Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 657/2022

Αριθμός     657/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:    ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Εταιρείας ……………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας …………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη.

Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 648/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) ο ενάγων και ήδη  υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος με την από  9.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ……./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ………/2021) έφεσή του και β) η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Β εφεσίβλητη-Α εκκαλούσα με την από 11.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ………/2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ  προσδιορισμού στο Εφετείο …………/2021) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Β εφεσίβλητης-Α εκκαλούσας, η οποία  παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 22.9.2021 και 11.11.2021 με αριθμούς κατάθεσης ……../2021 και ……../2021 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 648/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της από 19.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2019 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εφεσίβλητος ναυτικός, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του εξέθετε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, κατά τους χρόνους που ανέφερε στην αγωγή με την ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου με την ονομασία «BS1», Νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……, κοχ 16.391, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, και ότι προσέφερε την εργασία του κατά τα χρονικά διαστήματα από 9.1.2018 έως 25.2.2018, από 1.4.2018 έως 2.11.2018, από 30.1.2018 έως 31.1.2019, από 2.4.2019 έως και 6.10.2019 και από 6.10.2019 έως και 14.11.2019 οπότε απολύθηκε. Ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του επί του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα ειδικά στην αγωγή ακτοπλοϊκά δρομολόγια, διάρκειας άνω των 12 ωρών ημερησίως προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, μεταξύ των οποίων και της πραγματοποίησης δρομολογίων «εξπρές”, απασχολήθηκε όλες τις ημέρες της εβδομάδος, και τα Σάββατα και της Κυριακές επί 14 ώρες ως διαμεριστής θαλαμηπόλος και επί 12 ώρες ως θαλαμηπόλος αξιωματικών. Ότι παρά την από μέρους του εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων η ήδη εφεσίβλητη εκκαλούσα εργοδότρια δεν του κατέβαλε : α) για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης ποσού 26.535,38 ευρώ, β) για διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές ποσού 5.862,81 ευρώ, γ) για διαφορά δώρων εορτών ποσού 7.678,17 ευρώ, δ) για αποζημίωση απόλυσης ποσού 2.626,60 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πλοιοκτήτριας κυρίως από τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού να του καταβάλει λόγω υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 26.535,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και να υποχρεωθεί η πλοιοκτήτρια να του καταβάλει για τις λοιπές παραπάνω αιτίες το ποσό των 16.167,58 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 περ. 2, 25παρ.2 και 33 του ΚΠολΔ και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/199, εφήρμοσε δε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών : εργατικών διαφορών (άρθρο 614 ,επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.. Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της με έρεισμα επί των διατάξεων των άρθρων 297 εδ, α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’,. 904 επ. ΑΚ, 53, 54, 60 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικης Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β/1982), στις διατάξεις των Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2017, 2018 και 2019, των ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2018 και 2019. Η παρισταμένη κυρία του πλοίου αρνήθηκε ότι οφείλει τα παραπάνω ποσά ισχυριζόμενη αφενός ότι δεν πραγματοποιείτο υπερωριακή απασχόληση και ότι σε κάθε περίπτωση η οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού είχε εξοφληθεί δια της ενστάσεως συμψηφισμού που προέτεινε. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την αγωγή, και ακολούθως με την εκκαλουμένη απόφαση αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πλοιοκτήτριας να καταβάλει για υπερωριακή απασχόληση στο ναυτικό το ποσό των 1.126,13 ευρώ εντόκως από 14.11.2019, και επιπλέον υποχρέωσε την εργοδότρια να καταβάλει για τις υπόλοιπες προαναφερόμενες αιτίες, το ποσό των 6.956,52 ευρώ εντόκως από τις 14.11.2019 (ως το επίδομα εορτών Πάσχα από τη δήλη μέρα καταβολής). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα άπαντες οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν η εκκαλούσα εναγομένη πλοιοκτήτρια την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή για τους αναφερόμενους στην έφεση της λόγους, ο δε εκκαλών ναυτικός τη μεταρρύθμιση της για τους αναφερόμενους στην έφεση του λόγους ώστε να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή στην ουσία της.

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002 δημ. νόμος).

