ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 704/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Βασίλειο Μπράμο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας …………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Αθανάσιο Καλέα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4.3.2019 (με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. ……./2019) ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. ……/2-11-2018 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ……/2-11-2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. και της από 1.3.2019 επιταγής απόδοσης οριζόντιων ιδιοκτησιών, που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω κατακυρωτικής έκθεσης και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε η 3668/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε.
Ο ανακόπτων προσέβαλε την αμέσως παραπάνω οριστική απόφαση με την από 4.6.2020 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 4.6.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. ……./2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 11.6.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 4.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) έφεση του ………. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» προς εξαφάνιση της 3668/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δικάζοντας με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή του πρώτου κατά της δεύτερης προς ακύρωση του υπ’ αριθ. ……../2.11.2018 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ………../2.11.2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. και της από 1.3.2019 επιταγής απόδοσης οριζόντιων ιδιοκτησιών, τεθείσας κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω κατακυρωτικής έκθεσης για την αποβολή του ανακόπτοντος από τις αναφερόμενες στην ανακοπή μισθωμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η δημοσιευθείσα στις 8.11.2019 εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε από τον ένα διάδικο στον άλλο, η δε έφεση ασκήθηκε στις 4.6.2020, δηλαδή πριν παρέλθουν δύο έτη από τη δημοσίευση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, εφαρμοζομένης της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. σε συνδυασμό με το άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ. β’ του ΚΠολΔ το υπ’ αριθ. …………. παράβολο σύμφωνα με την από 4.6.2020 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….
Με την από 4.3.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) ανακοπή του ο νυν εκκαλών υποστήριξε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …../2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, εκτελεστής με το υπ’ αριθ. …../2018 πρώτο απόγραφο εκτελεστό, μετά της από 1.3.2019 επιταγής απόδοσης που του επιδόθηκε την 1.3.2019, επιτάσσεται να παραδώσει στην καθ’ ης- ήδη εφεσίβλητη τα ακίνητα που περιγράφονται στην ως άνω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, ήτοι: από οικοδομή που κείται στις οδούς ……………, στον Πειραιά, τους χώρους στάθμευσης του Α’ υπογείου αυτής με αριθμούς Ρ-5, Ρ-6, Ρ-7, Ρ-8, Ρ-9, Ρ-10 και την αποθήκη με αρ. Υ-1. Ότι ο ίδιος στις 21.11.2016 σε συνέχεια προηγούμενης μίσθωσης είχε καταρτίσει ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης με την τότε ιδιοκτήτρια εταιρία “…………….” ως εκμισθώτρια των παραπάνω ιδιοκτησιών και είχε μισθώσει τις παραπάνω ιδιοκτησίες ασκώντας ατομική επιχείρηση, ενώ στη συνέχεια το εν λόγω συμφωνητικό τροποποιήθηκε με το από 17.2.2017 συμφωνητικό και η διάρκεια της μίσθωσης παρατάθηκε από την 1.12.2016 μέχρι την 30.11.2028. Ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών επισπεύσθηκε από την Τράπεζα …….., η οποία λόγω απαίτησής της από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. ………/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρώτο απόγραφο εκτελεστό της οποίας κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης ο πλειστηριασμός ιδιοκτήτρια εταιρία “………….” νόμιμα κι εμπρόθεσμα την 22.7.2013. Ότι εφόσον η επιταγή προς εκτέλεση κοινοποιήθηκε την 22.7.2013, μετά την ανάδειξη ως υπερθεματίστριας στον πλειστηριασμό των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, της καθ’ης η ανακοπή εταιρίας, τυγχάνει εφαρμογής το προϊσχύον άρθρο 1009 ΚΠολΔ και το άρθρο 614 εδ.α’ ΑΚ, από τα οποία προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού μισθίου ακινήτου και μεταβιβάσεως, συνεπεία του πλειστηριασμού, της κυριότητας στον υπερθεματιστή, ο τελευταίος από της κατά τα άρθρα 1192 περ.β’ και 1198 ΑΚ μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής έκθεσης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως και δεσμεύεται από τη μισθωτική σχέση καθώς: α) η μίσθωση των εκπλειστηριασθεισών οριζοντίων ιδιοκτησιών του ακινήτου είναι έγκυρη και ενεργή, β) ο εκμισθωτής κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός είναι κύριος των οριζόντιων αυτών ιδιοκτησιών, γ) η μίσθωση αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, δ) η μίσθωση έχει καταρτιστεί σε χρόνο αρκετά προγενέστερο εκείνου της εκποιήσεως του ακινήτου. Ότι επομένως ο υπερθεματιστής δεν μπορεί να προκαλέσει τη λύση της μίσθωσης με καταγγελία και ακολούθως να προβεί στην αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο. Ότι ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το νέο άρθρο 1009 του ΚΠολΔ και ότι μπορεί να καταγγελθεί άμεσα η εμπορική μίσθωση από τον υπερθεματιστή και να λυθεί αυτή μετά πάροδο δύο μηνών από την καταγγελία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι αντισυνταγματική και ότι προσκρούει στις διατάξεις περί παροχής ουσιαστικής και πραγματικής έννομης προστασίας των ιδιωτικών δικαιωμάτων κατά τα άρθρα 4 παρ.1, 20 παρ.1, 25 παρ.3 και 26 του Συντάγματος και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ και μάλιστα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου για την προστασία της περιουσίας, καθώς όταν ο νομοθέτης επεμβαίνει σε περιουσιακής φύσεως δικαιώματα όπως στο ενοχικό δικαίωμα του επιχειρηματία μισθωτή να κάνει χρήση του μισθίου κι αφού το μίσθιο έχει εκπλειστηριασθεί και το έχει αποκτήσει κατά κυριότητα τρίτο πρόσωπο, ο υπερθεματιστής, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαιτήσεως σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ πρέπει να τηρούνται και οι όροι της αναλογικότητας, πλην όμως εν προκειμένω με την άμεση καταγγελία της εμπορικής μίσθωσης από τον υπερθεματιστή και τη λύση της στο σύντομο χρονικό διάστημα των δύο μηνών από την καταγγελία, ο μισθωτής στερείται της δυνατότητας να προσφύγει στα δικαστήρια για να κριθεί η ισχύς της μισθώσεώς του και το εάν αυτή είναι εικονική ή μη, χάνει τις επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει στο μίσθιο και «τινάζεται στον αέρα» η επιχείρησή του, προς όφελος του ισχυρότερου μέρους που είναι ο υπερθεματιστής. Τέλος υποστήριξε ότι η οφειλέτρια- καθ’ης η εκτέλεση στον πλειστηριασμό και εκμισθώτρια των χώρων στάθμευσης εταιρία “…………..” έχει ασκήσει ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. …………./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία πρόκειται να συζητηθεί την 1.10.2019. Ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής αποτέλεσε την αφετηρία της αναγκαστικής εκτέλεσης των μισθωμένων χώρων στάθμευσης και ως εκ τούτου η κρίση περί της εγκυρότητας αυτής εξαρτά την εγκυρότητα της υπ’ αριθ. ………../2-11-2018 κατακυρωτικής έκθεσης βάσει της οποίας επισπεύδεται η ανακοπτόμενη εκτέλεση σε βάρος του ανακόπτοντος. Ότι συνεπώς μέχρι να κριθεί αμετάκλητα η εγκυρότητα της υπ’ αριθ. ………./2013 διαταγής πληρωμής, πρέπει να ανασταλεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος από την καθ’ ης η ανακοπή. Ζητούσε, λοιπόν, ο ανακόπτων να ακυρωθεί η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση αποβολής του από τις μισθωμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες δυνάμει του υπ’ αριθ. …../2.11.2018 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2.11.2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. και η κάτωθι αυτής από 1.3.2019 επιταγή προς απόδοση και κατ’ επέκταση η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι η ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτά κατ’ άρθρο 934 παρ.1 στοιχ.α’ εδ.β’ ΚΠολΔ, απέρριψε ρητά τους δύο πρώτους λόγους ανακοπής και σιωπηρά τον τρίτο λόγο ανακοπής ως μη νόμιμους. Με την υπό κρίση έφεσή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ως άνω ανακοπή του, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα για αμφότερους του βαθμούς δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών αιτιάται την εκκαλούμενη γιατί απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής του, δεχόμενη ότι η καθ’ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη) υπερθεματίστρια νομίμως κατήγγειλε τη σύμβαση μίσθωσης που είχε καταρτίσει ο ανακόπτων με την προηγούμενη κυρία των οριζόντιων ιδιοκτησιών- καθ’ης ο πλειστηριασμός σε χρόνο προ της κατασχέσεως αυτών, «διότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 1009 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης στις οποίες η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1.1.2016 (άρθρ. 1 άρθρ. «ένατο» παρ.3 εδ.α Ν. 4335/2015), αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς». Ότι ωστόσο έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση που οδήγησε στον πλειστηριασμό των μίσθιων ακινήτων κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρία στις 22.7.2013, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το άρθρο 1009 ΚΠολΔ στην προγενέστερη του ν. 4335/2015 μορφή του, στο οποίο δεν προβλεπόταν το δικαίωμα του υπερθεματιστή να καταγγείλει τη μίσθωση, αλλά σε συνδυασμό με το άρθρο 614 εδ.α’ ΑΚ προέκυπτε ότι ο υπερθεματιστής από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης και δεσμεύεται από τη μισθωτική σχέση. Ωστόσο, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, βάσιμος ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ο ως άνω πλειστηριασμός των μισθωμένων οριζόντιων ιδιοκτησιών στηρίχθηκε σε επιταγή προς εκτέλεση που έλαβε χώρα μετά την 1.1.2016, οπότε κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 εδ. α’ του ν. 4335/2015, εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 1009 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015 και όχι η προγενέστερη αυτού μορφή. Συγκεκριμένα όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……../3.10.2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., ακριβές αντίγραφο του α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ……./2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε νόμιμα στην οφειλέτρια εταιρεία μετά της από 21.7.2017 παραγγελίας προς επίδοση μετ’ επιταγής προς πληρωμή στις 7.9.2017, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ……./7.