Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 703/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  703/2022

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη, Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του καλούντος εκκαλούντος : ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Παρασκευή Θεοχαράτου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Του καλουμένου εφεσίβλητου : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, τον Δασάρχη Πειραιώς και τη Δ.Ο.Υ. Αίγινας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξούσια του ΝΣΚ Ελένη Πλασσαρά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε την με αρ. κατ. ……../1995 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αρ. 3789/2007 απόφασή του την απέρριψε κατ’ ουσία.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την από 19.7.2010 έφεση. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 515/2014 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Με την με αρ. κατ. ………/2020 κλήση επαναλήφθηκε η συζήτηση της έφεσης και εκδόθηκε η υπ’ αρ. 448/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε εκ νέου η επανάληψη αυτής προκειμένου να προσκομιστεί η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε. Με την με αρ. κατ. ………../2021 κλήση επαναλαμβάνεται εκ νέου η συζήτηση και ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης.

Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν  στις προτάσεις που προκατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Παραδεκτά με την με αρ. κατ. ………/2021 κλήση επαναλαμβάνεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η συζήτηση της από 19.7.2010 έφεσης, μετά τις υπ’ αρ. 515/2014 και 448/2021 αποφάσεις του, με τις οποίες διέταξε τούτο για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, υπό την στο εισαγωγικό αναφερόμενη σύνθεσή του, στην οποία, από τους δικαστές που μετείχαν στις συνθέσεις που εξέδωσαν τις ως μη οριστικές αποφάσεις, συμμετέχει μόνο η Πρόεδρος Εφετών, Αικατερίνη Νομικού (που συμμετείχε στην σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ’ αρ. 448/2021 απόφαση), καθότι είναι αδύνατη, για νομικούς λόγους, η συμμετοχή και των υπολοίπων μελών (από τη σύνθεση της 515/2014 απόφασης, η Πρόεδρος Εφετών, Παρέσσα Τσαντεκίδου και η Εφέτης, Βασιλική Χάσκαρη, συνταξιοδοτήθηκαν, η δε Εφέτης, Ιωάννα Πέττα – Χριστοπούλου, αποχώρησε από την υπηρεσία και από τη σύνθεση της υπ’ αρ. 448/2021 απόφασης, οι Εφέτες, Παρασκευή Μπερσή και Αικατερίνη Κοκόλη έχουν προαχθεί στο βαθμό του Προέδρου Εφετών).

Από όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ήτοι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στην υπ’ αρ. …./2000 εισηγητική έκθεση και στην εισηγητική έκθεση της Ειρηνοδίκη Αίγινας ……….., ως εντεταλμένη δικαστή, από την από 28.7.2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού ………. με τα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα, φωτογραφίες και τοπογραφικό διάγραμμα, που διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 4117/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από την υπ’ αρ. …./18.6.2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού …………. με τα συνοδεύοντα αυτήν τοπογραφικά διαγράμματα, που διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 515/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, από τις υπ’ αρ. ………../ 21.5.2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη  Αίγινας, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την ……../13.5.2013 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ……………), από τις μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες και από όλα τα έγγραφα, μεταξύ αυτών και των ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων και ενόρκων βεβαιώσεων που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλων δικών και γι’ αυτό δεν χρειάζονται να μνημονεύονται ειδικώς, αποδείχθηκαν πλήρως, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο εδαφικά τμήματα που βρίσκονται στη θέση …………. της νήσου ….. Αίγινας. Διαχωρίζονται μεταξύ τους με κοινοτική οδό επί της οποίας έχουν πρόσοψη. Το πρώτο εξ αυτών βρίσκεται βορείως της κοινοτικής οδού, έχει έκταση 1.976,36 τ.