Με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου εφέσεως η εναγόμενη – εκκαλούσα πλοιοκτήτρια επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων ναυτικός με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εργαζόμενος ναυτικός υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός περί του αντιθέτου έκτος λόγος εφέσεως.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Με τον πρώτο λόγο  αμφοτέρων των εφέσεων τα διάδικα μέρη παραπονούνται για το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τον υπολογισμό των αποδοχών του εργαζόμενου εφάρμοσε λανθασμένη συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς ο εργαζόμενος ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019  θα έπρεπε η νεότερη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας να ισχύει αναδρομικά από την έναρξη της ανεξάρτητα από το χρόνο κύρωσης της με υπουργική απόφαση, ενώ η πλοιοκτήτρια παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε αναπόδεικτος ο ισχυρισμός περί κλειστού μισθού ο οποίος καλύπτει οποιαδήποτε τυχόν υπερωριακή απασχόληση κλπ. Το θέμα της εφαρμοστέας σσνε θα εξεταστεί παρακάτω, Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε ο αναφερόμενος στον πρώτο λόγο της με αριθμό …………/2021 εφέσεως ισχυρισμός της εργοδότριας ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για υφιστάμενες αξιώσεις του ναυτικού για το λόγο ότι αυτός λάμβανε κλειστό μισθό προβάλλεται αλυσιτελώς και γι’αυτό το λόγο κρίνεται απορριπτέος.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του ναυτικού κατοίκου Ρόδου …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου ………., του ναυτικού και κατοίκου Αιγάλεω …….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που δόθηκαν συμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ……/25.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς ……… και τη με αριθμό …../28.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ………, από την ένορκη βεβαίωση του συνταξιούχου ναυτικού και κατοίκου Αιγίου ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγίου ……… μετά από προηγούμενη κλήτευση της εργοδότριας σύμφωνα με τη με αριθμό ……./15.9.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ……….  που προσκομιζεται για πρώτη φορά νομότυπα κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ ενώπιον αυτού του δικαστηρίου καθώς και από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν ως δικαστικά τεκµήρια (όπως και οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης ή διαδικαστικά έγγραφα άλλων δικών), για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς δεδομένου ότι κατά την προκείµενη ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά µέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόµου (άρθρο 591, 270 παρ. 3 και 340 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με το διάστημα ναυτολόγησης και την ειδικότητα του ναυτικού, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με σύµβαση εξαρτηµένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 9.1.2018 µεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, ήδη εκκαλών εφεσίβλητος, που είναι απογεγραµµένος Έλληνας ναυτικός κάτοχος του µε αριθ. ΚΑ 3829 ναυτικού φυλλαδίου, ναυτολογήθηκε αυθηµερόν ως θαλαµηπόλος στο υπό ελληνικη σηµαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BS1» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς ….., αριθ. ΙΜΟ ……, κοχ 16391) πλοιοκτησίας της εναγοµένης εταιρίας και εργάσθηκε µέχρι τις 25.2.2018 οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει. Στη συνέχεια, µε την από 4.1.2018 σύµβαση ναυτικής εργασίας, που συνήφθη στον Πειραιά µεταξύ των διαδίκων μερών, ο προαναφερόμενος ναυτικός ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο µε την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε έως τις 28.5.2018 οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και µεταφοράς σε νέο”, και επαναυτολογηθηκε σ’ αυτό στον Πειραιά αυθηµερόν, εργάσθηκε δε µέχρι την 2.11.2018 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Περαιτέρω με την από 30.11.2018 σύµβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε στον Πειραιά ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ως άνω πλοίο µε την ίδια ειδικότητα και εργάσθηκε µέχρι 31.1.2019 οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας εττιθεώρησης, επαναυτολογήθηκε δε στις 2.4.2019 και εργάσθηκε µέχρι 6.10.2019 οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίµατος ναυτολογίου. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση της από 6.10.2019 σύµβασης ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο και εργάσθηκε µέχρι 14.11.2019 οπότε απολύθηκε στο λιµάνι του Πειραιά «αµοιβαία συναινέσει» των µερών. Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες ατομικές συμβάσεις (σχετ. 3 έως 6) ο µισθός του συµφωνήθηκε κλειστός ανερχόµενος µηνιαίως σε 2.825,41 µεικτά ευρώ για το χρονικό διάστηµα από 9.1.2018 έως 25.2.2018, σε 2.721,87 ευρώ µεικτά για το χρονικό διάστηµα από 1.4.2018 έως 2.11.2018,.σε 2.857,59 ευρώ µεικτά για το χρονικό διάστηµα από 30.11.2018 έως 31.1.2019, σε 2.881,89 ευρώ µεικτά για το χρονικό διάστηµα από 2.4.2019 έως 6.10.2019 και σε 2.973,00 ευρώ µεικτά από 6.10.2019 έως 14.11.2019. Να σημειωθεί ότι ορίστηκε επίσης ότι ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο και επίσης και ότι στον παραπάνω κλειστό μισθό περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας και όλα τα προβλεπόμενα από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Από τη γραμματική ερμηνεία αυτής της παραγράφου των συμβάσεων εργασίας αποδεικνύεται ότι ορίστηκε ρητά ύψος αποδοχών υπέρτερων των νομίμων και ότι αυτές θα συμψηφίζουν τυχόν μελλοντικές αξιώσεις του ναυτικού από υπερωριακή απασχόληση κλπ. Και ναι μεν επειδή δεν προσδιορίστηκε επακριβώς το ύψος του συμψηφιζόμενου ποσού με την τυχόν παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αληθινή βούληση των μερών δεν ήταν ο συμψηφισμός, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί. Τούτο δε διότι επειδή συνήθως οι ετήσιες συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίζονται στα μέσα ή στο τέλος ενδεχομένως του έτους και ισχύουν από τη δημοσίευση του αναδρομικά για τα μέλη τους, ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί εκ των προτέρων το ύψος του συμψηφιζόμενου ποσού. Εάν τα διάδικα μέρη ήθελαν πραγματικά να μην συμψηφίζονται οι υπέρτερες αποδοχές με την υπερωριακή απασχόληση θα το όριζαν ρητά στις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού, ή θα όριζαν ότι ο κλειστός μισθός καλύπτει συγκεκριμένο αριθμό υπερωριών και οι υπόλοιπες που τυχόν διενεργηθούν θα είναι αμειβόμενες. Ακολούθως ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται από το ναυτικό το παράπονο ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατ’ουσία την ένσταση εξοφλήσεως αυτών που του οφείλονται δια συμψηφισμού, είναι εν μέρει απορριπτέος ως αβάσιμος. Είναι βάσιμος ο λόγος όμως, όπως αυτός εκτιμάται ως δικαίωμα εναντίωσης, κατά το μέρος που ο ναυτικός παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση αφαίρεσε συνολικά το ποσό των 19.812,81 ευρώ το οποίο περιλάμβανε πρόσθετες αμοιβές κατά την απασχόληση του όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εξωτερικό, απασχόληση για την οποία εφαρμοζόταν άλλη σσνε όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω. Τούτο δε διότι κατά την άποψη αυτού του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξόφληση δια συμψηφισμού που επιχειρεί η πλοιοκτήτρια αφορά δύο διαφορετικά χρέη, ένα που προκύπτει από την απασχόληση του ναυτικού στην ακτοπλοΐα και ένα που προκύπτει από την  απασχόληση του ναυτικού σε δρομολόγια εξωτερικού. Από το άρθρο 452 του ΑΚ το οποίο παραπέμπτει στα άρθρα 422 και 423 του ΑΚ προκύπτει ότι δεν προτάθηκε κατά το μέρος αυτό ορισμένα η ένσταση συμψηφισμού της πλοιοκτήτριας, διότι αυτή έπρεπε να προσδιορίσει το ύψος του ποσού που έπρεπε να αφαιρεθεί λόγω της ενστάσεως της περί συμψηφισμού από συγκεκριμένη οφειλή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε (βλ. Πολυζωγόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου σελ. 561 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρητικούς). Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό και θα αφαιρεθεί συγκεκριμένο ποσό που καταβλήθηκε για τυχόν υπερωριακή απασχόληση το κάθε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι συνολικά, όπως έπραξε η εκκαλουμένη απόφαση.

Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η οικεία σσνε (επιβατηγών ακτοπλοϊοκών) για το έτος 2018 συνήφθη στις 4.9.2018, κυρώθηκε µε τη με αριθμό 2242.0-1.5/8035012018 υπουργικη αποφαση που δηµοσιευθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως στις 4.11.2018 (ΦΕΚ, τευχος δεύτερο µε αριθµό 5084), ήτοι συνήφθη και κυρωθηκε µετά τις πρώτες δυο αποναυτολογήσεις του ναυτικού και η αναδρομική ισχύ καταλαμβάνει μόνο τα μέλη της, και άρα προκειμένου για την εργασία που παρασχέθηκε μέχρι τις 2.11.2018 οι νόμιμες αποδοχές προσδιορίζονται από την προηγούμενη σσνε του έτους 2017. Επομένως ο πρώτος λόγος εφέσεως του ναυτικού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Άρα για το διάστημα από 9.1.2018 έως 30.11.2018 όποτε απασχολήθηκε η αμοιβή του κρίνεται με βάση την σσνε ακτοπλοικών επιβατηγών του έτους 2017. Επειδή το πλοίο ναυτολόγησης του από 30.11.2018 πραγματοποιούσε πλόες στην Αδριατική οι νόμιμες αποδοχές του μέχρι 31.1.2019 προβλέπονταν από την σσνε Πληρωµάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε µε τη με αριθμό 2242.5-1.10181307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’5124/15-11-2018), ενώ για τις ναυτολογήσεις που επακολούθησαν (από 2-4-2019 έως 6-10-2019 και από 6-10-2019 έως 14-11-2019) οπότε το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες μόνο στο Αιγαίο ή στην Αδριατική αντίστοιχα οι όροι εργασίας του καθορίζονταν από σσνε ακτοπλοϊκων επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε µε την υπ’ αριθ. 2242.1.5/5604012019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170112-8-2019) και τη ΣΣΕ Πληρωµάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε µε τη με αριθμό 2242.5-1.10156166/2019 απόφαση του υπουργού Ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής (ΦΕΚ Β’3097/1-8-2019).

