Αριθμός 723/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικό
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας ………… και 2) Εταιρείας …………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 686/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες με την από 22.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2021), αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 22.10.2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 686/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ. 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγής του, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αφού δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης ………/2019 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ναυτολογήθηκε την 16.2.2018 από την ήδη πρώτη εκκαλούσα εναγομένη ναυτική εταιρία με έδρα τον Πειραιά πλοιοκτήτρια του με Ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου Πειραιά ……. επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου “ΣΦΙΙ”‘, ΚΟΧ : 4.985,75, εφοπλισμού από 1.6.2018 της ήδη δεύτερης εκκαλούσας εναγομένης ναυτικής εταιρίας με έδρα τον Πειραιά με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Ότι εργάστηκε στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 23.10.2018, οπότε και απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Ότι προσλήφθηκε εκ νέου την 29.1.2019, από την εφοπλίστρια, υπό την αυτή ειδικότητα, όρους και συμφωνίες, μέχρι την 31.1.2019, ημέρα απόλυσής του, αμοιβαία συναινέσει. Ότι τέλος, επαναναυτολογήθηκε την 1.2.2019, ομοίως από την εφοπλίστρια – αντίδικό του, υπό τους αυτούς όρους, και ειδικότητα, μέχρι και 3.10.2019, οπότε απολύθηκε τύποις αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα όμως η σύμβαση καταγγέλθηκε λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του Πλοιάρχου απέναντί του. Ότι ειδικότερα οι ήδη εκκαλούσες του οφείλουν για μισθούς, μισθούς αδείας, υπερωριακή αμοιβή, αποζημίωση διανυκτέρευσης, δώρα εορτών, αμοιβή εξπρές δρομολογίων και αποζημίωση απόλυσης, η μεν πρώτη το συνολικό ποσό των 17.540,26 ευρώ, καθ’ ο χρόνο διατηρούσε την πλοιοκτησία του ανωτέρω πλοίου, αμφότερες δε το ποσό των 38.184,09 ευρώ, αφ’ ης στιγμής η 2η εναγόμενη ανέλαβε την εκμετάλλευση του πλοίου. Ακολούθως και μετά από εν μέρει περιορισμό του αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό κατά το μέρος που υπερέβαινε την υλική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, και ειδικότερα κατά το μέρος που αυτό αφορούσε διαφορές αποδοχών, διαφορές αποδοχών αδείας και ένα μέρος της υπερωριακής αμοιβής, αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι ήδη εκκαλούσες να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 18.984,74 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν εις ολόκληρον για τις αναφερόμενες στην αγωγή αιτίες το ποσό 36.739,61 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από ημέρα εκάστης απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης 16§1 περ. 2 και 25§2 Κ.Πολ.Δ. άρθρο 51 § 3α του ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., την έκρινε ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εκκαλούσας να του καταβάλει το ποσό των 2.388,69 ευρώ και την υποχρέωσε επιπλέον να του καταβάλει το ποσό των 4.835,45 ευρώ και αφετέρου αναγνώρισε την υποχρέωση αμφοτέρων των εκκαλουσών να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 18.395,96 ευρώ και επιπλέον τις υποχρέωσε να του καταβάλουν εις ολόκληρον η πρώτη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου, το ποσό των 6.134,49 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 33 των οικείων σσνε ακτοπλοικών επιβατηγών Πλοίων των οικείων ετών (2018 και 2019) το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ). Να σημειωθεί όμως ότι, η κατά ολίγα λεπτά υπέρβαση του ορίου της 23:00 ώρας δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημεροπλοίου και, επομένως, ο ναυτικός δεν δικαιούται να λάβει την αμοιβή που προβλέπεται στην §7 του, ως άνω, άρθρου (Α.