μ. και συνορεύει, βόρεια με πλευρά 50,50 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …………, νότια με πλευρά 75 μέτρων με την κοινοτική οδό και πέραν αυτής εν μέρει με ιδιοκτησία …….. και εν μέρει με ιδιοκτησία ……….. …….., βορειοανατολικά με πλευρά 66 μέτρων με οδό και πέραν αυτής εν μέρει με την ως άνω ιδιοκτησία ………. και εν μέρει με το έτερο επίδικο εδαφικό τμήμα και δυτικά με πλευρά 27,5 μέτρων με κοινοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ……. και …………… Το δεύτερο εξ αυτών βρίσκεται νοτίως της κοινοτικής οδού, έχει έκταση 505,75 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με την κοινοτική οδό και πέραν αυτήν με το ως άνω πρώτο επίδικο εδαφικό τμήμα, νότια με ιδιοκτησία ……….., ανατολικά με ιδιοκτησίες ………. και ……….. και δυτικά με πλευρά 27 μέτρων με ιδιωτική οδό. Δυνάμει του με αριθμό ……./29.10.1958 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας (Τ. … α.α. ….),ο εκκαλών αγόρασε μείζονα έκταση τριών στρεμμάτων, εντός της οποία περιλαμβάνονταν τα ως άνω δύο επίδικα, από τον ……… Ο τελευταίος είχε αγοράσει αυτό με το υπ’ αρ. ……../24.10.1941 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αίγινας, ……… που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Αίγινας (Τ. … α.α. ….), από το …………. Μετά την αγορά της μείζονος έκτασης (1958) ο εκκαλών απέκτησε τη νομή αυτής, διαφύλαττε τα όριά της, επέβλεπε και προστάτευε αυτή από επίδοξους καταπατητές και προέβαινε σε καθαρισμό αυτής από αγριόχορτα, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 1989. Έτσι απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας ο ίδιος τις ως άνω προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (από το έτος 1958 έως το έτος 1989). Πριν από αυτόν τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής επί του επιδίκου ασκούσαν ο ………, από το έτος 1941, και πριν από αυτόν, ο ………, από το έτος 1934, και πριν από αυτόν ο παππούς του τελευταίου, …………, από το έτος 1893. Μάλιστα μέχρι το έτος 1925ο τελευταίος καλλιεργούσε στο επίδικο κριθάρι και σιτάρι, γι’ αυτό και υπήρχε η υφιστάμενη μέχρι σήμερα παλαιά τεχνιτή αναβαθμίδα με ξερολιθιά. Το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του ότι τα επίδικα περιήλθαν στην κυριότητα τούτου ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως ως δασικό και δεν τηρήθηκε ως προς αυτό η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ., άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος ή αδέσποτα, άλλως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο τούτα με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου. Και αυτό γιατί η Αττική και τα νησιά αυτής δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών. Επίσης, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν σε Οθωμανούς και Έλληνες την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής και των νήσων, τα σχετικά, δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως [ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα επίδικα άνηκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκαν από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκαν από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστούν αδέσποτα και να  δημευθούν, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι τα επίδικα ήταν δάσος ή δασικές εκτάσεις κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες [ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σε παλιότερους τίτλους που