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33 των οικείων σσνε ακτοπλοικών επιβατηγών Πλοίων των οικείων ετών (2017 και 2019) το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ).

Περαιτέρω από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι το πλοίο αυτό, κατά την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος ναυτικού, εκτελούσε δροµολόγια σε γραµµές ενταγµένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Αυτό  ήταν ημερόπλοιο αλλά επέκτεινε τα δρομολόγια κατά τις νυχτερινές ώρες. Να σημειωθεί ότι η πλοιοκτήτρια με το σχετικό λόγο εφέσεως αρνείται τη βασιμότητα του κονδυλίου ισχυριζόμενη  ότι ο ναυτικός δεν δικαιούται αμοιβή για δρομολόγια εξπρές διότι το πλοίο παρέμενε πάντα στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού για έξι τουλάχιστον ώρες, ενώ δεν πλήττει με συγκεκριμένο τρόπο τον εβδομαδιαίο τρόπο υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής, ενώ ο εκκαλών ναυτικός περιορίζεται στο να παραπονεθεί σχετικά με το ότι δεν συνυπολογίστηκε στην αμοιβή εξπρές όλο το ποσό των υπερωριών που αυτός ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι έπρεπε να λάβει. Όπως θα αναφερθεί εκτενώς παρακάτω το πλοίο εκτελούσε τρία δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα άνω των 12 ωρών που κάποια εκτείνονταν και τις νυχτερινές ώρες και επομένως ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής θα γίνει σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 και 7 της σσνε ακτοπλοικών επιβατηγών πλοίων. Ειδικότερα  κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του εκκαλούντος εφεσιβλήτου ναυτικού το πλοίο «BSΙ» διενεργούσε πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ωρες, είχαν δε αφετηρία τον λιµένα του Πειραιώς και προορισµό κυρίως τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια µέσου περισσότερων λιµένων, µε επιστροφή, µέσω των ιδίων λιµένων, στον Πειραιά. Συγκεκριµένα, το πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα κυκλικά: α) στις 9-1-2018 το πλοίο αναχώρησε την Τρίτη από τον Πειραιά στις 9:00, µε ενδιάµεσους σταθµούς τη Κω, Ρόδο, Κω, Λέρο, Πάτµο και επέστρεφε στον Πειραιά την Τετάρτη στις 12.20, εν συνεχεία αναχώρησε την ίδια ηµέρα στις 19:00 µε προορισµό τη Ρόδο και ενδιάμεσους σταθµούς τη Σύρο, Πάτµο, Λέρο, Κάλυµνο, Κω, και επέστρεψε στον Πειραιά στις 8:05 της Παρασκευής, αναχωρώντας την ίδια ηµέρα στις 19:00 µε προορισµό τη Ρόδο όπου έφτασε το Σάββατο στις 10:20 και επέστρεψε στον Πειραιά στις 5:30 π.µ. την Κυριακή 14/1/2018,. Β) κατά το χρονικό διάστηµα από 15-1-2018 εως και 25–2-2018 και από 25-2-2018 έως και 17-5-2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Τρίτη, Πέµπτη και Κυριακή από το λιµάνι του Πειραιά στις 20:00 µ.µ. µε ενδιάµεσο σταθµό το λιµένα Χίου και προορισµό τη Μυτιλήνη όπου έφθανε στις 07:55 της επόµενης ηµερας, παρέµενε δε στη Μυτιλήνη µεχρι 20:00 µ.µ. της ίδιας ηµερας και επέστρεφε στον Πειραιά, µε ενδιάµεσο λιµάνι τη Χίο, στις 6:55 της µεθεπόµενης ηµερας, γ) κατά τα χρονικά διαστήµατα από 18-5-2018 εως και 10-6-2018 και από 1-10-2018 εως και 2-11-2018 το πλοίο εκτελούσε εκ ττεριτροπής και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος, Πάτμος, Λέρος, Κάλυμνος, Κως, Ρόδο και αντίστροφα αναχωρώντας από το λιμάνι του Πειραιά στις 19:00 μ.μ. κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή, με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 17:00 μ.μ. την επομένη της αναχώρησης, ενώ τη δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε τις ημερες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από το λιμένα Πειραιά στις 18:00 μ.μ. με προορισμό Ρόδο όπου έφθανε στις 09:00 π.μ. τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή και στις 10:00 την ημέρα Δευτέρα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Θήρα και Κω, πλην της Κυριακής κατά την οποία συμπεριλαμβανόταν στο δρομολόγιο και η Σύμη, δ) κατά τη θερινή περίοδο από 11-6-2018 έως και 30-9-2018 το πλοίο εκτελούσε με εναλλαγή ανά εβδομάδα το δρομολόγιο Πειραιάς- Σύρος – Πάτμος – Λέρος – Κως – Ρόδος και αντίστροφα, αναχωρώντας τις ημέρες Δευτέρα και Τετάρτη στις 19:00, την Πέμπτη στις 23.55 και τη Κυριακή αναχωρούσε στις 18:00 από Πειραιά με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και ενδιάμεσους σταθμούς τη Θήρα – Κω – Σύμη. Τη δεύτερη βδομάδα αναχωρούσε κάθε Τρίτη στις 07.30 για Σύρο και Μύκονο, επέστρεφε και αναχωρούσε την ίδια μέρα για Ρόδο στις 21.30, ενώ Πέμπτη και Σάββατο αναχωρούσε για Ρόδο 19.00 και 23.55 αντίστοιχα.  ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2018 έως και 30-9-2018 και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το πλοίο αναχωρούσε από το λιμένα Πειραιά τις ημέρες Δευτέρα και Τετάρτη στις 19:00 μ.μ. και την ημέρα Πέμπτη στις 23:55 μ.μ., με ενδιάμεσους σταθμούς τη Σάμο και την Κώ και επέστρεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 07:00 όπου παρέμενε μέχρι τις 18:00 μ.μ. της Κυριακής, οπότε αναχωρούσε τη δεύτερη βδομάδα και πάλι με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06:00 π.μ. της Τρίτης. Κάθε δεύτερη βδομάδα της περιόδου αυτής κάθε Τρίτη το πλοίο έφτανε, όπως εκτέθηκε, στο λιμάνι του Πειραιά στις 6.00 και αναχωρούσε ξανά στις 07.30 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Σύρο Μύκονο, Σύρο, Πειραιά όπου έφτανε στις 18.30 ως λιμάνι αφετηρίας και αναχωρούσε πάλι στις 21.30 για Θήρα, Κω, Ρόδο, Κω, Θήρα. Κάθε Πέμπτη τη δεύτερη βδομάδα το πλοίο έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 αναχωρούσε ξανά για το επόμενο το δρομολόγιο στις 9.00 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο, Πειραιά, Σύρο και επέστρεφε στον Πειραιά όπου παρέμενε για έξι ώρες αφού αναχωρούσε στις 19.00 για Σύρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο και επιστροφή. Από εκεί κάθε Σάββατο το πλοίο έφτανε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε ξανά για το επόμενο δρομολόγιο στις 23.55 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, ε) για το χρονικό διάστημα από 2-4-2019 έως και 9-6-2019 και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το πλοίο αναχωρούσε τη Δευτέρα στις 19:00 για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τρίτη στις 10.10 π.μ, αναχωρούσε στις 17:00 μ.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά στις 8:05 π.μ. της Τετάρτης, στη συνέχεια αναχωρούσε στις 19:00 μ.μ. και εκτελούσε το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, ενώ την Παρασκευή αναχωρούσε στις 19:00 μ.μ. για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 10:20 π.μ. του Σαββάτου και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06:30 π.μ. την Κυριακή. Τη δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε στις 18:00 μ.μ. την Κυριακή για Θήρα, Κω, Σύμη, Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και επέστρεφε την Τρίτη στις 07:45 στον Πειραιά, αναχωρούσε εκ νέου στις 18:00 μμ πραγματοποιώντας το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, ενώ την Πέμπτη αναχωρούσε στις 18:00 μ.μ. για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 09:00 π.μ. και επέστεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 06:40 π.μ. αναχωρώντας στις 19:00 μ.μ. για Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο όπου έφθανε την Κυριακή στις 23:40 μ.μ., στ) για το χρονικό διάστημα από 10-6-2019 έως και 14-7-2019 και με εναλλαγή ανά βδομάδα το πλοίο αναχωρούσε τη Δευτέρα στις 6 το απόγευμα για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τρίτη στις 09:10 π.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά τη Τετάρτη στις 8:05 π.μ. παρέμενε έξι ώρες αφού αναχωρούσε στις 18:00 μμ της ίδιας ημέρας εκτελώντας το ίδιο δρομολόγιο, επέστρεφε στον Πειραιά στις 21.00 το βράδυ της Πέμπτη ενώ είχε μείνει μόνο τέσσερις ώρες στη Ρόδο, αναχωρούσε στη συνέχεια στις 23:59 για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 14:30 παρέμενε λιγότερο από έξι ώρες αφού στις 18.00 αναχωρούσε και επέστρεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 08:00 π.μ., όπου παρέμενε μέχρι τις 21:30 της Κυριακής. Τη δεύτερη βδομάδα στις 21.30 της Κυριακής αναχωρούσε για Θήρα, Κω, Σύμη, Ρόδο όπου έφθανε στις 12:00 τη Δευτέρα, πριν τις έξι ώρες στις 16.00 αναχωρούσε για Πειραιά όπου κατέπλεε την Τρίτη στις 06:00 στον Πειραιά. Πριν την πάροδο έξι ωρών αναχωρούσε στις 8:00 π.μ. της Τρίτης για Σύρο, Μύκονο όπου έφθανε στις 12:40 και επέστρεφε στον Πειραιά την ίδια ημέρα στις 18:30, αναχωρώντας πριν την πάροδο έξι ωρών στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 11:10 την Τετάρτη, πριν την πάροδο έξι ωρών στις 16.00 αναχωρούσε για Πειραιά που κατέπλεε την Πέμπτη στις 05:30, στη συνέχεια πριν την πάροδο έξι ωρών αναχωρούσε στις 09:00 π.μ. για Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 20:15 και αναχωρούσε στις 23:50 για Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και Πειραιά όπου επέστρεφε την Παρασκευή στις 12:55. Στις 18:00 της Παρασκευής αναχωρούσε για Σύρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 07:10 του Σαββάτου και αναχωρούσε στις 09:00 για Κω, Κατάπολα και Πειραιά όπου έφθανε στις 20:40, αναχωρώντας εκ νέου στις 23:55 του Σαββάτου για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 14:30 της Κυριακής, ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-2019 έως και 8-9-2019 το πλοίο αναχώρησε την Τρίτη στις 08:00 για Σύρο, Μύκονο και επέστρεψε στον Πειραιά στις 18:30, αναχώρησε στην ίδια ημέρα στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο, όπου έφθασε στις 11:10 τη Τετάρτη και επέστρεψε στον Πειραιά την Πέμπτη στις 05:30, αναχώρησε στη συνέχεια στις 23:59 για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθασε την Παρασκευή στις 14:30 και επέστρεψε στον Πειραιά το Σάββατο στις 08:00, αναχωρώντας την ίδια ημέρα στις 12:00 για Πάρο, Νάξο, Πάτμο, Λέρο και Κω όπου έφθανε στις 23:40 και επέστεφε την Κυριακή στον Πειραιά στις 9:15 και αναχωρούσε στις 21.30, δηλαδή μετά την πάροδο 6 ωρών για Ρόδο. η) κατά το χρονικό διάστημα από 9-9-2019 έως 4-10-2019 το πλοίο αναχωρούσε τη Τρίτη στις 08:00 από Πειραιά που είχε καταπλεύσει στις 6 δηλαδή πριν την πάροδο έξι ωρών για Μύκονο και επέστρεφε στον Πειραιά στις 18:30, εν συνεχεία πριν την πάροδο έξι ωρών αναχωρούσε στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τετάρτη στις 11:00 αναχωρούσε πριν την πάροδο έξι ωρών δηλαδή στις 16.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε την Πέμπτη στις 07:45, μετά την πάροδο έξι ωρών στις 18:00 την ίδια ημέρα αναχωρούσε για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 09:00 και μετά την πάροδο έξι ωρών δηλαδή στις 16.00 επέστρεφε στον Πειραιά φτάνοντας το Σάββατο στις 06:40 όπου παρέμενε μέχρι τις 18:00 της Κυριακής οπότε έφευγε για Ρόδο. Οι παραπάνω ώρες αφορούν τα διαστήματα που αναγράφονται στην αγωγή και αποδεικνύονται από το πρόγραμμα του πλοίου το οποίο προσκομίζει μετ’επικλήσεως ο εκκαλών ναυτικός (βλ. σχετ. 3α απαντητικό έγγραφο του κλάδου ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής) και επομένως αβασίμως η πλοιοκτήτρια παραπονείται για αναπόδεικτα δρομολόγια εξπρές που δεν εμφαίνονται στο πρόγραμμα δρομολογίων του πλοίου. Να σημειωθεί ότι όπως ήδη προαναφέρθηκε για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής που θα προσδιοριστεί ειδικότερα παρακάτω μετά την εξέταση του εάν πράγματι πραγματοποιούσε υπερωριακή απασχόληση ο ναυτικός, εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 33 διότι το πλοίο εκτελούσε λιγότερα από 5 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα, δηλαδή με βάση το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8. Βέβαια στη συγκεριμένη περίπτωση, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η πλοιοκτήτρια δεν πλήττει συγκεκριμένα τον εβδομαδιαίο τρόπο υπολογισμού των δρομολογίων εξπρές  που προαναφέρθηκαν, ο οποίος έγινε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 και 7 της ΣΣΝΕ, απλά ισχυρίστηκε ότι ο ναυτικός δεν δικαιούται αμοιβή για δρομολόγια εξπρές διότι το πλοίο παρέμενε πάντα στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού για έξι τουλάχιστον ώρες, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε σύμφωνα με τα δρομολόγια που προεκτέθηκαν, Επιπλέον η πλοιοκτήτρια αβασίμως παραπονείται για το ότι συνυπολογίζονται το αντίτιμο τροφοδοσίας και το επίδομα αδείας στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού, καθώς τα παραπάνω περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού (ΕφΠειρ 403/2021 δημ. νόμος).

