Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 710/2022

Αριθμός     710/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης ……………., την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Παναγιώτα Ασημακοπούλου (ΑΜ ……….. ΔΣ Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1. Ανώνυμης Εταιρίας …………… ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας ………………και 2. Ανώνυμης Επιχείρησης Ιδιωτικής Ασφάλισης …………., τις οποίες εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ανάργυρος Κουτσούκος (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Πειραιώς) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ενάγουσες – εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 27-5-2016 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ ………/2016) αγωγή τους, κατά, μεταξύ άλλων, της (πρώτης) εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην των τρίτης και τέταρτης εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η με αριθμό 1309/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή μερικά η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – (πρώτη) εναγόμενη άσκησε την από 9-3-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 10-3-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 10-3-2020, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ…../2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 11-2-2021 έως 22-3-2021), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με τη με αριθμό 94/16-4-2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, για τη δικάσιμο της 23ης-9-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, οι οποίοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 9-3-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…../10-3-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./10-3-2020, κατά της με αριθμό 1309/13-3-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 27-5-2016, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2016, αγωγής των εφεσίβλητων εναντίον, μεταξύ άλλων, της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, ερήμην των τρίτης και τέταρτης εναγομένων, στις 18-1-2017, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα (πρώτη) εναγόμενη εταιρία, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 13-3-2018, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 10-3-2020, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……….. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες, και ήδη εφεσίβλητες, με την από 27-5-2016 αγωγή τους ιστορούν ότι η πρώτη είναι εμπορική εταιρία, που μεταξύ άλλων δραστηριοποιείται στο χονδρεμπόριο ποτών, ειδών διατροφής και λοιπών καταναλωτικών προϊόντων με εισαγωγή τους από το εξωτερικό και διάθεσή τους στην ελληνική αγορά, η δεύτερη είναι ασφαλιστική εταιρία με αντικείμενο μεταξύ άλλων και του κλάδου ασφάλισης εμπορευμάτων κατά την χερσαία, θαλάσσια, αεροπορική ή σιδηροδρομική μεταφορά τους, ενώ οι πρώτη, ήδη εκκαλούσα, δεύτερος και τρίτη εναγόμενες έχουν την ιδιότητα του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και η τέταρτη βουλγαρική εταιρία του διεθνούς οδικού μεταφορέα – αγωγιάτη, ότι η πρώτη ενάγουσα σύναψε, στις 19-2-2015, σύμβαση διεθνούς πώλησης με την ιταλική εταιρία προμηθεύτρια καφέ «…………….» για την αγορά ποσότητας διαφόρων τύπων και ποικιλιών επεξεργασμένου καφέ ποικιλίας εσπρέσσο, συνολικού καθαρού βάρους 12.600 κιλών, συσκευασμένου αεροστεγώς και στοιβαγμένου σε 66 παλέτες, αξίας 462 ευρώ, συνολικού μικτού βάρους 13.735,92 κιλών, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στην αγωγή, συνολικής αξίας 63.196,80 ευρώ, με τη ρήτρα ΕX WΟRΚS του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, με παράδοση των ποσοτήτων καφέ στους αποθηκευτικούς χώρους της προμηθεύτριας εταιρίας στην ιταλική πόλη … ….., περιφέρειας ….., προς περαιτέρω μεταφορά τους με κίνδυνο και έξοδα της πρώτης ενάγουσας – αγοράστριας στον …………. Βοιωτίας και παράδοσή της στις αποθήκες της εταιρίας ………….. για λογαριασμό αυτής (πρώτης ενάγουσας), και αφού η προμηθεύτρια εταιρία εξέδωσε τα σχετικά έγγραφο μεταφοράς (ζυγολόγιο) και εξαγωγικό τιμολόγιο πώλησης. Στη συνέχεια, εκθέτουν ότι μετά από διαπραγματεύσεις, η πρώτη ενάγουσα με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, κατέληξαν στη σύναψη σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, άτυπα με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων με γραπτή αποδοχή της πρώτης ενάγουσας της από 27-1-2015 προσφοράς με κόμιστρο 2.050 ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη χρησιμοποίηση ενός (1) φορτηγού αυτοκινήτου (τράκτορα – ελκυστήρα) με συρόμενο όχημα (τρέϊλερ) μέγιστης μεταφορικής ικανότητας 22 τόνων για πλήρες φορτίο (full truck), ενώ για την ασφαλιστική κάλυψη των εκάστοτε εισαγομένων στην Ελλάδα εμπορευμάτων κατά το στάδιο της μεταφοράς τους, η πρώτη ενάγουσα σύναψε με τη δεύτερη ενάγουσα σύμβαση ασφάλισης, με την έκδοση του με αριθμό ………../23-9-2014 διαρκούς ασφαλιστηρίου μεταφορών, για την κάλυψη από την τελευταία της ζημίας ή απώλειας εμπορευμάτων της πρώτης ενάγουσας, σύμφωνα με τους περιλαμβανόμενους σ’ αυτό όρους και συμφωνίες τόσο από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και τρίτες χώρες προς Ελλάδα, με περίοδο ασφάλισης από 30-9-2014 μέχρι 30-9-2015 με ανώτατο όριο φόρτωσης το ποσό των 300.000 ευρώ και ανώτατο όριο συσσώρευσης το ποσό του 1.200.000 ευρώ. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι για την εκτέλεση της μεταφοράς η πρώτη εναγόμενη διέθεσε το με βουλγάρικες πινακίδες και με αριθμό κυκλοφορίας ……………….. φορτηγό αυτοκίνητο με συρόμενο όχημα (τρέϊλερ) φερόμενης ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγομένης, στο οποίο πράγματι το ανωτέρω εμπόρευμα φορτώθηκε από τους αποθηκευτικούς χώρους της ιταλικής εταιρίας πωλήτριας – προμηθεύτριας με ημερομηνία φόρτωσης 17-3-2015, σύμφωνα με το σχετικό δελτίο παράδοσης (CMR) με τις υπογραφές και σφραγίδες από τον αντιπρόσωπο της ιταλικής πωλήτριας του εμπορεύματος ως αποστολέα και του οδηγού του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου, ως αντιπροσώπου της τέταρτης εναγομένης – βουλγαρικής διεθνούς οδικής μεταφορέα, προς παράδοσή του στις αποθήκες της πρώτης ενάγουσας στον ………… Βοιωτίας, με προβλεπόμενο χρόνο, σύμφωνα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της πρώτης εναγόμενης στις 20-3-2015· ωστόσο μέχρι και τις 23-3-2015 το εμπόρευμα δεν είχε παραδοθεί, και κατόπιν οχλήσεων και διαμαρτυριών της πρώτης ενάγουσας, η πρώτη εναγομένη επικαλέστηκε μηχανική βλάβη του οχήματος, όπως είχε ενημερωθεί από τον πράκτορά της, εννοώντας τον δεύτερο εναγόμενο, στην πραγματικότητα ενδιάμεσο παραγγελιοδόχο μεταφοράς, στις 2-4-2015 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η πρώτη εναγόμενη επανέλαβε την ίδια ως άνω αιτιολογία καθυστέρησης παράδοσης του εμπορεύματος, στις 7-4-2015 η πρώτη ενάγουσα απέστειλε αυστηρό μήνυμα προειδοποιώντας την πρώτη εναγόμενη για τη ζημία που υφίσταται και τη διεκδίκηση αποζημίωσης εξαιτίας της καθυστέρησης της παραγγελίας και αδυναμίας διάθεσης του εμπορεύματος, αλλά και της επίπτωσης στη φήμη της χονδρεμπορικής επιχείρησής της. Ακολούθως, εκθέτουν ότι στις 22-4-2015 η πρώτη εναγόμενη διαβίβασε στην πρώτη ενάγουσα αντίγραφο της από 26-3-2015 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών της τρίτης εναγομένης ………….., έως τότε άγνωστη στην πρώτη ενάγουσα, στην πραγματικότητα ενδιάμεσης παραγγελιοδόχου μεταφοράς, κατά της τέταρτης εναγομένης, μεταφορέα, για παράνομη ιδιοποίηση του εμπορεύματος, με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση των αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως ιδιοκτησίας της καθ’ ης η αίτηση, προς εξασφάλιση της απαίτησης αποζημίωσή της για το σύνολο της αξίας του επιδίκου εμπορεύματος, ενώ στις 27-4-2015 η πρώτη εναγόμενη με ηλεκτρονικό μήνυμα προς την πρώτη ενάγουσα αποκάλυψε