Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 54/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   54/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα. T.Λ.

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  :  …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Κωνσταντίνο Κουσαή.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «………» και με διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στην Αθήνα (……….) όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υπόχρεης διαδίκου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας και που όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως ειδική διάδοχος της τελευταίας της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει  στην Αθήνα (………….), η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο  από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευαγγελία Οικονόμου.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  30.3.2022 και με αριθ.καταθ. …………./2022  ανακοπή της,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2783/2022  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης η εκκαλούσα  άσκησε την από 4-11-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2022 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 4-11-2022 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2022 έφεση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  κατά της υπ` αριθ. 2783/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη επιδόθηκε στις 6.10.2022 η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  4.11.2022 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ, ………….. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης  προκύπτουν τα εξής : Σε εκτέλεση  της  21-02-2021 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από   πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. …./2021 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  για την ικανοποίηση απαίτησης της καθ΄ής, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της με αρ. …./2-3-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της  δικαστικής επιμελήτριας  επιμελητού του Εφετείου Αθηνών, …………., στην περιγραφόμενη στην παραπάνω κατασχετήρια Έκθεση οριζόντια ιδιοκτησία, ήτοι στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου Α1 και στο ποσοστό 500/100 εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχεί στο δικαίωμα του υψούν,   ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, κειμένων στην Νίκαια Αττικής στην οδό ………….. Με την ίδια κατασχετήρια Έκθεση ορίστηκε ημέρα  ως πλειστηριασμού η 5.10.2022.   Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής. Με την υπό κρίση έφεσή της η ανακόπτουσα- ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους της ανακοπής της και ζητά, μετ’ αποδοχή αυτών, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 30.3.2022 και με αριθ.καταθ. ………../2022  ανακοπή της.

Κατά  τη διάταξη του άρθρου 919 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται 1) ……., 2) όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους (εκτός από δικαστική απόφαση)  υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σ’ αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου.    Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η κατασχετήρια Έκθεση  πρέπει να περιέχει εκτός από τα παραπάνω, α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος ………β)  αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου………..γ) τιμή πρώτης προσφοράς….. δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου, στο οποίο βασίζεται η εκτέλεση της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο έγινε η κατάσχεση.  Από την  πρώτη από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα στην αναγκαστική εκτέλεση συμπίπτουν συνήθως με εκείνα που αναφέρονται στον τίτλο, με το δικαιούχο δηλαδή της απαίτησης και τον υπόχρεο, στην δε κατασχετήρια έκθεση πρέπει να αναφέρεται ο εκτελεστός τίτλος, η επιταγή προς πληρωμή και το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση  (Μάζης ο.π. άρθρο 919 αρ.1 και 954 αρ.2).   Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Η παραπάνω διάταξη (2 παρ.4 Ν.4354/2015) εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν.4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, καθώς είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν.4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (ΟλΑΠ 1/2023). Εξάλλου κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ,   λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το δικόγραφο αυτής ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν και αν υπάρχει προθεσμία κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής δεν είναι δυνατόν να προταθούν οι λόγοι, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, κατά την οποία τίθεται θέμα κύρους ορισμένης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ήδη ανακοπή, δεν μπορούν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας (ΑΠ 856/2014 στη ΝΟΜΟΣ, Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. Β` έκδ. κάτω από το άρθρο 935, παρ. 172-174, σελ. 478 επ.). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εκείθεν στην εμπέδωση ασφάλειας στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα με αυτό καθιερώθηκε για την ανακοπή του 933 το «σύστημα συγκέντρωσης», σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προσβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την ανακοπή γεννημένοι λόγοι, ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Ειδικότερα κατά τη διάταξη λόγοι ανακοπής που ήταν γεννημένοι και μπορούσε ο ανακόπτων να προτείνει στη δίκη της ανακοπής απορρίπτονται ως απαράδεκτοι αν προταθούν σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης. Το εν λόγω απαράδεκτο βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Έτσι με τη διάταξη αυτή του άρθρου 935 ΚΠολΔ η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής καθίσταται υποχρεωτική όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκηση λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων άλλων πράξεων προηγήθηκαν. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933 κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη ανεξάρτητα δε από το διαδικαστικό  στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη αν δηλαδή  συζητήθηκε ή εκκρεμεί ακόμα προς έκδοση απόφασης [ΕφΑθ 2472/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 740/2022 https://www.efeteio-peir.gr/, ΕφΛαμ 80/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,   Μάζης σε  Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935  αρ.2, 3 σελ. 247επ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως  2017. 760, επ. Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223).

Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής της,  στον οποίο ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ής η ανακοπή δεν νομιμοποιείται στην επιβολή της  ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς στην  από 1.9.2021 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής :  α)  δεν  επικαλέσθηκε και  προσκόμισε  τα πλήρη  έγγραφα   για την  απόδειξη της μεταβίβασης της  απαίτησης από την …………… προς την αλλοδαπή εταιρία «…………» και ειδικότερα ενώ προσκόμισε τις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και τα συμφωνητικά ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων προς την καθ’ ης εταιρία,  δεν προσκόμισε τα νομιμοποιητικά έγγραφα, από τα οποία να προκύπτουν η ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων που υπογράφουν τα σχετικά έγγραφα β)  Οι μεταβιβάσεις και αναμεταβιβάσεις της οφειλής έγιναν κατά παράβαση της σύμβασης και χωρίς τη συναίνεση της ανακόπτουσας και του  πρωτοφειλέτη …….. καθώς συνιστά ουσιώδη μεταβολή της δανειακής σύμβασης γ)  Στην υπ. αρ. ……../17.3.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του  Ενεχυροφυλακείου Αθηνών που επικαλείται η καθ΄ής η ανακοπή με το οποίο φέρεται ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας  δεν αναφέρεται η εξουσία της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. ¨Όπως δε  η   εκκαλούσα – ανακόπτουσα αναφέρει, τις ίδιες αιτιάσεις είχε προβάλει και στα πλαίσια της   από 15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑ.Κ./Ε.Α.Κ.: ……./2022 ανακοπής, στρεφόμενης  της κατά της υπ’ αριθμ. ……../2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού και της από 20-01-2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής ως πράξεις εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός, είναι παραδεκτός και  νόμιμος κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η νομιμοποίηση της καθ΄ής για την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση,  με την  επιβολής της επίδικης  αναγκαστικής κατάσχεσης (άρθρο 919 παρ.2 ΚΠολΔ).  Από τα έγγραφα που προσκομίζονται προκύπτει ότι η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε δυνάμει της με αρ.  ……/2.3.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς  . ….   με επίσπευση της  καθ΄ής η εκτέλεση,   με βάση το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. …./2021 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτω από την από 20.1.2022 επιταγή προς πληρωμή. Όπως  μνημονεύεται στην άνω κατασχετήρια ¨Εκθεση,  η καθ’ ής η ανακοπή προέβη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής ενεργώντας  με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υποχρέου διαδίκου και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ………. δυνάμει της από 1.3.2021 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών νόμιμα (τόμος .. αρ. ….). Η τελευταία εταιρία είχε καταστεί ειδική διάδοχος της  εταιρίας ……….  των απαιτήσεων που αναφέρονται  στην  από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με τιτλοποίηση  αυτών και  μεταξύ αυτών και της ένδικης απαίτησης σε βάρος του πρωτοφειλέτη συζύγου της ανακόπτουσας   η οποία σύμβαση  καταχωρήθηκε ομοίως νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./22.7.2020(τόμος και αριθμός … και …).    Η τελευταία είχε καταστεί καθολική διάδοχος της ……. μετά τη διάσπασή της αυτής  δια της απόσχισης του κλάδου Τραπεζικής δραστηριότητας με σύσταση νέου πιστωτικού ιδρύματος και  η προαναφερόμενη Τραπεζική εταιρία ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», δυνάμει των με αρ. 4/27-7-2012 και 8/24-1-2013 αποφάσεων της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 2209/27-7-2012 τεύχος Β’ και ΦΕΚ 112/24-1- 2013 τεύχος Β’).  