Περαιτέρω και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, αλλά και αυτή των μεσογειακών πλοίων οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Ο εκκαλών ναυτικός παραπονείται με το δεύτερο λόγο  εφέσεως για το ότι κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι απασχολήθηκε 12 και όχι 14 ώρες που αιτήθηκε με την αγωγή του. Η πλοιοκτήτρια παραπονείται ομοίως με τον τρίτο λόγο εφέσεως της για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού διατεινόμενη ότι δεν εκτελείτο υπερωριακή εργασία και ότι σε κάθε περίπτωση έχει εξοφληθεί για του συμψηφισμού με τις μεγαλύτερες καταβαλλόμενες αποδοχές του συμβατικού κλειστού μισθού. Με το δεύτερο λόγο εφέσεως πλήττει σε κάθε περίπτωση τον υπολογισμό της οφειλόμενης υπερωριακής αμοιβής διότι συγκεκριμένο διάστημα ναυτολόγησης λόγω ανεκτέλεστων δρομολογίων οι καθημερινές ανέρχονταν σε 104 αντί για 107  και σε 72 αντί για 74, τα δε Σάββατα 9 αντί  για 10 και οι αργίες 2 αντί για 3 που κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τη με αριθμό ……../1.10.2020 ένορκη βεβαίωση στη συμβολαιογράφο Ρόδου ………. του κατοίκου Ρόδου αρχιθαλαμηπόλου και ναυτολογημένου στην εργοδότρια ………. και τη με αριθμό ………./1.10.2020 ένορκη βεβαίωση στην Ειρηνοδίκη Πειραιώς του κατοίκου Αιγάλεω ……… ναυτικού που δόθηκαν, όπως ήδη προαναφέρθηκε σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους και την ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγίου ………. του συνταξιούχου ναυτικού και κατοίκου Αιγίου ………… που προσκομίζεται για πρώτη φορά στο δικαστήριο αυτό, που δόθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους. Από το συνδυασμό τους με τις προσκομιζόμενες πρόχειρες σημειώσεις του ναυτικού τα διαστήματα της ναυτολόγησης του αποδεικνύεται ότι ο συγκεκριμένος ναυτικός με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου απασχολείτο στο μπάρ του σαλονιού από το πρωί, τον αντικαθιστούσε ο δεύτερος θαλαμηπόλος το μεσημέρι και επανερχόταν το απόγευμα μέχρι το κλείσιμο του μπαρ. Όμως η κατάθεση του ……….. σύμφωνα με την οποία η απασχόληση του μόνο στο συγκεκριμένο πόστο ανερχόταν σε 14 ώρες τουλάχιστον καθημερινά διότι το μπαρ άνοιγε με την έναρξη της επιβίβασης των ταξιδιωτών στις 6 το πρωί και εργαζόταν μέχρι τη μια το βράδυ, έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής αφού στις 6 το πρωί με την έναρξη της επιβίβασης δεν ανοίγουν ταυτόχρονα τα μπαρ στους χώρους υποδοχής του πλοίου αλλά συνήθως μια ώρα αργότερα και ομοίως το βράδυ κλείνουν πριν τις 12 και δεν λειτουργούν (πλην ενός του κεντρικού σαλονιού) τις νυχτερινές ώρες. Επίσης η ένορκη βεβαίωση του   ……….. ως προς το θέμα αυτό παρουσιάζει ασάφεια διότι αυτό που ο ενόρκως βεβαιώσας αναφέρει είναι ότι το ωράριο εργασίας του ξεπερνούσε τις 12 ώρες  και ότι εργαζόταν καθημερινά επί 14 ώρες τουλάχιστον ή και περισσότερο. Ο εκκαλών ναυτικός επίσης απασχολείτο και σε καθάρισμα καμπινών ακόμα και στους ενδιάμεσους σταθμούς του πλοίου, καθώς η διάθεση ελεύθερων καμπινών ήταν συνεχής και όχι μόνο στα λιμάνια αναχώρησης όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η πλοιοκτήτρια, του ανατίθετο αφαλάτωση αλλά και πλύσιμο καθισμάτων εξωτερικών χώρων. Επομένως η εργασία του ανερχόταν στις 12 ώρες ημερησίως όταν απασχολείτο ως διαμεριστής θαλαμηπόλος και σε 10 ώρες όταν απασχολείτο ως θαλαμηπόλος αξιωματικών όπως έκρινε ορθά και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς κατά το μέρος αυτό ο σχετικός περί του αντιθέτου τρίτος λόγος εφέσεως και δεύτερος λόγος εφέσεως του ναυτικού είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ακολούθως τα διαστήματα ναυτολόγησης του εκκαλούντος έπρεπε για υπερωριακή αμοιβή να του καταβληθούν τα ακόλουθα ποσά: Για το διάστημα από 1.4.2018 έως 31.7.2018 και από 1.10.2018 έως 2.11.2018 που η νόμιμη αμοιβή του προσδιορίζεται με τη σσνε του 2017 κατά τα προαναφερόμενα αυτός εργάσθηκε 15 Σάββατα (ήτοι, τις 21/4, 5.5, 19 και 26/5, 2, 9, 23/6, 7, 14, 21 και 28/7, 6, 13, 20 και 27/10) και 5 αργίες ήτοι, τις 914 (Δευτέρα του Πάσχα), 23/4 (Διακαινησίμου, 1/5 (Πρωτομαγιά), 17/5 (της Αναλήψεως) και 28/10 (εθνική εορτή)] και συνολικά επί 20 ημέρες, κατά τις και πραγματοποίησε συνολικά 240 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενες 10,04 ευρώ την ώρα και έπρεπε να λάβει 2.409,6 ευρώ. Επί 104 καθημερινές και 13 Κυριακές (117 ημέρες) κατά τις οποίες παρείχε 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά 468 ώρες υπερωριακής εργασίας που αμείβονται με 8,37 ευρώ την ώρα και έπρεπε να λάβει 3.917,16 ευρώ. Από 9-1-2018 έως και 25-2-2018 και από 1-8-2018 έως και 30-9-2018, για 16 Σάββατα και 3 αργίες [19/2 (Καθαρα Δευτέρα), 15/8 (Κοίμηση της Θεοτόκου) και 14/9 (του Σταυρού] και συνολικά επί 19 ημερες, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή πραγματοποίησε συνολικά 190 ώρες υπερωριακής εργασίας και με βάση την προβλεπόμενη από την σσνε αμοιβή των 10,04 ευρώ την ώρα έπρεπε να λάβει 1.907,6 ευρώ.  Για τις 72 καθημερινές και 16 Κυριακές του παραπάνω διαστήματος και συνολικά επί 88 ημέρες, που εργαζόταν 10 ώρες ημερησίως για 176 ώρες υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να λάβει 8,37 ευρώ χ 176 = 1.473,12 ευρώ. Το διάστημα της ναυτολόγησης του τελούσε την παραπάνω υπερωριακή απασχόληση και κατά την εκτέλεση των 6 ημερησίων βαρδιών πυρασφάλειας το μήνα για τις οποίες έπρεπε να λάβει για δύο ώρες επί έξι το μήνα χ 8,67 μήνες και συνολικά για 104 ώρες χ 8,37 ευρώ την ώρα έπρεπε να λάβει το ποσό των 870,48 ευρώ και για την εκτέλεση της μιας νυχτερινής βάρδιας του παραπάνω διαστήματος και για 3,5 ώρες χ 8,67 μήνες δηλαδή για 30 ώρες επί 8,37 ευρώ την ώρα έπρεπε να λάβει το ποσό των 251 ευρώ.  