την ύπαρξη ενδιάμεσων παραγγελιοδόχων μεταφοράς, δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι, και ως μεταφορέας η τέταρτη εναγόμενη βουλγαρική εταιρία με ιδιόκτητο φορτηγό αυτοκίνητο με βουλγάρικες πινακίδες και οδηγό δικής της επιλογής, στην οποία ανέθεσε την εκτέλεση της ανωτέρω μεταφοράς η τρίτη εναγόμενη, ότι κατόπιν των ανωτέρω αποκαλύψεων και την απροθυμία της πρώτης εναγόμενης να αναλάβει την ευθύνη από τις συμβατικές υποχρεώσεις της, όπως φαίνεται από το από 29-4-2015 ηλεκτρονική μήνυμά της για ενέργειες που έπρεπε να γίνουν στη Βουλγαρία από την πρώτη ενάγουσα, η τελευταία κοινοποίησε, στις 29-4-2015, εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία καθιστούσε αποκλειστικά υπεύθυνη την πρώτη ενάγουσα για τη ζημία της από την υφαρπαγή και τη μη παράδοση του εμπορεύματος από τρίτα πρόσωπα, που είχε εμπιστευθεί με δικό της κίνδυνο και ευθύνη, δηλώνοντάς της ότι η θετική ζημία της ανερχόταν στο ποσό των 69.516,48 ευρώ, δηλαδή στο ποσό των 63.196,80 ευρώ, συνήθη τιμή των εμπορευμάτων αυτού του είδους και ποιότητας κατά τον τόπο και το χρόνο φόρτωσης που ταυτιζόταν πλήρως με την τιμολογηθείσα αξία, προσαυξημένο κατά 10 % για την κάλυψη των διαχειριστικών δαπανών της, ενόψει, δε, της ολικής απώλειας του επίδικου εμπορεύματος, προέβη, στις 29-4-2015, σε γραπτή αναγγελία ζημίας προς τη δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία σύμφωνα με το προαναφερόμενο διεθνές ασφαλιστήριο μεταφορών αξιώνοντας την αποζημίωσή της στο σύνολο της ασφαλισμένης αξίας του εμπορεύματος, ποσού 63.196,80 ευρώ πλέον του ανωτέρω ποσοστού 10%, και συνολικά 69.516,48 ευρώ· για την πιστοποίηση της ασφαλιστικής περίπτωση, δε, η δεύτερη ενάγουσα διερευνώντας την ύπαρξη ευθύνης της διαπίστωσε ότι, εξαιτίας της παρέκκλισης του μεταφορικού μέσου από τη συνήθη διαδρομή προς τον προορισμό του, η ολική απώλεια του επίδικου εμπορεύματος αποτελούσε μη καλυπτώμενη περίπτωση και αρνήθηκε την ευθύνη της· ωστόσο επήλθε εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ αυτής και της πρώτης ενάγουσας, την οποία αποζημίωσε καταβάλλοντάς της, στις 6-10-2015, το ποσό των 40.000 ευρώ, υποκαθιστάμενη έτσι στις απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας κατά το ποσό αυτό έναντι παντός υπόχρεου προς αποζημίωσή της από το ανωτέρω συμβάν, προς ενίσχυση, δε, της νόμιμης υποκατάστασης της δεύτερης στα δικαιώματα και απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας, η τελευταία εκχώρησε αυτοτελώς την ανωτέρω επίδικη απαίτησή της μέχρι του ποσού 40.000 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, διατηρώντας το δικαίωμα δικαστικής διεκδίκησης για το υπόλοιπο ποσό της απαίτησής της από την απώλεια του εμπορεύματος, ενώ την εκχώρηση αυτή ανήγγειλαν με την κρινόμενη αγωγή προς την πρώτη εναγόμενη. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, θεωρώντας ότι η παραπάνω απώλεια του επιδίκου φορτίου οφείλεται σε ηθελημένη κακή διαχείριση όλων των εναγομένων, και του προστηθέντος οδηγού της τέταρτης εναγομένης, κατά την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς ή σε πταίσμα που αντιστοιχεί σε ηθελημένη κακή διαχείριση, οι ενάγουσες ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε αποζημίωση, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και σε ολόκληρο ο καθένας, κατά τη συρρέουσα αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική ευθύνη, οι πρώτη, δεύτερος και τρίτη ως διαδοχικοί παραγγελιοδόχοι μεταφοράς, και εκ του νόμου εγγυητές για την ασφαλή εκτέλεση της μεταφοράς και την παράδοση των εμπορευμάτων στον παραλήπτη τους, με συνέπεια να στοιχειοθετείται αντικειμενική ευθύνη τους, αλλά και διότι δεν επέδειξαν ούτε αυτοί κατά την οργάνωση της μεταφοράς τη σύνεση και την προσοχή που όφειλαν και βάσει των περιστάσεων μπορούσαν να επιδείξουν με την επιλογή του κατάλληλου τελικού μεταφορά και την ορθή και επισταμένη παρακολούθηση της πορείας του φορτηγού μετά τη φόρτωσή του, η δε τέταρτη ως μεταφορέας – αγωγιάτης, η οποία πρόστησε τον οδηγό της, και με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή α) την πρώτη ενάγουσα, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, με το ποσό των 69.516,48 ευρώ, για τη θετική ζημία της, αξία των απωλεσθέντων/υπεξαιρεθέντων εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο που έγιναν αυτά δεκτά προς μεταφορά, η οποία ταυτίζεται με την τιμολογιακή αξία αυτών, που ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας αξίας αντιστοιχεί στη συνήθη τιμή εμπορευμάτων του αυτού είδους, ποιότητας και ποσότητας στην Ιταλία, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση το άρθρο 23 § 1 και 2 της ΔΣ CMR, προσαυξημένη κατά ποσοστό 10%, ήτοι 6.319,68 ευρώ που αντιστοιχεί στις συμπληρωματικές δαπάνες της πρώτης για την οργάνωση και την τοποθέτηση της παραγγελίας, τις δαπάνες μεταφοράς, έξοδα εισαγωγής, καταβολή ασφαλίστρων, τραπεζική προμήθεια για την πραγματοποίηση εμβάσματος προς εξόφληση του τιμολογίου της προμηθεύτριας και λοιπές επιβαρύνσεις που προκύπτουν σε σχέση με τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων και συνολικά το ποσό των 69.516,48 ευρώ, δηλαδή πλήρη αποζημίωση, β) κατά το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της πρώτης των εναγόντων, λόγω προσβολής της φήμης και του ονόματός της στην ελληνική αγορά από την καθυστέρηση διάθεσης του εμπορεύματος και της αναστάτωσης του προγράμματος πωλήσεών της, που είχε περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες στα πιθανά κέρδη της, και συνολικά το ποσό των 89.516,48 ευρώ, μειωμένο κατά το ποσό των 40.000 ευρώ, αποζημίωσή της από την δεύτερη ενάγουσα, δηλαδή ποσό των 49.516,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 29-4-2015 (κοινοποίηση εξώδικης όχλησης στην πρώτη εναγόμενη), άλλως για τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εναγόμενους από την κοινοποίηση της αγωγής, άλλως για όλους από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά, δε, κατά τις διατάξεις για τη συμβατική ευθύνη από σύμβαση διεθνούς μεταφοράς, το ποσό των 29.516,48 ευρώ (= 69.516,48 ευρώ – 40.000 ευρώ) με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, και β) τη δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας σε βάρος της πρώτης ενάγουσας, άλλως εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους, κατόπιν της υποκατάστασής της στα δικαιώματα της τελευταίας με μετά την ασφαλιστική κάλυψη που της παρείχε, αλλά και της εκχώρησης στην ίδια της καλυφθείσας απαίτησης σε βάρος της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 29-4-2015 (κοινοποίηση εξώδικης όχλησης στην πρώτη εναγόμενη), άλλως για τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εναγόμενους από την κοινοποίηση της αγωγής, άλλως για όλους από την επίδοση της αγωγής, με προσωπική κράτηση των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης και τέταρτης εναγόμενων και του δεύτερου και τρίτης εναγόμενων, λόγω της αδικοπραξίας τους, και ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της τρίτης και τέταρτης εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, αφού ορίστηκε παράβολο ερημοδικίας, θεώρησε ως μη ασκηθείσα την αγωγή σε βάρος της τέταρτης εναγόμενης, δέχθηκε μερικά την αγωγή κατά τους λοιπούς διαδίκους, υποχρέωσε αυτούς να καταβάλλουν σε ολόκληρο α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 24.196,80 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κηρύσσοντας προσωρινά εκτελεστές τις ανωτέρω καταψηφιστικές διατάξεις της, και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ύψους 2.000 ευρώ, σε βάρος των πρώτης, δεύτερου και τρίτης εναγόμενων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση αυτής, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή των εφεσίβλητων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 § 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για ευθύνη σε ολόκληρο