Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 462/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

2o τμήμα

Αριθμός  απόφασης :  462  / 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ  – ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1)………. 2) ………….,  οι οποίοι  εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο τους Δικηγόρο Κοσμά Κοτέα.

 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η  ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΤΗΣ  ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ  ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : εταιρεία …………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Σωτήριο Σεβαστιανό Κικιδόπουλο.

Οι ανακόπτοντες και ήδη  εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5/10/2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../2018 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 2231/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες   και ήδη εκκαλούντες με την από 9-10-2019 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………./2019 έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή της 22.10.2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 15.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………../2020 πρόσθετη παρέμβαση, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε  για τη δικάσιμο της 22.10.2020,  οπότε και αναβλήθηκε για την παρούσα συνεδρίαση.

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν : α) από 9-10-20189 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2019 έφεση  και β) η 15.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2020 πρόσθετη παρέμβαση. Οι άνω υποθέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου κι επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).

Η  από 9-10-2019 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../2019 έφεση των ανακοπτόντων και ήδη  εκκαλούντων, κατά της με αρ. 2231/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 10.9.2019 (βλ. επισημείωση του  δικ. επιμελητή στο αντίγραφο της απόφασης). η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 9.10.2019 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………… e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συζήτησε την υπόθεση ερήμην των ανακοπτόντων  και κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών  (άρθ. 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, που τέθηκε σε ισχύ από 2-4-2012), με απέρριψε την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ως εκπρόθεσμη  τη  δε ανακοπή κατά της εκτέλεσης, λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας, δεδομένου ότι η δικονομική θέση του ανακόπτοντος ταυτίζεται με εκείνη του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, και εκ της ερημοδικίας του συνάγεται τεκμήριο παραίτησης από την ανακοπή.  Με την έφεσή τους οι ανακόπτοντες πλήττουν την απόφαση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε θα πρέπει να εξαφανισθεί η απόφαση ως προς το κεφάλαιό της που αφορά την ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 528 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν οι λόγοι εφέσεως. Με δεδομένο ότι εξαφανίστηκε η απόφαση θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες (άρθρο 495 ΚΠολΔ).   Εξάλλου,  όπως  προκύπτει από την με αρ. …… Β/15.10.2019 έκθεση επιδόσεως του δικ. Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το  Πρωτοδικείο Πειραιά ………………,  ακριβές αντίγραφο της έφεσης με  πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22.10.2020 επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη Τραπεζική εταιρία. Κατά την τελευταία δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο (άρθρο 226 παρ.4)  για την παρούσα συνεδρίαση, κατά  την οποία η εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε, οπότε  θα πρέπει να δικασθεί  σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜΕφΘεσ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜΕφΘεσ 982/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «…………..» ενεργώντας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» με έδρα το ………. Ιρλανδίας»,  η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ……………..»,  όπως επικαλείται αναλυτικά, άσκησε την από 15.