Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 720/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 720/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την αίτηση αναστολής κατά της εκτέλεσης και κατά κατασχετήριας έκθεσης.

ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ : 1) ………….. 2) ……………που παραστάθηκαν ο πρώτος μετά και η δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεράσιμου Παπακωστόπουλου,

ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ :  Η ανώνυμη εταιρεία ………………….., ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού ………………… και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………….. και εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Νάκη.

Οι αιτούντες κατέθεσαν ενώπιον της Γραμματείας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με ημερομηνία 12.05.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../13.05.2022 ) ανακοπή κατά πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και τους με ημερομηνία 16.09.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./16.09.2022) πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, επί των οποίων, κατόπιν συνεκδίκασης, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η 3645/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους.

Κατά της απόφασης αυτής, οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 5.12.2022 έφεσή τους, κατατεθείσα την ίδια ως άνω ημερομηνία στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022. Ακολούθως οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 5.12.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022) αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης και της …../29.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………… και κατά κάθε άλλης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όπως αυτή εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στα σημειώματά τους ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές, ενώ εξετάσθηκε ως μάρτυρας εκ μέρους των αιτούντων ο ………………

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022 αίτηση ζητείται η άνευ ορισμού εγγυήσεως, αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και του ορισθέντος για τις 14.12.2022 αναγκαστικού πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας των αιτούντων που επισπεύδεται από την καθ’ης σε βάρος τους, δυνάμει της με αριθμό …../29.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή  του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας από τους αιτούντες από 5.12.2022 έφεσης κατά της 3645/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η από 12.5.2022 ανακοπή τους (Γ.Α.Κ. ……/2022, Ε.Α.Κ. ……/2022) και οι από 16.9.2022 πρόσθετοι λόγοι τους (Γ.Α.Κ. …../2022, Ε.Α.Κ. …../2022) κατά της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης που εκείνοι άσκησαν κατά της ανωτέρω απόφασης. Η αίτηση, η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση των αιτούντων (άρθρο 937 § 1 περ. β εδαφ. γ’ ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. του ΚΠολΔ) είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 5.12.2022, δηλαδή πλέον των πέντε [5] εργάσιμων ημερών πριν από την προσδιορισθείσα για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, ενόψει και του ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως επίσης νομίμως και εμπροθέσμως είχε ασκηθεί και η (απορριφθείσα με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, ενώ με την έφεση παραπονούνται οι εκκαλούντες για την απόρριψη της ως άνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, ώστε να γίνουν δεκτοί οι επαναφερόμενοι με το εφετήριο λόγοι ανακοπής και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Επισημαίνεται ότι παραδεκτά ασκείται η αίτηση με αυτοτελές δικόγραφο κατ’ άρθρο 937 παρ 1 περ. β`, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με την παρ. 3 άρθρου ένατου του αυτού άρθρου και νόμου, διότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε μετά την 1.1.2016 και συγκεκριμένα στις 6.7.2021, ενώ δεν εφαρμόζεται το άρθρο 938, όπως προστέθηκε με το άρθρο 60 ν. 4842/2021, ΦΕΚ 190/13.10.2021, διότι το νέο αυτό άρθρο εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του, που είναι η 1.1.2022, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 116 παρ 6γ και 120 ν. 4842/2021.

Με τον πρώτο λόγο της ως άνω ανακοπής κατά της αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου τους, κυριότητάς τους κατά το ½ εξ αδιαιρέτου στη ….οδό αρ….. στον Δήμο ….. Αττικής, οι ανακόπτοντες πρόβαλαν ότι στην πληττομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ο φερόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις Νικόλαος Γ. Νάκης φέρεται να δίδει την, αναφερόμενη στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, από 25.02.2022 γραπτή εντολή προς τον ως άνω δικαστικό επιμελητή   ………….., για την αναγκαστική κατάσχεση της περιγραφόμενης σε αυτή ακίνητης περιουσίας και να εκπροσωπεί την καθ’ης, ως να είχε λάβει εξ αυτής την ειδική προς τούτο εντολή, εξουσιοδότηση και πληρεξουσιότητα να προβεί στην συγκεκριμένη ενέργεια, χωρίς όμως να αποδεικνύεται εγγράφως νομιμοποίησή του ή εξουσιοδότησή του ή πληρεξουσιότητά του για τις πράξεις και ενέργειες που φέρεται ότι έκανε για λογαριασμό της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, ούτε υπάρχει ενσωματωμένο στην προσβαλλόμενη ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κάποιο πληρεξούσιο έγγραφο ή εξουσιοδότηση, ούτε κοινοποιήθηκε ή γνωστοποιήθηκε τέτοιο, ούτε αναφέρεται τέτοιο στην πληττομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ότι επομένως δεν αποδεικνύεται ότι είχε, ο ως άνω φερόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος και υπογράφων την