Την  αίτηση  προς έκδοση διαταγής πληρωμής  η καθ’ ής υπέβαλε με την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρίας,  η οποία είχε καταστεί ειδική διάδοχος της Τράπεζας ……., με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003.   Τα ανωτέρω στοιχεία αναγράφονται στην κατασχετήρια ¨Εκθεση και επιπλέον περιγράφεται το ακίνητο και το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η Κατάσχεση.  Εξάλλου, από και δια της καταχώρησης της σύμβασης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών  (άρθρο10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003)  έχει επέλθει  η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων και μεταξύ αυτών και της επίδικης,  ενώ ως  αναγγελία στον οφειλέτη λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου, ώστε να μην απαιτείται άλλη αναγγελία, ενώ γενικώς η εκχώρηση της απαίτησης δεν απαιτεί την συναίνεση του οφειλέτη.  Με δεδομένο ότι   η ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεων στην καθ΄ής η αίτηση έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 εφαρμόζεται με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. Ν.4354/2015,  ώστε έχει την εξουσία εκ του νόμου ως μη δικαιούχος διάδικος να ασκήσει κάθε ένδικο βοήθημα και να  προβεί σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, και μεταξύ αυτών να επισπεύσει και αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς αφού  η  καθ΄ής η ανακοπή αιτήθηκε την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής κι έκτοτε δεν  προέκυψε ότι επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή στα πρόσωπα των διαδίκων, είναι αυτή που  νομιμοποιείται στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης, με τις άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου  919 παρ.2 και  954  του ΚΠολΔ.   Όλες οι άλλες αιτιάσεις της ανακόπτουσας,   τις οποίες είχε προβάλει και κατά  προγενέστερης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης (της από 20.1.2022 επιταγής προς πληρωμή),  με την από 15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑ.Κ./Ε.Α.Κ.: ………../2022 ανακοπή,  προσκρούουν στο απαράδεκτο της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το μέρος που είναι παραδεκτός  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, ώστε με δεδομένο ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αιτιολογία, αφού θα καταστήσει χείρονα τη θέση της εκκαλούσας (άρθρο 536 ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Η εκκαλούσα  – ανακόπτουσα με το δεύτερο λόγο της έφεσης επαναφέρει  το δεύτερο λόγο της  ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζεται ότι   η  καθ΄ής η ανακοπή,  ενώ έχει καταστεί ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου Τράπεζας ….. δεν κοινοποίησε κατ’ άρθρο 925 του ΚΠολΔ τα έγγραφα που τη νομιμοποιούν, μαζί με την  κοινοποίηση της με αρ. …../2021  διαταγής πληρωμής στις 29.9.2021 και 20.1.2022  αλλά και της με αρ. ……/2.3.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός (άρθρο 935 ΚΠολΔ), μόνο  κατά το μέρος που στρέφεται κατά της κατασχετήριας έκθεσης, με δεδομένο ότι τον ίδιο λόγο ανακοπής  είχε δυνατότητα να προβάλει η ανακόπτουσα και με την από 15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑ.Κ./Ε.Α.