από αδικοπραξία και στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ίδιου Κώδικα (παρ. 1), κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους, οι πράξεις δε και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους (ΑΠ 2081/2017, ΤΝΠ Νόμος), διότι στην απλή ομοδικία σωρεύονται υποκειμενικά, σε κοινή διαδικασία, περισσότερες, ανεξάρτητες, μεταξύ τους, δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι και η συνένωση των δικών των απλών ομοδίκων έχει αμιγώς δικονομικό, εξωτερικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις εσωτερικές τους έννομες σχέσεις, επομένως, οι διαδικαστικές πράξεις κρίνονται για κάθε δίκη χωριστά και ο ομόδικος είναι τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων (Νίκας, σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, άρθρο 75 αρ.1, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ άρθρο 75 αρ.1, ΕφΛαρ 113/2013, ΤΝΠ Νόμος) (ΕφΠειρ 292/2019, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους, ενώ αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ως διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αντίδικοι του εκκαλούντος που νίκησαν και έναντι των οποίων έχει ο ίδιος έννομο συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της απόφασης που εκκαλείται, δηλαδή του μεν ενάγοντος ο εναγόμενος και ο υπέρ του εναγομένου παρεμβάς, του δε εναγομένου ο ενάγων και ο υπέρ του ενάγοντος παρεμβάς (ΑΠ 323/2016, ΤΝΠ Νόμος), όχι δε και ο απλός ομόδικος του εκκαλούντος, ως προς τον οποίο η έφεση είναι απαράδεκτη, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέχει διάταξη, η οποία βλάπτει τον εκκαλούντα, εκτός αν συντρέχει αναγκαστική ομοδικία, οπότε η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 177/2017, ΑΠ 3232/2016, ΤΝΠ Νόμος) (ΕφΠατρ 32/2022, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητες – ενάγουσες ισχυρίζονται ότι μεταξύ των εναγόμενων υφίσταται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, των τριών πρώτων ως συνεγγυητών του μεταφορέα και της τέταρτης, μεταφορικής εταιρίας, ως πρωτοφειλέτριας, ότι κατά συνέπεια έπρεπε οι δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι να κληθούν στην κατ’ έφεση δίκη, αφού και αυτοί θεωρούνται ότι άσκησαν την έφεση, και επομένως εφόσον η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη παρέλειψε να τους καλέσει, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η σχέση μεταξύ συνοφειλετών σε ολόκληρο σε αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία ή συμβατική ενοχή, όταν ενάγονται μαζί, είναι αυτή της απλής ομοδικίας και όχι της αναγκαίας, και επομένως ο κάθε ομόδικος ενεργεί ανεξάρτητα από άλλους και τα αποτελέσματα των ενεργειών του βλάπτουν ή ωφελούν τον ίδιο και όχι τους λοιπούς ομοδίκους του. Επομένως, η κρινόμενη έφεση παραδεκτά ασκήθηκε από την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη και δεν επιδόθηκε στους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, εφόσον η σχέση που τους συνδέει είναι αυτή της απλής ομοδικίας και η άσκησή της έφεσης δεν επιδρά στις εσωτερικές σχέσεις τους.

Η σύμβαση χερσαίας οδικής μεταφοράς πραγμάτων, με την οποία ο μεταφορέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταφέρει οδικώς ορισμένα πράγματα από έναν τόπο σε άλλον, αντί της συμφωνηθείσας αμοιβής, διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 95 – 107 του ΕμπΝ και ιδίως από αυτήν του άρθρου 104 του ΕμπΝ. Η σύμβαση αυτή φέρει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, που αποβλέπει σε ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς, χωρίς βλάβη ή απώλεια και, συνεπώς, εφαρμόζονται σε αυτή συμπληρωματικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις αυτές, εκείνες των άρθρων 681 επ. Α.Κ (ΑΠ 1669/2011, ΜονΕφΠατρ 144/2022, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η Σύμβαση της Γενεύης της 19-05-1956 (C.M.R,), που κυρώθηκε με το Ν 559/1977 και έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής, σε κάθε σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων οδικώς με οχήματα έναντι αμοιβής, όταν ο τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων και ο οριζόμενος στη σύμβαση προς παράδοση τόπος βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη, το ένα, τουλάχιστον, από τα οποία είναι συμβαλλόμενο στην εν λόγω Διεθνή Σύμβαση, ασχέτως του τόπου διαμονής και της εθνικότητας των συμβαλλόμενων μερών (ΑΠ 1714/2014, ΜονΕφΠειρ 100/2020, ΤΝΠ Νόμος) και ανεξαρτήτως αν εκείνος, ο οποίος με την ανωτέρω σύμβαση ανέλαβε τη μεταφορά των εμπορευμάτων, διατηρεί επιχείρηση μεταφοράς ή εκτέλεσε αυτήν εντελώς περιστασιακώς ή ανέθεσε την εκτέλεσή της σε υπομεταφορέα ή δεν έχει δικά του αυτοκίνητα και αναθέτει ακολούθως την εκτέλεσή της σε τρίτον (ΕφΠειρ 963/1990, ΜονΕφΠειρ 100/2020, ΤΝΠ Νόμος). Κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1, 2 και 18 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων, που συνέβη μεταξύ του χρόνου που παρέλαβε τα εμπορεύματα και του χρόνου της παράδοσής τους, εκτός αν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων δεν οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια δική του ή των προσώπων, για τα οποία κατά το άρθρο 4 της ίδιας Σύμβασης ευθύνεται, αλλά σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια ή στις οδηγίες όποιου προβάλλει απαίτηση ή σε κρυμμένο ελάττωμα των εμπορευμάτων ή σε συνθήκες, τις οποίες ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει και ούτε να προλάβει τις συνέπειές τους (ΑΠ 826/2004, ΑΠ 1518/2001, ΜονΕφΑθ 1022/2017, ΤΝΠ Νόμος). Η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική και αυτός απαλλάσσεται, εάν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των μεταφερομένων αντικειμένων ή η καθυστέρηση στην παράδοσή τους οφείλεται σε ένα από τα αίτια που αναφέρονται στο άρθρο 17 παρ. 2 CMR ή, σε περίπτωση μόνο απώλειας ή βλάβης των μεταφερομένων αντικειμένων, ότι αυτή οφείλεται σε έναν από τους ειδικούς κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 17 παρ. 4 CMR. Η ευθύνη αυτή του μεταφορέα είναι συμβατική ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση εκείνου που είχε το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα και ο οποίος μπορεί να είναι ο αποστολέας ή ο παραλήπτης των εμπορευμάτων, αφού ο παραλήπτης, ακόμη και αν δεν συμβλήθηκε στη σύμβαση μεταφοράς, υπεισέρχεται σ’ αυτή από τότε που θα ζητήσει την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 12 §§ 1, 2 και 3, 13 και 14 της Σύμβασης CMR. Η συμβατική αυτή ευθύνη ενδέχεται να συρρέει με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα, που μπορεί κατά το άρθρο 914 ΑΚ να υπάρχει έναντι του κυρίου μόνον των εμπορευμάτων, αν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων, ως πράξη παράνομη, οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα (ΑΠ 420/2003, ΑΠ 1060/2003). Την ανωτέρω αρχή της συρροής της συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης όχι μόνο δεν αποκλείει με αντίθετη διάταξη η ανωτέρω διεθνής σύμβαση μεταφοράς, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει εμμέσως το άρθρο 28 αυτής, με το οποίο το ύψος της αποζημίωσης, που οφείλει ο μεταφορέας, βάσει εξωσυμβατικού πταίσματος περιορίζεται έως το ύψος της αποζημίωσης που οφείλει αυτός βάσει της σύμβασης μεταφοράς (ΕφΘεσ 915/2007, ΕπισκΕμπΔ 2007/880) (ΜονΕφΑθ 1022/2017, ΜονΕφΠατρ 144/2022, ΤΝΠ Νόμος). Όμως, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 της αυτής Σύμβασης, ο μεταφορέας δεν δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεών της, οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της απόδειξης, εάν ή ζημία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης κακής διαχείρισης του ή παράλειψής του, η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία (του κράτους) του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδύναμη με ηθελημένη κακή διαχείριση από μέρους του. Ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση», που αποτελεί απόδοση στην ελληνική του όρου «willful misconduct» από το πρωτότυπο και επίσημο αγγλικό κείμενο της άνω Διεθνούς Σύμβασης, που υιοθέτησε η Ελλάδα, ως βαθμός πταίσματος, με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται κατά το κοινό δίκαιο προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται, ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται. Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρότερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή έμμεσου. Διαφοροποιείται, όμως, και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του, καθόσον στη μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικά, ενώ στην ηθελημένη κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαίως η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσης του μεταφορέα, που γνωρίζει ότι η ενέργειά του ή η παράλειψή του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο όρος της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» περιλαμβάνει, εκτός από τον δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη του ή η παράλειψή του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ` ανάγκη και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 1025/2018, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά καταρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς, και τον παραλήπτη. Όμως, πολλές φορές στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 90-107 ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό, όμως, του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Δηλαδή, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος αναλαμβάνει να εξεύρει τον μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει αυτός προσωπικά τη σύμβαση μεταφοράς, ως εργολάβος μετακομιδής, που ενεργεί επιχείρηση μετακόμισης, διαφέρει του μεταφορέα μόνο κατά το ότι ο τελευταίος εκτελεί ο ίδιος τη μεταφορά. Μπορεί βεβαίως ο παραγγελιοδόχος να αναθέσει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα ή να την ενεργήσει με δικά του μεταφορικά μέσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελεστεί η μεταφορά, με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΑΠ 304/2007, ΤΝΠ Νόμος). Ενώ, λοιπόν, στη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, κύρια παροχή του παραγγελιοδόχου είναι να καταρτίσει στο όνομά του σύμβαση μεταφοράς και η παροχή αυτή συνίσταται στην ενέργεια νομικής πράξης με βάση τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης, έχοντας την ελευθερία να καθορίσει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς, επιλέγοντας τον μεταφορέα, το μέσο μεταφοράς, την οδό που η μεταφορά θ’ ακολουθήσει κ.λπ., στη σύμβαση μεταφοράς κύρια παροχή του μεταφορέα είναι η ενέργεια της υλικής πράξης της μετατόπισης των (προς μεταφορά) εμπορευμάτων από έναν τόπο σε άλλον (Κ. Παμπούκης, ΕπισκΕμπΔ 1998/171 επ., Α. Κιάντου Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς και νομοθετικά κείμενα, 1989, σελ. 123). Κατά τη διάταξη του άρθρου 97 ΕμπΝ, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια η φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε «ακαταμάχητη δύναμη», δηλαδή από ανωτέρω βία, υπό την έννοια ότι η ζημία οφείλεται σε γεγονός, το οποίο με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης δεν μπορεί να προβλεφθεί και αποτραπεί και με μέτρα ακόμη άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1634/2010 ΤΝΠ Νόμος),νομιμοποιείται, δε, να στραφεί απευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια, κατά το άρθρο 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998, ΑΠ 1795/2012, ΤΝΠ Νόμος). Η ευθύνη δηλαδή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι κατά την παραπάνω έννοια εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρο με το μεταφορέα για την καλή απ’ αυτόν εκτέλεση της μεταφοράς, στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται (ΑΠ 304/2007 δημ. Νόμος), Επομένως, ναι μεν η από 19.5.1956 Σύμβαση της Γενεύης ρυθμίζει μόνο τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως στο μέτρο που ανακύπτει κατά τη Σύμβαση αυτή ευθύνη του μεταφορέα, ευθύνεται εγγυητικά και σε ολόκληρο με αυτόν και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς. Δεν αποκλείεται βέβαια ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς να ευθύνεται και για δικές του προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις, στην περίπτωση όμως αυτή η ευθύνη που θεμελιώνεται στις διατάξεις του κοινού δικαίου (ΑΠ 1795/2012, ΜΕφΕυβ 142/2018 ΕΦ ΤΝΠ Νόμος). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 12, 13 παρ. 1 εδ. β` και 17 παρ. 1 της παραπάνω Σύμβασης για τη διεθνή οδική μεταφορά εμπορευμάτων (CMR), προκύπτει ότι, η σύμβαση μεταφοράς επιβεβαιώνεται με τη σύνταξη του δελτίου παράδοσης, το οποίο εκδίδεται σε τρία αντίγραφα, που υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα. Το πρώτο από αυτά παραδίδεται στον αποστολέα, το δεύτερο συνοδεύει τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από το μεταφορέα (ΜΕφΑθ 1022/2017, ΜΕφΠειρ 100/2020, ΤΝΠ Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης (CMR) προκύπτει ότι η σύμβαση διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων είναι άτυπη και δεν θίγεται η ισχύς της από την έλλειψη, την αντικανονική διατύπωση ή την απώλεια του δελτίου παράδοσης, το οποίο η ίδια αυτή διάταξη θεσπίζει ως αποδεικτικό στοιχείο, με εξαίρεση τα δικαιώματα που θεμελιώνονται στα άρθρα 12 § 5 εδ. α`, 17 § 4 εδ. α, 24, 26 και 34 έως 40 της Σύμβασης αυτής. Σε περίπτωση ανυπαρξίας δελτίου παράδοσης ή αντικανονικής ή ελλιπούς συμπλήρωσης αυτού, η σύμβαση και κάθε όρος αυτής μπορεί να αποδειχθεί με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΕφΘεσ 1099/2003 ΜΕφΠειρ 100/2020, ΤΝΠ Νόμος) και με μάρτυρες, λόγω της εμπορικότητας της διαφοράς (άρθρο 394 § 1 περ. δ’ ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) (ΜΕφΠειρ 100/2020, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Σύμβασης, μετά την άφιξη των εμπορευμάτων στον τόπο παράδοσής τους, ο παραλήπτης δικαιούται να ζητήσει από τον μεταφορέα να του παραδώσει το δεύτερο αντίγραφο του άνω δελτίου, καθώς επίσης και τα εμπορεύματα. Αν η απώλεια των εμπορευμάτων διαπιστωθεί ή αν αυτά δεν φθάσουν μετά τη λήξη του προβλεπομένου από το άρθρο 19 της Σύμβασης χρονικού διαστήματος (δηλ. όταν δεν παραδοθούν εντός του συμφωνημένου χρονικού ορίου ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας, εντός του χρόνου που κρίνεται εύλογος για μια παρόμοια επιμελή μεταφορά), ο παραλήπτης δικαιούται να ασκήσει επ’ ονόματί του κατά του υπαίτιου μεταφορέα οποιαδήποτε δικαιώματα προκύπτουν από τη σχετική σύμβαση μεταφοράς. Από τα παραπάνω συνάγεται: α) ότι αυτός που έχει το κατά το άρθρο 12 παρ. 1 δικαίωμα της διάθεσης των εμπορευμάτων είναι ο φορέας της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απώλειας ή βλάβης αυτών, β) ότι το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο δηλαδή νομιμοποιεί ενεργητικά τον ζημιωθέντα να στραφεί κατά του μεταφορέα και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του, αποκτά ο παραλήπτης των πραγμάτων, αν ο αποστολέας αυτών προβεί σε σχετική προς τούτο εγγραφή στο δελτίο παράδοσης αυτών ή εάν μετά την άφιξη αυτών ή τη διαπίστωση της απώλειάς τους (ή της βλάβης τους) ασκήσει ο ίδιος τα από το άρθρο 13 της CMR παρεχόμενα, ως άνω ακριβώς αναφέρθηκαν, δικαιώματά του, γ) το γεγονός ότι η πώληση των πραγμάτων, τα οποία παραδόθηκαν για τη μεταφορά τους προς τον αγοραστή αυτών, ως παραλήπτη τους, με σχετική δηλαδή σύμβαση, διεπόμενη από τις διατάξεις της CMR, που συνήψε ο πωλητής ως αποστολέας αυτών, ήταν πώληση διεπόμενη από την ρήτρα CIP -ώστε ο κίνδυνος να έχει μεταστεί από την παράδοση για μεταφορά των εμπορευμάτων στον αγοραστή (παραλήπτη) αυτών- δεν σημαίνει, γι’ αυτό και