εντολή προς εκτέλεση, την ρητή και ειδική προς τούτο εντολή και την ειδική κατά νόμο πληρεξουσιότητα και το αντίστοιχο δικαίωμα προς άσκηση αυτού για λογαριασμό της καθ’ης και ότι γι’ αυτό η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πρέπει να ακυρωθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε αρχικώς στη μείζονα σκέψη του στην εκκαλούμενη απόφαση το καθεστώς που διέπει την εντολή προς τον δικ. επιμελητή για να προχωρήσει σε πράξεις εκτέλεσης σε βάρος του καθ’ ου οφειλέτη. Συγκεκριμένα ορθά δέχθηκε ότι: Οι κανόνες που επιβάλλουν ότι οι δίκες πρέπει να διεξάγονται από δικηγόρους (άρθρα 94 – 105 ΚΠολΔ) εφαρμόζονται και στις δίκες περί την εκτέλεση. Κατά το άρθρο 927 ΚΠολΔ, “η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή”. Η εντολή προς τον επιμελητή για εκτέλεση είναι πράξη εξώδικη, διότι δεν είναι δικόγραφο απευθυνόμενο προς το δικαστήριο, ούτε προκαλεί καμιά δίκη (Κιτσικόπουλος, Πολ. Δικ., άρθρο 870, παρ. 12, σημ. 2, σελ. 7602, Οικονομίδης – Λιβαδάς, Πολιτική Δικονομία, παρ. 18, σημ. 13,Γιδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 89, σελ. 203, σημ. 7, Τ. Οικονομόπουλου Εγχ.Πολ.Δικ., τόμ. 2, Β`, σελ. 221, Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, άρθρ. 927, σελ. 342, Σ. Σαρηγιαννίδης, Η προς τον δικαστικό επιμελητή εντολή, Αρμ 26.561, 564 contra Παπαδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 167). Επομένως μπορεί να την υπογράψει και ο ίδιος διάδικος, δηλ. ο δανειστής (Κιτσικόπουλος, ό.π., Σ. Σταυρόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 989 παρ. 3α, σελ. 1198, ΑΠ 401/54 ΕΕΝ 25.704, ΜονΠρΑθ 5296/80 ΝοΒ 29.576, ΕφΑθ 7899/74 ΝοΒ 23.194). Η σύνταξη της επιταγής για εκτέλεση είναι εξώδικη πράξη, αφού δεν απευθύνεται προς το Δικαστήριο, ούτε προκαλεί δίκη (Οικονομίδης – Λιβαδάς, παρ. 262, Κιτσικόπουλος, ό.π., άρθρ. 863,παρ. 23, σημ. 2, σελ. 7482, Σ. Σαρηγιαννίδης, ό.π., σελ. 564). Η επιταγή μπορεί να υπογραφεί από κάθε πληρεξούσιο του εντολέα και από δικηγόρο μη διορισμένο στο Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο επιτασσόμενος (Κιτσικόπουλος, ό.π., σελ. 7483, Γιδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 81, σελ. 175-176, Σαρηγιαννίδης, ό.π., σελ. 564 contra Ράμμος, Glasson Ε, 1009 α, σελ. 87-88 για την υπογραφή από το διάδικο). Ο πληρεξούσιος στη δίκη μπορεί να υπογράψει, αφού έχει το δικαίωμα της εκτέλεσης της απόφασης σύμφωνα με τα άρθρ. 94 επ. ΚΠολΔ  (Γιδόπουλος, ό.π., παρ. 81 και σημ. 3, Τ. Οικονομόπουλος, ό.π., σελ. 221) και δεν είναι ανάγκη να λάβει νέα πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω, από τον συν­δυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1 και 544 παρ. 4 ΚΠολΔ, 211, 219 και 238 ΑΚ, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστά­θηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς. Μια τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΕφΑθ836/1996 Δ/νη 37, 1667), πολλώ δε μάλλον από τη χορήγηση έγγραφης πληρεξουσιότητας και έγκρισης των προηγουμένων πράξεων του πληρεξουσίου δικηγόρου. Tέλος, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή τις παρεπόμενες πράξεις που αφορούν στη διεξαγωγή της δίκης… και να επιδιώκει την εκτέλεση καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. (ΜονΕφΠειρ 362/2021 δημ Νομος). Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση, η εντολή κατάσχεσης του ως άνω Δικηγόρου Νικόλαου Γ. Νάκη προς το δικαστικό επιμελητή δόθηκε με βάση υπάρχουσα πληρεξουσιότητα που είχε δοθεί στον ως άνω Δικηγόρο Αθηνών για την υποβολή της αίτησης έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου δόθηκε η εντολή κατάσχεσης (97, 104 ΚΠολΔ), πληρεξουσιότητα που είχε δοθεί από την δικαιοπάροχό «………….”, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./10.07.2018 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., και η οποία εντολή συνεχίζει στο πρόσωπο της καθ’ ης ως ειδικής διαδόχου της επιδικασθείσας απαίτησης, ενώ σε κάθε περίπτωση υφίσταται έγκριση για την ενέργεια της εντολής προς επιβολή κατασχέσεως με την παροχή νομότυπης πληρεξουσιότητας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο Νικόλαο Γ. Νάκη που παρίσταται στην παρούσα δίκη της ανακοπής που βάλλει κατά της εγκυρότητας της κατάσχεσης, η οποία (πληρεξουσιότητα) αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. ………./19.07.2022 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. Ότι επομένως ο λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος. Από την ανάγνωση του εισαγωγικού τμήματος της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι πράγματι ο δικηγόρος Νικόλαος Γ. Νάκης εκπροσώπησε κατά την εκδίκαση της ένδικης ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την καθ’ ης η ανακοπή, οπότε πράγματι υφίσταται έγκριση για την ενέργεια της εντολής προς επιβολή κατασχέσεως με την παροχή νομότυπης πληρεξουσιότητας στον εν λόγω πληρεξουσιο Δικηγόρο Νικόλαο Γ. Νάκη, οπότε ορθά απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής και απορριπτέος τυγχάνει ο σχετικός λόγος έφεσης. Σημειωτέον ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 993 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 954 παρ.1 εδ.β’ και 2-4 ΚΠολΔ σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει ότι αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της έκθεσης αναγαστικής κατάσχεσης ακινήτου η έγγραφη εξουσιοδότηση προς τον δικηγόρο που δίδει την εντολή στον δικαστικό επιμελητή να προχωρήσει σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, ούτε απαιτείται με ποινή ακυρότητας της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης να συγκοινοποιείται μαζί με την επιδιδόμενη έκθεση και έγγραφο πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο.

Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης οι ανακόπτοντες υποστήριξαν ότι η επίδικη αναγκαστική κατάσχεση του ως άνω ακινήτου τους, που διενεργήθηκε από τον πιο πάνω αναφερόμενο δικαστικό επιμελητή και συντάξαντα την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, έγινε όπως αναγράφεται στο σώμα αυτής “σήμερα στις είκοσι εννέα (29) του μηνός Απριλίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι δύο (2022), ημέρα Παρασκευή και ώρα 08:15… “. Ότι επειδή, κατά την σχετική αναφορά της ως άνω ανακοπτομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, “Ο πλειστηριασμός θα γίνει, με τους όρους που αναφέρονται στην εντολή εκτέλεσης με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) την δεκάτη τετάρτη (14η) του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2022, ημέρα Τετάρτη και ώρες 10.00,.μ. έως 12.00 μ.μ…., ενώπιον της πιστοποιημένης Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού ………. (τηλ:….. …), ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό της εμπορικής αξίας του ακινήτου, ή το ποσό των τριακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων (323.000,00 €). Επειδή εκ των ανωτέρω προκύπτει αβίαστα και χωρίς καμία αμφιβολία ότι, από την ημερομηνία της περάτωσης της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου, ήτοι την 29.04.2022, μέχρι την ημερομηνία ορισμού του επίδικου πλειστηριασμού του ακινήτου, ήτοι την 14.12.2022, μεσολαβεί χρονικό διάστημα: (α) μεγαλύτερο των πέντε (5) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, (β) εάν δεν συνυπολογισθεί στην ανωτέρω προθεσμία ο Αύγουστος 2022, ο ως άνω πλειστηριασμός ορίσθηκε σε χρονικό διάστημα από την περάτωση της κατάσχεσης έξι (6) μηνών και δέκα έξι (16) ημερών, (γ) εάν υπολογισθεί στην ανωτέρω προθεσμία ο Αύγουστος 2022, ο ως άνω πλειστηριασμός ορίσθηκε σε χρονικό διάστημα από την περάτωση της κατάσχεσης επτά (7) μηνών και δέκα τεσσάρων (14) ημερών, ήτοι σε κάθε περίπτωση παραβιάσθηκε η αποκλειστική προθεσμία του εδαφίου ε της παραγράφου 2 του άρθρου 954 ΚΠολΔ. Ότι συνεπώς εσφαλμένα προσδιορίσθηκε με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση ο πλειστηριασμός του ανωτέρω ακινήτου και πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως καθώς εν προκειμένω η κατάσχεση δεν αφορά κινητό, αλλά ακίνητο και σύμφωνα με την παρ .2 του άρθρου 993 ΚΠολΔ «Οι διατάξεις των παρ. 1 εδάφιο β` και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ, με εξαίρεση τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή.» Με την παραπάνω αιτιολογία ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής. Επιπλέον έχει κριθεί από το παρόν Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 86/2022, Αρμ 2022, σελ. 1302) ότι ακόμη και στην περίπτωση που με την κατασχετήρια έκθεση ακινήτου ορισθεί ημερομηνία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκτός των προβλεπόμενου ανώτατου ορίου των οκτώ μηνών δεν προκαλείται ακυρότητα ανεξάρτητα από βλάβη, καθώς η φράση «όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών», την οποία χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για το ανώτατο όριο, δεν αποτελεί φράση ταυτόσημη, αντίστοιχη ή ισοδύναμη με απειλή ακυρότητας.

Περαιτέρω, ως προς τους υπόλοιπους κύριους και πρόσθετους λόγους ανακοπής η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν. 4055/2012) «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.». Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται η υποχρέωση προβολής όλων των γεννημένων και δυνάμενων να προταθούν με το δικόγραφο της ανακοπής ή των πρόσθετων λόγων, λόγων ανακοπής κατά τη συζήτηση της ανακοπής, καθιερώνοντας ταυτόχρονα το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΣχΠολΔ XIII 124, I. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις I, β` έκδ., άρθρο 935, σελ.478), προκειμένου να εξασφαλισθεί η ταχύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων ως προς το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 1988.106, I. Μπρίνια, ό.π.). Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, όλοι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγοι ακυρότητας που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να γεννηθούν με προγενέστερα ασκηθείσα ανακοπή, δεν επιτρέπεται, με ποινή το απαράδεκτο, να αποτελέσουν τη βάση μεταγενέστερης ανακοπής ή να ερευνηθούν επ’ ευκαιρία άλλης δίκης. Και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕφΑΔΠολΔ 2014.1059, ΑΠ 1711/2014 ΤΝΠ Νόμος). Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να προταθούν λόγοι ανακοπής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως αν οι ίδιοι λόγοι με προηγούμενη απόφαση κρίθηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ΑΠ 1284/2008 ΤΝΠ Νόμος). Το υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενο απαράδεκτο ισχύει μόνο για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι σε άλλου είδους ανακοπές (όπως των άρθρων 936, 979 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1791/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 190/2007 ΤΝΠ Νόμος, I. Μπρίνιας ο.π., 481), λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ισχύει ανεξαρτήτως αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση (βλ. ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το απαράδεκτο που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ προβλέπεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 330 ΚΠολΔ, δεν στηρίζεται δηλαδή στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους (ενστάσεις) ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής, αλλά απλώς στο γεγονός της μη προβολής τους σε αυτήν (βλ. ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 1988.106,  ΜΠρΡοδ 3949/2007 ΤΝΠ Νόμος). Βεβαίως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει το δεδικασμένο της απόφασης που εκδόθηκε στην προγενέστερη ανακοπή, δεν υπάρχει πεδίο πρακτικής εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, αφού αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, καλύπτει τους λόγους της ανακοπής που καταλαμβάνονται από τα άρθρα 330 και 633 παρ.2 εδ.γ` ΚΠολΔ για να θεωρηθούν οι λόγοι αυτοί απαράδεκτοι σε μεταγενέστερη δίκη (βλ. Π.Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.