ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 712/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σταματίου Κουντούρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ναυτιλιακής εταιρίας ……………., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Βιολέττας Καλφοπούλου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 28-9-2014 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/6-10-2014 αγωγή. Επ’ αυτής εκδόθηκε εν τέλει, κατόπιν παραπομπής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η με αριθ. 3165/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της. Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων με την από 13-9-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……../13-9-2021 έφεσή του, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (22-9-2022), κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε εκφωνήθηκε αυτή με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 13-9-2021 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …../13-9-2021 έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος, κατά της με αριθ. 3165/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β’,516 παρ. 1, 517 περ. α’, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενόψει του ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31-7-2020 και από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, κάτι που ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, ενώ, μέχρι την κατάθεση της έφεσης δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (27-1-2020). Επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας δεν απαιτείται η κατάθεση του παράβολου της παρ. 3Αβ’ του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, ως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, λόγω της φύσης της ένδικης διαφοράς ως εργατικής, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Με την από 28-9-2014 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ ……/6-10-2014 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων εξέθεσε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά την 12-10-2000 με την πρώτη εναγόμενη Λιβεριανή εταιρία, η οποία διατηρεί γραφείο στη …… Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα από το δεύτερο εναγόμενο και είναι διαχειρίστρια των κατονομαζόμενων δεκαεπτά πλοίων υπό αλλοδαπή σημαία, προσλήφθηκε απ’ αυτήν με την ιδιότητά του, καθότι τυγχάνει αρχιμηχανικός, προκειμένου να επιμελείται τα πλοία αυτά, είτε βρίσκονταν στην Ελλάδα για επισκευές και συντήρηση είτε ήταν εν πλω, κατόπιν ναυτολόγησής του σ’ αυτά για το σκοπό αυτό. Ότι στα πλαίσια της άνω σύμβασης εργασίας του, άλλοτε ταξίδευε στο εξωτερικό, απουσιάζοντας για πολλούς μήνες σε κάθε ταξίδι, ανήκοντας στο συγκροτημένο πλήρωμα του πλοίου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά τον πλου και αντιμετωπίζοντας τους ίδιους με τους ναυτικούς θαλάσσιους κινδύνους και άλλοτε παρείχε χερσαία εργασία, έχοντας καθήκον να αντιμετωπίζει οιοδήποτε μηχανικής φύσης πρόβλημα τυχόν ανέκυπτε σε οιοδήποτε πλοίο διαχείρισης της πρώτης εναγόμενης, ευρισκόμενος σε διαρκή επικοινωνία με τους μηχανικούς και τους πλοιάρχους τους κατά τον πλου αυτών και όντας έτοιμος να μεταβεί οπουδήποτε του ζητείτο. Ότι, ενώ στην πραγματικότητα ασκούσε τα άνω καθήκοντα και η συναφθείσα σύμβαση εργασίας του έφερε μικτό χαρακτήρα χερσαίας και ναυτικής, ήτοι σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στην ξηρά και σύμβασης ναυτολόγησης στη θάλασσα, καθεμία από τις οποίες διέπεται από τις προβλεπόμενες γι’ αυτήν διατάξεις, στην από 6-11-2000 γνωστοποίηση όρων ατομικής σύμβασης εργασίας του φέρεται εικονικά ως υπάλληλος γραφείου, για λόγους οικονομικού συμφέροντος της πρώτης εναγόμενης. Ότι ο συμφωνηθείς και πραγματικά καταβαλλόμενος σ’ αυτόν μισθός, κατόπιν αναπροσαρμογών, ανήλθε το έτος 2011 στο ποσό των 4.200,00 ευρώ και στη συνέχεια μειώθηκε στο ποσό των 3.902,78 ευρώ μέχρι την 1-6-2013 οπότε λύθηκε η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λόγω