Αριθμός 701/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………………ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ελένης Τσαμανδούρα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………….., εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Παναγιώτα Μαυροειδή.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2639/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την από 23.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2020) έφεσή του και τους από 9.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) πρόσθετους λόγους έφεσης και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 21.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2020) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων και των προσθέτων λόγων εφέσεως ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι: α) από 21-7-2020 και με ΓΑΚ ……./22-7-2020 και με ΕΑΚ ……./22-7-2020 και με γεν. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 και με ειδ. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 έφεση και β) από 23-7-2020, με ΓΑΚ……../23-7-2020 και με ΕΑΚ ……../23-7-2020 και με γεν. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 και με ειδ. αριθμ. προσδιορισμού …../24-7-2020 έφεση. Οι εφέσεις αυτές στρέφονται κατά της με αριθμ. 2639/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – τμήμα εργατικών διαφορών. Πρέπει, επομένως, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον προσβάλλουν την αυτή πρωτόδικη απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και στην αρμοδιότητα του ιδίου Δικαστηρίου και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρ. 246 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί, αντίστοιχα, στις 22.7.2020 και 23.7.2020, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 περ. β`, 516 παρ.1 και 2, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ήτοι, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. που έλαβε χώρα στις 23-6-2020 (βλ. την με αριθμ……..΄/23-6-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, …………..). Περαιτέρω, οι εφέσεις αυτές αρµοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, να γίνουν δεκτές, κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, με δεδομένο ότι, ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει εκ του νόμου απαλλαγή από την καταβολή παραβόλου, του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις ειδικές διαδικασίες, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ.ζ΄ ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, ασκούνται με ποινή απαραδέκτου, μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο οκτώ (8) ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης. Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης, απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω συμπλεκτικώς οριζόμενες διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του δικογράφου της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον αντίδικο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ και οι δύο, δε, πρέπει να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση, αλλοιώς απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, μολονότι αποτελούν παρακολούθημα της έφεσης, την οποία και συμπληρώνουν διευρύνοντας το δικόγραφό της, από άποψη περιεχομένου έχουν αυτοτελή χαρακτήρα και συνιστούν σε σχέση με την έφεση ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτή διατάξεις, (ΟλΑΠ 33/1990 Δνη 1991.56, ΑΠ 771/1997 ΕΕΝ 1998.736, ΕφΘεσ 264/2009 ΕΦΑΔ 2009.590, ΕφΠατρ 43/2007 ΑχΝομ 2008. 317, ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ2004.1398 και Σ. Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 606, 608, 524, 625). Συνεπώς, το παραδεκτό και οι διατυπώσεις τους, κατά το άρθρο 12 ΕισΝ ΚΠολΔικ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο, που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησής τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι από 9-4-2021 και με αριθμ. έκθ.κατάθ. ………/2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης που άσκησε ο εκκαλών-ενάγων, με δικόγραφο που κατατέθηκε την 12-4-2021 στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκαν στην εφεσίβλητη – εναγόμενη, σύμφωνα με την μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενη με αριθμ. …….