Ι, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.762). Ακόμη, λόγοι οι οποίοι ήταν γεννημένοι κατά τη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αλλά δεν μπορούσαν να προταθούν, διότι δεν αποδεικνύονταν με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (άρθρο 933 παρ.5 ΚΠολΔ), μπορούν να προβληθούν στη συνέχεια σε μεταγενέστερη δίκη, χωρίς να εμποδίζονται από το απαράδεκτο της διάταξης του άρθρου 935 ούτε από το άρθρο 330 ΚΠολΔ, διότι το παραγόμενο απορριπτικό δεδικασμένο από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.5 εκτείνεται μόνο στο απαράδεκτο της προβολής τους που απαγγέλλεται λόγω της άμεσης απόδειξής τους, και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εμποδίζονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο και τη διάταξη του άρθρου 935, εφόσον είναι ουσιώδεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς κατ’ ουσίαν έρευνα σε μεταγενέστερη δίκη που ανοίγεται με νέα ανακοπή κατά της ίδιας εκτέλεσης (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ΧρηΔικ 2007.106, ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.1242, ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341, ΕφΑΘ 6610/1994 Δ 1996.290), ή με αγωγή κατά τη συζήτηση της οποίας δεν αποκρούονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο (βλ. ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341). Για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτελέσεως, το κύρος της οποίας καλείται να εξετάσει επόμενο (διαφορετικό) δικαστήριο είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, χωρίς να ερευνάται αν έχει περατωθεί τελεσίδικα ή όχι η προγενέστερη δίκη (βλ. ΕφΑΘ 2202/1990 Δ 1991.523 ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805 και I. Μπρίνιας, ό.π. άρθ.935, αρ.173, 174, σελ.479-481, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ.757-758, Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, έκδ.2016, σελ.133, 138), β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν στην προγενέστερη δίκη, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνον οι γνωστοί στον ανακόπτοντα και δυνάμενοι να προταθούν κατά τον χρόνο της προγενέστερης ανακοπής αλλά και οι άγνωστοι ακόμη σ’αυτόν, εφόσον όμως υφίσταντο τότε, εκτός και αν δεν μπορούσαν να προβληθούν από αντικειμενικούς λόγους. Λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕφΑΔ 2014.1059, ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996.644, ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995,672, ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623, ΜΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739 και I. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ.174, σελ.481, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ.758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.150, 152). Οι οψιγενείς λόγοι ανακοπής, όσο είναι ακόμη εμπρόθεσμοι κατ’άρθρο 934 ΚΠολΔ, μπορούν να προταθούν παραδεκτά και κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης (βλ. Π.Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ.758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.162 επ,). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθ. 933 παρ.5 ΚΠολΔ), δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 1285/2008 ΝοΒ 2009.900, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ.759), γ) μεταγενέστερη δίκη στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία που είχε επικρατήσει πριν την τροποποίηση του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν. 4055/2012 το απαράδεκτο του άρθρου 935 μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όταν πρόκειται για μεταγενέστερη δίκη όπου κρινόταν το ζήτημα της εγκυρότητας της ίδιας πράξεως εκτελέσεως. Αντίθετα, δεν υπήρχε απαράδεκτο των λόγων της ανακοπής όταν αυτοί έβαλλαν κατά μεταγενέστερων πράξεων εκτελέσεως, εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούσαν ακυρωτικά και σε αυτές, και εάν βέβαια υπήρχε προθεσμία για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής (βλ. ΜΠρΡοδ 21/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805, ΜΠρΑΘ 4998/1975 Αρμ Λ` 325, I. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ.173, σελ.481, αντίθετα ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΙΥΙΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739, Μπέης, Παρατηρήσεις Δ 25.652). Εν τέλει το άρθρο 19 παρ.2 του Ν. 4055/2012 αντικατέστησε το άρθρο 935 και προσέδωσε στο σχετικό κανόνα διατύπωση που υποδηλώνει ρητά ότι το απαράδεκτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ.761, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.223 επ., 226 επ., Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.ί, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.652). Συνεπώς, αφορά είτε σε νέα ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμη και όταν η νέα ανακοπή ασκείται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 (βλ. ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 51.594), είτε σε οποιαδήποτε άλλη αγωγή, π.χ. αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας της αξίωσης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εναντίον του εκτέλεση (βλ. ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 2642/1974 ΝοΒ 1975.54) ή η δίκη της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ/ (βλ. ΑΠ 1083/1994 ΕλλΔνη 1996.113), ή αγωγή αποζημίωσης ή αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 1984.594), όπου μπορεί παρεμπιπτόντως να τεθεί το θέμα του κύρους της πράξης εκτέλεσης και δ) ταυτότητα των διαδίκων στη πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνον εκείνος που άσκησε ήδη προηγούμενη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ου (βλ. ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623 και Ι,Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, σελ.481, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., 761, Ν. Νίκας, ό.π., σελ.655, Α. Παπαδόπουλου, ό.π., σελ.228 επ., 232 επ.). Ταυτότητα των διαδίκων μεταξύ αρχικής και μεταγενέστερης δίκης υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις, όπου στο πρόσωπο του καθ’ου οφειλέτη ή του δανειστή χωρεί καθολική ή ειδική διαδοχή, ενόσω διαρκεί η αναγκαστική εκτέλεση (βλ. ΟλΑΠ 17/2004 ΕλλΔνη 2004.1320, ΕφΑΘ 1991/1986 ΑρχΝ 1987.216). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ εφαρμόζεται συνακόλουθα και όταν η μεταγενέστερη δίκη διεξάγεται μεταξύ των κληρονόμων (βλ. ΑΠ 1311/2011 ΝοΒ 2012.291) του αρχικού ανακόπτοντος ή του δανειστή ή του οιονεί καθολικού διαδόχου τους, όπως λ.