οικειοθελούς αποχώρησής του, επειδή οι εναγόμενοι από τον Αύγουστο 2012 μέχρι και το Μάιο 2013 δεν του κατέβαλαν τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, καθώς και τα δώρα εορτών, τα επιδόματα αδείας και το υπόλοιπο αποδοχών αδείας του. Ότι η προς αυτόν οφειλή για τις άνω αιτίες κατά την άνω λύση της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 47.672,16 ευρώ, μετ’ αφαίρεση του ποσού των 17.500,00 ευρώ που του κατέβαλαν μέχρι τότε οι εναγόμενοι έναντι των οφειλόμενων. Ότι, επιπλέον δικαιούται αποζημίωση απόλυσης ποσού 1.951,39 ευρώ λόγω καταγγελίας της σύμβασής του για βαριά παράβαση των υποχρεώσεων της εργοδοσίας απέναντί του, αφού δεν του καταβλήθηκαν οι άνω δεδουλευμένες αποδοχές του. Ότι δικαιούται ακόμη εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 10.044,00 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του ως εργαζόμενου εξαιτίας της μη καταβολής των άνω δεδουλευμένων αποδοχών του. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από τη σύμβαση εργασίας του (την οποία χαρακτήρισε ως μικτή σύμβαση χερσαίας και ναυτικής εργασίας) και ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου εκ της ιδιότητός του ως νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, άλλως, επικουρικά, ευθύνη αμφοτέρων κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι να του καταβάλουν α) για δεδουλευμένες αποδοχές του κατά τη χρονική περίοδο από Αύγουστο 2012 έως και Μάιο 2013 (συμφωνημένους μισθούς, επίδομα εορτών Πάσχα 2013, επιδόματα αδείας ετών 2012 και 2013 και υπόλοιπο αποδοχών αδείας για 116 ημέρες μη χορηγηθείσας άδειας) το συνολικό ποσό των 47.672,16 ευρώ, β) για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000,00 ευρώ (επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει υπόλοιπο ποσό 44,00 ευρώ παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στη σχετική ποινική δίκη κατά του δεύτερου εναγόμενου) και γ) γι’ αποζημίωση απόλυσης μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων της εργοδοσίας εναντίον του, το ποσό των 1.951,39 ευρώ, ήτοι συνολικά 59.623,55 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας αποχώρησής του (1-6-2013), πλην του ποσού αποζημίωσης απόλυσης, το οποίο ζήτησε με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η με αριθ. 1233/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη (λειτουργικά) και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) ως καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Ακολούθως, με την από 12-5-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/12-5-2017 κλήση του ενάγοντος κατά των εναγόμενων, η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε επ’ αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, τη με αριθ. 813/2018 απόφασή του, με την οποία θεώρησε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς το δεύτερο εναγόμενο λόγω παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής ως προς αυτόν, ενώ, ως προς την πρώτη εναγόμενη κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη τελεσιδικίας της άνω με αριθ. 1233/2016 παραπεμπτικής απόφασης. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτής, με την από 22-3-2018 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …../22-3-2018 κλήση του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγόμενης, η αγωγή επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο εξέδωσε επ’ αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, την εκκαλούμενη με αριθ. 3165/2019 απόφασή του, με την οποία – εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή δεν αμφισβητείται – απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της και δη ως αόριστη καθ’ ο μέρος αφορά αξιώσεις για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωσης απόλυσης και ως νόμω αβάσιμη καθ’ ο μέρος αφορά αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο ενάγων με τους λόγους της έφεσής του, που συνιστούν παράπονα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή στο σύνολό της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (Α.