΄/12-4-2021 έκθεση επίδοσης της προαναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς. Επομένως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ` ουσίαν, συνεκδικαζόμενοι με τις προαναφερόμενες συνεκδικαζόμενες εφέσεις, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, ενώ ο λόγος που περιέχουν, αναγκαστικά συνέχεται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της, με την υπό στοιχείο β΄έφεση, προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 520 του ΚΠολΔ), αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ακολουθήσει, δε, η έρευνα της ουσιαστικής τους βασιμότητας, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Ο εκκαλών της υπό στοιχείο β΄έφεσης-ασκών τους πρόσθετους λόγους- εφεσίβλητος της υπό στοιχείο α΄έφεσης, με την από 25-1-2018 και με γεν. αριθμ. κατάθ. …./22-6-2018 και με ειδ. αριθμ. κατάθ. ……/22-6-2018 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ιστορούσε ότι την 1-9-2013, προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία και ήδη, εκκαλούσα της υπό στοιχείο α΄έφεσης-εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β΄έφεσης-καθ’ης η άσκηση των πρόσθετων λόγων έφεσης, εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο την κατασκευή τεχνικών και συναφών έργων, με βάση άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και, δη, διάρκειας πέντε μηνών, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στα εργοτάξια αυτής, με την ιδιότητα του υπαλλήλου – οδηγού, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 850 ευρώ. Ότι η εναγόμενη τον απασχόλησε τους τρεις πρώτους μήνες με την ειδικότητα του φύλακα, με την οποία εκτελούσε, κατ’ εντολήν των προϊσταμένων του, επί 11 συνεχείς ώρες ημερησίως, φύλαξη, επίβλεψη και προστασία ενός περιφραγμένου οικοπέδου στο ….. Κορινθίας, το οποίο είχε μισθώσει προς εναπόθεση και φύλαξη των τεχνικών της μέσων, υλικών, των μηχανημάτων, των φορτηγών και του εν γένει εξοπλισμού της επιχείρησής της, παράλληλα, δε, εκτελούσε μεταφορές και παραδόσεις διαφόρων υλικών και μηχανημάτων στους συντηρητές και οδηγούς της εναγόμενης και γενικότερα, κάθε άλλη επιβοηθητική εργασία, για την εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας του ως άνω αποθηκευτικού χώρου της εναγόμενης. Ότι από τα μέσα Δεκεμβρίου 2013 έως και την 30.04.2015, οπότε ο ίδιος αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, απασχολήθηκε από την εναγόμενη, αμιγώς, με την ειδικότητα του οδηγού βαρέων φορτηγών και, ιδίως, του ανατέθηκε η καθημερινή μεταφορά, με φορτηγό ιδιωτικής χρήσης (νταλίκα), ιδιοκτησίας της εναγόμενης, αδρανών και άλλων υλικών, από τους υποδεικνυόμενους από την τελευταία τόπους παραλαβής τους, σε εργοτάξια αυτής, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η ως άνω σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ανανεώθηκε εγγράφως, την 02.02.2014, για ορισμένη πάλι διάρκεια και δη έως την 31.12.2014, μετά τη λήξη της οποίας ανανεώθηκε σιωπηρά για αόριστο χρόνο. Ότι η εναγόμενη τον απασχολούσε ημερησίως επί 11 ώρες κατά μέσον όρο, επί 6 ή και 7 ημέρες κάθε εβδομάδα, κατά μη επιτρεπτή υπέρβαση του νομίμου ημερήσιου χρόνου απασχόλησής του, καθώς και της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, χωρίς να του καταβάλει την αντίστοιχη αποζημίωση. Ότι η εναγόμενη δεν ήταν συνεπής, ούτε και στην υποχρέωσή της για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, εξακολουθώντας ακόμη να του οφείλει τους μισθούς από Σεπτεμβρίου 2013 έως και Ιανουαρίου 2014, καθώς και τους μισθούς από Ιανουαρίου 2015 έως και Απριλίου 2015. Ότι, επιπλέον, η εναγόμενη από υπαιτιότητά της δεν του χορηγούσε τις ημέρες άδειας, που εδικαιούτο, παρά τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητούσε, κύρια, με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, ήτοι, για την περίπτωση που αυτή για οιονδήποτε λόγο ήθελε κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (εκτός από τα κονδύλια των αποδοχών και επιδομάτων άδειας, των δώρων εορτών, της αποζημίωσης λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης και για απασχόληση κατά τις Κυριακές και αργίες, τα οποία για την περίπτωση αυτή ζητούσε, ως ευθέως εκ του νόμου οφειλόμενα), κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής του, με τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό: Α. Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει, για αποζημίωση λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των 7.068,60€ και για την ίδια αιτία για τις Κυριακές το ποσό των 345,77€ και για την οκτάωρη εργασία του τα Σάββατα, καθ’ υπέρβαση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας, το ποσό των 3.668,60€ και Β. Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, για αμοιβή λόγω υπερεργασίας, το ποσό των 2.496,76€, για αποζημίωση λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα το ποσό των 1.777,86€, για την οκτάωρη εργασία τις Κυριακές το ποσό των 1.130,50€, για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης το ποσό των 646,00€, για προσαύξηση λόγω εργασίας κατά τις αργίες το ποσό των 883,57€, για επιδόματα Χριστουγέννων το ποσό των 1.321,47€, για επιδόματα Πάσχα το ποσό των 885,42€, για αποδοχές άδειας το ποσό των 1.632,00€, για επιδόματα άδειας το ποσό των 1.020,00€, για αποζημίωση (ποινή) λόγω υπαίτιας μη χορήγησης άδειας το ποσό των 408,00€ και για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των 7.650,00€, νομιμότοκα, σύμφωνα με τις επιμέρους, διαλαμβανόμενες στην αγωγή διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.751,15 ευρώ και, ειδικότερα, για αποζημίωση, λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των 2.570,40 ευρώ, για αποζημίωση, λόγω εργασίας κατά τα Σάββατα, το ποσό των 132,60 ευρώ και για αποζημίωση λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης καθ’ ημέραν Κυριακή, το ποσό των 48,15 ευρώ, νομιμότοκα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αυτής, έως την πλήρη εξόφληση, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.015,87 ευρώ και, ειδικότερα, για αμοιβή λόγω υπερεργασίας, το ποσό των 1.713.60 ευρώ, για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση καθ’ ημέραν Σάββατο, το ποσό των 208,77 ευρώ, για οκτάωρη εργασία καθ’ ημέραν Κυριακή, το ποσό των 59,50 ευρώ και για αποζημίωση, λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης το ποσό των 34 ευρώ, νομιμότοκα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αυτής, έως την πλήρη εξόφληση.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται, ήδη, η εκκαλούσα, με την υπό στοιχείο α΄έφεση και ο εκκαλών, με την υπό στοιχείο β΄ έφεση και με τους πρόσθετους αυτής λόγους, για λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλούσα της υπό στοιχείο α΄ έφεσης και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο εκκαλών της υπό στοιχείο β΄έφεσης και σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο ασκών τους πρόσθετους λόγους της έφεσης και ζητούν, η, μεν, εκκαλούσα της υπό στοιχείο α΄έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, ο, δε, εκκαλών της υπό στοιχείο β΄έφεσης-ασκών τους πρόσθετους αυτής λόγους, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή, όπως το αίτημά της, παραδεκτά περιορίστηκε.
Επειδή κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ): «το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου δε και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271 επ., 280 ΚΠολΔ εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλ. δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δικάζεται κατ` αντιμωλία (β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, τ. Β`, σ. 165). Ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς για πρώτη φορά και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού έως τη δεύτερη εκφώνηση της υπόθεσης αυτή θεωρείται ότι διαρκεί (ΕφΔωδ 212/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Κατά συνέπεια δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων ούτε η επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων ή η επανυποβολή των ενστάσεων. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Ο διάδικος που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο δικάζεται κατ`αντιμωλία (βλ. ΕφΠατρ. 