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………………. Δυνάμει δε της επιταγής αυτής επιβλήθηκε στη συνέχεια η αναγκαστική κατάσχεση των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, για την οποία (κατάσχεση) συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ……/30.1.2018 κατασχετήρια έκθεση του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή και ακολούθως επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός των εν λόγω ιδιοκτησιών. Το επικαλούμενο από τον εκκαλούντα γεγονός ότι από την επισπεύδουσα τράπεζα είχε επιδοθεί στην καθ’ ης οφειλέτρια σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα στις 22.7.2013, επιταγή προς πληρωμή βάσει της ίδιας διαταγής πληρωμής δεν μπορεί να οδηγήσει σε κρίση ότι εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το άρθρο 1009 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ «όταν περάσει έτος από την επίδοση της επιταγής, δεν μπορεί να γίνει καμία άλλη πράξη εκτέλεσης που να βασίζεται επάνω σ’ αυτήν», η δε από 22.7.2013 επιταγή προς πληρωμή μετά την πάροδο έτους είχε αποβάλει την ισχύ της ως πράξη και προδικασία εκτέλεσης, γεγονός που κατέστησε αναγκαία την επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή στις 7.9.2017, με βάση την οποία κατασχέθηκαν οι ένδικες ιδιοκτησίες. Η νέα αυτή επιταγή αποτελεί την πρώτη πράξη της επίμαχης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που οδήγησε στην αναγκαστική κατάσχεση των ένδικων ακινήτων και στον αναγκαστικό πλειστηριασμό τους, ο δε νομοθέτης όταν στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 εδ.α’ του ν. 4335/2015 κάνει λόγο ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016, εννοεί την επιταγή προς εκτέλεση που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ) [ΑΠ 224/2022 στην ΤΝΠ Νόμος]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά κρίνοντας έπρεπε να ερευνήσει βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων με βάση ποια επιταγή προχώρησε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών και σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα διαπιστώνοντας ότι η κρίσιμη επιταγή ήταν αυτή που επιδόθηκε στην καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρεία στις 7.9.2017 να απορρίψει ως ουσία αβάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής ότι εφαρμοστέο ήταν το παλαιό άρθρο 1009 ΚΠολΔ και όχι το αντικατασταθέν με τον ν. 4335/2015 ίδιο άρθρο και ότι κατά συνέπεια εδικαιούτο η καθ’ ης η ανακοπή να καταγγείλει μετά τον πλειστηριασμό των ένδικων ιδιοκτησιών τη μίσθωση αυτών που είχε καταρτισθεί πριν την κατάσχεσή τους και όχι ως μη νόμιμο, όπως έκρινε, δεδομένου ότι στην ανακοπή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών υποστηρίζει ότι ο πλειστηριασμός επισπεύσθηκε με βάση την επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στην οφειλέτρια στις 22.7.2013. Επειδή, όμως, η πρωτόδικη απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής ως μη νόμιμου είναι ευνοϊκότερη από την απόρριψη αυτού ως ουσία αβάσιμου, το δε παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα κατ’ άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ χωρίς να έχει ασκήσει δική της έφεση η εφεσίβλητη, ο πρώτος λόγος έφεσης θα απορριφθεί, χωρίς να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες, αφού αυτό θα ήταν επιβλαβέστερο για τον εκκαλούντα (βλ. Σ. Τσαντίνη σε Κυριάκου Οικονόμου Η Έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 536, σελ. 380).
Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής του, με τον οποίο αυτός κατά τα ανωτέρω υποστήριζε ότι η διάταξη του άρθρου 1009 του ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον ν. 4335/2015 τυγχάνει αντισυνταγματική και προσκρούει στις διατάξεις περί παροχής ουσιαστικής και πραγματικής έννομης προστασίας των ιδιωτικών δικαιωμάτων και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας, καθώς θίγει το γεννημένο ενοχικό περιουσιακό του δικαίωμα ως μισθωτή και την οικονομική του ελευθερία και ότι επομένως η καταγγελία εκ μέρους της υπερθεματίστριας καθ’ ης η ανακοπή δεν λύει τη σύμβαση της μίσθωσης των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών που είχε καταρτίσει ο ανακόπτων με την προηγούμενη ιδιοκτήτρια και ότι ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης με τις οποίες επιτάσσεται αυτός να αποδώσει τα μίσθια στην καθ’ ης η ανακοπή. Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ειδικότερα ότι ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος διότι ο περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας εκ του άρθρου 1009 ΚΠολΔ καθίσταται δικαιολογημένος και εύλογος, καθώς δεν εξασφαλίζει μόνο το προσωπικό όφελος του υπερθεματιστή και των δανειστών, αλλά εξυπηρετεί το συγκερασμό και την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων τους με απώτερο σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης και την προαγωγή της εθνικής οικονομίας.
Η παραπάνω κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παρά τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης τυγχάνει ορθή. Με τη διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4335/2015, ο νομοθέτης προκρίνει ως ισχυρότερο το συμφέρον του υπερθεματιστή νέου κυρίου του ακινήτου να μπορεί να λάβει στην κατοχή του το ακίνητο που απέκτησε μέσω του πλειστηριασμού έναντι του συμφέροντος του μισθωτή ο οποίος επιθυμεί να συνεχίσει να κατέχει το ίδιο ακίνητο στο οποίο ασκεί επιχείρηση, στηρίζοντας το δικαίωμά του να χρησιμοποιεί το μίσθιο σε μισθωτική σύμβαση που είχε καταρτίσει με τον προηγούμενο κύριο του ακινήτου- καθ’ου ο πλειστηριασμός οφειλέτη, πριν την κατάσχεση του ακινήτου. Σκοπός της παραπάνω νομοθετικής ρύθμισης ήταν να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο εμφανίσεως τρίτων παρένθετων προσώπων ως μισθωτών, με εικονικές συμβάσεις πολυετούς διάρκειας, με σκοπό να αποτρέψουν τον πλειστηριασμό (βλ. Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙα/Ειδικό Μέρος, β’ έκδοση, έτος 2017, σελ. 657, παρ.77, Π. Μάζη, Παρέμβαση αναφορικά με τις διατάξεις του Σχεδίου για την αναγκαστική εκτέλεση, ΕΠολΔ 2014, σελ. 278). Σύμφωνα με το άρθρο 1005 ΚΠολΔ με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί αιτία παράγωγου τρόπου κτήσεως της κυριότητας και συνεπώς ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ` ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα, αποκτώντας το, δυνάμει συμβάσεως, όπως είναι η εκποίηση με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό (ΑΠ 306/2014 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 819/2013, ΧρΙΔ 2013, σελ.749, ΑΠ 2089/2013, ΧρΙΔ 2014, σελ. 277). Ο υπερθεματιστής από της αποκτήσεως της κυριότητος του μισθίου (αρθ. 1005 ΚΠολΔ) υπεισέρχεται στη μίσθωση αν ο πλειστηριασμός έγινε σε βάρος του εκμισθωτή κυρίου του μισθίου (ΑΠ 259/1993, 1230/1994). Ειδικότερα για να χωρήσει υπεισέλευση του νέου κτήτορα στη μισθωτική σχέση, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, η εκποίηση να γίνει από τον κύριο του μισθίου που ήταν συγχρόνως και εκμισθωτής (ΑΠ 1693/1997, 259/1993). Αντιθέτως, ο υπερθεματιστής δεν υπεισέρχεται στη μίσθωση, αν ο πλειστηριασμός έγινε σε βάρος του μη εκμισθωτή κυρίου του μισθίου (ΑΠ 259/1993). Συνεπώς, μέσω της κατακύρωσης με την καταβολή και την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αποκτά το δικαίωμα που είχε ο οφειλέτης κατά ίδιο περιεχόμενο και έκταση αυτοδικαίως (ex lege) (Ολ. ΑΠ 1688/83, Ολ. ΑΠ 2/1993, ΑΠ 1523/2006, ΑΠ 1230/2001, ΑΠ 941/2003, ΑΠ 352/1994, ΑΠ 442/1993 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατά το ίδιο άρθρο, η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός και έναντι αυτών που κατέχουν το ακίνητο στο όνομα του καθ` ου η εκτέλεση, ανεξάρτητα από το αν η κατοχή στηρίζεται σε εμπράγματη ή ενοχική σχέση. Όμως, ειδικά για τα ακίνητα, το άρθρο 1009 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με τον ν. 4335/2015, έθετε μια σημαντική εξαίρεση καθώς παρέπεμπε στη ρύθμιση του ουσιαστικού δικαίου (614 Α.