Π. 259/2014 α΄δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕΝαυτΔ 2014.27, EφΠειρ 521/2015 ΕφΠειρ 317/2015 Εφ Πειρ 57/2015 δημ. νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρος απόδειξης ………… ναυτεργάτη, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, τη με αριθμό …../2.9.2020 ένορκη βεβαίωση του κατοίκου Ραφήνας αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού ………….., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς που λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου κατ’ άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με τη με αριθμό ……./28.8.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………….) από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έννραφα των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης με βάση και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου τα όρια του οποίου καθορίζονται από το αίτημα της εφέσεως και η έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου από τους λόγους εφέσεως (ΜΕΠειρ 86/2017 δημ. νόμος): Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε στον Πειραιά στις 16.2.2018 από εκπρόσωπο της τότε πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου ΣΦ ΙΙ για να απασχοληθεί στο προαναφερόμενο πλοίο με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους και αποδοχές της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Απασχολήθηκε στο πλοίο μέχρι τις 23.10.2018 οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Περάματος λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Στο Πέραμα την 29.1.2019 προσλήφθηκε από εκπρόσωπο της δεύτερης εκκαλούσας που ήδη είχε τον εφοπλισμό του προαναφερόμενου πλοίου με την ίδια ειδικότητα και αποδοχές και απασχολήθηκε μέχρι την 31.1.2019 οπότε και απολύθηκε στο Πέραμα αμοιβαία συναινέσει. Ακριβώς την επομένη 1.20219 προσλήφθηκε από εκπρόσωπο της δεύτερης εκκαλούσας με την ίδια ειδικότητα και αποδοχές και απασχολήθηκε μέχρι την 3.10.2019 οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας αμοιβαία συναινέσει, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, στην πραγματικότητα όμως επειδή του προτάθηκε υποβιβασμός του στην ειδικότητα του θαλαμηπόλου πράγμα το οποίο δεν αποδέχθηκε. Το επίδικο πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2018 μέχρι 30.3.2018 εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Αναχωρούσε καθημερινά στις 07.50′ από τη Ραφήνα για Άνδρο, Σύρο, Τήνο και Μύκονο με επιστροφή στη Ραφήνα από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα. Κατέπλεε στη Ραφήνα στις 19.25′. Από 31.3.2018 μέχρι 31.5.2018, αναχωρούσε καθημερινά στις 7.50′ από τη Ραφήνα για Άνδρο, Τήνο και Μύκονο με επιστροφή στη Ραφήνα από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα. Κατέπλεε στη Ραφήνα στις 18.30′, ενώ κάθε παρασκευή και Κυριακή, μετά την άφιξή του στο λιμάνι της Ραφήνας στις 18.30′, αναχωρούσε εκ νέου στις 19.15′ για την Άνδρο με επιστροφή και πάλι στη Ραφήνα, όπου κατέπλεε τελικά στις 23.30′. Από 1.6.2018 μέχρι 30.9.2018 αναχωρούσε από τη Ραφήνα στις 07.50′ για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Ίο, Θήρα και Ηράκλειο. Κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 21.30′ το βράδυ της ίδιας ημέρας. Τη επόμενη ημέρα, αναχωρούσε από το Ηράκλειο στις 09.30 το πρωί για το ταξίδι της επιστροφής προς τη Ραφήνα και με ενδιάμεσους προορισμούς κατά την επιστροφή τη Θήρα, την Πάρο, τη Μύκονο, την Τήνο και την Άνδρο. Κατέπλεε δε στη Ραφήνα στις 22.00′ το βράδυ. Από 1.10.2018 μέχρι 23.10.2018, αναχωρούσε από τη Ραφήνα στις 07.50 για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Ίο, Θήρα και Ηράκλειο. Κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 21.30′ το βράδυ της ίδιας ημέρας. Τη επόμενη ημέρα, αναχωρούσε από το Ηράκλειο στις 07.40′ το πρωί για το ταξίδι της επιστροφής προς τη Ραφήνα και με ενδιάμεσους προορισμούς κατά την επιστροφή τη Θήρα, την Πάρο, τη Μύκονο, την Τήνο και την Άνδρο. Κατέπλεε στη Ραφήνα στις 20.40′ το βράδυ. Από 1.2.2019 μέχρι 28.2.2019, το πλοίο εκτελούσε επισκευές στο Πέραμα. Το πλοίο