463/2009, ΕφΘεσ.2976/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος αυτού που κατέχει το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 575/2004 ΕΕργΔ 2005,725 Εφθεσ 415/2008 δημ. Νομος). Για την πληρότητα του αιτήματος επιδείξεως εγγράφου πρέπει να εκτίθεται ότι αυτό βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου, να προσδιορίζεται αυτό και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του (ΑΠ 953/2002 ΕλλΔνη 44,1310). Η ως άνω αίτηση για την επίδειξη εγγράφων για να είναι ορισμένη πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου, β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και επίδειξη. Έτσι, προϋπόθεση της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που ζητεί την επίδειξη. Μάλιστα, οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στο νόμο και αναφέρονται περιοριστικά (άρθρο 902 ΑΚ), δηλαδή υπάρχει τέτοιο έννομο συμφέρον α) όταν το έγγραφο έχει συνταχθεί προς το συμφέρον του αιτούντος και γενικότερα αφορά τη σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του τελευταίου, β) όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας και γ) όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα(Βλ. ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995,195, ΑΠ 508/1993 ΕλλΔνη 1994,1299, Εφθεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 2003,524, ΕφΑΘ 1741/1994 ΕλλΔνη 1996,1261, ΕφΑΘ 11203/1986 ΕλλΔνη 1988,141, Γ. Νικολόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 902, αρ. 5, σελ. 558,1. Τέντε σε ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδυλη/Νίκα Ι (2000) άρθρο 451 αρ. 4, Ε. Κρουσταλάκη, Δ 1, 648).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσθέτως εκκαλών υποβάλλει το αίτημα περί επίδειξης εγγράφων και ειδικότερα ζητεί να επιδειχθούν από την εφεσίβλητη τα παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα, σε πρωτότυπο, τα οποία η τελευταία έχει στην κατοχή της. Το αίτημα αυτό και το σχετικό σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου έφεσης, συνέχεται αναγκαία με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων – και ιδίως κατά κακή εκτίμηση των αναφερόμενων εξοφλητικών εγγράφων αποδείξεων, που προσκόμισε η εναγόμενη σε αντίγραφο, καθώς στις αποδείξεις αυτές στηρίχθηκε το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης- το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι το δώρο Πάσχα 2014, δώρο Χριστουγέννων 2014, οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας, καθώς και οι μισθοί Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015 έχουν εξοφληθεί. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται παραδεκτώς για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον διευκρινίζεται το έννομο συμφέρον του αιτούντος, και εξειδικεύονται τα έγγραφα, τα οποία αναφέρεται ότι κατέχει η καθ’ης η αίτηση, ενώ η τελευταία δεν αρνείται ότι τα κατέχει, ούτε προβάλλει την ένσταση του άρθρου 903 εδ. γ΄ ΑΚ. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη σε πρωτότυπο είναι κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία στην δίκη, διότι από αυτά σε σύγκριση με τις λοιπές προσαγόμενες αποδείξεις, θα μπορέσει το Δικαστήριο τούτο να καταλήξει σε ασφαλή κρίση για το εάν τα προσκομισθέντα από την εναγόμενη σε αντίγραφο έγγραφα είναι γνήσια, καθώς η γνησιότητά τους αμφισβητείται απ’τον προσθέτως εκκαλούντα και να αποφανθεί, συνακόλουθα, με βεβαιότητα, για την ουσιαστική βασιμότητα της προβληθείσας απ’την εναγόμενη ένστασης εξόφλησης των ως άνω αγωγικών κονδυλίων, αποδεικνυομένου, εξ αυτού του λόγου, του έννομου συμφέροντος του ενάγοντος προς επίδειξη των αιτούμενων πρωτοτύπων των ως άνω εγγράφων και συγκεκριμένα, των α) από 19-12-2014 εξοφλητικής απόδειξης Δώρου Χριστουγέννων, έτους 2014(σχετικό 18 πρωτόδικων προτάσεων της εναγόμενης, β) από 30-4-2014 εξοφλητικής απόδειξης Δώρου Πάσχα, έτους 2014 (σχετικό 19 πρωτοδίκων προτάσεων αυτής), γ) από 1-8-2014 εξοφλητικών αποδείξεων της ληφθείσας άδειας και του επιδόματος άδειας 2014 (σχετικά 20 Α και 20Β πρωτόδικων προτάσεων αυτής) δ) από 31-1-2015 και 28-2-2015 εξοφλητικών αποδείξεων αποδοχών μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015(σχετικά 21 Α και 21 Β των πρωτοδίκων προτάσεων αυτής) και ε) εξοφλητικών αποδείξεων αποδοχών μηνών Φεβρουαρίου 2014, Μαρτίου 2014, Απριλίου 2014, Μαΐου 2014, Ιουνίου 2014, Ιουλίου 2014, Αυγούστου 2014, Σεπτεμβρίου 2014, Οκτωβρίου 2014, Νοεμβρίου 2014 και Δεκεμβρίου 2014(σχετικά 33 των πρωτοδίκων προτάσεων αυτής )