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην τελευταία δίκη, αφού η απόφαση, που θα εκδοθεί, δεσμεύει την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης. Η αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εφεσίβλητης σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., διότι ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, η δε προσθέτως παρεμβαίνουσα – εταιρία διαχείρισης νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015. Ενόψει αυτών μεταξύ της κύριας διαδίκου,  εφεσίβλητης  και της προσθέτως παρεμβαίνουσας δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εφεσίβλητη που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η ανακοπή  κατά της διαταγής πληρωμής ασκείται μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από τη επίδοσή της.  Εξάλλου στις  εξαιρετέες ημέρες είναι  και η  3η Οκτωβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η οποία, ειδικότερα, έχει καθοριστεί ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια ολόκληρης της Χώρας με το άρθρο 25 του ν.1941/1991 (ΑΠ 199/2009).  Στην προκείμενη περίπτωση  η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 13.9.2018,  ώστε η  15νθημερη προθεσμία σε εργάσιμες ημέρες για την άσκηση της ανακοπής κατά αυτής συμπληρωνόταν την 5.10.2018 και όχι την 4.10.2018, με δεδομένο,  ότι όπως εκτέθηκε η 3η.10.2018 ως ημέρα εορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη είναι ημέρα αργίας για όλα τα Δικαστήρια της χώρας, ώστε να μην εκλαμβάνεται ως εργάσιμη ημέρα. Συνεπώς η επίδικη ανακοπή κατά της με αριθμ. ……./2018 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία ασκήθηκε στις 5.10.2018 έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε αυτή ως εκπρόθεσμη έσφαλε,  ώστε θα πρέπει  να εξαφανισθεί η απόφαση και ως προς το κεφάλαιό της για την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, κατά  παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως και να ερευνηθεί και αυτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με την υπό κρίση ανακοπή τους (από 21.12.2015  και  με αρ. κατ. …………../2015), επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ο ανακόπτοντες ζήτησαν  να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …………./2018 διαταγή πληρωμής και η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος τους με την από 6.9.2018 επιταγή προς πληρωμής κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον στην καθ΄ής η ανακοπή 118.813,86 €, πλέον τόκων και εξόδων.  Οι ανακόπτοντες στον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι  δεν προκύπτει η νομιμοποίηση της αιτούσας Τραπεζικής εταιρίας από  τα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και ειδικότερα  ότι η «………..»  δεν προκύπτει ότι είχε καταστεί, με βάση την από 26.3.2013 σύμβαση καταστεί ειδική διάδοχος της  Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..». Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύονται όσον αφορά η βασιμότητα του άνω λόγου ανακοπής τα εξής : Η  επίδικη σύμβαση …………../17-02-2006 στεγαστικού δανείου, καταρτίσθηκε  ανάμεσα στους ανακόπτοντες και την Τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….». Η καθ΄ής η ανακοπή ανώνυμη Τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..» κατέστη  ειδική διάδοχος της άνω Τραπεζικής εταιρίας ως προς όλα τα ελληνικά δάνεια, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 66/26-3-2012 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ’ αριθμ. 96/26-3-2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, που δημοσιεύτηκε νόμιμα (4640/26-3-2013 ΦΕΚ της Κυπριακής Δημοκρατίας), και την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, με την οποία της μεταβιβάστηκαν στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της Τράπεζας Κύπρου δι’ εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων, τα οποία επισυνάφθηκαν στην αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. Στη δε κίνηση του λογαριασμού του επίδικου στεγαστικού δανείου,  που προσκομίστηκε επίσης στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής,  αναφέρεται στο πάνω αριστερό σημείο της κάθε σελίδας  ότι «Η τράπεζα Πειραιώς υπέγραψε στις 26.3.2013 συμφωνία για την απόκτηση των καταθέσεων, των δανείων και του δικτύου της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των  δανείων και των καταθέσεων των θυγατρικών της «leasing factoring» στην Ελλάδα. Από τις 27.3.2013 όλες οι συναλλαγές διενεργούνται κανονικά». Κατόπιν αυτών δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μεταβιβάσθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς και η επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου, που εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο 116.163,86 €, ώστε αποδεικνύεται πλήρως η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ής η ανακοπή εφεσίβλητης ως ειδικής διαδόχου της Τράπεζας Κύπρου ΛΤΔ.  Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ) 1071/2017, ΑΠ 2210/2013, ΕΕμπΔ 2014.701. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 166/2017 ΕφΑθ (Μον), 327/2018, ΕφΔωδ (Μον) 1/2016, ό.π). Ενόψει  όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, την έκδοση της οποίας πέτυχε Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της, και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος. Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό. (ΑΠ 1090/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 753/1995). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν στον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ότι στην προσβαλλόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου περιελήφθη και όρος από τον οποίο σαφώς συνάγεται ότι ο υπολογισμός των τόκων της ενήμερης οφειλής γίνεται σε χρονικό διάστημα 360 ημερών, ο όρος δε αυτός έχει ως συνέπεια την υπέρμετρη και εις βάρος τους αντισυμβατική και καταχρηστική επιβάρυνση της κύριας οφειλής τους από τη σύμβαση. Ο  λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθώς για την πληρότητά του δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που επιβαρύνθηκαν οι ανακόπτοντες με την εφαρμογή του άκυρου ΓΟΣ του έτους 360 ημερών και πώς θα διαμορφωνόταν η οφειλή του χωρίς αυτό, (που είναι δυνατό με μαθηματικό υπολογισμό) χωρίς να αρκεί η αμφισβήτηση  της ορθότητας του καταλοίπου  ή του συνόλου των τόκων, η  απλή παράθεση των οποίων, δεν καθιστά το σχετικό λόγο της ανακοπής ορισμένο (βλ. ΑΠ 1090/2019, AΠ  999/2019, 105/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 συνάγεται ότι  δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή,  αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΜΕφΘεσ 2256/2018, ΜΕφΘεσ  1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π.,ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, ΠΠρΘεσ 16258/2013, Αρμ. 2014,1171,  Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E). Στην προκείμενη περίπτωση οι  ανακόπτοντες ισχυρίζονται στο  πρώτο λόγο της ανακοπής της, ότι  η απαίτηση της καθ΄ής η ανακοπή είναι ανεκκαθάριστη, καθώς ενσωματώθηκε παρανόμως στο συμβατικό επιτόκιο  η εισφορά του ν. 128/1975,   η οποία ανατοκίσθηκε, η δε δανειακή σύμβαση είναι για το λόγο αυτό άκυρη, καθώς περιέχει  όρους καταχρηστικούς, που δέσμευαν υπέρμετρα τους ανακόπτοντες,  αφού προέβλεπαν ότι το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκαν ως απόρροια του Γ.Ο.Σ. περί μετακύλισης σε αυτούς της μη νόμιμης εισφοράς του ν. 128/1975. Ότι ακόμα  από το επιτασσόμενο προς καταβολή ποσό της διαταγής πληρωμής  δεν προσδιορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στην εισφορά του ν. 128/1975,  ώστε η απαίτηση της καθ΄ής είναι μη εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμος, διότι με βάση τα όσα εκτέθηκαν είναι επιτρεπτή η μετακύλιση της εισφοράς του ν, 128/1975 στον δανειολήπτη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ειδική αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής,  αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, η οποία εισφορά επίσης,  ως μέρος του πραγματικού επιτοκίου νομίμως ανατοκίζεται. Ο σχετικός όρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, το οποίο όμως δεν προβάλουν οι ανακόπτοντες (ότι δηλαδή ήταν αδιαφανής, με την έννοια ότι  η δικαιοπάροχος της καθ΄ής  Τράπεζα  Κύπρου τους στέρησε την ύπαρξή του ή  τη δυνατότητα να λάβουν πραγματική γνώση του περιεχομένου του). Εξάλλου, το επιτασσόμενο ποσό της διαταγής πληρωμής προκύπτει με μαθηματικούς υπολογισμούς από την κίνηση του λογαριασμού που έχει τηρηθεί, η δε εισφορά του ν. 128/1975 έχει καθορισθεί σε 0,12 %, ενώ οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν  το ποσό, όπως ισχυρίζονται επιβαρύνθηκαν παράνομα με την επιβολή της εισφοράς αυτής και τον ανατοκισμό της, ή ποιο θα έπρεπε να είναι το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλουν χωρίς την εισφορά αυτή. Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί.

Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94 γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. (ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 1087/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 854 και 857 ΑΚ προκύπτει ότι ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και συνεπώς η σχετική συμφωνία μεταξύ αυτού και της τράπεζας είναι έγκυρη στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Εξάλλου, ο σχετικός όρος της δανειακής σύμβασης δεν είναι αδιαφανής, ώστε να αντίκειται στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή, καθώς ο τελευταίος, με την αποδοχή του όρου αυτού, είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι παραιτείται από ένα ευεργέτημα που του παρέχει ο νόμος, ήτοι αυτό της ένστασης διζήσεως. Και μπορεί μεν η έννοια «ένσταση της διζήσεως» να είναι νομική, ο καταναλωτής όμως, έχει όλη τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σημασία της από το νομικό του παραστάτη. Επιπλέον, και ο όρος με τον οποίο προβλέπεται ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται απέναντι στην τράπεζα ως πρωτοφειλέτης δε διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία προμηθευτή και εγγυητή σε βάρος του τελευταίου, καθόσον η συνομολόγηση του καμιά δυσμενή συνέπεια δεν έχει εις βάρος του εγγυητή, αφού αυτός έχει ήδη παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και δεν έχει έτσι τη δυνατότητα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής του προς την τράπεζα, ακόμα και αν η τελευταία δεν έχει στραφεί προηγουμένως εναντίον του οφειλέτη της για την ικανοποίηση της απαίτησης της. Συνεπώς, δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα του εγγυητή προς όφελος της τράπεζας, ώστε να διαταράσσονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του πρώτου (ΑΠ 1087/2019, ΑΠ 1886/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 214/2021 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=7207, ΕφΘεσ 214/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν   στον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους, που αναφέρεται στην δεύτερη ανακόπτουσα ως εγγυήτρια, ότι ο σχετικός όρος της σύμβασης κατά τον οποίο η τελευταία έχει παραιτηθεί από την προβολή κάθε ένστασης και μεταξύ αυτών της ένστασης διζήσεως και των ευεργετημάτων των άρθρων 862-868 ΑΚ,  όπως και ότι δεσμεύει αυτήν  κάθε αναγνώριση της οφειλής, που θα προβεί ο λήπτης του δανείου,   αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 332 ΑΚ και του ν. 2251/1994 και της ΥΑ Ζ1 798/2008 και δεσμεύει τη δεύτερη των ανακοπτόντων υπέρμετρα, καθώς διαταράσσεται η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ αυτής και της καθ’ής η ανακοπή. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμος, διότι  είναι επιτρεπτή  η  παραίτηση από τα άνω δικαιώματα, όπως και η δέσμευση  από την μελλοντική αναγνώριση της οφειλής, αφού συνιστούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου, προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο (ΑΚ 361), ενώ  οι ανακόπτοντες  δεν εκθέτουν σε τι συνίσταται η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος τους. Ο ίδιος λόγος ανακοπής, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος και  αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι ακόμη κι αν ο όρος αυτός ήθελε κριθεί άκυρος, αυτό  δε θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να οδηγήσει και στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, εφόσον η δεύτερη ανακόπτουσα δεν επικαλείται με την ανακοπή της πραγματικά περιστατικά, που πληρούν  τις προϋποθέσεις θεμελίωσης έναντι της δανείστριας τράπεζας των ευεργετημάτων αυτής ως εγγυήτριας. ΄Ητοι δεν επικαλείται την συνδρομή   μίας ένστασης από αυτές (857, 862 ΑΚ) από τις οποίες φέρεται ότι παραιτήθηκε, ούτε αμφισβητεί την οφειλή του πρώτου ανακόπτοντος.  Κατά τον τρόπο αυτό, όμως δεν είναι δυνατό να διαγνωσθεί αν η έστω άκυρη παραίτηση από τα συγκεκριμένα δικαιώματα,   άσκησε επίδραση  αιτιωδώς στη διαμόρφωση της  οφειλής (ΑΠ 99/2020  ο.π. ΕφΠειρ 374/2021 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=7653). Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος της ανακοπής.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι  δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και  τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003 και δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. 237/16.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο …. με αριθμό …. την 16.9.2019, η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, μεταβιβάσθηκαν από την εφεσίβλητη « ………………», στην εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «…………» νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου –  οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης και  η απαίτηση από την επίδικη με αρ.  …………/17-02-2006 στεγαστικού δανείου, όπως φαίνεται στο παράρτημα της σύμβασης. Από την καταχώρηση δε της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000, επήλθε η μεταβίβαση των απαιτήσεων προς την προαναφερθείσα εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία τυγχάνει ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης Τράπεζας στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις. Δυνάμει  της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../16.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο …. με αριθμό …… την 16.9.2019, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε κατ` άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων αρχικά στην  ……………   Με την από 23.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων  ορίστηκε νέος διαχειριστής η εταιρία «……………» (αρ. πρωτ. …../23.9.2019, τόμος …. αρ. …… στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Ακολούθως με την από 13.7.2020 σύμβαση η «……………» προέβη σε επαναγορά μέρους των επιχειρηματικών απαιτήσεων και μεταξύ αυτών και της επίδικης απαίτησης, όπως φαίνεται στο σχετικό παράρτημα (αρ. πρωτ. …../13.7.2020, τόμος …. αρ. …… στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Με την από  21.7.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων,  η άνω Τραπεζική εταιρία  μεταβίβασε τις επιχειρηματικές της απαιτήσεις και μεταξύ αυτών την επίδικη απαίτηση (βλ. παράρτημα) στην εταιρία με την επωνυμία   «…………..» με έδρα το ….. Ιρλανδίας (αρ. πρωτ. …../22.7.2020, τόμος …. αρ. …. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), η οποία  με την με ίδια ημερομηνία σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ανέθεσε την είσπραξή τους στην προσθέτως παρεμβαίνουσα «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………….» (αρ. πρωτ. …../22.7.2020, τόμος …. αρ. …… στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών).  Η  άνω συμφωνία επαναλήφθηκε την 1.3.2021 και  καταχωρήθηκε στο  Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στις 17.3.2021  (αρ, πρωτ. …../17.3.2021 η παλιά εκ νέου, τόμος …. αρ…..  και …./17.3.2021 τόμος  …. αρ….. η τελευταία συμφωνία. Συνεπώς με τη μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως κάθε παρεπόμενο, διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με την επίδικη απαίτηση στην «………………..» και  η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως διαχειρίστρια της άνω ειδικής διαδόχου  υπεισήλθε στα δικαιώματα της τελευταίας που αποτελούν  αντικείμενο της δίκης και έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει (αυτοτελώς) προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας (δικαιοπαρόχου αυτής ως προς την επίδικη έννομη σχέση) προς απόκρουση της ανακοπής δεδομένου ότι  η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί αποφάσεως καταλαμβάνει και την ως άνω ειδική διάδοχο εταιρεία ειδικού σκοπού (άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Όπως εκτέθηκε η εφεσίβλητης – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Συνεπώς η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και  αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα πρέπει ν΄απορριφθεί  η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Κατ΄επέκταση, πρέπει ν΄απορριφθεί και η ανακοπή κατά της από  6.9.2018 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω διαταγής πληρωμής.  Σε βάρος των ανακοπτόντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας (άρθρα 182, 178 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος   παράβολο ερημοδικίας πρέπει να οριστεί για την απούσα εφεσίβλητη έστω και αν αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την παρούσα ομόδικό της – προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, καθώς τόσο  έννομο συμφέρον  προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας καθώς, και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει αυτήν,  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 502, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1596/2018, ΑΠ 965/2017, ΑΠ 367/2014, ΑΠ 658/2012, ΕφΛαρ 187/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις : α) από 9-10-2019 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2019 έφεση  και β) 15.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των  διακοσίων (200) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στους εκκαλούντες.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ  επί της από 5/10/2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………/2018 ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή   κατά της με αρ.  ……./2018 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την με αρ.  ……./2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά της με ημερομηνία 6.9.2018 επιταγής προς πληρωμή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  πεντακοσίων (500) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  21.7.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