Το διάστημα της ναυτολόγησης του από 2.4.2019 έως και 30.4.2019 από 2.6.2019 έως και 30.7.2019 και από 1.9.2019 έως, και 5.10.2019 ο ενάγων εργάσθηκε: α) 9 Σάββατα (13 και 2014, 8 και 22/6, 6, 13, 20 και 27/7 και 7/9) και 3 αργίες [26/4 (Μεγάλη Παρασκευή), 29/4 (Δευτέρα του Πάσχα) και 6/6 (της Αναλήψεως)] και συνολικά εττί 12 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε 12 ώρες ημερησιως και παρείχε 144 ώρες υπερωριακής εργασία, για τις οποίες έπρεπε να λάθει 144 Χ 10,44 ευρώ/ώρα με βάση την σσνε ακτοπλοικών επιβατηγών πλοίων του 2019 το ποσό των 1.503,36 ευρώ. Για τις 83 καθημερινές και τις 12 Κυριακές του παραπάνω διαστήματος (7, 14 και 21/4, 2, 9 και 23/6, 7, 14, 21 και 28/7, 1 και 8/9) και συνολικά επί 95 ημέρες, κατά τις οποιες εργάσθηκε πραγματοποιώντας 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά για 380 ώρες υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να λάβει 8,7 ευρώ την ώρα και συνολικά 3.306 ευρώ. Κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών κατά τα οποία ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του ως θαλαμηπόλος αξιωματικών και δη, από 1.5.2019 έως και 1.6.2019 και από 31.7.2019 έως 31.8.2019, εργάσθηκε: α) Επί 10 Σάββατα (ήτοι τις 4, 11, 18 και 25/5, 1/6, 3, 10, 17, 24 και 31/8) και 2 αργιες [ήτοι τις 1/5 (Πρωτομαγιά) και 15/8 (Κοίμηση της Θεοτόκου) και συνολικά επί 12 ημέρες, κατά τις οττοίες απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε συνολικά 120 υπερωριακής εργασίας και επειδή με βάση τη σσνε του έτους 2019 η κάθε ώρα αμείβεται με 10,44 ευρώ, για την αιτία αυτή του οφείλεται το ποσό των 1.252,8 ευρώ. Τις  44 καθημερινές εργάσιμες ημέρες του παραπάνω διαστήματος (ήτοι, 22 ημέρες Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο και 21 ημέρες τον Αύγουστο) και 8 Kυριακες (ήτοι, τις 5, 12, 19 και 26/5, 4, 11, 18 και 25/8) και συνολικά 52 ημέρες, εργάστηκε δύο ώρες πέραν του ωραρίου του και επομένως για 104 ώρες υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να λάβει 904,8 ευρώ, (104 Χ 8,7). Το ίδιο διάστημα των 6,23 μηνών που παρείχε δύο ώρες υπερωριακή απασχόληση για κάθε ημερήσια βάρδια έξι φορές το μήνα για 74 ώρες του οφείλεται το ποσό των 631,96 ευρώ και για τις 3,5, ώρες της μιας νυχτερινής βάρδιας το μήνα, δηλαδή για 3,5 χ 6,23 = 21 ώρες έπρεπε να λάβει κατά το αγωγικό αίτημα 179,34 ευρώ (αντί για 182,51 που δικαιούται 21 χ 8,37). Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας με βάση και τα ανεκτέλεστα δρομολόγια του πλοίου, ο αριθμός υπερωριών προσδιορίζεται όπως παραπάνω. Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 30-11-2018 έως και 31.1.2019 και από 6.10.2019 έως και 14.1.2019 το επίδικο πλοίο εκτελούσε δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι της Πάτρας προς την Αγκόνα Ιταλίας με ενδιάμεσο κατάπλου στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.  Το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 από Πάτρα, έφτανε στην Ηγουμενίτσα στις 23:30 και στην Αγκόνα στις 16:00 της επομένης και μετά από μια ημέρα αναχωρούσε εκ νέου στις 14:00 μ.μ., με ενδιάμεσο σταθμό στην Ηγουμενίτσα στις 6:30 και κατέπλεε στην Πάτρα στις 15:00 μ.μ. ο εκκαλών ναυτικός δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει ότι εργαζόταν πάνω από 9 ώρες ημερησίως το παραπάνω διάστημα. Ειδικότερα οι ενόρκως βεβαιώσαντες για λογαριασμό του ήταν ναυτολογημένοι το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Αντίθετα ο ………. που ήταν ναυτολογημένος όλο το παραπάνω διάστημα κατέθεσε ότι ο ενάγων ναυτικός δούλευε σαλονιέρης. Ξεκινούσε στις 7 μέχρι τις 10.30. Μετά είχε ξεκούραση για δύο με τρεις ώρες και ξαναέπιανε δουλειά στις 13.30 μέχρι τις 22.00 με 2 με 3 ώρες ξεκούραση ενδιάμεσα κατά τις οποίες τον αντικαθιστούσε συνάδελφός του. Δεν καθάριζε καμπίνες αλλά μόνο συμμετείχε στο καθάρισμα σαλονιού και τζαμιών και ισχυρίζεται ο τελευταίος ότι δεν πραγματοποιούσε υπερωριακή απασχόληση. Όμως από μόνη την κατάθεση του μάρτυρα της πλοιοκτήτριας αποδεικνύεται ημερήσια απασχόληση τουλάχιστον 9 ωρών που συνιστά υπερωρία μιας ώρας τις καθημερινές και Κυριακές και 9 ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Άρα για τα 5 Σάββατα και 2 αργίες και για 9 χ 7 = 63 ώρες χ 9,26 ευρώ έπρεπε σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ Μεσογειακών Τουριστικών επιβατηγών πλοίων να λάβει 583,38 ευρώ και για 17 καθημερινές και 5 Κυριακές και για 22 ώρες υπερωρίας έπρεπε να λάβει 22 χ 7,71 = 169,62 ευρώ.  Για τα 6 Σάββατα και αργίες το έτος 2019 που εργάστηκε επί 9 ώρες ημερησίως έπρεπε να λάβει 54 χ 9,45 = 510,3 ευρώ. Τέλος για τις 27 καθημερινές και Κυριακές του συγκεκριμένου διαστήματος και για 27 ώρες υπερωριών έπρεπε να λάβει 27 χ 7,88 = 212,76 ευρώ. Συνολικά για το παραπάνω διάστημα έπρεπε να λάβει για υπερωριακή απασχόληση 1.476,06 ευρώ και το ποσό των 1.824,42 ευρώ που αναφέρει καθ’υποφορά στην αγωγή του ότι έλαβε έχει εξοφλήσει την παραπάνω  αιτία, μετά την ένσταση συμψηφισμού της πλοιοκτήτριας. Ακολούθως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας το αγωγικό αίτημα περί καταβολής υπερωριακής απασχόλησης το επίδικο διάστημα κρίνεται απορριπτέο και η εκκαλουμένη θα εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της αυτό. Επομένως για την προαναφερόμενη υπερωριακή του απασχόληση στην ακτοπλοΐα του οφείλεται συνολικά το ποσό των 2.409,6 + 3.917,16 + 1.907,6 + 1.473,12 + 870,48 +251 +1.503,36 + 3.306 +1.252,8 + 904,8 + 179,34 = 17.975,26 ευρώ από το οποίο θα αφαιρεθεί μετά την υποβολή της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως δια συμψηφισμού των υπέρτερων αποδοχών που λάμβανε με τον κλειστό μισθό το ποσό των 14.853,57 ευρώ. Επομένως πρέπει να αναγνωριστεί ότι του οφείλεται ακόμη για την παραπάνω αιτία το ποσό των 3.121,69 ευρώ. Μη νομίμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό των 19.812,81 ευρώ, γιατί σε αυτό συνυπολόγισε και ποσά που είχαν καταβληθεί και για τους πλόες εξωτερικού. Συνεπώς κατά παραδοχή του τρίτου σχετικού λόγου εφέσεως του εκκαλούντος ναυτικού θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό. Να σημειωθεί ότι το προαναφερόμενο ύψος υπερωριακής αμοιβής θα ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των δρομολογίων εξπρές, επιδομάτων εορτών και τυχόν οφειλομένης αποζημίωσης και συνεπώς θεωρούνται απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι εφέσεως του εργαζομένου ναυτικού σύμφωνα με τους οποίους για τον προσδιορισμός των παρακάτω αναφερόμενων κονδυλίων έπρεπε να συνυπολογιστεί μεγαλύτερος μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής.