αφορούν τα επίδικα, αναφέρεται η ύπαρξη πευκόδεντρων, όπως : α) στο υπ’ αρ. ……/22.4.1893 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αίγινας …………, όπου γίνεται λόγος για την επίδικη έκταση, ως αγρός μετά των εν αυτώ πευκόδεντρων, β) στο ως άνω υπ’ αρ. ………./24.10.1941 πωλητήριο συμβόλαιο, με το οποίο ο ………. αγόρασε από …………, όπου αναφέρεται η επίδικη έκταση ως αγρός με πενήντα πευκόδεντρα και γ) στο υπ’ αρ. …………/27.10.1958 ως άνω πωλητήριο, με το οποίο αγόρασε ο εκκαλών, όπου επίσης αναφέρεται ως αγρός μετά των πευκόδεντρων. Επίσης, σε αεροφωτογραφίες του 1945, του 1960 και του 1974, όπου απεικονίζονται τα επίδικα, ο δασολόγος ………. που διενήργησε φωτοερμηνεία κατόπιν παραγγελίας του Δασαρχείου Πειραιώς, διαπίστωσε ότι στην πρώτη (1945) τα επίδικα ήταν δασικές εκτάσεις και στη δεύτερη και τρίτη (1967, 1974) ήταν σχηματισμένο δάσος, χωρίς να διακρίνεται σ’ αυτά η ύπαρξη παλιάς ή πρόσφατης καλλιέργειας ούτε ίχνη αυτής. Σε όλες όμως τις ως άνω περιπτώσεις γίνεται λόγος α) για πευκόδεντρα, χωρίς να προσδιορίζονται ειδικότερα το ποσοστό κάλυψης αυτών επί της επίδικης εδαφικής έκτασης, τα οποία υφίστανται μόνο κατά το χρονικό διάστημα 1893 – 1958, β) για υφισταμένη δασική έκταση κατά το έτος 1945 ή γ) για δάσος τα έτη 1967, 1974, χωρίς να δύναται να συναχθεί από τα ανωτέρω ασφαλές αποδεικτικό συμπέρασμα ότι και κατά το έτος 1836, όταν δημοσιεύτηκε το από 17/29.11.1836 Β.Δ/γμα, τα επίδικα ήταν δάσος ή δασική έκταση ή κατά τα έτη 1833 – 1834, όταν δημοσιεύτηκε το ΒΔ της 12.12.1833, ήταν λιβάδια ή βοσκότοποι, οπότε και εξ αυτής και μόνο της ιδιότητας τους άνηκαν κατά τεκμήριο κυριότητας στο εφεσίβλητο. Ακόμη και οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αίγινας, ……….. (υπ’ αρ. 22/1965 πρακτικά), που εκδίκασε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί προστασίας της νομής σχετική με την επίδικη έκταση, σύμφωνα με τις οποίες κατά το χρονικό διάστημα της γερμανικής κατοχής (1941-1944) τα επίδικα είχαν πεύκα που υλοτομήθηκαν, όπως και η διενεργηθείσα από τον ως άνω Ειρηνοδίκη, το έτος 1965, στα πλαίσια της ως άνω δίκης, αυτοψία των επιδίκων, κατά την οποία διαπιστώθηκαν αραιά πευκάκια, θάμνοι και σχίνοι, δύναται να καταρρίψουν τις σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την ύπαρξη δάσους κατά το πιο πάνω κρίσιμο έτος (1836), αφού δεν αναφέρουν τίποτα για τότε. Οι ως άνω αμφιβολίες ενισχύονται ακόμη περισσότερο, όταν σε παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις (βλ. 924/1980 ΕφΠειρ, 200/1972 ΠολΠρωτΠειρ, που προσκομίζονται) που εκδόθηκαν σε διαφορά κυριότητας επί τμήματος των επιδίκων μεταξύ του εκκαλούντος και του ………….., έγινε δεκτό ότι η επίδικη έκταση καλλιεργούταν με κριθάρι μέχρι το έτος 1925, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Ομοίως και από την υπ’ αρ. 3874/40763/5.11.1843 απόφαση του Γραμματέως Οικονομικών, με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριότητα όλων των Αγκιστριωτών επί των πευκόδεντρων του πευκοδάσους της νήσου, όχι όμως και του εδάφους, δεν δύναται να προκύψει ισχυρή απόδειξη ότι τα επίδικα ήταν δάσος ή δασική έκταση κατά τον πιο πάνω κρίσιμο χρόνο (1836), πρωτίστως γιατί δεν προκύπτει ότι αυτή η απόφαση αναφέρεται και καταλαμβάνει και τις επίδικες εδαφικές εκτάσεις, αφού δεν προσδιορίζονται σ’ αυτήν τα όρια των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα που αφορά, ενόψει του ότι δεν αμφισβητείται από τον εκκαλούντα γενικά η ύπαρξη δάσους στο νησί αλλά μόνο ότι τα επίδικα ήταν δάσος ή δασική έκταση κατά το έτος 1836. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η όποια αμφιβολία σχετικά με το αν τα επίμαχα εδαφικά τμήματα αποτελούν, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ή κατά τη συζήτηση αυτής, δάσος ή δασική έκταση ή χορτολιβαδική εντός ή εκτός οικισμού υφισταμένου προ του έτους 1923, με κριτήρια σημερινά ή βάσει φωτοερμηνείας φωτογραφιών του 1945 ή 1967 ή του 1974, όπως και η υπ’ αρ. 2509/28.6.1982 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, που χαρακτηρίζονται τα επίδικα δάσος, καθώς και η υπ’ αρ. Δ/300975/17.12.1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, με την οποία οι επίδικες εκτάσεις κηρύχθηκαν αναδασωτέες, δεν ασκεί έννομη επιρροή στο ερευνητέο ένδικο δικαίωμα της με πρωτότυπο τρόπο απόκτησης κυριότητας του εκκαλούντος επί τούτων, αφού δύναται να υπάρχει κυριότητα ιδιωτών και επί δασών ή δασικών εκτάσεων, που δεν είναι δημόσιες. Το σημαντικό γεγονός είναι μόνο αν αυτά αποτελούσαν την ως άνω κρίσιμη χρονολογία (1836) δάσος, που σύμφωνα με τα ως άνω διαλαμβανόμενα, δεν αποδείχθηκε και επομένως δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και άρα δεν αποτελούν εξ αυτού του λόγου δημόσια ιδιοκτησία και συνεπώς είναι δεκτικά χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Ακόμη και μετά την έκδοση του με αρ. …./1.6.1992 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ο εκκαλών δεν αποβλήθηκε ποτέ και εξακολουθούσε να έχει τη νομή των επιδίκων συνεχίζοντας να ασκεί τις ως άνω πράξεις νομής μέχρι και την άσκηση της αγωγής (1995), γι’ αυτό εξάλλου και δεν τηρήθηκε γι’ αυτήν η προδικασία του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρ. 24 του ν. 2732/1999. Άλλωστε, το Ελληνικό Δημόσιο είχε πλήρη επίγνωση ότι τα επίδικα δεν του άνηκαν κατά κυριότητα και προς επίρρωση τούτου αποτελεί και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις που αφορούσαν αυτά και για τις μεταγραφές τους αυτό δέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις φόρων και εισέπραξε αυτούς και τα σχετικά τέλη που του αναλογούσαν. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, παρά το ότι ήταν γνωστή στο Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητά του επ’ αυτού, καθώς και η έλλειψη κυριότητας του εκκαλούντος και των δικαιοπαρόχων του, εντούτοις απέκρυψε ή παρέλειψε να γνωστοποιήσει αυτά τα αληθή σ’ αυτούς κατά τη λήψη των σχετικών δηλώσεων φόρου και την είσπραξη των σχετικών φόρων και τελών επί ζημία του εκκαλούντος και των δικαιοπαρόχων του με αντίστοιχη παράνομη ωφέλειά του. Ακόμη και μετά την ως άνω υπ’ αρ. …./28.6.1982 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, ως δημόσιο δάσος, το εφεσίβλητο συνέχισε να δέχεται δηλώσεις φόρων μεταβίβασης που αφορούσαν τα επίδικα, όπως αυτή για το υπ’ αρ. …./5.2.1987 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβ/φου Πειραιά ………… που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Αίγινας (Τ. …. α.α. …..) και αφορούσε εδαφικό τμήμα εκ της ως άνω μείζονος έκτασης των τριών στρεμμάτων. Εκ των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον επίδικο αγωγικό χρόνο και ο εκκαλών κατέστη κύριος των επιδίκων δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών έγινε κύριος των επιδίκων με παράγωγο τρόπο, ενόψει του ότι είναι αμφίβολο αν τα επίδικα ήταν κατά το χρόνο σύνταξης των ως άνω συμβολαίων και μόνο τότε (δηλαδή το 1893, το 1941 και το 1958) αγροτικές εκτάσεις ή δάσος και με δεδομένο ότι στα ως άνω συμβόλαια μεταβιβάζεται κυριότητα επιμέρους εδαφικών τμημάτων μεγαλύτερης αρχικής έκτασης και η κατάτμηση δάσους με δικαιοπραξία απαγορεύεται (αρθ. 216 του ν. 4173/1929). Αυτή όμως η απαγόρευση δεν αφορά την απόκτηση κυριότητας επί τμήματος μη δημόσιου δάσους με χρησικτησία (ΑΠ 488/2012 δημ. NOMOS). Ακόμη δηλαδή και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα επίδικα, ως ιδιωτικές εκτάσεις, απέκτησαν μεταγενέστερα του 1836 το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης, και πάλι ο εκκαλών νομίμως απέκτησε κυριότητα επί τούτων με χρησικτησία, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 1989, μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε ο εκκαλών προς το Δασαρχείο Πειραιά (4.10.1989) ζητώντας το χαρακτηρισμό της ως άνω έκτασης ως αγροτική, έλαβε την με αρ. …../7.11.1989 έγγραφη απάντηση, σύμφωνα με την οποία το Δασαρχείο Πειραιά θεωρούσε ότι η ως άνω έκταση, συμπεριλαμβανομένων των επιδίκων, ήταν δημόσιο δάσος. Στη συνέχεια το έτος 1992, του κοινοποίησε το με αρ. …../1.6.1992 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από το πρώτο από τα ως άνω εδαφικά τμήματα (1.976,36 τ.