Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 708/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας. Σύγκριση των αποδοχών ως μία ενότητα, αφού, εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης, δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    708/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της  ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ και τον διακριτικό τίτλο ‘’ Ο.Λ.Π.  Α.Ε. ‘’, που εδρεύει στον Πειραιά, (………), νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… και 2) ………….. οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΟΙ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ –  ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης (ήδη καλούσας – εκκαλούσας), την από 6-9-2006, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./8-9-2006, αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 6114/2009 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

Την απόφαση αυτή πρόσβαλε η εναγόμενη, ήδη καλούσα – εκκαλούσα, με την κρινόμενη από 15-1-2012, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …../20-1-2012 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 122/4-2-2014, έφεσή της.

Με την από 22-3-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ/.Ε.Α.Κ.) ……../31-3-2022, κλήση προς συζήτηση της καλούσας – εκκαλούσας, επαναφέρεται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ένδικη έφεση προς συζήτηση (μετά από ματαίωση της αρχικά ορισθείσας), για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.12.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της καλούσας – εκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας απόφασης κλήση, νόμιμα επαναφέρεται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η κρινόμενη από 15-1-2012 έφεση.

Όπως προκύπτει από την ως άνω από 22-3-2022, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./31-3-2022, κλήση της καλούσας (‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’), με πράξη ορισμού συζήτησης της αρμόδιας Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει η καλούσα – εκκαλούσα. Περαιτέρω, από τις υπ`αρ.  …. και …./13-7-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι, ακριβές αντίγραφο της παραπάνω κλήσης, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η εν λόγω έφεση, με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους καθ’ών η κλήση – εφεσίβλητους, αντίστοιχα. Επομένως, εφόσον οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Ωστόσο, η συζήτησή της θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ). Εξάλλου, προσκομίζεται από την εκκαλούσα, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης (αγωγής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδ.γ ΚΠολΔ, ενώ δεν είναι δυνατόν να προσκομιστούν από αυτήν οι πρωτόδικες προτάσεις των αντιδίκων της, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κ.α., όπως επιτάσσει η ίδια διάταξη, καθώς, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/2-11-2022 Βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επίσης προσκομίζει η εκκαλούσα, έχουν πολτοποιηθεί (δυνάμει του από 21-9-2016 Πρακτικού της Επιτροπής του άρθρου 13 Ν. 4290/1963 και άρθρου 1 Β.Δ. της 28ης Ιανουαρίου 1966).

Η ως άνω κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 6114/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη – εκκαλούσα στις 2-1-2012 (βλ. τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς …………..) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα αυτού, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, στις 20-1-2012, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω, από το παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Με την από την από 6-9-2006 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./8-9-2006) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες – ήδη εφεσίβλητοι, εκθέτουν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνταν (από 25-4-1988 ο πρώτος και από 14-6-1977 ο δεύτερος εξ αυτών, ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ –  ήδη εκκαλούσα. Ότι, οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους, ρυθμίζονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’), ενώ οι ειδικότεροι όροι εργασίας τους ρυθμίζονταν με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε.), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων του εναγόμενου και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών Ο.Λ.Π. Ότι, αυτοί (ενάγοντες), ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην εμπορεύματα, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, πλην όμως η κύρια απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε. και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες), είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην, όμως, το εναγόμενο, ενώ υπολόγιζε, επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση, όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα, τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε., κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω δε, οι ενάγοντες παραθέτουν στην αγωγή τους το άρθρο 35 παρ. 1β του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό, τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε., αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, οι ενάγοντες, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν στις αποδοχές αδείας, διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας, του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκο αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, αξιώνουν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως 2005. Ακολούθως, κατά τα προαναφερθέντα, οι ενάγοντες ζητούν, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, επικουρικά δε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη (‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’) να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 49.051,04 ευρώ και στον δεύτερο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 51.571,89 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 38.375,08 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 40.333,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί  συνολικά η αγωγή των αντιδίκων της.

Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2 παρ. 1, 2 του Ν.Δ. 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι, οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ., με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κ.λπ., ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κ.λπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κ.λπ. που υπάγονται στις διατάξεις του), έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση ‘’νομοθετικής’’ εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ., σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου, όμως, διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου, διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ΄ εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 ‘’περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄ αποδοχών’’, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με  την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. Ι του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην ‘’υπόχρεη’’ (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος ‘’υποκείμενη’’) επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966), στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λπ.). Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζόμενων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα σ` αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 ‘’οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του Α.Ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…’’. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ` αρ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης ‘’περί προστασίας του ημερομισθίου’’, 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων ‘’περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων’’, προκύπτει ότι ως ‘’συνήθεις αποδοχές’’, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις ‘’τακτικές αποδοχές’’, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των ‘’τακτικών’’ ή ‘’συνήθων’’ αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κ.λπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από τη λήψη της προηγουμένης αδείας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, Εφ.Αθ. 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται  με τον Ο.Λ.Π. (και ήδη την εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε.) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε, ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε. : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης του, όπως δε διευκρινίζεται στη συνέχεια ως ‘’βασικό ημερομίσθιο’’ για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους έκτακτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως ‘’επικρατέστερη απασχόληση’’ νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η  επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους ‘’επί αποδόσει’’) ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους  απασχολουμένους  στις γερανογέφυρες) ή λόγω  άλλων  προβλεπόμενων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) To ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του Ο.Λ.Π., το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες Ε.Σ.Σ.Ε.) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κ.λπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η ‘’επί αποδόσει’’, αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο ‘’τρόπος διεξαγωγής της εργασίας’’, προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την ‘’επί αποδόσει’’ εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1. (iii) Κατ΄άρθρο 30 παρ. 1 το ‘’ασφαλιστικό ημερομίσθιο’’, που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το ‘’ασφαλιστικό’’ ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ΄αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις  κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ, με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.), μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία» (Ο.Λ.Π. Α.Ε.), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή αυτή, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004), εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999, Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε. (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Ε.τ.Κ., άρθ. 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν, το προσωπικό της εν λόγω εταιρείας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5 παρ.1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (Ολ.ΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 225/2019, ΑΠ 415/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416-417/2017, ΑΠ 1171-1172-1173/2014, ΑΠ 1159-1160/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην παραπάνω νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, διότι αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν, μη νομίμως, την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Σύμφωνα, ωστόσο, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του  Κανονισμού  Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

Μη νόμιμη κρίνεται η αγωγή και ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, καθώς, ναι μεν ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), αλλά τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω εκτεθείσα έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών. Κι αυτό διότι  περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές. Ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει, για την ‘’επί αποδόσει’’ και ‘’επί ημερομισθίω’’ αμοιβή, και έκτακτες αμοιβές, για δε το ‘’ασφαλιστικό ημερομίσθιο’’ προβλέπει, επίσης, και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισθείσας εργασίας, ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες, σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει ‘’από την απόδοση’’ και την ‘’επικρατέστερη απασχόληση’’, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμοιβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το ‘’βασικό ημερομίσθιο’’, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ‘’επικρατέστερης απασχόλησης αυτών’’ κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους, υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415-416-417/2017 ο.π, Εφ.Πειρ. 46/2021, Εφ.Πειρ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 738/2017, αδημ., Εφ.Πειρ. 278, 279, 280, 283, 284, 286, 312, 355, 356/2016, Εφ.Πειρ. 683/2015, Εφ.Πειρ. 628/2014, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ ).

Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, (σχετικά με την οποία δεν αποφάνθηκε η εκκαλουμένη), αυτή είναι απορριπτέα πρωτίστως ως αόριστη,  αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται, έστω απλή, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (Ολ.ΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (ως προς την κύρια βάση της) και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη από 15-1-2012 έφεση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά το λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη, στο σύνολό της. Τα δε δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερήμην συζήτησης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εφεσίβλητους (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 15-1-2012, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …../2014, έφεση, ερήμην των εφεσίβλητων.

  Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εφεσίβλητων, για κάθε έναν από αυτούς.

  Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 6114/2009 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 6-9-2006  και με αριθμό κατάθεσης ……/8-9-2006 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 1η Δεκεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της καλούσας – εκκαλούσας.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               H  ΓPAMMATEAΣ