Ακολούθως θα προσδιοριστεί, με βάση τις νόμιμες αποδοχές του εκκαλούντος ναυτικού και τον παραπάνω αριθμό υπερωριών, η επιπλέον αμοιβή που του οφείλεται για δρομολόγια εξπρές των οποίων ο υπολογισμός δεν πλήττεται, αλλά πλήττεται μόνο το κεφάλαιο του ύψους της αμοιβής στο οποίο συνυπολογίστηκε και η υπερωριακή αμοιβή νομίμως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το αντίτιμο τροφής. Αντιθέτως μη νομίμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνυπολόγισε την υπερωριακή αμοιβή που είχε προσδιορίσει από τους πλόες εξωτερικού στους οποίους δεν προβλέπεται αμοιβή εξπρες κατά εν μέρει παραδοχή του τετάρτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας. Σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2017 οι αποδοχές του εκκαλούντος εφεσιβλήτου ενάγοντος ναυτικού ανέρχονταν συνολικά σε 3.669,37 ευρώ: βασικός μισθός 1157,99 + επιδ. κυρ. 254,76 + 576,3 αντίτιμο τροφης, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος (άρθρο 18 παρ. 2 της ΣΣΝΕ), + βαρ και ανθυγ. 35,22 ευρώ + 452,05 ευρώ επίδομα αδείας [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,3 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 1.989,05 ευρώ Χ 1/22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρω)] +  1.193,05 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του το διάστημα της ναυτολόγησης του στην ακτοπλοΐα 17.975,26 : 452 Χ 30). Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται αυτό για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές που αφορούν δρομολόγια που υπερέβαιναν σε διάρκεια τις 12 ωρες ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 1.802,88 ευρώ (3.669,37€ Χ 1/30 Χ 14,74), ενώ για εκείνα που δεν ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο ποσό των 458,67 ευρώ (3.669,37€ Χ 1/60 Χ 7,5). Αντίστοιχα για το έτος 2019 και με βάση τη σσνε του έτους 2019 που εφαρμόζεται διότι δημοσιεύθηκε η υπουργική απόφαση πριν την αποναυτολόγηση του ναυτικού ανέρχονται σε 3.832,02 ευρώ: μισθός ενεργείας 1.204,77 + 265,05 επίδομα Κυριακών +  599,40 αντίτιμο τροφής + βαρ και ανθυγ. 36,64 ευρώ + 452,05 ευρώ επίδομα αδείας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας+ 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 470,25 ευρώ για το επίδομα αδείας = 2.069,22 ευρώ Χ 1/22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ)] + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 81,06 ευρώ  + 1.193,05 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του το διάστημα της ναυτολόγησης του στην ακτοπλοΐα 17.975,26 : 452 Χ 30.  Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται ο ναυτικός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές που αφορούν δρομολόγια που υπερέβαιναν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 708,92 ευρώ (3.832,02 € Χ 1/30 Χ 5,55), ενώ για εκείνα που υπολείπονταν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο ποσό των 830,27  ευρώ ( 3.832,02 € Χ 1/60 Χ 13). Συνεπώς στο ναυτικό οφείλεται ως αμοιβή για δρομολόγια εξπρές το ποσό των 2.261,55 ευρώ για το έτος 2018 και έλαβε 1.574,89 ευρώ και συνεπώς για το 2018 του οφείλεται το ποσό των 686,66 ευρώ, ενώ για το έτος 2019 έπρεπε να λάβει 1.539,19 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 1.483,15 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 56,04 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή 742,70 ευρώ και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού τετάρτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίσης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387).