χ. επί μετατροπής μιας εταιρίας σε άλλη νομική μορφή ή συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών (βλ. ΟλΑΠ 12/1999 ΕλλΔνη 1999.606, ΑΠ 345/2006 Δ 2006.1170, ΠΠρΧίου 73/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑΘ 610/2010 ΤΝΠ Νόμος), ή του ειδικού διαδόχου τους κατόπιν αναδοχής του χρέους του οφειλέτη (άρθρα 471 επ. ΑΚ) ή έπειτα από εκχώρηση της απαίτησης του δανειστή (άρθρα 455 επ. ΑΚ) (βλ. ΑΠ 1079/1991 Δ 1992.702). Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, υπεισέρχονται, μάλιστα, στη νομική του θέση (βλ. ΟλΑΠ 12/1999 ό.π., ΑΠ 345/2006 ό.π.) και συνεχίζεται η ίδια διαδικασία εκτέλεσης, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 345/2006 ό.π., ΑΠ 1279/1994 ΕλλΔνη 1996.644 και Α. Παπαδοπούλου, ό.π.). Ότι με τον τρίτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι επειδή από την επισκόπηση της περίληψης από 25.05.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που κατατέθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλσκείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../25.05.2021 και φέρεται να συνήφθη μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία …….., (φερομένης ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ……..), και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………….., φέρεται η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού να αναθέτει την διαχείριση απαιτήσεών της, πλην όμως από το ανωτέρω συγκοινοποιηθέν έγγραφο δεν προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση είναι πράγματι μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων η …………. ανέλαβε την διαχείριση. Ότι συγκεκριμένα, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού και της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας καταρτίστηκε σύμβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10§ 14 και 16 ν. 3156/2003 και ότι η τελευταία ανέλαβε όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη εξυπηρετούμενων, καταγγελμένων και ενήμερων απαιτήσεων) από στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια εξασφαλισμένα με προσημείωση υποθήκης ή/και υποθήκη, καθώς και άλλα δάνεια, μαζί με τα παρεπόμενα και διαπλαστικά δικαιώματα, απαιτήσεις και εξασφαλίσεις, όπως ενδεικτικά ενημέρωση και εξυπηρέτηση οφειλετών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, διατήρηση, διαχείριση και εκτέλεση εμπράγματων και ενοχικών εξασφαλίσεων κ.α., χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στην επίδικη σύμβαση δανείου, (σε αντίθεση π.χ. με το απόσπασμα της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ……./25.05.2021 περίληψης αντίγραφο εκ του παραρτήματος όπου γίνεται κάποια ασαφής και λανθασμένη αναφορά, και να προκύπτει ότι ανέλαβε τη διαχείριση. Ότι συγκεκριμένα, από το ανωτέρω έγγραφο φέρεται να προκύπτει ότι μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις καταρτίσθηκε σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 και ότι η τελευταία ανέλαβε όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις στεγαστικών και άλλων δανείων, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στην επίδικη σύμβαση δανείου, σε αντίθεση π.χ. με το απόσπασμα της από 25.05.20219 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ……………… και της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, που συνοδεύεται από σχετικό παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες στην τελευταία απαιτήσεις, όπου φέρεται να γίνεται κάποια, ασαφής και λανθασμένη, αναφορά στην επίδικη απαίτηση, η οποία φέρεται να μεταβιβάσθηκε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, δεν συμβαίνει το ίδιο (κοινοποίηση του σχετικού παραρτήματος από το οποίο να προκύπτει ότι ανατέθηκε στην άνω ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης η διαχείριση της επίδικης απαίτησης) για το ότι η καθ’ης, ήδη ……………….., ανέλαβε την διαχείριση της επίδικης απαίτησης (ΜΠρΑθ 4485/2021 ), αλλά ούτε και στην ανακοπτόμενη κατασχετήρια έκθεση αναφέρεται κάποιο απόσπασμα εκ του παραρτήματος του πιο πάνω εγγράφου εκ του οποίου να προκύπτει ότι η πρώτη καθ’ης ανέλαβε τη διαχείριση της επίδικης απαίτησης και συνεπώς ελλείπει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση αυτής για την εντολή προς διενέργεια της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης του ως άνω ακινήτου και ορισμού υπαλλήλου και ημερομηνίας πλειστηριασμού αυτού, διότι δεν αποδεικνύεται έννομο συμφέρον και νομιμοποίηση να συνεχίσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους και επομένως η πληττόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να ακυρωθεί λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου.

Ότι περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο ανακοπής  οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι κακώς μετακύλησε η ως άνω δανείστρια τράπεζα και εν συνεχεία η φερομένη ως διαδεχθείσα αυτήν την εισφορά  του ν. 128/75, σε βάρος τους, η οποία πάντοτε αποτελούσε και αποτελεί δική τους φορολογική υποχρέωση, κακώς ετόκισε και ανατόκισε αυτήν, αφού αυτή είναι άμεσος φόρος και δεν επιτρέπεται να αποκτά εξ αυτού εισόδημα (τόκους) η αντίδικος, διότι δεν είναι κάτι που της ανήκει ως ποσόν, αυτό ανήκει στο Δημόσιο και όχι στην αντίδικο. Ότι το δε εισόδημα που απέκτησε η εν λόγω τράπεζα και η εν συνεχεία διαδεχθείσα αυτήν από την εισφορά του ν. 128/75 της επίδικης σύμβασης είναι μη δικαιούμενο και παράνομο, πλην όμως περιλαμβάνεται στην επίδικη απαίτηση και μάλιστα, αφού δεν αναφέρεται η εισφορά αυτή χωριστά στους λογαριασμούς και ο διαφορετικός υπολογισμός της, ώστε να μπορεί να γίνει διαχωρισμός και υπολογισμός της από αυτούς ή οποιονδήποτε τρίτο, με το είδος των εγγραφών στον προσκομισθέντα από την καθ’ης λογαριασμό δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός και υπολογισμός του ποσού του παράνομου, μη δικαιούμενου και μη γεγεννημένου ποσού αυτής και η όλη απαίτηση που επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθμόν …………/2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι μη νόμιμη και μη εκκαθαρισμένη και η εκτελούμενη με την αvακοπτόμεvη κατασχετήρια έκθεση απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη και ως εκ τούτου και πρέπει να ακυρωθεί η εν λόγω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.

