίρεση εργαζόταν υπερωριακά, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης και της εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές, παρίστατο σχετική ανάγκη αλλά και τότε η διάρκεια της υπερωρίας του δεν υπερέβαινε τη μία (1) ώρα ημερησίως, για την οποία και έχει λάβει την προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή. Οι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος αγωγών, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτοντες εξακολουθούν να απασχολούνται στο πλοίο και να μισθοδοτούνται απ’ αυτήν. Για το λόγο αυτό και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσους λιμένες, β) το γεγονός της καταβολής στον ενάγοντα για καθέναν των μηνών των χρονικών διαστημάτων της ναυτολόγησής του στο πλοίο από την εναγόμενη χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του, γ) την ειδικότητα του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύση και το αντικείμενο της εργασίας του, με την επισήμανση ότι στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν, εκτός από τον καθαρισμό των κοιτωνίσκων των επιβατών και όχι μόνον κατά την πρωϊνή βάρδια και τη λειτουργία του εστιατορίου αυτοεξυπηρέτησης και όχι μόνον κατά την απογευματινή/βραδινή βάρδια, η παροχή αρωγής στους επιβάτες κατά την αποβίβαση και την επιβίβαση (και όχι μόνον κατά την απογευματινή βραδινή βάρδια) και επιπλέον εργασίες καθαρισμού, που εκτελούντο μετά το πέρας του καθαρισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα προς αντίκρουση των προαναφερθέντων ισχυρισμών της εναγομένης επί των ημερησίων καθηκόντων του με αριθμό σχετ.6,7,8 και 9 έγγραφα) και δ) το γεγονός ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργασθεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο σύνολό της στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα απασχολήθηκε υπερωριακά επί δύο (2) ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, δεκτού καθισταμένου του πρώτου λόγου της έφεσής του. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του: Α) Για τις 298 καθημερινές ημέρες και τις 62 Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δηλαδή για 360 (298 + 62 = 360) ημέρες που εργάσθηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, 1440 (360 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως =1440] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε, το συνολικό χρηματικό ποσό των 9.662,40 ευρώ (1440 ώρες Χ 6,71 ευρώ το ωρομίσθιο = 9662,40 ευρώ). Β) Για τα 59 Σάββατα και τις 16 αργίες, δηλαδή για τις 75 (59 + 16 = 75) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά 900 (75 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 900) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε, το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.254 ευρώ (900 ώρες Χ 8,06 ευρώ το ωρομίσθιο = 7.254 ευρώ). Έναντι του ποσού που δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό χρηματικό ποσό των 5.292,25 ευρώ, ενώ, επιπλέον, από το ποσό που δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές του ίδιου χρονικού διαστήματος, θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 423,57 ευρώ, που επίσης εισέπραξε συνολικά από την εναγομένη, με την επισήμανση ότι το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης επί των καταβληθέντων για τις ανωτέρω αιτίες στον ενάγοντα χρηματικών ποσών δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Επομένως, στον ενάγοντα για την αιτία αυτή (αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης) εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των 11.200,58 ευρώ [(9.662,40 ευρώ + 7.254 ευρώ =) 16.916,40 ευρώ – (5.292,25 ευρώ + 423,57 ευρώ =) 5.715,82 ευρώ = 11.200,58 ευρώ].
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Σε κάθε περίπτωση, ο συμψηφισμός του επιμισθίου στις αποδοχές που οφείλονται στον εργαζόμενο για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του, πέραν της συνομολόγησης κλειστού μισθού και την έγκυρη κατάρτιση συμφωνίας καταλογισμού προϋποθέτει επιπλέον και την καταβολή του από τον εναγόμενο και ενιστάμενο εργοδότη και όχι από τρίτον. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ, βασικό όρο του συμψηφισμού αποτελεί η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο ενάγων διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της εναγομένης να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του, που κρίθηκε ότι του οφείλεται, 1.824,51 ευρώ, το οποίο εισέπραξε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμίας από τις από προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την έτερη των επιδίκων άτυπη σύμβασή του, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι: «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι, όσον αφορά το έτος 2017, η συμφωνία αυτή δεν ήταν έγκυρη, αφού ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του, όπως ήδη εκτέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε σ’ αυτόν ως «έκτακτες αμοιβές» του πέραν των νομίμων αποδοχών του, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση και, δεύτερον, του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τις εταιρείες «….» και «……», στις οποίες είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και οι οποίες εισέπρατταν το τίμημα της πώλησης από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλαν ποσοστό από τις εισπράξεις τους στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης του πλοίου (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από την εναγομένη), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών τους επί του πλοίου, όπως κατατέθηκε ενόρκως από άπαντες τους μάρτυρες του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης ως νόμω και ουσία βάσιμη και από το ποσό που έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας αφαίρεσε το ποσό των 1.824,51 ευρώ, το οποίο εισέπραξε από την εργοδότριά του συνολικά κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της ως «έκτακτες αμοιβές», έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, αλλά και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το δεύτερο λόγο της ερευνώμενης έφεσής του.
Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ.1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3). Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέσθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία ουδέποτε του παρείχε διανυκτέρευση χωρίς μάλιστα να του καταβάλει πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε να αποζημιωθεί για είκοσι τρεις (23) διανυκτερεύσεις, τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του κατά ένα μέρος και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους 632,89 ευρώ. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου και τις αντίστοιχες αιτήσεις του, που εγκρίθηκαν με την υπογραφή του προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, του Υπάρχου και του Πλοιάρχου του πλοίου, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε από δύο (2) άδειες διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Απρίλιο και Ιούνιο του έτους 2018 και συγκεκριμένα στις 25 και 26 Απριλίου του 2018 και την 1η Ιουνίου και στις 3 Ιουνίου του 2018. Επομένως, ο ενάγων για τους ως άνω μήνες και μόνον έλαβε τις προβλεπόμενες άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημίωσης, αφού εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει δύο (2) διανυκτερεύσεις για καθέναν των μηνών αυτών. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκαν όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις, όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας», καθόσον όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά οι λόγοι αυτοί εξέλιπαν. Προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδουν οι καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης …… και …. στις ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίοι αναφέρουν ότι στον ενάγοντα χορηγούντο κανονικά όλες οι προβλεπόμενες ανά μήνα διανυκτερεύσεις λόγω της πληρότητας στην οργανική σύνθεση των μελών της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου και ειδικότερα σε επίκουρους και θαλαμηπόλους. Από μόνες τις καταθέσεις, όμως, αυτές δεν κλονίζεται το αποδεικτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίσθηκε όχι μόνον για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους. Συνεπώς, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 801,61 ευρώ [(μισθός ενέργειας 928,36 ευρώ Χ 1/22 =) 42,19 ευρώ X 19 διανυκτερεύσεις [23 κατά το αγωγικό αίτημα – 4 χορηγηθείσες] =801,61 ευρώ], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 506,24 ευρώ, που του έχει καταβληθεί, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής του και έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαίτησής του από την ως άνω αιτία να ανέρχεται στο ποσό των 295,37 ευρώ (801,61 ευρώ – 506,24 ευρώ = 295,37 ευρώ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο υπόλοιπο της σχετικής απαίτησης του ενάγοντος στο ποσόν των 632,89 ευρώ, πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο συναφής δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτός και κατ’ουσίαν.
Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ 125/2008 ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ. ΑΠ 871/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου σε λιμάνι σαφώς ορίζεται ότι ανακύπτει μία και μόνη φορά σε κάθε κυκλικό δρομολόγιο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι πριν από κάθε απόπλου του, αφού δεν προβλέπεται χρόνος αναπαύσεως και στην αφετηρία και στον προορισμό. Το λιμάνι στο οποίο θα παραμείνει αγκυροβολημένο το πλοίο για έξι [6] τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου του σ’ αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το αφετήριο, όπως καταρχήν προδιαθέτει η διάταξη της § 1, αφού τούτο μπορεί να συμβεί και στο λιμάνι του προορισμού, σύμφωνα με τη σαφή πρόβλεψη της § 3, που δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση (ΜονΕφΠειρ. 211/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι και τότε ο νομοθετικός σκοπός πληρούται. Στην περίπτωση αυτή, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του σ’ αυτό (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Το ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται μόνον όταν το πλοίο δεν παρέμεινε σε κανέναν από τους δύο (2) λιμένες (αφετηρίας ή προορισμού) επί έξι (6) ώρες σε κάθε ταξίδι προκύπτει και από τον τρόπο υπολογισμού της, όπως αυτός διαγράφεται στην § 7, όπου τίθεται ως βάση η πλήρης διάρκεια του δρομολογίου, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την αφετηρία μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμένει επί εξάωρο σε καθέναν από τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και, επομένως, να μην ταξιδεύει επί συνολικά δώδεκα (12) ώρες κάθε ημέρα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της § 7 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού κανένα ημερήσιο κυκλικό δρομολόγιο δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών (ΤριμΕφΠειρ. 359/2013, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014.27) τουλάχιστον πέντε (5) κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε (5) δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας (1) μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του ιδίου άρθρου, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ 111.2007 ΕΝαυτΔ 2007.406, ΕφΠειρ 740/2005 ΕΝαυτΔ 2005.341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας (ΜονΕφΠειρ. 630/2014, ο.