Να σημειωθεί πρωτίστως ότι τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος καθορίζονται από το αίτημα της εφέσεως ενώ η έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου από τους λόγους αυτής (ΜΕφΠειρ 86/2017 δημ. νόμος). Ακολούθως με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων και με δεδομένο ότι ουδείς διάδικος παραπονείται για το γεγονός ότι ο προσδιορισμός των επιδομάτων εορτών έγινε μόνο με βάση την σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων αυτά προσδιορίζονται ως ακολούθως: Σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν αφού οι αποδοχές του το διάστημα της ναυτολόγησης του το έτος 2018 ανέρχονταν σε 3.669,37 ευρώ του οφείλεται, σύμφωνα και με το αγωγικό αίτημα (άρθρο 106 του ΚΠολΔ), για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 3.669,37 : 2 = 1.834,68 € : 15 = 122,31 € Χ 9,125 οκταηµερα= 1.116,10 και επειδή του καταβλήθηκε το ποσό των 660,24 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 455,86 και για αναλογία επιδόµατος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσό των 2.870,91 ευρώ [3.669,37 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 293,55 € Χ 9,78 δεκαεννεαηµερα) και επειδή έλαβε 1503,76 ευρώ οφείλονται  1.367,15.  Αντίστοιχα για το 2019 που οι αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.832,02 ευρώ ως επίδομα εορτών Πάσχα έπρεπε να λάβει  462,40 ευρώ, 3.832,02 € παγιες τακτικες αποδοχες του : 2 = 1916,01  € : 15 = 127,73 € Χ 3,62 οκταήµερο], και επειδή έλαβε το ποσό των 264,21 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 198,19 ευρώ και για αναλογία επιδόµατος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσό των 2.547,53 ευρώ [3.832,02 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 306,56 € Χ 8,31 δεκαεννεαήµερα) και επειδή έλαβε το ποσό των 1.418,45 ευρώ, του οφείλεται το ποσό των 1.129,08 ευρώ.  Συνεπώς για τα επιδόματα εορτών του οφείλεται το ποσό των 3.150,27 ευρώ κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού έκτου λόγου (πρώτο σκέλος) της πλοιοκτήτριας. Τα ποσά αυτά οφείλονται εντόκως από τις 14.11.2019, οπότε και απολύθηκε ο ναυτικός και κατά το αγωγικό αίτημα, κατά παραδοχή του σχετικού παραπόνου της πλοιοκτήτριας.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82).

