Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 726/2022

Αριθμός   726/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Σκούρτη.

Συνεδρίασε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 2-6-2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. ……….., και 2. …………, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Καλλίας (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ……….) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………..την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Αναστασία Τσατραφύλλια (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ………..) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 30-8-2019, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../2019, αγωγή της, κατά των εναγόμενων – εκκαλούντων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1032/2021 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – εναγόμενοι άσκησαν την από 24-6-2021 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 30-6-2021, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ………… και ΕΑΚ …./2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 23-9-2021, με ΓΑΚ……και ΕΑΚ……./2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 24-6-2021 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ……../30-6-2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………../23-9-2021, κατά της με αριθμό 1032/20-5-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30-8-2019, με ΓΑΚ……. ΕΑΚ………/2019, αγωγής της εφεσίβλητης κατά των εκκαλούντων, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 4-6-2020, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες εναγόμενους, στους οποίους επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 2-6-2021, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς …… και …./2-6-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 30-6-2021, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………… παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).

Ι. Κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος, δικαιούται να απαιτήσει από τον νομέα ή τον κάτοχο, την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Εναγόμενος στη διεκδικητική αγωγή είναι ο νομέας ή κάτοχος, κατά το χρόνο έγερσης αυτής και δεν είναι ανάγκη να νέμεται για τον εαυτό του, ούτε να αφαιρέσει τη νομή του διεκδικουμένου από τον ίδιο τον ενάγοντα. Για τη νομιμοποίηση, δηλαδή, του εναγομένου στην πιο πάνω αγωγή, αρκεί ότι αυτός νέμεται ή απλά κατέχει το πράγμα κατά το χρόνο της έγερσής της. Ο εναγόμενος πρέπει να εξακολουθεί κατά την έγερση της αγωγής να νέμεται ή να κατέχει το πράγμα. Αν έπαυσε πριν από την έγερση της αγωγής να το νέμεται ή να το κατέχει, δεν νομιμοποιείται παθητικά και η αγωγή τότε πρέπει να εγερθεί κατά του τωρινού νομέα ή κατόχου. Αίτημα της αγωγής αυτής είναι η αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος και η απόδοση του πράγματος σ’ αυτόν. Για την πληρότητα της διεκδικητικής αγωγής κατά τα άρθρα 68 και 216 ΚΠολΔ αρκεί για τη νομιμοποίηση του εναγομένου η επίκληση της νομής ή κατοχής του, χωρίς άλλο ειδικότερο προσδιορισμό ως π.χ. τίτλος δυνάμει του οποίου κατέχει ο εναγόμενος (ΑΠ 786/2021, ΤΝΠ Νόμος). Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1113 και 1116 ΑΚ προκύπτει, ότι επί συγκυριότητας κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται το δικαίωμα της συγκυριότητάς του, μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή εναντίον εκείνου που νέμεται το πράγμα, για να επιδιώξει την απόδοση της συννομής κατά την ιδανική του μερίδα (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές εμπράγματου δικαίου, 1989, § 110 αρ.1, σελ. 252, ΑΠ 300/1981 ΝοΒ 29.1502, ΑΠ164/2014, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816 και 817 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση χρησιδανείου έχει ως περιεχόμενο την εκ μέρους του χρήστη παραχώρηση της χρήσης του κινητού ή ακινήτου πράγματος χωρίς αντάλλαγμα στον χρησάμενο, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, που μπορεί να συναφθεί είτε για αόριστο είτε για ορισμένο χρόνο (ΑΠ 1913/2008). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 του ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 810 μέχρι 819 του ίδιου Κώδικα για το χρησιδάνειο, προκύπτει ότι ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, σε περίπτωση που έχει αυτό δοθεί ως χρησιδάνειο δικαιούται μετά τη λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοση του πράγματος, τόσο τη διεκδικητική αγωγή, όσο και την ενοχική αγωγή εκ του χρησιδανείου. Σε περίπτωση δε επιλογής άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση χρησιδανείου, στο δικόγραφο αυτής πρέπει να αναφέρεται, η σύμβαση χρησιδανείου και η λήξη αυτής κατά νόμιμο τρόπο, τέτοιος δε είναι επί χρησιδανείου αόριστου χρόνου και η καταγγελία της σύμβασης, επιδιδόμενη στον αντισυμβαλλόμενο-χρησάμενο (ΟλΑΠ 170/2003, ΑΠ 958/2004, ΑΠ 757/2008) (ΜΕφΑιγ 47/2022, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η λήξη της σύμβασης του χρησιδανείου καθορίζεται είτε με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε από το σκοπό του χρησιδανείου, όπως αυτός συνομολογήθηκε. Εάν το χρησιδάνειο συμφωνήθηκε να είναι ορισμένου χρόνου, η σύμβαση λήγει με την πάροδο αυτού, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία και ο χρήστης δικαιούται να αναζητήσει το πράγμα οποτεδήποτε. Εάν η σύμβαση χρησιδανείου είναι αορίστου χρόνου, η σύμβαση λήγει αυτοδικαίως (άρθρο 816 του ΑΚ) αφότου ο χρησάμενος έκανε χρήση του πράγματος ή όταν παρέλθει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούσε να κάνει χρήση. Εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 817 ΑΚ, μπορεί ο χρήστης να αναζητήσει το πράγμα οποτεδήποτε, με άτυπη και απρόθεσμη καταγγελία, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος διαφορετική από τη συμφωνηθείσα, β) αν, εξαιτίας της χρήσης που κάνει ο χρησάμενος, το πράγμα περιέρχεται σε κατάσταση χειρότερη από αυτή στην οποία βρισκόταν όταν παραδόθηκε στον χρησάμενο, γ) αν ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα σε τρίτον χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα και ιδίως χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του χρήστη, δ) αν ο χρήστης χρειάζεται το πράγμα εξαιτίας επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Στην τελευταία περίπτωση, απαιτείται να πρόκειται περί ανάγκης της οποίας η ικανοποίηση δεν μπορεί να αναβληθεί, χωρίς ουσιώδη ζημία του χρήστη και την οποία δεν μπορούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως να προβλέψει ο χρήστης (Ρόκας, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, υπό τα άρθρα 816-819 αριθμ. 3 ΕφΠατρ 657/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, όσον αφορά στο χρησιδάνειο αορίστου χρόνου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 323, 505 επ., 608 § 2, 669 § 2 εδ. α’ και 767 § 1 του ΑΚ, ο χρήστης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση οποτεδήποτε με τακτική καταγγελία, τάσσοντας στον χρησάμενο και εύλογη προθεσμία για την απόδοση του πράγματος (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος I, § 40 αριθ. 27-32, ΕφΛαρ 241/2014, ΜΕφΚαλαμ 105/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης 810 ΑΚ προς αυτήν του άρθρου 816 ιδίου Κώδικα προκύπτει, ότι αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο η σύμβαση λύεται με καταγγελία από το χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια (άρθρα 200, 288 ΑΚ), ενόψει της ιδιάζουσας φύσης του χρησιδανείου ως σύμβασης φιλαλληλίας, αγαθοσύνης και κοινωνικής ευπρέπειας, γεγονός πάντως, που αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ένστασης του εναγόμενου χρησάμενου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1913/2008). Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816, 817 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως, δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης (ΑΠ 1913/2008) (ΑΠ 1133/2018, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σε περίπτωση μη επιστροφής του πράγματος κατά την ορισθείσα ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση κατά τα άρθρα 341 § 1 και 343 § 1 ΑΚ. Η αποζημίωση δε αυτή είναι δυνατό να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας, όσο και του διαφυγόντος κέρδους του χρήστη. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, η αποζημίωση που οφείλεται, είτε από αδικοπραξία είτε από τη σύμβαση, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία). Εάν το χρησιδάνειο αφορά ακίνητο και ο χρησάμενος δεν απέδωσε αυτό κατά τη λήξη του, ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει ως αποζημίωση το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδοκούσε να λάβει από την εκμετάλλευση του ακινήτου του από την ημέρα που έπρεπε να του επιστραφεί (άρθρο 298 ΑΚ), όπως είναι τα μισθώματα που θα ελάμβανε από την εκμίσθωσή του (ΕφΛαρ 192/2020, ΤΝΠΔΣΑ) (ΜΕφΑιγ 47/2022, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 § 2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ’ αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 2191/2007). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 362/2010) ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 767/2014). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015). Ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία (επί αστικού ακινήτου) ταυτίζεται με τη μισθωτική αξία του μεριδίου του εκτός χρήσης κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, ΑΠ 362/2010, ΑΠ 1761/2008) (ΑΠ 1199/2021, ΤΝΠ Νόμος). ΙV. Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1740/2012). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 91/2011). (ΑΠ 1199/2021, ΤΝΠ Νόμος)

Με την από 30-8-2019 αγωγή της η ενάγουσα ιστορεί ότι ήταν αποκλειστική κυρία των αναλυτικά περιγραφόμενων σ’ αυτή ακινήτων α) διαμερίσματος δευτέρου ορόφου, εμβαδού 90,10τμ, και β) υπόγειας θέσης στάθμευσης εμβαδού 10,13τμ, που βρίσκονται σε οικοδομή επί οικοπέδου στη θέση ….. του δήμου Πειραιά, στη διασταύρωση των οδών ……………, το οποίο αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων και ενός ακόμη τέκνου από το έτος 1996 μέχρι το έτος 2012, οπότε λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος μεταξύ αυτής και του δευτέρου εναγομένου με τη με αριθμό 4746/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ με τη με αριθμό 3421/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διατάχθηκε η μετοίκηση του δεύτερου εναγόμενου από το ως άνω διαμέρισμα και παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση αυτού στην ενάγουσα. Ακολούθως, εκθέτει ότι το έτος 2014 παραχώρησε τη χρήση των ανωτέρω ακινήτων στον πρώτο εναγόμενο, υιό της, χωρίς οποιαδήποτε αντιπαροχή, παρά μόνο με την υποχρέωση να πληρώνει και να εξοφλεί τις κοινόχρηστες και όποιες δαπάνες και λογαριασμούς αφορούν τα ακίνητα αυτά και προκύπτουν από τη χρήση τους. Ωστόσο, συνεχίζει η ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος, από τον πρώτο χρόνο της διαβίωσής του στο διαμέρισμα, δεν πλήρωνε της κοινόχρηστες δαπάνες, τις οποίες κατέβαλε η ίδια, και ενώ η παραχώρηση της χρήσης των ανωτέρω ακινήτων ήταν αποκλειστικά για τον ίδιο, ο τελευταίος προέβαινε μέχρι και σε παραχώρηση της χρήσης τους σε τρίτους, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, την 1η-1-2015, να καταγγείλει την προαναφερόμενη σύμβαση χρησιδανείου και να ζητήσει από τον πρώτο εναγόμενο την απόδοση της νομής και κατοχής των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, χωρίς, όμως, ο τελευταίος να συμμορφωθεί, αντίθετα συνέχισε να κάνει χρήση αυτών και να μην καταβάλει τις δαπάνες και τα έξοδα για τη χρήση τους. Επιπλέον, η ενάγουσα αναφέρει ότι σε προγενέστερο της καταγγελίας χρόνο είχε μετοικήσει στο ως άνω διαμέρισμα και ο δεύτερος εναγόμενος, πατέρας του πρώτου και πρώην σύζυγος της ίδιας, έχοντας προβεί στην αυθαίρετη χρήση και κατάληψη του ως άνω διαμερίσματος, αρνούμενοι αμφότεροι να της αποδώσουν την νομή, δρώντες ως κακόπιστοι νομείς, καθώς αυτοί γνώριζαν την καταγγελία του χρησιδανείου και την αναζήτηση της απόδοσης της νομής, ενώ κατόπιν αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα του δεύτερου εναγόμενου εκδόθηκε η με αριθμό 115/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να μεταβιβάσει στον τελευταίο ποσοστό 1/3 της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων, η οποία συντελέστηκε με τη με αριθμό …./10-8-2018 πράξη του συμβολαιογράφου ………, και στη συνέχεια με το με αριθμό ……/2018 συμβόλαιο γονικής παροχής του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου ο δεύτερος εναγόμενος μεταβίβασε το ανωτέρω ποσοστό στον πρώτο εναγόμενο. Ακολούθως, η ενάγουσα εκθέτει