Κ.) που προστατεύει το ενοχικό δικαίωμα του τρίτου μισθωτή, αν η μίσθωση αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης (προφανώς έναντι των τρίτων) χρονολογίας. Ο υπερθεματιστής στην περίπτωση αυτή απαγορευόταν να εκτελέσει την κατακυρωτική έκθεση σε βάρος του μισθωτή εκτός εάν υπήρχε όρος στο μισθωτήριο ότι η μίσθωση δεν βαρύνει το νέο κτήτορα, σύμφωνα με το άρθρο 614 ΑΚ αναλόγως εφαρμοζόμενο οπότε απαλλασσόταν από την υποχρέωση να ανεχθεί τη μίσθωση. Στην τελευταία περίπτωση ή εάν η μίσθωση δεν αποδεικνυόταν με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, ο υπερθεματιστής δικαιούτο να εκτελέσει την κατακυρωτική έκθεση κατά του μισθωτή, αφού περνούσε ένας μήνας ή δύο από την κοινοποίηση αντιγράφου του απογράφου της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως και επιταγής προς εκτέλεση στο μισθωτή, αναλόγως του γεγονότος ότι η μίσθωση είχε διάρκεια ως ένα χρόνο ή παραπάνω αντίστοιχα. Η διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του, προστάτευε τον μισθωτή με σκοπό την διατήρηση του διαρκούς χαρακτήρα της μίσθωσης, αποβλέποντας στην ανάγκη να διατηρηθεί η έννομη σχέση μέχρι να φτάσει στη συμφωνημένη λήξη της, παρά την βίαιη λόγω του πλειστηριασμού εκποίηση του μισθίου και μεταβολή του προσώπου του εκμισθωτή. Προσέβλεπε στη διατήρηση του συμβατικού δεσμού και την εξασφάλιση τήρησης των εκατέρωθεν δεσμεύσεων για τον συμφωνημένο χρόνο. Σύμφωνα με την τροποποιημένη διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, με το ν. 4335/2015, ο υπερθεματιστής ως νέος κτήτορας του ακινήτου που ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης έχει πλέον τα ακόλουθα δικαιώματα: α) να καταγγείλει την έννομη σχέση της μίσθωσης, χωρίς να υπεισέρχεται σε αυτή κατά τους όρους του άρθρου 614 επ. ΑΚ, β) την δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης, αφού αυτή λυθεί εντός δύο μηνών από την καταγγελία εναντίον του μισθωτή, του υπομισθωτή καθώς και οποιουδήποτε νέμεται ή κατέχει το ακίνητο δυνάμει κάποιας άλλης έννομης σχέσης ή δέσμευσης από αυτή. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αποτελεί το ακίνητο να ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης. Συνεπώς, αρχικά κρίσιμος χρόνος για την ενεργοποίηση του δικαιώματος καταγγελίας και εκτέλεσης και της συνεπαγόμενης αυτής ενεργητικής νομιμοποίησης του υπερθεματιστή είναι ο χρόνος ολοκλήρωσης του πλειστηριασμού. Η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα και αιτιώδης δήλωση βούλησης κατά το ουσιαστικό Αστικό Δίκαιο, διά της οποίας εκδηλώνεται ρητώς το διαπλαστικό δικαίωμα του υπερθεματιστή να διακόψει την έννομη σχέση της μίσθωσης. Η τροποποίηση του άρθρου 1009 ΚΠολΔ θεσπίζει ως λόγο καταγγελίας της μίσθωσης, την καταγγελία λόγω πλειστηριασμού. Συνεπώς, δίνεται η δυνατότητα άσκησης του ουσιαστικού δικαιώματος της καταγγελίας μέσω μιας διάταξης δικονομικού δικαίου με δύο βασικές προϋποθέσεις, που τίθενται όχι από τον ΑΚ, ήτοι την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού που οδηγεί στην ενεργητική νομιμοποίηση του υπερθεματιστή ως νέου κυρίου προς άσκηση της καταγγελίας και την άσκηση σε αυτό επιχειρηματικής δραστηριότητας εκ μέρους του μισθωτή. Η ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, υπήρξε αποτέλεσμα της συχνής καταστρατήγησης του στην πράξη (Μάζης Π. Σχετικά με το πρόβλημα των «μισθώσεων» πλειστηριαζόμενων επιχειρηματικών ακινήτων και τον τρόπο επίλυσης του, ΔΕΕ (2000) 471-472). [βλ. ΜονΕφΛαρ 431/2019 στην ΤΝΠ Νόμος]. Η επιλογή του νομοθέτη να προτάξει το οικονομικό συμφέρον του υπερθεματιστή, ο οποίος σημειωτέον με την καταβολή του πλειστηριάσματος έχει επενδύσει σημαντικό κεφάλαιο στο εκπλειστηριασθέν και κατακυρωθέν σε αυτόν ακίνητο και ευλόγως αναμένει ότι θα έχει τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει οικονομικά κατά τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει πρόσφορο, έναντι του συμφέροντος του μισθωτή ο οποίος λειτουργεί στο μίσθιο επιχείρηση κατόπιν συμφωνίας με τον προηγούμενο κύριο του ακινήτου δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, ούτε παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας, καθώς πρόκειται για διαφορετικής βαρύτητας οικονομικά συμφέροντα αυτό του υπερθεματιστή και αυτό του μισθωτή, ανταποκρίνεται δε και στον γενικό κανόνα της σχετικότητας των ενοχών ότι οι ενοχικές υποχρεώσεις βαρύνουν αυτούς που τις αναλαμβάνουν με σύμβαση και όχι τρίτους όπως είναι ο αναδειχθείς στον πλειστηριασμό υπερθεματιστής. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι όροι της σύμβασης μίσθωσης του ακινήτου που είναι μισθωμένο για την άσκηση επιχείρησης από τον προηγούμενο κύριο του ακινήτου κριθούν ευνοϊκοί από τον υπερθεματιστή, δεν εμποδίζεται αυτός να μην καταγγείλει τη σύμβαση και να τη συνεχίσει ως εκμισθωτής στη θέση του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σε περίπτωση που η άσκηση του δικαιώματός του να καταγγείλει τη σύμβαση γίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος μπορεί ο μισθωτής να αμυνθεί κατά της σε βάρος του άμεσης εκτέλεσης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης προβάλλοντας την ακυρότητα της καταγγελίας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ με λόγο ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, χωρίς έτσι να στερείται της δυνατότητας να προσφύγει και για το ζήτημα της καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης ενώπιον των δικαστηρίων κατ’ άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και κατ’ άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει ότι έπρεπε να γίνει δεκτός ως νόμιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής του διότι τυγχάνει αντισυνταγματική και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής η διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τον ν. 4335/2015 και ότι επομένως δεν μπορούσε να γίνει καταγγελία της ένδικης σύμβασης μίσθωσης και βάσει αυτής να ζητηθεί η απόδοση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου από τον ανακόπτοντα μισθωτή στην καθ’ ης υπερθεματίστρια.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται διότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε σιωπηρά τον λόγο της ανακοπής του ότι είναι άκυρη οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης σε βάρος του, δοθέντος ότι η οφειλέτρια εταιρεία και εκμισθώτρια των χώρων στάθμευσης «…………..» έχει ασκήσει ανακοπή κατά του εκτελεστού τίτλου που οδήγησε στον πλειστηριασμό των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ήτοι κατά της υπ’ αριθ. …………../2013 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το κύρος των οποίων δεν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση. Ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής αποτέλεσε την αφετηρία της αναγκαστικής εκτέλεσης των μισθωμένων χώρων στάθμευσης, και ως εκ τούτου η κρίση περί της εγκυρότητας αυτής εξαρτά την εγκυρότητα της υπ’ αριθ. …………./2.11.2018 κατακυρωτικής έκθεσης βάσει της οποίας επισπεύδεται η ανακοπτόμενη εκτέλεση σε βάρος του εκκαλούντος μισθωτή. Ότι συνεπώς μέχρι να κριθεί αμετάκλητα η εγκυρότητα της υπ’ αριθ. …………./2013 διαταγής πληρωμής, πρέπει να ακυρωθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης σε βάρος του από την καθ’ ης η ανακοπή. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την παράδοση ακινήτου, που οδηγεί στην εγκατάσταση του υπερθεματιστή σε αυτό, με εκτελεστό τίτλο την περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως, αποτελεί νέα αναγκαστική εκτέλεση, ανεξάρτητη από εκείνη, που ολοκληρώθηκε με τον πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα η διαδικασία της άμεσης αναγκαστικής εκτελέσεως για την παράδοση του ακινήτου στον υπερθεματιστή να μην εξαρτάται από την προσβολή του κύρους πράξεων της έμμεσης αναγκαστικής εκτελέσεως που προηγήθηκε και να μην αρκεί η ακύρωση αυτών για να ακυρωθεί και η άμεση εκτέλεση (αποβολή κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ) που λαμβάνει χώρα με εκτελεστό τίτλο την περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως. Δηλαδή η συγκεκριμένη εκτέλεση είναι διαφορετική και δεν συμπαρασύρεται από την ακύρωση των πράξεων της έμμεσης εκτέλεσης. Το ίδιο ισχύει αν από τον καθ’ου η έμμεση εκτέλεση οφειλέτη έχει ασκηθεί ανακοπή κατά του εκτελεστού τίτλου (εν προκειμένω της υπ’ αριθ. ……../2013 διαταγής πληρωμής) με βάση τον οποίο προχώρησε η έμμεση εκτέλεση. Για την προστασία του κατόχου του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου και ακριβώς για να μην απολεσθεί η προθεσμία προσβολής της αποβολής, επιβάλλεται, ακόμα και όταν έχει προηγηθεί και εκκρεμεί ανακοπή κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της έμμεσης εκτέλεσης, κατά της επιταγής προς πληρωμή, του πλειστηριασμού και της περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως, να ασκηθεί σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ, ανακοπή κατ` αυτής καθεαυτής της αποβολής, με την προβολή των ίδιων λόγων που ήδη έχουν προταθεί στην πρώτη ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, του πλειστηριασμού και της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, χωρίς να αρκεί η επίκληση ως λόγου ανακοπής ότι έχουν προσβληθεί με ανακοπή πράξεις της προηγηθείσας έμμεσης εκτέλεσης. Μάλιστα το δεδικασμένο που θα παραχθεί ως προς το κύρος της εκτελέσεως από την πρώτη ανακοπή, δεσμεύει το δικαστήριο της δεύτερης ανακοπής που δεν θα μπορεί να κρίνει με διαφορετικό τρόπο το κύρος της εκτελέσεως. Η παράλειψη του καθ` ου η εκτέλεση να αμυνθεί κατά της πράξεως εκτελέσεως της αποβολής, την καθιστά απρόσβλητη, ακόμα και αν ακυρωθούν η έκθεση πλειστηριασμού και κατακυρώσεως και η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως (βλ. ΑΠ 1437/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών-ανακόπτων δεν αναφέρει καν με τον σχετικό λόγο ανακοπής του ποιο είναι το ελάττωμα της υπ’ αριθ. 24108/2013 διαταγής πληρωμής βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός στον οποίο αναδείχθηκε υπερθεματίστρια η καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, ούτε ποιο είναι το τυχόν ελάττωμα της κάτωθι της διαταγής πληρωμής επιταγής προς πληρωμή, η δε τυχόν μη έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ανακοπής που άσκησε η καθ’ης ο πλειστηριασμός οφειλέτρια εταιρία “…………….” κατά της υπ’ αριθ. ……../2013 διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή δεν επιφέρει ακυρότητα της εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του εκκαλούντος -μισθωτή δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, εκτελεστής με το υπ’ αριθ. ……/2018 πρώτο απόγραφο εκτελεστό, μετά της από 1.3.2019 επιταγής απόδοσης ακινήτων. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο τρίτος λόγος της από 4.3.2019 ανακοπής του εκκαλούντος, έστω και σιωπηρά ως μη νόμιμος.
Μη απομένοντος προς εξέταση άλλου λόγου εφέσεως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατόπιν σχετικού αιτήματός της, στον εκκαλούντα λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση του κριθέντος ένδικου μέσου παραβόλου, στο δημόσιο ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 4.6.2020 έφεση κατά της 3668/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης με αριθμό …………….. παράβολου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 30.11.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