Να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι με την αγωγή του ο ναυτικός αιτήθηκε την αποζημίωση του άρθρου 75 του ΚΙΝΔ δηλαδή αυτή των 15 ημερομισθίων που οφείλεται σε κάθε περίπτωση ανικανότητα του πλοίου προς πλούν (άρθρο 76 του ΚΙΝΔ) και όχι αυτή του άρθρου 27 της σχετικής ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών που αφορά αποζημίωση 22 ημερομισθίων στην περίπτωση διακοπής πλοών άνω των 60 ημερών και συνεπώς ο σχετικός πέμπτος λόγος της με αριθμό 356/2015 εφέσεως με τον οποίο γίνεται επίκληση του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2932/2001 είναι απορριπτέος διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθώς με αυτόν η εργοδότρια ισχυρίζεται ότι ο ναυτικός δεν δικαιούται αποζημιώσεως επειδή επαναπροσλήφθηκε πριν τη πάροδο 60 ημερών από την απόλυσης του. Να σημειωθεί επίσης ότι η εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ΚΙΝΔ δεν αποκλείεται ούτε από τη ΣΣΝΕ των Μεσογειακών Τουριστικών πλοίων στην οποία ρυθμίζεται μόνο το διάστημα που πρέπει να διαρκέσει η σύμβαση ναυτικής εργασίας για τη θεμελίωση του δικαιώματος παλλινόστησης. Η πλοιοκτήτρια παραπονείται για το ότι το επίδομα τροφής συμπεριλήφθηκε στην αποζημίωση και ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος διότι έχει ήδη προαναφερθεί ότι το επίδομα τροφής περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές. Επιπλέον αμφότερα τα διάδικα μέρη πλήττουν το κονδύλι αυτό για το λόγο ότι δε συμπεριλήφθηκε το σωστό ποσό υπερωριακής αμοιβής. Σύμφωνα με την ΣΣΝΕ Μεσογειακών τουριστικών πλοίων οι αποδοχές οι ανέρχονταν σε 1089,4 μισθός ενεργείας + 239,67 επ. Κυρ. + 497,4 αντίτιμο τροφής + επίδομα αδείας με το αντίτιμο τροφής 415,1 + επι. Ανθ. 36,64 + μ.ο υπερωριών ως εξής : 1.824,42 η έξτρα αμοιβή για υπερωρίες που κατέβαλε η πλοιοκτήτρια : 62 ημέρες του επίδικου διαστήματος χ 30 = 882,78 και επομένως επειδή οι συνολικές αποδοχές του κατά τα ανωτέρω ανέρχονταν σε  3.160,99 ευρώ το ποσό που δικαιούται ως αποζημίωση ανέρχεται σε 3.160,99 : 30 χ 15 = 1.580,49 ευρώ, και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και ως προς το κεφάλαιο της αυτό.

Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας ” Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,  ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε  από 2 Απριλίου  2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15  Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής  λειτουργίας των δικαστηρίων  (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο (7ο λόγο εφέσεως) η πλοιοκτήτρια παραπονείται διότι αναιτιολόγητα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το αίτημα της περί επιδίκασης μόνο τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας. Ο λόγος αυτός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη ποσά εντόκως από συγκεκριμένη ημερομηνία και εφάρμοσε το άρθρο 341 ΑΚ και όχι το άρθρο 346 του ΑΚ με το οποίο προσδιορίζεται το ύψος του τόκου επιδικίας. Επομένως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος ο λόγος αυτός εφέσεως αφού τα ποσά που θα αναφερθούν στο διατακτικό της παρούσας οφείλονται από την τελευταία απόλυση του ναυτικού δηλαδή με βάση τη διάταξη του άρθρου 341 του ΑΚ. Όμως δεν νοείται αποκλεισμός της διατάξεως του άρθρου 346 του ΑΚ εδ. τελευταίο σύμφωνα με το οποίο “Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης” Τούτο δε διότι με τις παραπάνω διατάξεις αυξάνεται το ποσοστό των οφειλόμενων τόκων, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Σε κάθε περίπτωση το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας.

Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες, και στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507) και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων. Τούτο δε διότι όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143). Κατόπιν θα πρέπει να κρατήσει να δικάσει επί της ουσίας το παρόν δικαστήριο την υπόθεση και ακολούθως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη η από 19.12.2019 με αριθμό κατάθεσης …………../2019 αγωγή  και να αναγνωριστεί ότι στον ενάγοντα ναυτικό οφείλεται το ποσό των 3.121,69 ευρώ λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά την απασχόληση του σε ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Επιπλέον θα πρέπει σύμφωνα με το καταψηφιστικό αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη πλοιοκτήτρια να καταβάλει το ποσό των 742,70 ευρώ ως υπόλοιπο αμοιβής δρομολογίων εξπρές, το ποσό των 3.150,27 ευρώ ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών και το ποσό των 1.580,49 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 5.473,46 ευρώ. Όλα τα παραπάνω οφείλονται με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυση του ενάγοντος (14.11.2019) ενώ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ναυτικού και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εναγομένη πλοιοκτήτρια λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 22.9.2021 και 11.11.2021 με αριθμούς κατάθεσης ………../2021 και ………./2021 εφέσεις κατά της με αριθμό 648/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 19.12.2019 με αριθμό κατάθεσης …………/2019 αγωγής,

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριτπέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά αυτές και εν μέρει κατ’ ουσίαν

Εξαφανίζει τη με αριθμό 648/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν είκοσι ενός ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (3.121,69) ευρώ Και επιπλέον

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (5.473,46) ευρώ και αμφότερα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από τις 14.11.2019 και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει σε βάρος της εναγομένης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 9 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