Π. 202/2019, Α.Π. 574/2018, Α.Π. 1130/2015, Α.Π. 1709/2013, Α.Π. 864/2010, Α.Π. 1657/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχάλη Μαργαρίτη – Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 13, σ. 810, (Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 2256, σ. 561). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια (Α.Π. 449/2021, Α.Π. 574/2018, Α.Π. 1657/2002, Εφ.Θρ. 2/2022, Εφ.Πειρ. 57/2021, Εφ.Πειρ. 103/2020, Εφ.Πειρ. 162/2020, Εφ.Λαρ. 507/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχάλη Μαργαρίτη – Άντα Μαργαρίτη, ό.α, αριθ. 17, σ. 811). Εάν όμως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (Α.Π. 384/2022, www.areiospagos.gr, Α.Π. 202/2019, Α.Π. 574/2018, Α.Π. 19/2018, Α.Π. 1003/2017, Α.Π. 738/2013, Α.Π. 1608/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται επιπροσθέτως να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, που αποτελεί και αίτημα της έφεσης, αλλιώς το δικόγραφο είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, αριθ. 1077, σ. 286, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542, σ. 221, Εφ.Κρ. 2/2022, Εφ.Αθ. 287/2022, Εφ.Πατρ. 128/2021, Εφ.Πειρ. 2308/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αλυσιτελής είναι ο λόγος της έφεσης που πλήττει την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αν η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (Α.Π. 323/1989, ΕλλΔνη 31, 770, Εφ.Θεσ. 2654/2019, Εφ.Πειρ. 377/2021, Εφ.Πειρ. 57/2021, Εφ.Θεσ. 110/2017, Εφ.Δωδ. 49/2014, Εφ.Πειρ. 420/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, αριθ. 1078, σ. 286, Σ. Σαμουήλ, ό.α, παρ. 542, σ. 222).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους εκτιθέμενους, χωρίς αρίθμηση, λόγους της έφεσής του, ο ενάγων προβάλλει επί λέξει τις αιτιάσεις ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση, όχι ορθά, αλλά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και πλημμελή εκτίμηση των εν γένει εγγράφων της δικογραφίας, των εγγράφων που προσεκόμισα και επικαλέστηκα, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων, ενόρκων βεβαιώσεων, και όλου γενικά του αποδεικτικού υλικού και των πραγματικών περιστατικών και όλην την εν γένει ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, απέρριψε την από 28-9-2014 αγωγή μου, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης με την αιτιολογία ότι ο ισχυρισμός μου ότι παρείχα τόσο χερσαία όσο και ναυτική εργασία λαμβάνοντας και για τις δύο αυτές παροχές έναν μισθό τυγχάνει αντιφατικός. Αναφορικώς δε με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έκρινε αυτήν νόμω αβάσιμη. Έσφαλε η εκκαλουμένη όμως μη λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι δύναται να συναφθεί μικτή σύμβαση εργασίας, περιλαμβάνουσα διάφορους τύπους συμβάσεων, έκαστος των οποίων να είναι πλήρης και ουδεμία αοριστία ή αντιφατικότητα προκαλείται εξ αυτού του λόγου. Εξάλλου μικτή σύμβαση είναι η ενιαία εκείνη σύμβαση, η οποία εμφανίζει μία άγνωστη στο νόμο σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους “τύπους” συμβάσεων. Οι μικτές συμβάσεις εμφανίζονται συνήθως με μία από τις ακόλουθες μορφιές: 1. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει περισσότερες παροχές που ανήκουν η καθεμία τους σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, αλλά η μία είναι (οικονομικώς και νομικώς) κύρια, ενώ οι άλλες παρεπόμενες (τυπικές συμβάσεις με παρεπόμενη παροχή διαφορετικού τύπου). Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται βασικά η μέθοδος της “απορρόφησης ή αφομοίωσης”, κατά την οποία θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά ποια είναι η οικονομικώς κύρια παροχή. Πάντως και εδώ θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μήπως ενδεχόμενη ανωμαλία σχετικά με την εξέλιξη μιας από τις οφειλόμενες παροχές (ακόμη και της παρεπόμενης) και η συνακόλουθη δημιουργία “καταργητικού λόγου” ως προς αυτήν (λ.