Κ.: ………/2022 ανακοπή της στρεφόμενη κατά της από 20.1.2022 επιταγής προς πληρωμή. Ωστόσο, εδράζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς η καθ΄ής η ανακοπή, όπως εκτέθηκε και προηγουμένως, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και  την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης με την από 20.1.2022 επιταγή προς πληρωμή δεν  έχει μεσολαβήσει άλλη μεταβολή στο πρόσωπο του δικαιούχου επισπεύδοντος, που είναι η καθ΄ής η αίτηση με την ως αν ιδιότητά της, ώστε  να μην απαιτείται εκ νέου η κοινοποίηση των νομιμοποιητικών εγγράφων, η δε η ιδιότητα της καθ’ ης ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας «……………» προκύπτει από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ η κατασχεστήρια έκθεση πρέπει αν περιέχει ……ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού,    Η σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο ανωτέρω προθεσμία καθιστά εύλογο το συνυπολογισμό σ΄αυτή και του διαστήματος του Αυγούστου (βλ. Μάζης ο.π. άρθρο 954 αρ.2). Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής,  ο οποίος επαναφέρεται με τον λόγο της έφεσης η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ενώ η  περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 3-3-2022 με την κοινοποίηση σ’ αυτή της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 5-10-2022, δηλαδή  μετά 7 μήνες και 2 ημέρες, συμπεριλαμβανομένου. όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου.  Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού, όπως ρητώς ορίζεται πλέον στη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό, οπότε η λήξη της προθεσμίας επέρχεται την αντίστοιχη ημερομηνία του επόμενου μήνα (βλ. ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ  309/2023 σε  https://www.efeteio-peir.gr/  ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ώστε  ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης  με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 995 παρ.3 αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος και η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ’  αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Ο σκοπός της άνω διάταξης είναι σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης από τον ενυπόθηκο δανειστή (επί ακινήτου  που έχει επιβληθεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης)  να καταστήσει ενήμερους για την διαδικασία τον οφειλέτη που ευθύνεται κι επιπλέον τον τρίτο κύριο του ακινήτου, που υπέχει την εμπράγματη ευθύνη, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων τους (Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης  1997 σ. 292).   Η ανακόπτουσα με τον   τέταρτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει  τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της,   στον οποίο ισχυρίζεται ότι  η καθ’ ής η ανακοπή όφειλε με βάση τη διάταξη του άρθρου 995 παρ. 3 του ΚΠολΔ επί ποινή ακυρότητας να έχει κοινοποιήσει την κατασχετήρια Έκθεση στο σύζυγο και τα τέκνα της ως συννομείς του ακινήτου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος,  καθώς  η ανακόπτουσα είναι  η ίδια και οφειλέτης (ως εγγυήτρια) και κυρία και νομέας  του ακινήτου που έχει επιβληθεί η κατάσχεση, στο οποίο δεν επισπεύδει εκτέλεση ο ενυπόθηκος δανειστής (υπάρχει στο ακίνητο υποθήκη της Αγροτικής Τράπεζας, χωρίς για την απαίτηση αυτή να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση), ενώ οι  οικείοι της μέλη της οικογένειάς της αποτελούν βοηθούς νομής, κατά τη διάταξη του άρθρου 986 ΑΚ (Α.Γεωργιάδης Εμπράγματο Δίκαιο 1991 σ.156, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2 άρθρο 910 αρ.5). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Στον πέμπτο λόγο της έφεσης η ανακόπτουσα παραπονείται  ότι η εκκαλούμενη απόφαση  απέρριψε τον έκτο λόγο της ανακοπής, που αναφερόταν στην ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της ακυρότητας του εκτελεστού τίτλου,  ως απαράδεκτο κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ,  για το λόγο ότι ο άνω λόγος ανακοπής είχε προταθεί στην από  15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: …………/2022 ανακοπή της κατά άρθρα 633 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  κατά της υπ’ αριθμ. …../2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου και κατά της από 20-01-2022 επιταγής προς πληρωμή.  