ότι οι εναγόμενοι εξακολουθούν, μέχρι και την άσκηση της αγωγής, να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τα ανωτέρω ακίνητα, μη καταβάλλοντας τις δαπάνες από τη χρήση αυτών, ενώ γνωρίζουν ότι η ίδια έχει ζητήσει την απόδοση της νομής των ακινήτων, ήδη από την 1η-1-2015 με την καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, δρώντας ως κακόπιστοι νομείς, αρνούμενοι να της καταβάλλουν τα αναλογούντα ωφελήματα κατά το ποσοστό, που της ανήκε αρχικά και μεταγενέστερα, καθώς και να της επιτρέψουν την είσοδό της στα ανωτέρω ακίνητα και να της αποδώσουν τη νομή και χρήση αυτών κάνοντας αποκλειστική χρήση αυτών στην ολότητά τους, ότι η μισθωτική αξία των ως άνω ακινήτων ανέρχεται για το διαμέρισμα στο ποσό των 600 ευρώ και για την θέση στάθμευσης στο ποσό των 100 ευρώ, δεδομένης της θέσης και της πολυτελούς κατασκευής τους, για την περίοδο από 1-1-2015 μέχρι 31-8-2019, με αποτέλεσμα να στερείται η ίδια τα ωφελήματα, όπως αναλυτικά υπολογίζονται, από τα ανωτέρω ακίνητα κατά το ποσοστό της, το οποίο χρησιμοποιούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι επωφελούνται και τα ποσά των κοινόχρηστων και μη δαπανών, τις οποίες δεν καταβάλλουν και συνεχίζουν να οφείλουν στην ενάγουσα, όπως αναλυτικά αναφέρονται. Περαιτέρω, η ενάγουσα αναφέρει ότι οι εναγόμενοι, αδιαφορώντας για τη μεταξύ τους συμφωνία, παραχωρούσαν σε τρίτους τα ακίνητα χωρίς επίβλεψη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με συνέπεια διαμαρτυρίες για φασαρίες και παραβάσεις των όρων κοινής ησυχίας, ήταν συνεχώς ασυνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις των ακινήτων, κοινόχρηστες και άλλες δαπάνες – λογαριασμοί, αντιποιήθηκαν και συνεχίζουν να αντιποιούνται τη νομή της κατά τα ποσοστά, που είχε κατά καιρούς, προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητάς της αποβάλλοντάς την από τα ακίνητα βίαια, αποκλείοντάς την από τη χρήση, την κάρπωση και εκμετάλλευσή τους, ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, την 1η-1-2015 άλλως από την άσκηση της αγωγής, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αποβολή των εναγόμενων από τα ανωτέρω ακίνητα. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή α) να αναγνωρισθεί συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν τη συννομή των προπεριγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, κατά το αναλογούν σε αυτή ποσοστό, και, σε περίπτωση άρνησής τους, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή τους από τη συννομή, καθώς και οποιουδήποτε τρίτου έλκει δικαιώματα από αυτούς ή για λογαριασμό τους, κατά το μέρος που προσβάλλεται το δικό της δικαίωμα συννομής και η νόμιμη εγκατάστασή της, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν τα ωφελήματα και τις δαπάνες που προέκυψαν από τις ως άνω ιδιοκτησίες, κατά το αναλογούν στη μερίδα της ποσοστό, συνολικού ύψους 38.485,07 ευρώ (= 30.325,80 ευρώ, από 1-1-2015 έως 10-8-2018, + 5.916,12 ευρώ, από 11-8-2018 έως 31-8-2019, + 1.219,02 ευρώ, για τις κοινόχρηστες δαπάνες από 1-1-2015 έως 31-8-2018, + 1.024,13 ευρώ για δαπάνη ΕΥΔΑΠ από 1.1.2015 έως 11.4.2018), με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο μερικότερο ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως και επικουρικώς από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλούμενη με αριθμό 1032/20-5-2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, αναγνωρίστηκε η ενάγουσα συγκύρια, συννομέας και συγκάτοχος κατά ποσοστό 2/3 των δύο αναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να αποδώσουν στην ενάγουσα τη συννομή των ανωτέρω ακινήτων κατά το ποσοστό των 2/3 και να της καταβάλουν το ποσό των 25.334,05 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας, επέβαλε, δε, σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 1.100 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί, η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό την καθ’ ολοκληρία απόρριψη της κρινόμενης αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη τους αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθόσον α) περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο πραγματικά περιστατικά για τη σύναψη της σύμβασης χρησιδανείου αορίστου χρόνου επί