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Β,Δ, της 4-2-1938 «Περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων» (ΦΕΚ 35 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Π.Δ.882/1980 (ΦΕΚ218/Α΄/25-9-1980) και το άρθρο 1 του Π.Δ.93/1986 (ΦΕΚ33/Α/28-3-1986 «Οι ιδιοκτήτες των φορτηγών αυτοκινήτων του άρθρου 1 του παρόντος ή οι εκπρόσωποί τους υποχρεούνται να εφοδιάζουν τους οδηγούς με βιβλίο δρομολογίων, ο τύπος του οποίου καθώς και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την τήρησή του καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Το βιβλίο δρομολογίων θεωρείται από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και ο αριθμός των σελίδων του πρέπει να επαρκεί για απασχόληση τουλάχιστον τριών μηνών». Προ πάσης εκκινήσεως ο οδηγός του αυτοκινήτου υποχρεούται να σημειώνει ευκρινώς και με ακρίβεια στην οικεία στήλη του βιβλίου δρομολογίων την ώρα εκκίνησης, την ώρα άφιξης, το είδος του φορτίου, τον τόπο προορισμού και λοιπά στοιχεία. Επιπλέον, πρέπει να το φυλάσσει στο αυτοκίνητο και να το έχει πάντα πρόχειρο για να το επιδεικνύει στα αρμόδια προς έλεγχο όργανα. Οι ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων υποχρεούνται να διατηρούν το βιβλίο επί διετία και ευθύνονται για την προμήθεια και παράδοσή του, επί αποδείξει, στον οδηγό, ο οποίος με τη σειρά του ευθύνεται για την τήρηση και συμπλήρωσή του. Το βιβλίο δρομολογίων φορτηγών αυτοκινήτων περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρει η υπ’αριθμ.1173/1980 Απόφαση Υπουργού Εργασίας «Περί καθορισμού στοιχείων Βιβλίου Δρομολογίων φορτηγών αυτοκινήτων Α΄, Β΄και Γ΄ κατηγορίας» (ΦΕΚ 1071/Β΄΄/18-10-1980)|: α)ένδειξη ΗΜΕΡΗΣΙΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΩΝ, β)αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτου, ημερομηνία, επωνυμία και έδρα της επιχείρησης ή ονοματεπώνυμο και διεύθυνση ιδιοκτήτου, γ)ονοματεπώνυμο οδηγού, αριθμό διπλώματός του και ονοματεπώνυμο βοηθού του, δ)ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας, ε)αφετηρία ή σταθμό διανυκτέρευσης, στ)το είδος του φορτίου, ε)αφετηρία ή σταθμό διανυκτέρευσης, στ)το είδος του φορτίου, η)ώρα εκκινήσεως, θ)τόπο προορισμού, ι)ώρα αφίξεως, ια)χρονική διάρκεια τυχόν βλάβης, ιβ)χρόνος αναμονής(πιάτσα), ιγ)συνολική ημερήσια απασχόληση του προσωπικού. Με το άρθρο 1 του Π.Δ.882/1980 η υποχρέωση τήρησης βιβλίου δρομολογίων εφαρμοζόταν και όταν τα φορτηγά οδηγούσαν οι ιδιοκτήτες τους, ωστόσο, με το άρθρο 21 παρ.8 του Ν.3144/2003 «Κοινωνικός διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης και την κοινωνική προστασία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ111/Α΄/8-5-2003)δεν υπάρχει πλέον αυτή η υποχρέωση όταν τα φορτηγά αυτοκίνητα οδηγούνται: α) από τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες τους, καθώς και από μέλη της οικογένειάς τους, β)από τους εργαζόμενους με σχέση ή σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που δεν έχουν προσληφθεί, ούτε απασχολούνται στον εργοδότη με την ειδικότητα του οδηγού, αλλά με ειδικότητα άλλη, η άσκηση του έργου της οποίας υποβοηθείται από την οδήγηση φορτηγού αυτοκινήτου. Με την υποπαράγραφο 3 της παραγράφου ΙΑ.13 του ν.4093/2012(ΦΕΚ 222 Α΄) καταργήθηκε η υποχρέωση για θεώρηση του βιβλίου δρομολογίων φορτηγών αυτοκινήτων από την οικεία Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας.
Περαιτέρω, ενόψει της αμφισβήτησης εκ μέρους της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας με την έφεσή της, της αποδεικτικής δύναμης των ταχογράφων, που προσκομίστηκαν απ’τον ενάγοντα, για την απόδειξη των αναφερόμενων στην αγωγή υπερωριών, υπερεργασίας και εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο ενάγων και ήδη, εφεσίβλητος ζητά την επίδειξη από την εναγόμενη των βιβλίων δρομολογίων των οχημάτων της του επίδικου χρονικού διαστήματος από 1-9-2013 έως και 30-4-2015, για το οποίο αναφέρει ότι βρίσκεται στην κατοχή της. Η εφεσίβλητη αρνείται ότι βρίσκεται στην κατοχή της το έγγραφο αυτό, άρνηση, ωστόσο, η οποία, δεν αποδεικνύεται ως κατ’ουσίαν βάσιμη, καθώς όπως προκύπτει από το με αριθμ.