χ. δικαιώματος καταγγελίας, υπαναχωρήσεως, κ.λπ.) επηρεάζει την τύχη της όλης συμβάσεως. 2. Συμβάσεις, όπως οι παραπάνω, όπου όμως οι περισσότερες παροχές που οφείλει ο ένας συμβαλλόμενος είναι οικονομικώς ισοδύναμες μεταξύ τους και νομικώς κύριες (“δίδυμες”) συμβάσεις. Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται βασικά η “μέθοδος του συνδυασμού”, κατά την οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν παράλληλα για καθεμία από τις σωρευόμενες παροχές, οι κανόνες του συμβατικού τύπου, στον οποίο αυτή, ανήκει, χωρίς όμως να παραβλέπεται και η ενότητα της μικτής συμβάσεως, ιδίως όταν μία ανωμαλία σε κάποια από τις παροχές δημιουργεί έναν “καταργητικό λόγο”. 3. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει (κύρια) παροχή που ανήκει σε ορισμένο συμβατικό τύπο (ή και περισσότερες παροχές που ανήκουν σε διαφορετικό συμβατικό τύπο η καθεμία), ενώ ο αντισυμβαλλόμενος του οφείλει αντιπαροχή που ανήκει σε άλλον συμβατικό τύπο. 4. Συμβάσεις, όπου η μία ενιαία παροχή του ενός συμβαλλόμενου περιέχει τα χαρακτηριστικά περισσότερων συμβατικών τύπων (συμβάσεις ενιαίας μικτής παροχής). Υπό τα προεκτεθέντα, η σύμβαση εργασίας μου με την εφεσίβλητη έφερε μικτό χαρακτήρα, ήτοι τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας στην ξηρά, και τα της συμβάσεως ναυτολογήσεως στην θάλασσα και τούτο απεδείχθη εξάλλου από την διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μη δυνάμενου συνεπώς εμού του ενάγοντος – εκκαλούντος να παραθέσω άλλως το ιστορικό της απασχολήσεως μου και της εργασιακής μου σχέσης με την εφεσίβλητη αφού έτσι είχαν τα πραγματικά περιστατικά και ο νομικός χαρακτηρισμός εναπόκειτο αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Δικάσαν Δικαστήριο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της εργασιακής μου σχέσης με την εφεσίβλητη κατά το αγωγικό δικόγραφο, έπρεπε να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση αυτής και αποδεικνυομένων αληθών όλων των περιστατικών που εκθέτω να καταδικάσει την εφεσίβλητη να μου καταβάλει άπαντα τα αγωγικά κονδύλια, δεχόμενη την κύρια βάσης αυτής, άλλως δεχόμενη την επικουρική του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τον νόμο και εκτιμούσε σωστά όλες τις προσαχθείσες ενώπιον της αποδείξεις όφειλε να δεχτεί την αγωγή μου και να μου επιδικάσει άπαντα τα αγωγικά κονδύλια». Με το άνω περιεχόμενο και με βάση τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, οι ως άνω παρατιθέμενοι λόγοι έφεσης, καθ’ ο μέρος αποδίδουν στην εκκαλούμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι ο εκκαλών δεν επικαλείται με αυτούς εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία συγκεκριμένων νομικών διατάξεων, ούτε και περιστατικά που κατ’ αυτόν στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια, παρά μόνο παραθέτει γενικές σκέψεις για περιπτώσεις εμφάνισης μικτών συμβάσεων, χωρίς να αναφέρει που στηρίζονται οι σκέψεις αυτές. Καθ’ ο μέρος, δε, αποδίδουν στην εκκαλούμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (αλυσιτελείς), δεδομένου ότι στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια προϋποθέτει διάγνωση της υπόθεσης βάσει των αποδείξεων, ήτοι ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, όπως εν προκειμένω, έστω και αν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκείς (Εφ.Πειρ. 377/2021, Εφ.Πειρ. 57/2021, Εφ.Λαρ. 122/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 99/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 81/2021, www.efeteio-peir.gr).
Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται παραδεκτά κάποιος λόγος έφεσης, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο, να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως απαράδεκτη (άρθρο 523 Κ.Πολ.Δ.). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττήθηκε (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Δεκεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