ξεκίνησε τους πλόες από 1.3.2019 μέχρι 31.3.2019, αναχωρώντας καθημερινά στις 07.50′ από τη Ραφήνα για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο με επιστροφή στη Ραφήνα από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα, Κατέπλεε στη Ραφήνα στις 18.30′ το απόγευμα, ενώ κάθε Παρασκευή και Κυριακή, το επίδικο πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι της Ραφήνας στις 18.30′ αναχωρούσε και πάλι στις 19.15′ για την Άνδρο με επιστροφή στη Ραφήνα όπου κατέπλεε στις 23.30′. Από 1.4.2019 μέχρι 3.10.2019 το πλοίο αναχωρούσε από τη Ραφήνα στις 07.55′ για Άνδρα, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Θήρα και Ηράκλειο. Κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 20.45′ το βράδυ της ίδιας ημέρας. Τη επόμενη ημέρα, αναχωρούσε από το Ηράκλειο στις 07.45′ το πρωί για το ταξίδι της επιστροφής προς τη Ραφήνα και με ενδιάμεσους προορισμούς κατά την επιστροφή τη Σαντορίνη, την Πάρο, τη Μύκονο, την Τήνο και την Άνδρο. Κατέπλεε στη Ραφήνα στις 20.40′ το βράδυ. Τα δρομολόγια επιβεβαιώνονται και από το μάρτυρα απόδειξης Νικόλαο Λίτο. Ωστόσο με βάση τα περιγραφέντα παραπάνω δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, αυτό εντάσσεται στα ημερόπλοια, ήτοι τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία που πραγματοποιούν καθημερινά τακτικούς πλόες σε εκτέλεση δρομολογίων, σε προκαθορισμένη ώρα, μεταξύ του διαστήματος από ώρα 7.00 έως 23.00 και, επομένως και σύμφωνα με τα όσα ορίζεται στο άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε, το πλήρωμα αυτών δικαιούται αμοιβής για δρομολόγια εξπρές μόνο όταν το πλοίο εκτελεί ή επεκτείνει τους πλόες του κατά τις νυκτερινές ώρες, πέραν της 23ης ώρας έως την 7η ώρα και αφού πρόκειται για τακτικούς πλόες, για τα πέραν των πέντε κυκλικά ταξίδια. Αμοιβή για κάθε δρομολόγιο εξπρές δικαιούται το μέλος πληρώματος πλοίου που εκτελεί τέτοιο δρομολόγιο αλλά δεν έχει τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον 6, αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας. Στα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις του νόμου για να δικαιούται ο ενάγων αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, είτε διότι δεν επεκτείνονταν οι πλόες του πλοίου πέραν της 23ης ώρας καθόλου, ή κατ’ ελάχιστο, όπως κατά το απογευματινό δρομολόγιο από τη Ραφήνα στο λιμάνι της οποίας επέστρεφε στις 23.30 γεγονός ωστόσο που δεν αρκεί για να καταστήσει το συγκεκριμένο δρομολόγιο ως εξπρές. Εξάλλου για την μικρή αυτή υπέρβαση του ωραρίου η πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια του πλοίου συμπεριλάμβανε μηνιαίως στους μισθούς των ναυτικών ένα ποσό για δρομολόγια εξπρές το διάστημα από τον Απρίλιο έως και το Φεβρουάριο του 2018., και από το Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2019. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι τα δρομολόγια ήταν εννέα εβδομαδιαίως εκ των οποίων τα δύο ήταν νυχτερινά εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξασφαλιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό.
Περαιτέρω και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων».
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι στο πλοίο απασχόλησης του εφεσιβλήτου υφίστατο πλήρωμα γενικών υπηρεσιών, που μεταξύ άλλων αποτελείτο από ένα προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο, τον εφεσίβλητο ως αρχιθαλαμηπόλο, τρεις θαλαμηπόλους, στους οποίους προστίθετο ένας ακόμα τη θερινή περίοδο και δύο επίκουρους. Τα καθήκοντα του εφεσιβλήτου ακολούθως, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο, συνίσταντο στην επίβλεψη για την καλή εκτέλεση της εργασίας από τους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους, στην επιθεώρηση επιθεωρούσε όλων των χώρων που προορίζονταν για χρήση των επιβατών, ως προς την καθαριότητα και ευπρέπειά τους, στην υποδοχή και εξυπηρέτηση, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό των επιβατών. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ήδη εφεσίβλητου ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Αποδείχθηκε, όμως, ότι, για να ανταποκριθεί στα ως άνω καθήκοντά του, εργαζόταν, κατ’ εντολή του πλοιάρχου και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που αποδεικνύεται και από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του οι οποίοι προσκομίζονται, από τους οποίους προκύπτει ότι του καταβαλλόταν μηνιαίως ποσό για απλή υπερωριακή απασχόληση και για απασχόληση «Σαββάτων και αργιών». Επομένως κρίνεται και με βάση την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που καταθέτει ότι επέβλεπε τους θαλαμηπόλους απασχολούμενος από τον απόπλου του πλοίου, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον η επίβλεψη δεν ταυτίζεται απαραίτητα χρονικά με την επιβλεπόμενη εργασία αλλά κυρίως με το αποτέλεσμα αυτής, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρει ο μάρτυρας ανταπόδειξης ενόρκως βεβαιώσας απασχολούμενος στην πλοιοκτησία του πλοίου ως οικονομικός αξιωματικός …………., ο οποίος τονίζει ότι οι αρχιθαλαμηπόλοι δεν απασχολούντο υπερωριακά, και με ανάγνωση της διάρκειας των δρομολογίων του πλοίου στην ακτοπλοϊα, δηλαδή με βάση τη φύση της ναυτικής εργασίας του, ότι η απασχόληση του ανερχόταν στις 12 ώρες μηνιαίως όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί περί του αντιθέτου δεύτερος (ως προς το μέρος του αυτό) και τέταρτος λόγος εφέσεως. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι αυτός εκτέλεσε υπερωριακή απασχόληση το διάστημα των επισκευών του πλοίου και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του δευτέρου σχετικού λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι η υπερωριακή απασχόληση κατά το παραπάνω διάστημα ανερχόταν σε 9 και 10 ώρες και επιδίκασε τα ποσά των 34,44, ευρώ και 410,74 ευρώ αντίστοιχα, κατά το κεφάλαιο της αυτό. Επομένως για την απασχόληση του από 16.2.2018 µέχρι 31.5.2018, δικαιούται για 83 καθηµερινές και Κυριακές Χ4 ώρες χ 11,25 ευρώ = 3.735 ευρώ και για 22 Σάββατα και αργίες (Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου, 1η Μαϊου και της Αναλήψεως) Χ 12 Χ 13,5 ευρώ =3.564 ευρώ. Αντ’ αυτών έλαβε 1.072,17 ευρώ και 1.642,03 αντίστοιχα, και κατά συνέπεια του οφείλεται υπόλοιπο εκ ποσού 4.584,8 ευρώ και 4584,5 ευρώ, όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού ο ενάγων δεν άσκησε δική του έφεση, με δεδομένο ότι το αίτημα της έφεσης καθορίζει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και οι λόγοι της εφέσεως την έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου (ΜΕφΠειρ 86/2017 δημ. νόμος). Κατά το τµήµα του πρώτου χρονικού διαστήµατος της εργασίας του από 1.6.2018 µέχρι 23.10.2018, δικαιούται για 122 καθηµερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 11,25 = 5.490 ευρώ, και για 23Σάββατα και αργίες (15η Αυγούστου και 14η Σεπτεµβρίου Χ 12 ώρες Χ13,50 ευρώ = 3.726 ευρώ. Αντ’ αυτών έλαβε 4.428,49 ευρώ και συνεπώς δικαιούται ακόµα το συνολικό ποσό των 4.787,51 ευρώ, σύμφωνα με τα όσα έκρινε ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τέλος κατά το τµήµα του τρίτου χρονικού διαστήµατος της εργασίας του από 1.3.2019 µέχρι 3.10.2019, δικαιούται για 179 καθηµερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 11,48€ = 8.219,68 ευρώ και ιι) για 30 Σάββατα και τις 8 αργίες (Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαίου, της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου και 14η Σεπτεµβρίου) Χ 12 ώρες Χ 13,77ευρώ = 6.279,12 ευρώ. Αντ’ αυτών έλαβε 949,99 + 5.718,94 € και ακολούθως δικαιούται το ποσό των 7.829,87 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίσης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Όμως δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού, διότι αυτό δεν θεωρείται αντάλλαγμα της εργασίας, που παρέχει ο ναυτικός – μέλος πληρώματος αλλά κύρια αιτία έχει την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102). Να σημειωθεί ότι νομίμως καταβαλλόταν στη μισθοδοσία προφανώς κατ’άρθρο 5 παρ. 1 εως 3 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών μέρος ή όλο το επίδομα αυτό κατά τους μήνες που ο