πρωτ………../14-6-2016 δελτίο εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε συνδυασμό με τις από 8-6-2017 έγγραφες εξηγήσεις του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης, ……….., ενώπιον της Πταισματοδίκου Νικαίας, η αποχώρηση του ενάγοντος έγινε οικειοθελώς, ενώ η εφεσίβλητη, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο ενάγων είχε αφαιρέσει το βιβλίο αυτό, ουδέποτε τον όχλησε προκειμένου να της το επιστρέψει. Δεν προβάλλεται, τέλος, από την εκκαλούσα η ένσταση του άρθρου 903 εδ. γ΄ ΑΚ.Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το έγγραφο του οποίου ζητείται η επίδειξη είναι κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο στην δίκη, διότι από αυτό σε συνδυασμό με τους προσκομιζόμενους ταχογράφους, θα μπορέσει το Δικαστήριο τούτο να καταλήξει σε ασφαλή κρίση για την κατάφαση ή μή των αναφερόμενων στην αγωγή υπερωριών, υπεργασίας, και εργασίας του ενάγοντος κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, αποδεικνυομένου, εξ αυτού του λόγου, του έννομου συμφέροντος του ενάγοντος προς επίδειξη του αιτούμενου εγγράφου.
Επομένως θα πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου η εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη-προσθέτως εφεσίβλητη-εκκαλούσα επιδείξει στον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα-προσθέτως εκκαλούντα-εφεσίβλητο τα αναφερόμενα στο διατακτικό έγραφα, με δαπάνες του αιτούντος, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της επιδόσεως σ’ αυτή της παρούσης αποφάσεως, απειλουμένης χρηματικής κατ’ αυτής, ποινής, ύψους διακοσίων (200) ευρώ, για κάθε ημέρα καθυστερήσεως πέραν του κατά τα άνω δεκαπενθημέρου, καθώς αυτή καταδικάζεται, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, σε υλική πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή της (άρθρο 946 ΚΠολΔ), η, δε, χρηματική ποινή, ως μέσο εξαναγκασμού της μπορεί να επιβληθεί και αυτεπάγγέλτως από το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/1995 ΕλΔικ 36, 583) και έχει εφαρμογή και επί νομικού προσώπου. Δε θα γίνει λόγος για δικαστικά έξοδα διότι η παρούσα δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις εφέσεις α) από 21-7-2020 και με ΓΑΚ …/22-7-2020 και με ΕΑΚ …./22-7-2020 και με γεν. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 και με ειδ. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020, β) από 23-7-2020, με ΓΑΚ…./23-7-2020 και με ΕΑΚ …/23-7-2020 και με γεν. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 και με ειδ. αριθμ. προσδιορισμού …./24-7-2020 και τους από 9-4-2021 και με αριθμ. έκθ.κατάθ. …./72/2021 πρόσθετους λόγους έφεσης, που ασκήθηκαν κατά της με αριθμ. 2639/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – τμήμα εργατικών διαφορών.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου η εναγόμενη, ήδη, εκκαλούσα-εφεσίβλητη-προσθέτως εφεσίβλητη, να επιδείξει στον ενάγοντα, ήδη, εφεσίβλητο-εκκαλούντα-προσθέτως εκκαλούντα, με δαπάνες του τελευταίου, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της επιδόσεως σ’ αυτήν της παρούσης αποφάσεως, απειλουμένης κατ’αυτής, χρηματικής ποινής, ύψους διακοσίων ευρώ(200) ευρώ, για κάθε ημέρα καθυστερήσεως πέραν του κατά τα άνω δεκαπενθημέρου, Α)τα παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα, σε πρωτότυπο και συγκεκριμένα, α)την από 19-12-2014 εξοφλητική απόδειξη Δώρου Χριστουγέννων, έτους 2014(σχετικό 18 πρωτόδικων προτάσεων της εναγόμενης, β)την από 30-4-2014 εξοφλητική απόδειξη Δώρου Πάσχα, έτους 2014(σχετικό 19 πρωτοδίκων προτάσεων αυτής), γ) τις από 1-8-2014 εξοφλητικές αποδείξεις της ληφθείσας άδειας και του επιδόματος άδειας 2014( σχετικά 20 Α και 20Β πρωτόδικων προτάσεων αυτής) δ)τις από 31-1-2015 και 28-2-2015 εξοφλητικές αποδείξεις αποδοχών μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015(σχετικά 21 Α και 21 Β των πρωτοδίκων προτάσεων αυτής) και ε) τις εξοφλητικές αποδείξεις αποδοχών μηνών Φεβρουαρίου 2014, Μαρτίου 2014, Απριλίου 2014, Μαϊου 2014, Ιουνίου 2014, Ιουλίου 2014, Αυγούστου 2014, Σεπτεμβρίου 2014, Οκτωβρίου 2014, Νοεμβρίου 2014 και Δεκεμβρίου (σχετικά 33 των πρωτοδίκων προτάσεων αυτής) και Β) του βιβλίου δρομολογίων των οχημάτων της εναγόμενης -εφεσίβλητης του χρονικού διαστήματος από 1-9-2013 έως και 30-4-2015.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