Ότι περαιτέρω με τον πέμπτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι επειδή, μεταξύ των εγγράφων που συγκοινοποίησε με την ως άνω από 01.06.2021 επιταγή προς εκτέλεση η καθ’ης είναι και το “2. Το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………/28.05.2021 κεκυρωμένο απόσπασμα εκ του παραρτήματος που έχει επισυναφθεί στην παραπάνω περίληψη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και έχει εξαχθεί από τα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (ν.2844/2000) και από το οποίο αποδεικνύεται η μεταβίβαση της παραπάνω απαίτησης από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία “……………” στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία ……………. (Τομ. … και αρ. ….) “,και ειδικότερα την σελίδα ….. του ανωτέρω αποσπάσματος εκ του παραρτήματος, που έχει επισυναφθεί στην ανωτέρω υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …../25.05.2021 της από 25.05.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που κατατέθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ότι από την επισκόπηση του ανωτέρω εγγράφου και ειδικότερα από τις στήλες αυτού με τίτλο ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ και ΔΑΝΕΙΑΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ προκύπτει ότι αναγράφονται οι εξής αριθμοί αντίστοιχα: …….. που φέρεται ότι είναι ο αριθμός της επίδικης δανειακής σύμβασης και ………….. που φέρεται ότι είναι ο αριθμός του επίδικου δανειακού λογαριασμού. Η υπ’ αριθμόν ……/2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ως άνω από 28.09.2018 αίτηση, που  κατατέθηκε για την έκδοσή της, αλλά και στο σώμα της άνω διαταγής πληρωμής, προκύπτει: Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα εξής έγγραφα: “1. Την υπ’ αριθμ. 7 …………/01.09.2009 σύμβαση δανείου και το Προσάρτημα Ι αυτής, με το οποίο αυτή αποτελεί ενιαίο και αδιαίρετο όλο, που συνήφθη εγγράφως, στο Περιστέρι, μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ων υπό την τότε επωνυμία της «…………….», δυνάμει της οποίας η πρώτη χορήγησε στην τελευταία δάνειο, για κεφάλαιο κίνησης, συνολικού ποσού διακοσίων τριών χιλιάδων ευρώ (203.000,00 €)., 2. Απόσπασμα του υπ’ αριθμ. …………….. λογαριασμού στον οποίο αποτυπώνεται η κίνηση του δανείου μετά την τελευταία ως άνω ρύθμιση αναφορικά με το Α’ τμήμα της (ρυθμισμένης) Οφειλής καθώς και απόσπασμα του υπ’ αριθμ. …………….. δανειακού λογαριασμού που ανοίχθηκε και τηρήθηκε ξεχωριστά την εξυπηρέτηση του Β’ τμήματος της (ρυθμισμένης) Οφειλής.”. Ότι από την απλή σύγκριση των αριθμών της επίδικης σύμβασης και των επιδίκων αριθμών λογαριασμών προκύπτει αβίαστα και χωρίς καμία αμφιβολία ότι οι αναφερόμενοι στο ως άνω απόσπασμα εκ των παραρτήματων των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων είναι εντελώς διαφορετικοί από εκείνους με βάση τους οποίους εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος, με βάση τον οποίον φέρεται να κατέστη ειδική διάδοχος η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού και διενεργήθηκε η επίδικη αναγκαστική κατάσχεση. Συγκεκριμένα ο αριθμός της σύμβασης, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής είναι: ……… και ο αναγραφόμενος στο ως άνω παράρτημα είναι: ………….. που ουδεμία σχέση έχει με αυτόν με βάση τον οποίον εκδόθηκε ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος. Ακολούθως ο αριθμός λογαριασμού, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής είναι: ………. και ο αναγραφόμενος στο ως άνω παράρτημα είναι: ……… που ουδεμία σχέση έχει με αυτόν με βάση τον οποίον εκδόθηκε ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος. Ότι στο ως άνω παράρτημα δεν αναγράφεται ο υπ’ αριθμόν …………… δανειακός λογαριασμός που ανοίχθηκε και τηρήθηκε ξεχωριστά την εξυπηρέτηση του Β’ τμήματος της (ρυθμισμένης) οφειλής του επίδικου δανείου. Ότι επειδή από τα ανωτέρω προκύπτοντα από το πιο πάνω απόσπασμα εκ του παραρτήματος αποδεικνύεται ότι εκ των λογαριασμών που αναγράφονται στην ως άνω αίτηση για την έκδοση της υπ’ αριθμόν …………/2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αλλά και στο σώμα αυτής δεν είναι ίδιοι, ο δε δεύτερος δεν αναγράφεται καθόλου. Ωσαύτως, από τα ανωτέρω προκύπτοντα από το πιο πάνω απόσπασμα εκ του παραρτήματος αποδεικνύεται ότι ο αριθμός της σύμβασης που αναγράφονται στην ως άνω αίτηση για την έκδοση της υπ’ αριθμόν …………/2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αλλά και στο σώμα αυτής δεν είναι ίδιος με τον αναγραφόμενο στο ως άνω απόσπασμα εκ του παραρτήματος, συνεπώς η απαίτηση που αναφέρεται στην ως άνω σύμβαση και στους ανωτέρω λογαριασμούς, όπως αυτοί προσκομίσθηκαν με επίκληση για την έκδοση του εν λόγω εκτελεστού τίτλου, και με βάση τους οποίους εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής είναι διαφορετικοί και συνεπώς η επίδικη απαίτηση δεν μεταβιβάσθηκε στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, ούτε αυτή (η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού) κατέστη ειδική διάδοχος της πιο πάνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ούτε νομιμοποιείται ενεργητικά να κοινοποιεί την 01.06.2021 επιταγή προς πληρωμή, που αποτελεί την βάση για την διενέργεια της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης, ούτε στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ανατέθηκε η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, ούτε και αυτή ως δήθεν διαχειρίστρια νομιμοποιείται ενεργητικά να συνεχίζει την αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεση με την εντολή προς διενέργεια αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας και την σύνταξη της ανακοπτομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία και πρέπει να ακυρωθεί. Επειδή τυχόν ισχυρισμός της καθ’ης ότι αναφέρεται στα ως άνω συγκοινοποιηθέντα έγγραφα αντί του ως άνω πραγματικού αριθμού της σύμβασης και του λογαριασμού που περιλαμβάνει την απαίτηση, αναγράφεται ο συστημικός αριθμός εγγραφής στην τιτλοποίηση απαιτήσεων, ουδεμία νόμιμη επίδραση μπορεί να έχει τέτοιος ισχυρισμός για αυτούς, αλλά και για την απόδειξη της εκχώρησης της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η καθ’ης ισχυρίζεται εκχώρηση της απαίτησης από τον συγκεκριμένο ως άνω λογαριασμό με το ως άνω έγγραφο, αλλά δεν προκύπτει τέτοιος αριθμός λογαριασμού από το πιο πάνω συγκοινοποιηθέν έγγραφο, αλλά ούτε από την αίτηση που κατατέθηκε για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, ούτε από την ως άνω διαταγή πληρωμής, ούτε από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στην Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την. έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής. Επομένως, δεν ενομιμοποιείτο, ούτε είχε έννομο συμφέρον η καθ’ης να συνεχίζει την αρξαμένη αναγκαστική εκτέλεση με την εντολή προς διενέργεια αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας και την σύνταξη της ανακοπτομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία και πρέπει να ακυρωθεί. Επειδή, επιπλέον των ανωτέρω, ούτε αυτή τούτη η απαίτηση, που διατάχθηκε με την υπ’ αριθμόν …../2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκ 256.641,95 ευρώ, φέρεται να μεταβιβάσθηκε στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, αλλά μία απαίτηση εκ 253.445,73 ευρώ και όχι η διαταχθείσα απαίτηση εκ της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, επομένως φέρεται να μεταβιβάζεται απαίτηση διαφορετική από την στον ως άνω εκτελεστό τίτλο, διότι το συγκεκριμένο ποσόν των 253.445,73 ευρώ δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της πιο πάνω διαταγής πληρωμής, με την οποία η …………….. αιτείται με την από 28.09.2018 αίτησή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και διατάσσεται από την Δικαστή με την ως άνω Διαταγή πληρωμής το ποσό των 256.641,95 ευρώ. Ότι από κανένα εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει ποσόν 253.445,73 ευρώ, που φέρεται να μεταβιβάζεται στην καθ’ης ως ανωτέρω εξέθεσαν οι ανακόπτοντες. Ότι εκ τούτου προκύπτει ότι η επισπεύδουσα καθ’ης δεν είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης εκ της υπ’ αριθμόν …………./2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά ενός ποσού 253.445.73 ευρώ για το οποίο δεν υπάρχει τίτλος εκτελεστός, ούτε κοινοποιήθηκε τέτοιος, ούτε η ……………… εκχώρησε το ποσόν αυτό των 256.641,95 ευρώ, το οποίο μετά την έκδοση της πιο πάνω διαταγής πληρωμής είναι πλέον συγκεκριμένο, αλλά κάποιο άλλο ποσόν από κάποια άλλη σύμβαση και από κάποιο άλλο λογαριασμό, για το οποίο δεν υπάρχει εκτελεστή απαίτηση και τίτλος και κακώς επιδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής μετά της κάτωθι αυτής ως άνω επιταγής προς πληρωμή και συγκοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα, με ανύπαρκτη νομιμοποίηση και απαίτηση και έλλειψη εκτελεστού τίτλου και παρανόμως δινεργήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας και παρανόμως συντάχθηκε η ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Ότι σε κάθε δε περίπτωση, και φυλαττωμένων των όσων αναπτύσσονται στους άλλους λόγους της ανακοπής, η πρώτη των καθ’ων επισπεύδουσα ως μη δικαιούχος του ποσού των 256.641,95 ευρώ και επιδιώκουσα να πληρωθεί το ανωτέρω ποσόν, ενώ από τα συγκοινοποιηθέντα με την από 01.06.2021 επιταγή προς εκτέλεση έγγραφα και ιδίως της σελίδας υπ’ αριθμόν 4972 εκ του παραρτήματος της από 25.05.2021 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, η οποία φέρεται ως αποτελούσα το νομιμοποιητικό έγγραφο κτήσης της απαίτησης, δεν προκύπτει ότι αυτή ήταν και είναι δικαιούχος του ποσού των 256.641,95 ευρώ το οποίο επιτάσσει με την από 01.06.2021 επιταγή προς πληρωμή, διότι ο εκτελεστός τίτλος της υπ’ αριθμόν …………./2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφορούσε την ……………… και όχι την πρώτη καθ’ης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δικαιούχος της απαίτησης των 256.641,95 ευρώ, για την οποία δεν έχει τίτλο εκτελεστό και της οποίας δεν είναι δικαιούχος σε κάθε περίπτωση. Ότι επομένως, ελλείπει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση αυτής για την σύνταξη και κοινοποίηση της ως άνω από 01.06.2021 επιταγής προς εκτέλεση, οποία είναι ακυρώσιμη και πρέπει να ακυρωθεί καθώς και η υπ’ αριθμόν ……………./2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελούν την νομική βάση της διενεργηθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου και της σύνταξης της ανακοπτομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, η οποία πρέπει και αυτή να ακυρωθεί. Ότι το πραγματικό ύψος της οφειλής είναι αόριστο και αναπόδεικτο εκ μέρους της καθ’ης, η οποία εντέλει να καταβάλουν ποσό μεγαλύτερο από αυτό που της μεταβιβάσθηκε και άρα η επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου και επομένως η βασιζόμενη σ’ αυτήν υπ’ αριθμόν ………../29.04.2022 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………., μετά του ορισθέντος πλειστηριασμού των ακινήτων πρέπει να ακυρωθεί από το Δικαστήριό.