Με αυτό το δεδομένο όμως και αφού  στην άνω ανακοπή πληττόταν  και η από 20-1-2022 επιταγή προς πληρωμή ως πράξη εκτέλεσης, ήταν απαράδεκτη η προβολή των ιδίων λόγων ανακοπής στην παρούσα ανακοπή που στρέφεται ομοίως κατά της εκτέλεσης (της κατασχετήριας έκθεσης) και μάλιστα ανεξαρτήτως της διαδικαστικής πορείας της προγενέστερης αυτής ανακοπής, αν αυτή συζητήθηκε ή όχι.  Η εκκαλούσα ανακόπτουσα επικαλείται ότι η  από  15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: ………./2022 ανακοπή είχε προσδιοριστεί να συζητηθεί σε απώτερο χρόνο (21.10.2022) σε σχέση με την παρούσα, η οποία συζητήθηκε  από  15-02-2022 και με αριθμό κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: ………./2022, ωστόσο ήταν δυνατή η συνεκδίκασή τους, εφόσον εκκρεμούσαν στο ίδιο Δικαστήριο και το ζητούσε η ανακόπτουσα.  Σε κάθε περίπτωση με το δικόγραφο της έφεσης η εκκαλούσα δεν επαναφέρει ορισμένα τον άνω λόγο ανακοπής, ήτοι με το πλήρες περιεχόμενό του, αρκούμενη απλώς να αναφέρει  ότι εσφαλμένα αυτός απορρίφθηκε. Όμως ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτος, ώστε και ο άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι αυτό αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 333/2019 www.areiospagos.gr). Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον έβδομο λόγο της ανακοπής της, τον οποίο επανέφερε με τον έκτο λόγο της έφεσής της ισχυρίστηκε τα εξής : Ότι η ανακόπτουσα πληροφορήθηκε την μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στην καθ’ ής η ανακοπή στις 29.9.2021 μετά την έκδοση της με αρ. …../2021 διαταγής πληρωμής και υπέβαλε  αίτηση από κοινού με τον πρωτοφειλέτη σύζυγό της για ρύθμιση της οφειλής της,  όμως η εκπρόσωπος της καθ΄ής η ανακοπή αρνήθηκε αυτήν αναφέροντας ότι θα έπρεπε να γίνει συνολική ρύθμιση  για όλες  τις οφειλές του συζύγου της  ανακόπτουσας …………. και ιδίως  το επιχειρηματικό δάνειο που είχε λάβει η εταιρία με την επωνυμία  «………..», στην οποία μετείχε o ίδιος,  το οποίο εμφάνιζε  υπόλοιπο οφειλής 765.000 €, αναφέροντας ότι αποτελεί πάγια πολιτική αυτής. Ότι η καθ’ ής η ανακοπή για την ίδια απαίτησή της και με τον ίδιο εκτελεστό τίτλο  έχει επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει υπ’ αριθμ. ………./11-2-2Ο22 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης  ακίνητης περιουσίας της  δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λάρισας …………..,  και ενός  επιπλέον ακινήτου κυριότητας της ανακόπτουσας,  οικοπέδου επιφανείας 1.001,39 τ.μ, στη θέση «…» του Δήμου Νοτίου Πηλίου (πρώην ….) της ΠΕ. Μαγνησίας μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, με τιμή πρώτης προσφοράς 211.000  €, η οποία υπερκαλύπτει την επίδικη οφειλή και παρ΄όλα αυτά  με την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, επισπεύδει πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας της ανακόπτουσας. Τα πραγματικά περιστατικά, όμως που επικαλείται η ανακόπτουσα κατά το πρώτο σκέλος του λόγου ανακοπής δεν καθιστούν  την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ής σε προφανή υπέρβαση των ακραίων αξιολογικών ορίων, που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της. Ειδικότερα,  όπως αναφέρεται  στην ίδια την ανακοπή   η οφειλή για την οποία επισπεύδεται   αναγκαστική εκτέλεση, έχει δημιουργηθεί από στεγαστικό δάνειο που πήρε ο σύζυγος της ανακόπτουσας  για την ανέγερση εξοχικής κατοικίας υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η ανακόπτουσα.  