του αναλυτικά περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, την χρήση αυτού από τον πρώτο εναγόμενο κατά παράβαση της συμφωνίας τους με την ενάγουσα και την αυθαίρετη διαμονή του δεύτερου εναγόμενου, την καταγγελία από την ενάγουσα της σύμβασης με χρονικό προσδιορισμό και την άρνηση των εναγόμενων προς απόδοση της νομής, αρχικά, και της συννομής του ανάλογου ποσοστού, μεταγενέστερα, της ενάγουσας, και β) για τη νομιμοποίηση των εναγόμενων στη διεκδικητική αγωγή αρκεί να αναφέρεται ότι οι τελευταίοι νέμονται ή κατέχουν το πράγμα κατά την έγερση της αγωγής, και δεν είναι αναγκαία η αναφορά οποιασδήποτε αμφισβήτησης της κυριότητας της ενάγουσας από τους εναγόμενους. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι δεύτερος και τέταρτος λόγοι έφεσης, με τους οποίους προβάλλονται ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής α) ως προς τη σύμβαση χρησιδανείου λεπτομέρειες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, και β) ως προς τη διεκδικητική αγωγή η αμφισβήτηση από τους εναγόμενους της κυριότητας ή της νομής της ενάγουσας, στοιχείο που απαιτείται κατά την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές εμπράγματου δικαίου, 1989, § 104 – σελ. 241, και § 134 – σελ. 344). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.

Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων α) με αριθμό ……./25-11-2019 του μάρτυρα ………… ενώπιον του συμβολαιογράφου Μοιρών Ηρακλείου ………., και με αριθμό ………./23-12-2019 του μάρτυρα ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν µε πρωτοβουλία της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης προηγούμενης κλήσης των εναγόμενων, και β) με αριθμούς …. και …./5-12-2019 των μαρτύρων …… και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν με πρωτοβουλία των εναγόμενων, κατόπιν προηγούμενης κλήσης της ενάγουσας, χωρίς να ληφθεί υπόψη η με αριθμό ………./7-6-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εκκαλούντων χωρίς ωστόσο να κληθεί προς τούτο νόμιμα και εμπρόθεσμα η εφεσίβλητη, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……/3-6-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………, καθόσον δεν τηρήθηκε η προθεσμία κλήτευσης τουλάχιστον δύο (2) εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τους εκκαλούντες ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, στις 7-6-2022 και ώρα 9.30’, αφού οι ημέρες Σάββατο και Κυριακή (4 και 5 Ιουνίου) δεν είναι εργάσιμες και δεν προσμετρώνται στην προθεσμία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, ενώ η ημέρα Τρίτη (7-6-2022) είναι η δεύτερη εργάσιμη ημέρα, που έπρεπε να παρέλθει κατά το νόμο, για να είναι έγκυρη και υποστατή η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση ως αποδεικτικό μέσο, προϋπόθεση την τήρηση της οποίας έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1175/2019, ΑΠ 927/2017, ΤΝΠ Νόμος), όλων των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν οι διάδικοι και είχαν ληφθεί στο πλαίσιο προηγούμενων μεταξύ τους δικών (ΑΠ 1684/2018, ΤΝΠ Νόμος), και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 γ), 448 § 2, και 457 § 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 7/2021, ΤΝΠ Νόμος), των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα και ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο το έτος 1992, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον …. και τον πρώτο εναγόμενο, και ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με τη με αριθμό 4746/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μετά από διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από το έτος 2009. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το με αριθμό …/23-10-1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς .. ….. που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. με αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, η ενάγουσα απέκτησε την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, υπό στοιχεία Β3 διαμερίσματος δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 90,10τμ, σε πολυκατοικία στη θέση …….. της περιφέρειας του δήμου Πειραιά, επί των οδών ……….., και στη συνέχεια με το με αριθμό …………/16-1-2007 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ….. με αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του ίδιου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, η ενάγουσα απέκτησε την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου ορόφου με τον αριθμό 1 της ίδιας ανωτέρω πολυκατοικίας, εμβαδού 10,13τμ. Οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες αποτέλεσαν την οικογενειακή στέγη των διαδίκων και του έτερου τέκνου, ……, από την απόκτησή τους από την ενάγουσα. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό 3421/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, διατάχθηκε η μετοίκηση του δεύτερου εναγόμενου από το ως άνω διαμέρισμα, παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση αυτού στην ενάγουσα, στο οποίο εκείνη διέμεινε με τον υιό τους ….., μέχρι το έτος 2013, οπότε και μετοίκησε στη Γερμανία για λόγους εργασίας, ενώ η επιμέλεια του ανήλικου τότε πρώτου εναγόμενου ανατέθηκε στο δεύτερο εναγόμενο – πατέρα του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, στα μέσα του έτους 2014, παραχώρησε τη χρήση των επίδικων ακινήτων, διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης, στον πρώτο εναγόμενο, υιό της, χωρίς την καταβολή αντιπαροχή, παρά μόνο με την υποχρέωση αυτού να εξοφλεί τις κοινόχρηστες και όποιες δαπάνες και λογαριασμούς αφορούν τα ακίνητα αυτά, που σχετίζονται με τη χρήση τους· επιπλέον, δε, ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούνταν κατά τη διάρκεια του χρησιδανείου να μην παραχωρεί τη χρήση των επίδικων ακινήτων παραπέρα σε τρίτους. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν συνεπής με τις υποχρεώσεις του, μη καταβάλλοντας τις κοινόχρηστες δαπάνες, τις δαπάνες ηλεκτροδότησης και υδροδότησης, και παραχωρώντας, παρά την αντίθετη βούληση της ενάγουσας, την χρήση των επίδικων διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης στο δεύτερο εναγόμενο, πατέρα του, με συνέπεια η ενάγουσα αρχικά να καταγγείλει προφορικά τη σύμβαση χρησιδανείου και να ζητήσει από τον πρώτο εναγόμενο την απόδοση των επίδικων ακινήτων, στα τέλη του έτους 2014, ακολούθως να αποστείλει στον πρώτο εναγόμενο την από 9-12-2014 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση και διαμαρτυρία, που του επιδόθηκε στις 11-12-2014, και τέλος να ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς σε βάρος του την από 18-12-2014, με αριθμό κατάθεσης ……/2015, αγωγή απόδοσης της χρήσης του διαμερίσματος με τα παρακολουθήματα και προσαυξήματα αυτού, η οποία του επιδόθηκε στις 16-1-2015. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι η αγωγή βασίζεται στις διατάξεις της μίσθωσης ακινήτου, δεν παύει να λειτουργεί ως όχληση – καταγγελία προς απόδοση των επίδικων ακινήτων, και επομένως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατόπιν νόμιμης επίδοσης προς τον πρώτο εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση χρησιδανείου αορίστου χρόνου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης περί ανυπαρξίας καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου αορίστου χρόνου, η οποία λύεται, όπως προαναφέρεται στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, με άτυπη και απρόθεσμη καταγγελία σε περίπτωση διαφορετικής από τη συμφωνηθείσα χρήσης του πράγματος ή/και παραχώρησης σε τρίτους χωρίς την άδεια του χρήστη, ενάγουσας, πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν όπως αναλύεται ανωτέρω. Επιπλέον, ως ουσιαστικά αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από την ενάγουσα, καθόσον αποδείχθηκε ότι η τελευταία από την παραχώρηση της χρήσης των επίδικων ακινήτων στον πρώτο εναγόμενο, στα μέσα του έτους 2014, και με τις πρώτες παραβάσεις της συμφωνίας τους από αυτόν, εκδήλωσε τη σαφή πρόθεσή της να λύσει τη σύμβαση καταγγέλλοντάς την, ήδη με την από 9-12-2014 εξώδικη διαμαρτυρία της, χωρίς να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα αδράνειας αυτής, ενώ και από τις ακόλουθες ενέργειές της η ενάγουσα δεν δημιούργησε στους εναγόμενους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της για απόδοση της νομής των ακινήτων της, διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 20-2-3013, με αριθμό κατάθεσης ……../2013, αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα του δεύτερου εναγόμενου κατά της ενάγουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 115/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε η ενάγουσα να μεταβιβάσει στο δεύτερο εναγόμενο ποσοστό συγκυριότητας 1/3 των επίδικων ακινήτων· η μεταβίβαση, δε, επήλθε με τη με αριθμό …./10-8-2018 πράξη αποδοχής δήλωσης βούλησης του συμβολαιογράφου …. ….., η οποία καταχωρίστηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, με αριθμό καταχώρησης …../6-9-2018, ενώ, στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος μεταβίβασε με το με αριθμό …../3-9-2018 συμβόλαιο γονικής παροχής του ίδιου συμβολαιογράφου το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητάς του στον πρώτο εναγόμενο, με αριθμό καταχώρησης ……/6-9-2018 στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς. Από τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι α) αμφότεροι οι εναγόμενοι, παρά τις επανειλημμένες ενέργειες – οχλήσεις της ενάγουσας για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων της, αρνήθηκαν να της αποδώσουν τη νομή των επίδικων ακινήτων, δρώντες αμφότεροι ως κακόπιστοι νομείς, καθώς αυτοί γνώριζαν την καταγγελία του χρησιδανείου, και όφειλαν να αποδώσουν σ’ αυτή τη συννομή του ιδανικού μεριδίου της, επομένως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος λόγος έφεσης, ενώ μη νόμιμος είναι ο έβδομος λόγος έφεσης για ενιαύσια παραγραφή, καθόσον η κρινόμενη αγωγή ως διεκδικητική υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, και β) αμφότεροι οι εναγόμενοι έκαναν αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου τουλάχιστον μέχρι τη σύνταξη της αγωγής, 31-8-2019, και επομένως, η ενάγουσα δικαιούται ανάλογη μερίδα προς το ποσοστό συγκυριότητάς της από το όφελος που οι εναγόμενοι αποκόμισαν και αντίστοιχα εξοικονόμησαν, με την αποφυγή ισόποσης δαπάνης για την εκμίσθωση της ανάλογης μερίδας της ενάγουσας, για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 1-1-2015 έως 31-8-2019. Το όφελος δε που οι εναγόμενοι απεκόμισαν και δικαιούται η ενάγουσα συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας της, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση, ωφέλεια και εξοικονόμηση δαπάνης μίσθωσης της μερίδας της ενάγουσας, η οποία δύναται να αξιώσει ακόμη και αν δεν πρόβαλε δικαίωμα σύγχρησης, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη. Περαιτέρω, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ, ΑΠ 945/2020, Ιστοσελίδα ΑΠ), αποδείχθηκε ότι η μισθωτική αξία των επιδίκων ακινήτων, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, από 1-1-2015 μέχρι και 31-8-2019, με βάση τις μισθωτικές συνθήκες που κρατούσαν κατά τον ως άνω χρόνο, μεταξύ των οποίων και η οικονομική κρίση, που επήλθε στην ημεδαπή από το έτος 2010 και μετά, που επηρέασε καίρια το ύψος των μισθωμάτων, συνεκτιμώντας, ωστόσο, την περιοχή όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, την επιφάνεια, την παλαιότητα, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επίδικου διαμερίσματος και το είδος κατασκευής αυτού, όπως ξύλινα πατώματα, δύο μπάνια, τζάκι και πόρτα ασφαλείας, καθώς και την προσαύξηση της αξίας του με την υπόγεια θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, ανήλθε, συνολικά για αμφότερα τα ακίνητα, αφού η εκμίσθωση μόνης της θέσης στάθμευσης είναι ιδιαίτερα δυσχερής, μηνιαία για το έτος 2015 στο ποσό των 430 ευρώ, για το έτος 2016 στο ποσό των 440 ευρώ, για το έτος 2017 στο ποσό των 450 ευρώ, για το έτος 2018 στο ποσό των 460 ευρώ, και για το έτος 2019 στο ποσό των 470 ευρώ. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο έκτος λόγος έφεσης. Συνεπώς, το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούται η ενάγουσα από το όφελος που αποκόμισαν οι εναγόμενοι από την αποκλειστική χρήση των κοινών ακινήτων για το αιτούμενο στην αγωγή ως άνω διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 23.149,47 ευρώ [= ( 430€ Χ 12 μήνες για το έτος 2015=5.160 €) + (440€ Χ 12 μήνες για το έτος 2016=5.280€) + (450€ Χ 12 μήνες για το έτος 2017=5.400€) + (460€ Χ 7 μήνες για το έτος 2018=3.220€) + (460 Χ 10/31 για τον μήνα Αύγουστο 2018, κατ’ άρθρο 106ΚΠολΔ=148,39 ευρώ) + (460 Χ 21/31 Χ 2/3= 207,74 ευρώ) + (460 Χ 4 μήνες για το έτος 