μόνο το λόγο (και αναγκαστικώς), ότι απέκτησε ο αγοραστής (είτε συμπίπτει το πρόσωπο αυτό και με τον παραλήπτη των εμπορευμάτων είτε και όχι) το δικαίωμα της διάθεσης αυτών των πραγμάτων, χωρίς και τη συνδρομή των αμέσως πιο πάνω καθοριζόμενων όρων και προϋποθέσεων. Αντιθέτως, το ιδιαίτερο αυτό δικαίωμα της άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής σε χρήμα, εκ μέρους του αποστολέα των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, εκπηγάζει από το γεγονός ότι αυτός ο ίδιος, έχοντας συμβληθεί προς τούτο με τον μεταφορέα, βάσει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 της CMR, έχει εντεύθεν και εκ του νόμου (ex lege) το δικαίωμα της διάθεσης των εμπορευμάτων (ΕφΠειρ 173/2011, ΜΕφΑθ 1022/2017, ΜΕφΠατρ 429/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 97, 102 και 103 του ΕμπΝ η ευθύνη του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και του μεταφορέα περιλαμβάνει και τα τυχηρά. Απαλλάσσονται όμως από κάθε ευθύνη, αν επικαλεσθεί και αποδείξει ανωτέρα βία. Ωστόσο είναι θεμιτή η συνομολόγηση απαλλακτικών ρητρών, με τους περιορισμούς των άρθρων 332 και 334 ΑΚ. Αν όμως οι ρήτρες αυτές περιλαμβάνονται σε συμβάσεις που έχουν ήδη καταρτισθεί από τον ένα από τους συμβαλλομένους, ή σε γενικούς όρους που έχουν ήδη διατυπωθεί από μέρους του ενός, αποτελούν περιεχόμενο της σύμβασης μόνο αν ο συμβαλλόμενος έλαβε ή μπορούσε να λάβει γνώση αυτών. Ειδικότερα, αν οι όροι αυτοί περιλαμβάνονται στη φορτωτική ή άλλο έγγραφο που εκδόθηκε για την μεταφορά, οι απαλλακτικές αυτές ρήτρες είναι έγκυρες και δεσμεύουν τον αντισυμβαλλόμενο μόνο αν έχουν υπογραφεί από αυτόν ή κάποιο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή εντολέα του (ΕφΑθ 5922/1986, ΕφΑθ 1698/1990, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 § 1 Ν. 2496/16.5.1997 (ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις), συνάγεται ότι, ο ασφαλιστής, ο οποίος αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δήλωση περί μεταβίβασης των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, αποδοχή τέτοιας δήλωσης ή ανακοίνωση περί αυτής προς τον τρίτο. Η υποκατάσταση αυτή έχει χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου. Επομένως, ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και, επομένως, η κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς. Για την πληρότητα της εν λόγω αγωγής ο ασφαλιστής αρκεί να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, καθώς και την προέλευση αυτής, εφόσον δε αυτή προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά, της μεταξύ του ασφαλισμένου του και του τρίτου αντισυμβαλλομένου αυτού σύμβασης, την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και τους όρους αυτής που παραβιάσθηκαν από πταίσμα του ίδιου ή των αντιπροσώπων του ή των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή και προκάλεσαν τη ζημία του ασφαλισμένου του, κατά την έννοια των άρθρων 330 και 334 ΑΚ (ΑΠ 763/2014, ΕφΑθ 3020/2015, ΕφΘεσ 1041/2011, ΕφΑθ 213/2008, ΤΝΠ Nόμος). Στην υποκατάσταση αυτή, που αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, όπως προαναφέρθηκε, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της. Έτσι, ο τρίτος, μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος και ειδικότερα αυτές που βάλλουν κατά της γένεσης και της ύπαρξης της απαίτησης, κατά το χρόνο της υποκατάστασης, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Μπορεί επίσης, να αντιτάξει ενστάσεις κατά του κύρους του ασφαλιστηρίου, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002 ΕλλΔ 43,1668, ΕφΑθ 3020/2015 ο.π, ΕφΑθ 7816/2004 ΔΕΕ 2005, 436). Οι εν λόγω ενστάσεις πρέπει να γεννήθηκαν μέχρι την υποκατάσταση του ασφαλιστή. Συνεπώς, μετά το χρόνο αυτό μπορεί ο τρίτος εναγόμενος από τον ασφαλιστή ενάγοντα να προτείνει μόνο ενστάσεις που έχει κατ’ αυτού (ασφαλιστή) εξ ιδίου δικαίου, όπως ότι παραγράφηκε η αξίωση ή που συνάπτονται ευθέως με την ενεργητική νομιμοποίηση του υποκαθισταμένου ασφαλιστή (άρθρο 174 ΑΚ, ΑΠ 842/2002 ΕφΑθ 213/2008, ΕφΑθ 7816/2004, ο.π, ΕφΑθ 4075/2003, ΕφΘεσ 1046/2011 ΤΝΠ Νόμος). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαραίτητα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αξίωσης του ασφαλιστή, ο οποίος αποζημιώνοντας τον ασφαλισμένο και στο βαθμό που το έπραξε, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του τελευταίου έναντι του τρίτου υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι, πέραν από την αναφορά της ασφαλιστικής σύμβασης και τους όρους αυτής, καθώς της καταβολής του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, και η ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, με προσδιορισμό των ασφαλισθέντων αντικειμένων, που υπέστησαν βλάβη ή καταστροφή, κατ’ είδος, ποσότητα και αξία (ΕφΑθ 3020/2015, ΕφΘεσ 1046/2011, ο.π) (ΕφΠειρ 509/2020, ΤΝΠ Ισοκράτης). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ότι, η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά την αναγγελία, καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την απαίτηση (ΑΠ 224/2018, ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1725/2014). Ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη, γι` αυτό και ο οφειλέτης ελευθερώνεται αν πριν την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος ή συνομολογήσει με αυτόν σύμβαση άφεσης (ΑΠ 1216/1995). Όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 158, 455, 458, 460,462 ΑΚ, η αναγγελία της εκχώρησης η οποία είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εκδοχέας να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που πηγάζουν από την εκχώρηση και να αξιώσει την καταβολή της απαίτησης που του εκχωρήθηκε δεν υποβάλλεται σε πανηγυρικό τύπο. Έτσι μπορεί να γίνει εγγράφως ή προφορικώς, όπως και με επίδοση αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εν λόγω απαίτησης. Η επίδοση αυτή συνιστά αναγγελία της εκχώρησης, χωρίς να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής. Εξάλλου περιεχόμενο της αναγγελίας πρέπει να είναι ό,τι εκ της συμβάσεως της εκχώρησης ενδιαφέρει τον οφειλέτη και συγκεκριμένα αυτή η ίδια η εκχώρηση, το πρόσωπο εκχωρητή και εκδοχέα, η εκχωρηθείσα απαίτηση και οι όροι της εκχώρησης όσοι ενδιαφέρουν τον οφειλέτη. Επίδοση του εκχωρητηρίου ή αντιγράφου του περιεχομένου αυτού στο έγγραφο της αναγγελίας δεν απαιτείται. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ.,458,460, 462 και 463 ΑΚ προκύπτει ότι η απαίτηση του εκχωρητή μεταβιβάζεται όπως είναι στον εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται δανειστής και ασκεί στο δικό του όνομα τις αγωγές τις οποίες μπορούσε και ο εκχωρητής να ασκήσει προς ικανοποίησή του, μη δυνάμενος μόνο να επικαλεστεί προνόμια συνδεόμενα προς το πρόσωπο του εκχωρητή δανειστή. Επί εκχώρησης δε, ο οφειλέτης οφείλει να εκπληρώσει την παροχή κατά την έκταση και κατά τον τρόπο, τόπο και χρόνο που υποχρεούτο να εκπληρώσει αυτή (παροχή) και προς τον εκχωρητή. Δηλαδή η εκχώρηση δικαιώματος έχει σαν αποτέλεσμα τη συμμεταβίβαση όλων των παρεπομένων δικαιωμάτων με παρακολουθηματικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία αυτών. Επομένως, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, ο εκδοχέας γίνεται, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση, κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (ΑΠ 1109/2020). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Επίσης, κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α` ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι : α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 1406/2021). Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος είναι έννοιες νομικές (ΑΠ 961/2020, ΑΠ 301/2021). (ΑΠ 1074/2022, ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα, της µε αριθμό …../18-10-2016 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, µε πρωτοβουλία της πρώτης εναγόμενης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγουσών, του μάρτυρα ……….., χωρίς να ληφθούν υπόψη α) η µε αριθμό ………/4-11-2016 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, µε πρωτοβουλία του δεύτερου εναγόμενου κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγουσών, της μάρτυρα ……….., καθόσον δεν προσκομίστηκε από κάποιον από τους διαδίκους, και β) οι με αριθμούς ………./2016 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, µε πρωτοβουλία της πρώτης ενάγουσας, των μαρτύρων ……….., διότι δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης για την κλήτευση της τέταρτης εναγόμενης, καθόσον μεταξύ των εναγόμενων υφίσταται σχέση απλής ομοδικίας και έπρεπε να κλητευτούν όλοι να παραστούν στη λήψη της ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1201/2012, ΤΝΠ Νόμος), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444 § 1 γ), 448 § 2, και 457 § 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 7/2021, ΤΝΠ Νόμος), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη ενάγουσα (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) είναι εμπορική εταιρία, δραστηριοποιούμενη μεταξύ άλλων στο χονδρεµπόριο ποτών, ειδών διατροφής και λοιπών καταναλωτικών προϊόντων µε εισαγωγή τους από το εξωτερικό και διάθεσή τους στην ελληνική αγορά, ενώ η πρώτη εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα) ασχολείται με τη διεκπεραίωση εθνικών και διεθνών οδικών και θαλάσσιων μεταφορών, χωρίς δικά της μεταφορικά μέσα – φορτηγά, αλλά συνεργαζόμενη με άλλες επιχειρήσεις που διαθέτουν μεταφορικά μέσα. Στα πλαίσια των ανωτέρω δραστηριοτήτων τους οι πρώτη ενάγουσα και πρώτη εναγόμενη συνεργάζονταν από το έτος 2012 χωρίς προβλήματα· κατά το έτος 2015, δε, οι ανωτέρω διάδικες εταιρίες συμφώνησαν, μεταξύ 27-1-202015 και 3-2-2015, τη συνεργασία τους για μεταφορά καφέ με τράκτορα πλήρους φορτίου (full truck), με προμηθεύτρια την εταιρία με την επωνυμία «……….» – ….., από την πόλη ………. της Περιφέρειας ……. Ιταλίας προς το …. Βοιωτίας στην ημεδαπή, με ναύλο ύψους 2.050 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Με βάση τη συμφωνία αυτή η πρώτη εναγόμενη ανέθεσε στον δεύτερο εναγόμενο, ……………., τις ακόλουθες μεταφορές : α) με το από 4-2-2015 έγγραφο διεθνούς μεταφοράς – CMR και το με αριθμό …../4-2-2015 έγγραφο μεταφοράς της ιταλικής εταιρίας …….., μεταφορά 66 παλετών, μικτού βάρους 13.623,84 κιλών και καθαρού βάρους 12.528 κιλών, με το με αριθμό κυκλοφορίας …. φορτηγό με το με αριθμό κυκλοφορίας …. τράκτορα, ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης, βουλγαρικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» – μεταφορικής εταιρίας, β) με το από 17-2-2015 έγγραφο διεθνούς μεταφοράς – CMR και το με αριθμό …./16-2-2015 έγγραφο μεταφοράς της ιταλικής εταιρίας …., μεταφορά 66 παλετών, μικτού βάρους 13.416,72 κιλών και καθαρού βάρους 12.168 κιλών, με το με αριθμό κυκλοφορίας ….. φορτηγό με το με αριθμό κυκλοφορίας ….. τράκτορα, ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης, βουλγαρικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» – μεταφορικής εταιρίας, γ) με το από 13-3-2015 έγγραφο διεθνούς μεταφοράς – CMR και το με αριθμό ……./10-3-2015 έγγραφο μεταφοράς της ιταλικής εταιρίας ……, μεταφορά 66 παλετών, μικτού βάρους 13.600,08 κιλών και καθαρού βάρους 12.456 κιλών, με το με αριθμό κυκλοφορίας …… φορτηγό με το με αριθμό κυκλοφορίας …. τράκτορα, ιδιοκτησίας της βουλγαρικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..» – μεταφορικής εταιρίας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με την παράδοση των εμπορευμάτων στον ορισθέντα τόπο παράδοση, χωρίς προβλήματα κατά τη μεταφορά στα εμπορεύματα. Για την εκτέλεση των ανωτέρω μεταφορών η πρώτη ενάγουσα εξόφλησε τον οφειλόμενο, στην πρώτη εναγόμενη, ναύλο των δύο πρώτων υπό στοιχεία α και β και συνεχίζει να οφείλει το ναύλο για την υπό στοιχείο γ μεταφορά ύψους 2.050 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23 % ποσού 471,50 ευρώ, συνολικά, δε, 2.521,5 ευρώ. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 19-2-2015, όπως αποδεικνύεται από την έγγραφη παραγγελία 31 της προμηθεύτριας εταιρίας (…….), η πρώτη ενάγουσα σύναψε με την ανωτέρω ιταλική εταιρία – προμηθεύτριά της σύμβαση διεθνούς αγοραπωλησίας διαφόρων τύπων και ποικιλιών επεξεργασμένου καφέ ποικιλίας εσπρέσο, συνολικού καθαρού βάρους 12.600 κιλών συσκευασμένου αεροστεγώς, με τίμημα το άθροισμα των επιμέρους τιμών χονδρικής για κάθε ποικιλία καφέ, που ήταν η συνήθης τιμή χονδρικής στην Ιταλία κατά το χρόνο σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης, αφού δεν υπάρχει χρηματιστηριακή τιμή για επεξεργασμένο καφέ, αλλά ούτε και τρέχουσα, καθώς και η αξία των παλετών, συνολικής αξίας 63.196,80 ευρώ· αναλυτικά, το εμπόρευμα αποτελούνταν από : 1) 360 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 6 αεροστεγείς συσκευασίες του ενός (1) κιλού µε καφέ espresso σε σπυρί, ποικιλίας Arabica 100% ποιότητας Platinum, µε την εμπορική ετικέτα Rioba, και συνολικά 2.160 σακούλες µε καφέ του τύπου αυτού καθαρού βάρους 2.160 κιλών αντί τιμήματος 11.880 ευρώ, 2) 180 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 4 αεροστεγείς συσκευασίες των τριών (3) κιλών µε καφέ espresso σε σπυρί, ποικιλίας Arabica 100% ποιότητας Platinum, και συνολικά 720 σακούλες καφέ του τύπου αυτού καθαρού βάρους 21.160 κιλών αντί τιμήματος 11.772 ευρώ, 3) 972 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 6 αεροστεγείς συσκευασίες του ενός (1) κιλού µε καφέ espresso σε σπυρί, από χαρμάνι ποικιλίας Arabica κατά 80% και ποικιλίας Robusta κατά 20% ποιότητας Gold Grani, και συνολικά 5.832 σακούλες του τύπου αυτού καθαρού βάρους 5.832 κιλών αντί τιμήματος 27.410 ευρώ, 4) 108 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 6 αεροστεγείς συσκευασίες του ενός (1) κιλού µε καφέ espresso σε σπυρί, από χαρμάνι ποικιλίας Arabica κατά 55% και ποικιλίας Robusta κατά 45% ποιότητας Silver, και συνολικά 648 σακούλες του τύπου αυτού καθαρού βάρους 648 κιλών αντί τιμήματος 2.961,36 ευρώ, 5) 84 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 4 αεροστεγείς συσκευασίες των τριών (3) κιλών µε καφέ espresso σε σπυρί, από χαρμάνι ποικιλίας Arabica κατά 80% και ποικιλίας Robusta κατά 20%, ποιότητας Gold, καθαρού βάρους 1.008 κιλών αντί τιμήματος 4.687,20 ευρώ, 6) 108 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 6 αεροστεγείς συσκευασίες του ενός (1) κιλού µε αλεσμένο καφέ espresso από χαρμάνι ποικιλίας Arabica κατά 80% και ποικιλία; Robusta κατά 20%, ποικιλίας Gold, καθαρού βάρους 648 κιλών αντί τιμήματος 3.045,60 ευρώ, 7) 96 χαρτοκιβώτια, το καθένα με περιεχόμενο 6 αεροστεγείς συσκευασία; των 250 γραμμαρίων µε αλεσμένο καφέ espresso ποικιλίας Arabica 100% decaffeinated, ποιότητας Platinum, καθαρού βάρους 144 κιλών αντί τιμήματος 978,24 ευρώ, το οποίο τοποθετήθηκε σε 66 παλέτες, συνολικής αξίας 462 ευρώ, η δε πώληση περιλάμβανε τη ρήτρα ΕΧ WORΚS του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, κατά την οποία η πρώτη ενάγουσα αγοράστρια φέρει τον κίνδυνο της χειροτέρευσης ή απώλειας του εμπορεύματος από την παράδοση αυτού στο μεταφορέα, και βαρύνεται με τις δαπάνες μεταφοράς. Σε συνέχεια, δε, της ανωτέρω συνεργασία τους η πρώτη ενάγουσα συμφώνησε με την πρώτη εναγόμενη να αναλάβει η τελευταία τη μεταφορά των προαναφερόμενων εμπορευμάτων· συγκεκριμένα, στις 17-3-2015 συνεννοήθηκε με το δεύτερο εναγόμενο, ………, για την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς, ο οποίος τον ενημέρωσε με ηλεκτρονικό μήνυμα για τον αριθμό κυκλοφορίας του φορτηγού, ….., και του τράκτορα, …., ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης μεταφορικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», με τα οποία θα πραγματοποιούνταν η μεταφορά από τις αποθήκες της ιταλικής εταιρίας – προμηθεύτριας του καφέ (…..) στην πόλη …………. Ιταλίας, στην Ελλάδα προς τις αποθήκες της εταιρίας ………….. στη θέση …………..