π.). Έτσι, αν εκτελούνται έξι (6) τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα (1) επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά (7) τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε (5) ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012.19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α) περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι (6) έως δώδεκα (12) ώρες ή την έως έξι (6) ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β) επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ) το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Τέλος, για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., 265/2016, 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι όμως και το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, χρηματικό ποσό των 56,50 ευρώ, ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, (ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Εν προκειμένω κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2017 έως 5.9.2017 (επί 12,14 εβδομάδες), που ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης, αυτό εκτέλεσε 2,18 δρομολόγια εξπρές την εβδομάδα, υπολογιζόμενα με βάση το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου (17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα:8) και συνολικά 26,46 δρομολόγια (12,14 Χ 2,18), κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 30.6.2018 (επί 2,8 εβδομάδες) εκτέλεσε 0,68 δρομολόγια εξπρές την εβδομάδα (5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα:8) και συνολικά 1,90 δρομολόγια (2,8 Χ 0,68), και κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2018 έως 31.8.2018 (8,71 εβδομάδες) εκτέλεσε 0,98 δρομολόγια εξπρές την εβδομάδα (7,8 ώρες πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα:8) και συνολικά 8,53 δρομολόγια (8,71 Χ 0,98), όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμα της εκκαλουμένης να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, για τα οποία το πλήρωμά του δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης κατά το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού η διάρκεια κάθε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών. Με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται με 1.166,64 ευρώ [(16.916,40 ευρώ καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 435 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 1.166,64 ευρώ], οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του επίκουρου θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, καθώς και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας (απορριπτομένου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης που επαναφέρεται με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της, με την επισήμανση ότι για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δεν θα συνυπολογισθεί το επίδομα ιματισμού, το οποίο, άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο ενάγων συμπεριέλαβε κατά τον προσδιορισμό τους στην αγωγή του για τον υπολογισμό του ποσού, που ισχυρίζεται ότι δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, συνομολογώντας ουσιαστικά ότι δεν πρόκειται περί παροχής, που καταβαλλόταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του και το οποίο, όμως, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συναθροίσθηκε στις μηνιαίες αποδοχές του για όσους λόγους αναλυτικά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με το αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της), ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 3.264,21 ευρώ (2.097,57 ευρώ + 1.166,64 ευρώ =3.264,21 ευρώ), δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές τα κάτωθι ποσά: 1) Για τα 26,46 συνολικά δρομολόγια εξπρές του χρονικού διαστήματος από 13.6.2017 έως 5.9.2017 το ποσό των 2.878,84 ευρώ [26,46 Χ 108,80 (3.264,21 ευρώ:30 = 108,80 = 2.878,84 ευρώ). 2) Για τα 1,90 συνολικά δρομολόγια εξπρές του χρονικού διαστήματος από 11.6.2018 έως 30.6.2018 το ποσό των 206,72 ευρώ (1,90 Χ 108,80 = 206,72 ευρώ). 3) Για τα 8,53 συνολικά δρομολόγια του χρονικού διαστήματος από 1.7.2018 έως 31.8.2018 το ποσό των 928,06 ευρώ (8,53 Χ 108,80 = 928,06 ευρώ). Συνολικά, επομένως, δικαιούται το ποσό των 4.013,62 ευρώ (2.878,84 ευρώ + 206,72 ευρώ + 928,06 ευρώ = 4.013,62 ευρώ), έναντι του οποίου έχει εισπράξει το ποσό των 2.999,67 ευρώ, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.013,95 ευρώ (4013,62 ευρώ – 2.999,67 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την ίδια αιτία στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 412,63 ευρώ, θέτοντας ως βάση του συλλογισμού του ότι οι τακτικές αποδοχές του ανωτέρω ήταν ελαττωμένες έναντι των προαναφερθεισών, επειδή οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του ήταν λιγότερες των δώδεκα (12), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ενώ όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη επί των παραδοχών της εκκαλουμένης, που αφορούν στο συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όχι, όμως, για όσους λόγους αναλυτικά προεκτέθηκαν, και το επίδομα ιματισμού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης συνιστά, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και απορριπτομένων των αντιθέτων αιτιάσεων του πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης κατά το αντίστοιχο μέρος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που εδικαιούτο, καθώς και ο συνυπολογισμός του επιδόματος ιματισμού, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με το συναφές σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής της. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, συνυπολογιζομένης της μέσης μηνιαίας αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του, ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε 3.264,21 ευρώ [2.097,57 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 1.166,64 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του κατά τα προεκτεθέντα = 3.264,21 ευρώ] ο ενάγων δικαιούται: Α] Για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 4.4.2017 έως την 30η.4.2017, δηλαδή επί 27 ημέρες άλλως επί 3,37 οκταήμερα (27 ημέρες:8) δικαιούται να λάβει του ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 3.264,21 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 366,65 ευρώ (3.264,21 ευρώ : 2 = 1.632,10 ευρώ ÷ 15 = 108,80 ευρώ Χ 3,37 οκταήμερα = 366,65 ευρώ) έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’υποφοράν συνομολόγησε ο ενάγων στο αγωγικό δικόγραφο και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, καταβάλει το ποσό των 172,99 ευρώ με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 193,66 ευρώ (366,65 ευρώ – 172,99 ευρώ =193,66 ευρώ). Β] Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2017 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2017 έως 2.11.2017 και από 10.12.2017 έως 31.12.2017, δηλαδή επί 208 ημέρες, άλλως επί 10,94 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 3.264,21 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής της, και δη το ποσό των 2.856,76 ευρώ (3.264,21 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 261,13 ευρώ Χ 10,94 δεκαεννεαήμερα = 2.856,76 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως και καθ’υποφοράν συνομολόγησε ο ενάγων στο αγωγικό δικόγραφο και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, καταβάλει το ποσό των 1.318.19 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.538,57 ευρώ (2.856,76 – 1.318,19 ευρώ = 1.538,57 ευρώ). Γ) Για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από 1.1.2018 έως 9.1.2018 και από 18.2.2018 έως 30.4.2018, δηλαδή επί 81 ημέρες άλλως επί 10,1 οκταήμερα (81 ημέρες:8) δικαιούται να λάβει του ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 3.264,21 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 1.098,88 ευρώ (3.264,21 ευρώ : 2 = 1.632,10 ευρώ ÷ 15 = 108,80 ευρώ Χ 10,1 οκταήμερα = 1.098,88 ευρώ) έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’υποφοράν συνομολόγησε ο ενάγων στο αγωγικό δικόγραφο και δέχθηκε η εκκαλουμένη, καταβάλει το ποσό των 515,51 ευρώ με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 583,37 ευρώ (1.098,88 – 515,51 ευρώ = 583,37 ευρώ). Δ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2018 έως 31.8.2018 δηλαδή επί 123 ημέρες, άλλως επί 6,47 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/15 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 3.264,21 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής της, και δη το ποσό των 1.689,51 ευρώ (3.264,21 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 261,13 ευρώ Χ 6,47 δεκαεννεαήμερα = 1.689,51 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς η σχετική κρίση της να πλήττεται από τους διαδίκους, καταβάλει το ποσό των 812,95 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 876,56 ευρώ (1.689,51 ευρώ – 812,95 ευρώ = 876,56 ευρώ). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 3.192,16 ευρώ (193,66 ευρώ + 1.538,57 ευρώ + 583,37 ευρώ + 876,56 ευρώ =3.192,16 ).
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010 ΕλλΔνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.). Με τον πέμπτο κιαι τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ως μη νόμιμο αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυρισθεί ότι υποαμείβεται, ει μόνον μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσης, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφλήσει. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ως άνω ισχυρισμός της προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 του ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (βλ. επίσης σχετ. ΜονΕφΠειρ 421/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Πειραιώς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης ως μη νόμιμο και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσης της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, με την επισήμανση ότι κανένα από τα επιδικαζόμενα κονδύλια δεν υπερβαίνει το ήμισυ του αντιστοίχως αιτηθέντος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 15.702,06 ευρώ (11.200,58 ευρώ + 295,37 ευρώ + 1.013,95 ευρώ + 3.192,16 ευρώ = 15.702,06 ευρώ), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης αδειών διανυκτέρευσης, αμοιβής λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές και επιδομάτων δώρων εορτών αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος στις 31.8.2018, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα, ήτοι από την 1η.9.2018, και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οποιαδήποτε αντίρρηση. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της ανωτέρω για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 1.500 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 19.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../19.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/23.2.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) από 12.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../12.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./20.4.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 49/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων δύο ευρώ και έξι λεπτών του ευρώ (15.702,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 1η.9.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 ευρώ).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 8-11-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