μ.), εναντίον του οποίου ο εκκαλών άσκησε ανακοπή που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τυπικό λόγο (βλ. την υπ’ αρ. 34/1995 απόφαση Ειρηνοδικείου Αίγινας). Έτσι το εφεσίβλητο αμφισβήτησε το δικαίωμα κυριότητας του εκκαλούντος επί των ως άνω επίδικων εδαφικών εκτάσεων και ο τελευταίος άσκησε την ένδικη αγωγή του ζητώντας να αναγνωριστεί η κυριότητά του επ’ αυτών, καθώς και ο αγροτικός τους χαρακτήρας. Συνεπώς, έπρεπε η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του εφεσίβλητου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και να αναγνωριστεί ο εκκαλών κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, απορριπτομένου του αιτήματος περί αναγνώρισης του αγροτικού χαρακτήρα αυτών, ως απαραδέκτου, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ως προς αυτό, αφού η αναγνώριση του χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή αγροτικής είναι διοικητικής φύσης θέμα που επιλύεται από τις αρμόδιες επιτροπές και τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν, ως προς το αίτημα για αναγνώριση της κυριότητας και ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας ως προς το αίτημα για αναγνώριση του αγροτικού χαρακτήρα της έκτασης, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων μόνο ως προς το πρώτο, ενώ δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ως προς το δεύτερο. Πρέπει, επομένως, η έφεση του εκκαλούντος να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, μόνο ως προς το πρώτο κεφάλαιο και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ως προς αυτό και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων, στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ο ενάγων ως κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία. Τέλος, η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου μέρους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3789/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνον ως προς τα κεφάλαια περί μη αναγνώρισης της κυριότητας και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων.

Διακρατεί την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει τον ενάγοντα εκκαλούντα κύριο των εξής εδαφικών εκτάσεων που βρίσκονται στη θέση …….. της νήσου ……….. Αίγινας και συγκεκριμένα : α) Μιας έκτασης επιφανείας 1.976,36 τ.μ. που συνορεύει, βόρεια με πλευρά 50,50 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., νότια με πλευρά 75 μέτρων με την κοινοτική οδό και πέραν αυτής εν μέρει με ιδιοκτησία ……… και εν μέρει με ιδιοκτησία ………., βορειοανατολικά με πλευρά 66 μέτρων με οδό και πέραν αυτής εν μέρει με την ως άνω ιδιοκτησία …….. και εν μέρει με το κατωτέρω υπό στ. β εδαφικό τμήμα και δυτικά με πλευρά 27,5 μέτρων με κοινοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ………… και β)Μιας έκτασης επιφανείας 505,75 τ.μ. που συνορεύει βόρεια με την κοινοτική οδό και πέραν αυτήν με το ως άνω υπό στ. α εδαφικό τμήμα, νότια με ιδιοκτησία ………, ανατολικά με ιδιοκτησίες ………. και …………. και δυτικά με πλευρά 27 μέτρων με ιδιωτική οδό.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Οκτωβρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 30 Νοεμβρίου 2022  με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους και νομικούς παραστάτες τους.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