Βοιωτίας για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας, για την οποία (μεταφορά) εκδόθηκαν το από 17-3-2015 δελτίο παράδοσης (CMR) (delivery note) (Δ.Σ. Γενεύης) – φορτωτική, υπογεγραμμένο από τον αντιπρόσωπο, εταιρία με την επωνυμία «…………», της προμηθεύτριας ιταλικής εταιρίας (…….) ως αποστολέα και του οδηγού, βούλγαρου υπηκόου αγνώστων λοιπών στοιχείων, του µε βουλγάρικες πινακίδες ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου, ως αντιπροσώπου της βουλγάρικης διεθνούς οδικής μεταφορέα – τέταρτης εναγόμενης, προς παράδοσή του στις αποθήκες της πρώτης ενάγουσας και παραλήπτριας, στον …………… Βοιωτίας στην ημεδαπή, καθώς και το με αριθμό ……./16-3-2015 έγγραφο μεταφοράς της προμηθεύτριας ιταλικής εταιρίας (……) με υπογραφή του οδηγού στις 17-3-2015 ώρα 14.30’ ως έναρξη μεταφοράς. Παρά την προγενέστερη συνεργασία τους με τη ανωτέρω βουλγαρική μεταφορική εταιρία, στην επίδικη ο οδηγός του μεταφορικού μέσου ζήτησε το πρωτότυπο τιμολόγιο, αφού θα διερχόταν από τη Σερβία, όπου του ήταν απαραίτητο για τελωνειακούς λόγους· για την ολοκλήρωση της μεταφοράς, δε, η προμηθεύτρια εταιρία (……..) ζήτησε την έγκριση της πρώτης ενάγουσας, η οποία με το από 17-3-2015 ώρα 15.32’ ηλεκτρονικό μήνυμα της ………, υπαλλήλου της πρώτης ενάγουσας, ενέκρινε την παράδοση του πρωτότυπου τιμολογίου στο βούλγαρο οδηγό μαθαίνοντας την αλλαγή διαδρομής του φορτίου μέσω Σερβίας, και όχι ακτοπλοϊκά και μέσω Πάτρας. Στη συνέχεια, και ενώ ο προβλεπόμενος χρόνος παράδοσης, σύμφωνα µε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, ήταν η 20η-3-2015, το φορτίο δεν παραδόθηκε και ο υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, ………., ζητώντας εξηγήσεις για την καθυστέρηση παράδοσης του επίδικου φορτίου, διαπίστωσε ότι ο δεύτερος εναγόμενος, …………, συμβλήθηκε με την τρίτη εναγόμενη, …………, η οποία συμβλήθηκε με την τέταρτη εναγόμενη βουλγαρική εταιρία, η οποία εκτέλεσε τη μεταφορά. Για την καθυστέρηση της παράδοσης η υπάλληλος της τρίτης εναγόμενης, ………., ενημέρωσε την πρώτη εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, στις 20-3-20215 ώρα 12.08’ με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ότι το φορτηγό έχει ελαφριά βλάβη στο πλαίσιο (σασί), ότι σταμάτησε στην Κροατία για επισκευή και ότι η παράδοση θα πραγματοποιηθεί στις 23-3-2015. Ωστόσο, ούτε στις 23-3-2015 ούτε μεταγενέστερα παραδόθηκε το επίδικο φορτίο καφέ στις αποθήκες της πρώτης ενάγουσας – παραλήπτριας, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, αλλά και τις διαμαρτυρίες της πρώτης ενάγουσας προς την πρώτη εναγόμενη. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγόμενη, . …….., άσκησε την από 26-3-2015, με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/27-3-2015, αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της τέταρτης εναγόμενης βουλγαρικής εταιρίας – μεταφορέα, η οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα, διά του οδηγού του ανωτέρω φορτηγού της, το επίδικο φορτίο καφέ με το πρόσχημα ότι διατηρεί χρηματική απαίτηση ύψους 30.000 ευρώ σε βάρος της αιτούσας – τρίτης εναγόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από 23-3-2015 μέχρι 30-4-2015 η πρώτη εναγόμενη έκανε προσπάθειες για την ανάκτηση του υπεξαιρεθέντος φορτίου καφέ, ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, αποστέλλοντας μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενη προς συνεννόηση και για τις ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν για το σκοπό αυτό· επιπλέον, η πρώτη εναγόμενη επικοινώνησε με τη βουλγαρική εμπορική και μεταφορική εταιρία με την επωνυμία «…………», με την οποία συνεργαζόταν, προς διερεύνηση της υπόθεσης, ιδίως τον τόπο στάθμευσης του οχήματος – φορτηγού με τράκτορα της επίδικης μεταφοράς, ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης, και αφού διαπίστωσε την άρνηση της τελευταίας να αποδεσμεύσει το φορτίο καφέ, ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, και κατόπιν συμβουλών από δικηγόρο στη Σόφια Βουλγαρίας, κα ……, ενημέρωσε τους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, κκ. ………. και ….. ……, α) στις 28-4-2015 ότι μόνο η πρώτη ενάγουσα ως παραλήπτρια δικαιούται να καταθέσει μήνυση στις βουλγαρικές αστυνομικές αρχές προς διεκδίκηση του επίδικου φορτίου, β) στις 29-4-2020 ότι δεν είναι αναγκαία η παρουσία αντιπροσώπου της πρώτης ενάγουσας στη Βουλγαρία, και ότι αρκεί να παρουσιαστεί υπάλληλος της εταιρίας με τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα, και γ) στις 30-4-2015 ότι σε περίπτωση που η πρώτη ενάγουσα δεν έχει ενεργήσει σχετικά για την ανάκτηση του φορτίου να εξουσιοδοτήσει η τελευταία την πρώτη εναγόμενη ώστε εκπρόσωπός της να νομιμοποιηθεί για την κατάθεση μήνυσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι τουλάχιστον από 23-4-2015 η πρώτη ενάγουσα γνωρίζει την εμπλοκή του δεύτερου και τρίτης εναγόμενων ως ενδιάμεσων παραγγελιοδόχων μεταφοράς, όπως αποδεικνύεται από το από 23-4-2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της υπαλλήλου της …………., με το οποίο ζητά για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας να δρομολογηθεί συνάντηση με το δικηγόρο της τελευταίας και την τρίτη εναγόμενη, το οποίο επιβεβαιώνεται από το από 27-4-2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της πρώτης εναγόμενης, ενώ στην από 29-4-2015 διαμαρτυρία της πρώτης ενάγουσας, που υπογράφεται από τον οικονομικό διευθυντή ………. και το δικηγόρο …….., προς την πρώτη εναγόμενη ρητά αναφέρεται ότι ήδη από 22-4-2015 τηλεφωνικά και με ηλεκτρονικά μηνύματα η πρώτη ενάγουσα γνώριζε την εμπλοκή της τρίτης εναγόμενης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης, ……. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ζημία της πρώτης ενάγουσα από την απώλεια του επίδικου φορτίου καφέ, συνολικής αξίας 63.196,80 ευρώ, οφείλεται σε πταίσμα της τέταρτης εναγόμενης – βουλγαρικής εταιρίας μεταφοράς και στον οδηγό αυτής, στους οποίους είχε αναθέσει τη μεταφορά, η τρίτη εναγόμενη, …………., ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, η οποία είχε λάβει σχετική εντολή από το δεύτερο εναγόμενο, ………, ενδιάμεσος παραγγελιοδόχο μεταφοράς, με τον οποίο συνεργαζόταν η πρώτη εναγόμενη από τον Ιανουάριο του έτους 2014 και στον οποίο ανέθεσε την ένδικη μεταφορά· ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγόμενη, διά του εκπροσώπου αυτής, …….., και του αγνώστων στοιχείων οδηγού και πιθανόν άλλων αγνώστων εμπλεκομένων ατόμων, ιδιοποιήθηκε παράνομα το επίδικο εμπόρευμα, ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, χωρίς να έχει δικαίωμα νομίμου ενεχύρου σε αυτό, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι οικονομικής φύσης διαφορές της αφορούσαν συναλλαγές με την τρίτη εναγόμενη, ………., και όχι με την πρώτη ενάγουσα, ιδιοκτησία της οποίας αποτελούσε το επίδικο φορτίο. Επομένως, η ανωτέρω ζημία προκλήθηκε από «ηθελημένη κακή διαχείριση» της τέταρτης εναγόμενης – μεταφορέα, σύμφωνα µε το άρθρο 29 § 1 της Διεθνούς Σύμβασης CMR, δηλαδή οφείλεται σε δόλο, µε αποτέλεσμα την αδικοπρακτική ευθύνη της τέταρτης εναγόμενης – μεταφορέα προς αποζημίωση έναντι της πρώτης ενάγουσας εταιρίας – παραλήπτριας των εμπορευμάτων. Συνυπεύθυνη, δε, προς καταβολή εξαιτίας της εγγυητικής ευθύνης της είναι η πρώτη εναγόμενη ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, χωρίς να δύναται να απαλλαγεί με συμφωνία απαλλακτικής ρήτρας, εφόσον, όπως προαναφέρεται, η μεταφορέας τέταρτη εναγόμενη ενήργησε από δόλο (άρθρο 332 § 1 ΑΚ), ιδιοποιούμενη τα επίδικα εμπορεύματα, ο προδιατυπωμένος, δε, όρος με αριθμό 8 στο από 26-1-2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της πρώτης εναγόμενης προς την πρώτη ενάγουσα για το ύψος της προσφοράς για την εκτέλεση μεταφορών του έτους 2015, δεν αποτέλεσε μέρος σύμβασης μεταφοράς ούτε αποδείχθηκε ότι περιλήφθηκαν στη φορτωτική ή σε άλλο έγγραφο μεταφοράς, που έχει υπογραφεί από την πρώτη ενάγουσα, ή νόμιμο αντιπρόσωπο αυτής, και επομένως είναι ανίσχυρος. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη, αρχική παραγγελιοδόχος μεταφοράς, μετά την αποδοχή της πρότασης για την εκτέλεση της ένδικης μεταφοράς από την πρώτη ενάγουσα, συμβλήθηκε με το δεύτερο εναγόμενο, ………, στις 17-3-2015, για την πραγματοποίηση της μεταφοράς, αγνοώντας τη μεσολάβηση της τρίτης εναγόμενης, ………., ως ενδιάμεσης παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αλλά και τις οικονομικές σχέσεις και διαφορές μεταξύ αυτής και της τέταρτης εναγόμενης βουλγαρικής εταιρίας μεταφορών, ώστε να δύναται να προβλέψει ότι υπήρχε πιθανότητα κακής εκτέλεσης της μεταφοράς από την πλευρά του μεταφορέα, της τέταρτης εναγόμενης βουλγαρικής εταιρίας· επιπλέον, δε, η πρώτη εναγόμενη μόλις διαπίστωσε την ανώμαλη εξέλιξη της μεταφοράς και την παράνομη ιδιοποίηση του ένδικου φορτίου από την τέταρτη εναγόμενη, επέδειξε πραγματικό ενδιαφέρον απευθυνόμενη, με τους εκπροσώπους της, σε συνεργάτες της στη Βουλγαρία, «…………..», οι οποίοι, διενεργώντας έρευνα για την τέταρτη εναγόμενη, διαπίστωσαν και την πληροφόρησαν για την παρακράτηση των εμπορευμάτων, ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, προέβησαν σε διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των εμπορευμάτων, την οποία αρνήθηκε η τέταρτη εναγόμενη, και τέλος συμβουλεύτηκαν βούλγαρο δικηγόρο για τις νόμιμες ενέργειες, που έπρεπε να ακολουθήσουν ο αποστολέας ή η παραλήπτρια εταιρία – πρώτη ενάγουσα για την ανάκτηση των εμπορευμάτων της. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω νομική σκέψη, ενεργητικά νομιμοποιούμενοι είναι ο αποστολέας ή και ο παραλήπτης των μεταφερόμενων αντικειμένων, ενώ ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς θα μπορούσε να ενεργήσει κατόπιν εντολής και πληρεξουσιότητας από τον αποστολέα ή τον παραλήπτη. Επομένως, η άρνηση συνεργασίας της πρώτης ενάγουσας κατέστησε ανέφικτη οποιαδήποτε αυτόβουλη ενέργεια της πρώτης εναγόμενης για την ανάκτηση του παράνομα ιδιοποιηθέντος φορτίου καφέ, ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας· με τον τρόπο αυτό, δε, η υπεξαίρεση των εμπορευμάτων από την τέταρτη εναγόμενη – μεταφορέα αποτέλεσε «ακαταμάχητη δύναμη», δηλαδή ανωτέρα βία, με την έννοια ότι η ζημία που προκλήθηκε στην πρώτη ενάγουσα από την παράνομη ιδιοποίηση του επίδικου εμπορεύματος, ιδιοκτησίας της, από την τέταρτη εναγόμενη – μεταφορέα, οφείλεται σε γεγονός, το οποίο με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως αναλύονται ανωτέρω – μεσολάβηση ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου μεταφοράς (τρίτη εναγόμενη), οικονομικές διαφορές της τελευταίας με την τέταρτη εναγόμενη (μεταφορέα), προηγούμενες επιτυχημένες συνεργασίες της πρώτης εναγόμενης με τους δεύτερο και τέταρτη εναγόμενους – δεν ήταν δυνατόν να προβλέψει και αποτρέψει η πρώτη εναγόμενη και με μέτρα ακόμη άκρας επιμέλειας και σύνεσης, επιπλέον, δε, μετά την επέλευση της ζημιογόνου κατάστασης της ήταν αδύνατο να το αντιμετωπίσει χωρίς τη συνδρομή της πρώτης ενάγουσας – παραλήπτριας των επίδικων εμπορευμάτων. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, είχε ασφαλίσει με το από 23-9-2014 διαρκές ασφαλιστήριο μεταφορών την ασφαλιστική κάλυψη για ζημία ή απώλεια εμπορευμάτων της πρώτης ενάγουσας κατά το στάδιο της μεταφοράς τους από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και τρίτες χώρες προς την Ελλάδα, µε περίοδο ασφάλισης από 30-9-2014 μέχρι και 30-9-2015, µε ανώτατο κατά περίπτωση όριο φόρτωσης το ποσό των 300.000 ευρώ και ανώτατο όριο συσσώρευσης το ποσό του 1.200.000 ευρώ. Για την επίδικη μεταφορά και την απώλεια των ένδικων εμπορευμάτων, παρά το γεγονός ότι η πρώτη ενάγουσα παρέβη τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, και συγκεκριμένα ενώ γνώριζε ότι ο οδηγός του βουλγαρικών πινακίδων κυκλοφορίας οχήματος (φορτηγού …., και τράκτορα, …….) θα ακολουθούσε άλλη διαδρομή διασχίζοντας τη Σερβία, και όχι τη συνήθη μέσω Ancona ή Brindisi με Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο προς Πάτρα και οδικώς προς Βοιωτία, δεν πληροφόρησε σχετικά τη δεύτερη ενάγουσα, αντίθετα συναίνεσε, στις 17-3-2015, στην παράδοση του πρωτότυπου τιμολογίου του ένδικου φορτίου στο βούλγαρο οδηγό προς χρήση για τελωνειακούς λόγους στη Σερβία, η δεύτερη ενάγουσα σύναψε με την πρώτη ενάγουσα, στις 3-10-2015, πρακτικό συμβιβασμού για την καταβολή του ποσού των 40.000 ευρώ προς εξόφληση ασφαλιστικής απαίτησης, το οποίο κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα στις 6-10-2015· ωστόσο, η συμφωνία συμβιβασμού αφορά τις ενάγουσες και δεν μπορεί να δεσμεύσει τον υπαίτιο τρίτο, στην προκείμενη περίπτωση την πρώτη εναγόμενη, και να αξιωθεί από αυτή το παραπάνω ποσό, καθόσον στην πραγματικότητα δεν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις της ασφαλιστικής σύμβασης, αντίθετα η παρέκκλιση του μεταφορικού μέσου από τη συνήθη διαδρομή προς τον προορισμό του συνεπαγόταν την αυτόματη άρση της ασφαλιστικής κάλυψης και ελευθέρωση του ασφαλιστή, όπως συνομολογούν οι ενάγουσες στην αγωγή τους, καθόσον η βάση της αγωγής της δεύτερης ενάγουσας είναι η ασφαλιστική σύμβαση και δυνάμει αυτής η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, για τον οποίο θα όφειλε να αποζημιώσει την πρώτη ενάγουσα. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο τελευταίο μέρος της ανωτέρω νομικής σκέψης, με την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην πρώτη εναγόμενη οι ενάγουσες ανήγγειλαν την εκχώρηση της απαίτησης της πρώτης ενάγουσας κατά το ποσό των 40.000 ευρώ στη δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, η δεύτερη ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και τη διεκδίκηση του ανωτέρω ποσού, που ήδη κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα, κατά της διατάξεις της συμβατικής εκχώρησης. Όμως, η πρώτη εναγόμενη μπορεί να αντιτάξει κατά της δεύτερης ενάγουσας όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που της ανήκουν από την απαίτηση, κατά της εκχωρήτριας – πρώτης ενάγουσας, αφού δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο της τελευταίας και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση η απαλλαγή της πρώτης εναγόμενης από την εγγυητική ευθύνη της απέναντι στην πρώτη ενάγουσα προς αποζημίωση, διότι, όπως αποδείχθηκε υπήρξε «ακαταμάχητη δύναμη», δηλαδή ανωτέρα βία, αφού η ζημία της πρώτης ενάγουσας, από την παράνομη ιδιοποίηση του επίδικου φορτίου καφέ ιδιοκτησίας της, οφείλεται σε γεγονός, το οποίο με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και αποτραπεί από την πρώτη εναγόμενη και με μέτρα ακόμη άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η ζημία των εναγουσών, ήδη εφεσίβλητων, προκλήθηκε από γεγονότα, που αίρουν την εγγυητική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, καθόσον οφείλονται σε γεγονότα ανωτέρας βίας, τα οποία δεν μπορούσε να προβλέψει και αποτρέψει η τελευταία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δε, που κατέληξε σε αντίθετη κρίση, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, αφού κρατηθεί, δε, η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί στην ουσία της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 9-3-2020, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2020, έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 1309/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία – εκκαλούσα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………., ποσού 100 ευρώ) της έφεσης στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-5-2016, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./2016, αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 30-11-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 1η-12-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