Ότι περαιτέρω με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………/29.04.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., η καθ’ ης η ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της φερομένης ως δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ……………. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος τους επί του αναφερομένου στην ως άνω κατασχετήρια έκθεση ακινήτου με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθμόν …../2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της κοινοποιηθείσας σ’ αυτούς στις 06.07.2021, από την πρώτη των καθ’ων ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, από 01.06.2021 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμόν ……………/2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά των συγκοινοποιουμένων, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ εγγράφων, υπό την φερόμενη ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………………… Επειδή η καθ’ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η συναφθείσα βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 μεταξύ της καθ’ης και της εταιρείας ειδικού σκοπού σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει μεταξύ των προσώπων αυτών σχέση εκούσιας, άμεσης αντιπροσώπευσης, κατά την οποία η καθ’ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επέχει θέση αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης έναντι των ανακοπτόντων στην καθ’ ης. Ότι ειδικότερα, από την επισκόπηση των συγκοινοποιηθέντων με την από 01.06.2021 επιταγή προς πληρωμή εγγράφων προκύπτει ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ……………, που φέρεται ότι έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο … Ιρλανδίας με αριθμό μητρώου …., κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» δυνάμει της αναφερομένης στην υπό κρίση ανακοπή από 25.05.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./25.05.2021 (τόμος …. και αριθμός …..). Ότι η τελευταία ανέθεσε, ακολούθως, τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων στην καθ’ης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 25.05.2021 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./25.05.2021 (τόμος …., αριθμός …..). Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων η καθ’ης τυγχάνει διαχειρίστρια, φέρεται να περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση της «…………….» εναντίον των ανακοπτόντων, με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν ………./2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επίσπευση της προκείμενης εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος τους. Ότι κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση vομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση. Ότι η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που φέρεται ότι έχει χορηγηθεί στην καθ’ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Ότι ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως. Ότι περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη. Ότι, η προσβαλλόμενη από 01.06.2021 επιταγή προς πληρωμή συντάχθηκε από την καθ’ης, όπως και η ομοίως προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν ……./29.04.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνnτης περιουσίας, ως αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία …………….., μολονότι στη διενέργεια αυτών νομιμοποιείται μόνο η τελευταία. Ότι επομένως, η καθ’ης διαχειρίστρια εταιρεία δεν έχει νομιμοποίηση, κατά τα άνω αναφερόμενα, ούτε και έννομο συμφέρον στην παρούσα εκτελεστική διαδικασία και δίκη και πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή ακυρουμένης της προσβαλλομένης ως άνω κατασχετήριας έκθεσης.

Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι παραπάνω λόγοι των υπό κρίση δικογράφων (3ος,4ος,5ος, πρόσθετος λόγος) είναι απορριπτέοι σύμφωνα με το άρθρο 935 του ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι πιο πάνω προβαλλόμενοι λόγοι ήταν ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στη δίκη (στο δικόγραφο) της από 27.11.2018 (……………/2018) ανακοπής κατά της από 13.11.2018 επιταγής προς πληρωμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη δίκη (στο δικόγραφο) της από 19.07.2021 (……………/20.07.2021) ανακοπής κατά της από 01.06.2021 επιταγής προς πληρωμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οπότε ελλείπει και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής, η οποία βάλλει κατά μεταγενέστερης πράξης (της υπ’ αριθμ. …./29.04.20222 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………….) και εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής:  Κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι, σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτελέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το δικόγραφο αυτής ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν και αν υπάρχει προθεσμία κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής δεν είναι δυνατόν να προταθούν οι λόγοι, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, κατά την οποία τίθεται θέμα κύρους ορισμένης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ήδη ανακοπή, δεν μπορούν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας ( ΑΠ 856/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. Β` έκδ. κάτω από το άρθρο 935, παρ. 172-174, σελ. 478 επ.). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εκείθεν στην εμπέδωση ασφάλειας στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα με αυτό καθιερώθηκε για την ανακοπή του 933 το «σύστημα συγκέντρωσης», σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προσβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την ανακοπή γεννημένοι λόγοι, ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Ειδικότερα κατά τη διάταξη λόγοι ανακοπής που ήταν γεννημένοι και μπορούσε ο ανακόπτων να προτείνει στη δίκη της ανακοπής απορρίπτονται ως απαράδεκτοι αν προταθούν σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης. Το εν λόγω απαράδεκτο βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 για τους καλυπτόμενες από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Έτσι με τη διάταξη αυτή του άρθρου 935 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής καθίσταται υποχρεωτική όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκηση λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων άλλων πράξεων προηγήθηκαν. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933 κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη ανεξάρτητα δε από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη αν δηλαδή εκκρεμεί προς έκδοση απόφασης ή αν αυτή εκδόθηκε [ ΜονΕφΑθ 2472/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΚΕΡΑΜΕΑΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΝΙΚΑΣ Ερμηνεία ΚΠολΔ Αναγκαστική Εκτέλεση άρθρο 935 σελ. 247επ. εκδ.2021 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία]. Στην προκειμένη περίπτωση ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και ο πρόσθετος λόγος της ένδικης ανακοπής ήταν ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στη δίκη (στο δικόγραφο) της από 27.11.2018 (………/2018) ανακοπής κατά της από 13.11.2018 επιταγής προς πληρωμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη δίκη (στο δικόγραφο) της από19.07.2021 (…………./20.07.2021) ανακοπής κατά της από 01.06.2021 επιταγής προς πληρωμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τα δικόγραφα των οποίων και προσκομίζονται από τους αιτούντες), οπότε προτεινόμενοι με την ένδικη ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της κατά μεταγενέστερης πράξης (της υπ’ αριθμ. ……/29.04.20222 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….) που εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση κανενός από τους λόγους της ασκηθείσας έφεσης και πρέπει γι’ αυτό να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση αίτηση. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, στους αιτούντες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 εδ. γ` Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 14 παρ. 3 Ν. 4236/2014, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση σε βάρος των αιτούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9.12.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