πλοιοκτήτης δεν κατέβαλε εξ ιδίων τον εν λόγο ιματισμό και συνεπώς στη διαφορά αποδοχών νόμιμα συνυπολογίστηκε και το σχετικό επίδομα. Ακολούθως για επιδόματα εορτών το σχετικό διάστημα της απασχόλησης του ο ναυτικός δικαιούται : Για το χρονικό διάστηµα από 16.2.2018 µέχρι 30.4.2018, δικαιούται για επίδοµα Πάσχα 2018 [βασικός µισθός 1.557,82 € + επίδοµα Κυριακών 342,72 € + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 € + αναλογία υπερωριακής εργασίας (3.735 + 3.564 + 5.490+3.726/250 ηµέρες συνολικής απασχόλησης έτους 2018 χ 30 =) 1.981,8 € + τροφοδοσία 587,70 € = 4.505,96 ευρώ :2 χ 1/15 χ (74 ηµέρες αναφοράς/8 = 9,25)=] 1.389,34 ευρώ και επειδή έλαβε για την αιτία αυτή τα ποσά των 631,91 + 448,32 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 309,11 ευρώ. Αντίστοιχα για Χριστούγεννα 2018 δικαιούται α) για την περίοδο πλοιοκτησίας 4.505,96 Χ2/25 Χ (31 ηµέρες αναφοράς /19 = 1,63) = 587,58 ευρώ και επειδή έλαβε έναντι το ποσό των 459,49 ευρώ, του οφείλονται ακόµα 128,09 ευρώ και β) για την περίοδο εφοπλισµού 4.505,96Χ2/25 Χ (145 ηµέρες αναφοράς /19 = 7,63) =2.750,44 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 2.364,67 ευρώ του οφείλεται ακόμη το ποσό των 385,77 ευρώ. Για τις 3 ηµέρες επισκευών του έτους 2019, δικαιούται για επίδοµα Πάσχα: (βασικό µισθός 1.588,98 € + επίδοµα Κυριακών 349,58 € + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + τροφοδοσία 599,40 € = 2,574,60 ευρώ δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε υπερωριακή εργασία το παραπάνω διάστημα : 2 1/15 Χ (3 ηµέρες/8 = 0,37) = 31,75 ευρώ. Για το τµήµα του τρίτου χρονικού διαστήµατος της εργασίας του, από 1.2.2019 µέχρι 30.4.2019, που το επίδικο πλοίο εκτελούσε πλόες, δικαιούται α) για επίδοµα Πάσχα 2019 (βασικό µισθός 1.588,98 € + επίδοµα Κυριακών 349,58 € + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + αναλογία υπερωριακής εργασίας (8.219,68 + 6.279,12/245 ηµέρες Χ 30 =)1.775,36 € + τροφοδοσία 599,40 €) = 4349,96 :2 Χ 1/15 Χ (89 ηµέρες αναφοράς/9 = 11,12) = 1.612,38 ευρώ, β) ως επίδοµα Χριστουγέννων 2019 [4349,96 Χ 2/25 Χ (156 ηµέρες αναφοράς/19 = 8,21)=2.857,05 ευρώ και επειδή συνομολογεί καθ’υποφοράν καταβολές ύψους (395,34 + 445,91 + 457,26=) 1.298,51 και 2.371,96 ευρώ αντίστοιχα του οφείλεται για το παραπάνω διάστημα το ποσό των 313,87 ευρώ και 485,09 ευρώ, και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως αφαιρουμένου του επιδόματος ιματισμού από τα επιδόματα εορτών και επαναυπολογιζόμενων των κονδυλίων με βάση την παραδοχή της υπερωριακής εργασίας που έγινε πιο πάνω, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Με τον πρώτο λόγο εφέσεως πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν ποσά αποζημίωσης στο ναυτικό 22 και 15 ημερομισθίων αντίστοιχα για αποζημίωση απόλυσης. Όμως κατά το πρώτο σκέλος τους οι αιτιάσεις είναι αόριστες διότι οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι έδωσαν άδεια 5 ημερών για κάθε μήνα απασχόλησης στο ναυτικό και ότι στη συνέχεια τον επαναπρόσλαβαν. Όμως δεν προσδιορίζουν ποιο διάστημα χορηγήθηκαν αυτές οι μέρες. Σε κάθε περίπτωση μη νομίμως ισχυρίζονται ότι καταχρηστικά αυτός αιτείται την αποζημίωση των 22 ημερομισθίων της ΣΣΝΕ διότι προσλήφθηκε στις 90 ημέρες, αφού από τη γραμματική ερμηνεία της σχετικής διάταξης προκύπτει ότι ο ναυτικός δικαιούται στη συγκεκριμένη περίπτωση την αποζημίωση του. Αυτή ανέρχεται σε 4.505,96 : 30 χ 22 = 3.304,37 ευρώ. Τέλος από το μάρτυρα απόδειξης αποδεικνύεται ότι στις 3.10.2019 πρόθεση της εφοπλίστριας ήταν να υποβιβάσει το ναυτικό και να του αναθέσει τα εργασιακά καθήκοντα του θαλαμηπόλου. Επομένως όπως κρίθηκε ορθώς και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά τη σχετική αναγραφή του λιμεναρχείου στο ναυτικό φυλλάδιο, αυτός δικαιούται την προβλεπόμενη από τον ΚΙΝΔ αποζημίωση διότι η εγγραφή αυτή είναι δεκτική ανταπόδειξης, καθόσον ο λιμενικός δεν είναι ο καθ’ύλην αρμόδιος να βεβαιώνει τον ακριβή λόγο αποναυτολόγησης. Βέβαια μετά την παραδοχή του πέμπτου λόγου που αφορούσε τη μη πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές και την εν μέρει παραδοχή του δεύτερου και τετάρτου λόγου περί μη πραγματοποίησης υπερωριακής απασχόλησης και περί μη συνυπολογισμού του επιδόματος ιματισμού το σχετικό κονδύλι του συγκεκριμένου κεφαλαίου της εκκαλουμένης θα να μεταρρυθμιστεί το ποσό των 4349,96 : 30 χ 15 = 2.174,98 ευρώ. Όμως ο λόγος εφέσεως με τον οποίο υποβλήθηκε το παράπονο ότι ο ναυτικός δεν δικαιούται τις ανωτέρω αποζημιώσεις κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό αγωγή η οποία έχει κατά προεκτεθέντα νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 75, 105, 106 του ΚΙΝΔ άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των έτών 2018 και 2019 και θα πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αριθμό ……………/2019 αγωγή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επλήγησαν με λόγο εφέσεως και συνεπώς παραμένουν τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που αφορούν διαφορά δεδουλευμένων και μισθών αδείας καθώς και το κεφάλαιο που αφορά την αποζημίωση διανυκτερεύσεων που επίσης δεν επλήγη με λόγο εφέσεως δηλαδή παραμένουν τα ποσά των 198,74, 186,37, 203,40, 323,11 (διαφορές αποδοχών) 52,21, 49,08, 54,05, 85,79 (διαφορά μισθών αδείας) και 495,67, 495,67 και 794,53 (διανυκτερεύσεις), τα οποία θα συμπεριληφθούν για το ενιαίο στο διατακτικό της παρούσας. Επειδή όπως συνομολογείται από 1.6.2018 την οικονομική διαχείριση του πλοίου απασχολήσεως του εφεσιβλήτου ανέλαβε η δεύτερη εκκαλούσα η πρώτη εκκαλούσα ευθύνεται για τα ποσά των 198,74 + 52,21 + 4.584,5 ευρώ στο οποία έχει περιοριστεί το καταψηφιστικό αίτημα και για τα ποσά των 309,11+ 495,67 ευρώ ως προς τα οποία το αίτημα της αγωγής ήταν αναγνωριστικό. Αμφότερες οι εκκαλούσες ευθύνονται για τα ποσά των ευρώ 186,37+203,40+323,11 + 49,08 + 54,05 + 85,79 +4.787,51 ευρώ που αφορούν το καταψηφιστικό αίτημα και στα ποσά των ευρώ 128,09 +385,77 +31,75 +313,87 +485,09+7.829,87+ 3.304,37+2.174,98+ 495,67 + 794,53 ως προς τα οποία υπάρχει αναγνωριστικό αίτημα. Ακολούθως θα πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί η πρώτη εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το ποσό των 4.835,45 ευρώ και επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 804,78 ευρώ και επιπλέον να υποχρεωθούν αμφότερες οι εκκαλούσες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον εφεσίβλητο η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία του πλοίου το ποσό των 5.689,31 ευρώ και επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωση τους να του καταβάλουν εις ολόκλρον η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία του πλοίου το ποσό των 15.943,99 ευρώ εντόκως από την επομένη της κάθε απόλυσης πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2019 το οποίο οφείλεται από την 1.1.2020. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος τις εκκαλούσες εναγομένες λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 22.10.2021 με αριθμό κατάθεσης ………./2021 έφεση κατά της με αριθμό 686/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό κατάθεσης ………../2019 αγωγής
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση
Εξαφανίζει τη με αριθμό 686/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………/2019 αγωγή
Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (4.835,45) ευρώ
Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει επιπλέον να αναγνωριστεί καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (804,78) ευρώ και
Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία του πλοίου το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (5.689,31)
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία του πλοίου το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (15.943,99) ευρώ εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας
Επιβάλει στις εκκαλούσες εναγόμενες ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου ενάγοντος δηλαδή το ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Δεκεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