2018 Χ 2/3 =1.226,67) + (470 Χ 8 Χ 2/3=2.506,67 ευρώ )]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι κατά την διάρκεια της χρήσης των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών από τους εναγόμενους, οι τελευταίοι δεν πλήρωσαν τις κοινόχρηστες δαπάνες που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2015 μέχρι 31-8-2018, ήτοι ειδικότερα για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2015 στο ποσό των 64,39 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Απριλίου 2015 στο ποσό των 53,56 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαΐου – Ιουνίου 2015 στο ποσό των 48,06 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 2015 στο ποσό των 66,96 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2015 στο ποσό των 60,05 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2016 στο ποσό των 47,64 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Απριλίου 2016 στο ποσό των 55,68 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαΐου – Ιουνίου 2016 στο ποσό των 47,36 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 2016 στο ποσό των 62,02 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2016 στο ποσό των 61,46 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2016 στο ποσό των 58,57 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2017 στο ποσό των 44,96 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Απριλίου 2017 το ποσό των 55,82 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαΐου – Ιουνίου 2017 στο ποσό των 55,82 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 2017 στο ποσό των 57,65 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2017 στο ποσό των 50,60 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2017 στο ποσό των 68,02 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2018 στο ποσό των 46,65 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Απριλίου 2018 στο ποσό των 50,88 ευρώ, Μαΐου – Ιουνίου 2018 στο ποσό των 53,84 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 2018 το ποσό των 50,46 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 1.160,45 ευρώ (= 64,39 + 53,56 + 48,06 + 66,96 + 60,05 + 47,64 + 55,68 + 47,36 + 62,02 + 61,46 + 58,57 + 44,96 + 55,82 + 55,82 + 57,65 + 50,60 + 68,02 + 46,65 + 50,88 + 53,84 + 50,46), το οποίο οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ενώ για το ποσό των 58,57 ευρώ του χρονικού διαστήματος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2015 δεν προσκομίστηκε σχετική εξοφλητική απόδειξη. Επιπλέον, για τις δαπάνες υδροδότησης – οφειλές στην ΕΥΔΑΠ κατά την χρήση των επίδικων ακινήτων, για την περίοδο κατανάλωσης από 1-10-2015 έως 26-4-2018, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.024,13 ευρώ. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε μερικά την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα συγκυρία και συννομέα κατά ποσοστό 2/3 α) μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, του υπό στοιχεία Β3 διαμερίσματος δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 90,10τμ, σε πολυκατοικία στη θέση ……. της περιφέρειας του δήμου Πειραιά, επί των οδών ……… και …. και β) μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, της με αριθμό 1 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, εμβαδού 10,13τμ, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να της αποδώσουν τη συννομή των ως άνω ιδιοκτησιών κατά το ποσοστό της ιδανικής μερίδας της, και να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 25.334,05 ευρώ (= 23.149,47 + 1.160,45 + 1.024,13 = 25.334,05), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, δηλαδή από 28-9-2019 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1032/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες – εναγόμενους, για την άσκησή της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, οι εκκαλούντες πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 24-6-2021, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………./2021, έφεση, κατά της με αριθμό 1032/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 12-12-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις       13-12-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