Η αποδοχή η μη της πρότασης για ρύθμιση της οφειλής, αποτελεί  ευχέρεια της καθ΄ής χωρίς να είναι η ίδια υποχρεωμένη να την δεχθεί, αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της, η δε απάντησή της (πάγια τακτική όπως αναφέρεται), ότι  ρύθμιση (με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής) θα ήταν δυνατή μόνο επί  των συνολικών οφειλών του συζύγου της ανακόπτουσας, ο οποίος είναι ο πρωτοφειλέτης (και σημειωτέον έχει 5 συνολικά δανειακές συμβάσεις, 3 στεγαστικά και 1 επιχειρηματικό δάνειο με υπόλοιπο 765.000 €),  λογική αντιπρόταση, εντασσόμενη στον θεμιτό τρόπο προάσπισης των συμφερόντων της, μεταξύ των οποίων δεν αποκλείεται και η   είσπραξη της απαίτησής της με αναγκαστικά μέτρα (ΕφΑθ 3773/2021).  Η άσκηση του δικαιώματός της θα ήταν καταχρηστική αν η καθ’ ης η ανακοπή δεν είχε συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος της ή βάσει προγενέστερης συμπεριφοράς της είχε δημιουργήσει  στην ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα της, γεγονός που δεν το επικαλείται η τελευταία. Από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι περαιτέρω προκύπτει  η πρόταση του συζύγου της ανακόπτουσας και της ιδίας για ρύθμιση της οφειλής υποβλήθηκε μέσω του πληρεξουσίου της Δικηγόρου στις 2.3.2023,  την ημέρα δηλαδή επιβολής της αναγκαστικής εκτέλεσης (είχε   ήδη προηγηθεί η  επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής), κατόπιν δε της απαίτησης της ανακόπτουσας για υποβολή αίτησης ρύθμισης για το σύνολο των οφειλών (του πρωτοφειλέτη) ο σύζυγος της ανακόπτουσας ως πρωτοφειλέτης υπέβαλε αίτηση ζητώντας πίστωση χρόνου για να εκποιήσει ακίνητά του και επιπλέον    διαγραφή του 70% των οφειλών του,  αναφέροντας ότι ήταν σε θέση να καταβάλει 500 € μηνιαίως. Επί της πρότασης αυτής δεν προκύπτει  απάντηση της καθ΄ής η ανακοπή. Ωστόσο και υπό την εκδοχή αυτή (τα περιστατικά αυτά εκτίθενται στην έφεση και όχι  στο δικόγραφο της ανακοπής) η συμπεριφορά της καθ΄ής η  ανακοπή δεν είναι καταχρηστική, καθώς ενόσω  είχε προχωρήσει στην επιβολή της κατάσχεσης στο ακίνητο της ανακόπτουσας, δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδεχθεί τη σχετική πρόταση, που προϋπέθετε την κατά μεγάλο μέρος μείωση της απαίτησής της, ούτε είχε δημιουργήσει σχετική πεποίθηση στην ανακόπτουσα και το σύζυγό της ότι θα γίνει αποδεκτή από πλευράς της  οποιαδήποτε πρόταση για ρύθμιση. Επομένως ο άνω ισχυρισμός κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και σε κάθε περίπτωση, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επιπλέον μόνο το γεγονός ότι  επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της κύριας κατοικίας της ανακόπτουσας δεν καθιστά αυτή χωρίς άλλο καταχρηστική, δεδομένου ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητών νομοθετικών προβλέψεων, (αρχικά του ν. 3869/2010, εν συνεχεία του ν. 4605/2019, έπειτα του ν. 4714/2020 και ακολούθως του ν. 4738/2020), ώστε δεν είναι δυνατό, μέσω της κατασκευής της καταχρηστικότητας δικαστικά να παρακαμφθεί η σαφής νομοθετική βούληση περί προστασίας της πρώτης κατοικίας αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του κάθε φορά ισχύοντος ειδικού νομοθετικού καθεστώτος, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ευμενέστερη θέση τους οφειλέτες, οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στους ανωτέρω νόμους  (ΕφΑνΚρ 10/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ο άνω ισχυρισμός κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και σε κάθε περίπτωση, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αντίθετα,  κατά το δεύτερο σκέλος του ο ίδιος λόγος  ανακοπής είναι νόμιμος, ως στηριζόμενος στη διάταξη του  άρθρου 281 σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με  την οποία η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα ακίνητα απ΄όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσής της, που αποτελεί ειδική έκφανση της αρχής της απαγόρευσης  καταχρηστικής δικονομικής συμπεριφοράς, απηχούσα και την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 73/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Πρέπει όμως να απορριφθεί κατά  το σκέλος αυτό  ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η ίδια η ανακόπτουσα, κατόπιν άσκησης ανακοπής της με την με αρ. 82/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της οποίας δεν προκύπτει η άσκηση έφεσης, έχει ακυρωθεί η με αρ. ……/11-2-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης  στο ακίνητο της ανακόπτουσας στο Πήλιο, που σημαίνει ότι  τα όσα  ισχυρίστηκε η  ίδια περί διπλής κατάσχεσης  για την ίδια απαίτηση (σε δύο ακίνητα αυτής) δεν ισχύουν πλέον, κατόπιν ενέργειας (άσκησης ανακοπής) της ίδιας της ανακόπτουσας.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής κατά το πρώτο  σκέλος του,  ορθώς  ως μη νόμιμο (η απόρριψη αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμου είναι πλεοναστική αιτιολογία από το παρόν Δικαστήριο). Απέρριψε επίσης τον ίδιο ισχυρισμό και κατά το δεύτερο σκέλος του ως μη νόμιμο, ενώ αυτός όπως εκτέθηκε,  έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες, ώστε ο άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου την διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α’ και β’ ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι, η στο ως άνω άρθρο προβλεπόμενη ανακοπή έχει τον χαρακτήρα ειδικού ένδικου βοηθήματος, η καθιέρωση του οποίου, με την ανωτέρω διάταξη, αποσκοπεί στη διόρθωση της εκθέσεως κατασχέσεως για οποιαδήποτε έλλειψή της, η οποία πριν από την τροποποίηση της διατάξεως αυτής θεμελίωνε ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση της εκθέσεως. Η άσκηση της τελευταίας αυτής ανακοπής δικαιολογείται μόνο  σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο στην περίπτωση που οι ελλείψεις της εκθέσεως κατασχέσεως είναι ιδιαίτερα σοβαρές, όπως ως προς την περιγραφή του πράγματος, που δεν θα απέκλειαν την αντικατάστασή του ή δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση, όπως επί ελλείψεως συμπράξεως ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα και με τη συνδρομή πάντοτε του στοιχείου της βλάβης, δικονομικής ή περιουσιακής, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 ΚΠολΔ, ΑΠ 1687/2005,  Εφ.Πειρ.  271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς ή η ατελής ή ανακριβής περιγραφή στην έκθεση κατάσχεσης του ακινήτου με τα συστατικά του ή με τα κατασχεθέντα παραρτήματα δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατάσχεσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει την άνω ειδική  ανακοπή της διάταξης του άρθρου 954 παρ. ΚΠολΔ. Η ανακόπτουσα στον  πέμπτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση  η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πρέπει να ακυρωθεί διότι πάσχει από αοριστία του υπό κατάσχεση ακινήτου, καθώς η συντάξασα αυτή δικαστική επιμελήτρια παρόλο που  διαπίστωσε η ίδια την ύπαρξη άλλων δύο ορόφων (Β’ορόφου 80 τμ. και Γ όροφο – δώμα 20 τμ.) προέβη σε αόριστη περιγραφή αυτών αναφέροντας ότι δεν κατέστη δυνατή η είσοδός της και υπολογίζοντας αυθαίρετα και αόριστα την αξία των άνω ορόφων μόνο στο ποσό των 120.000 €.  Ότι επιπλέον  στην κατασχετήρια έκθεση παρέλειψε να αναφέρει το πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας και ΑΦΜ του παρόντος συζύγου της ………. και τα βάρη του ακινήτου. Οι ελλείψεις όμως αυτές ως προς την περιγραφή και αξία του ακινήτου μπορούν να ιαθούν με την  άσκηση της ανακοπής της διάταξης του άρθρου 954, στην οποία έχει ήδη προβεί η ανακόπτουσα όπως αναφέρει με την έφεσή της, καθώς κατόπιν αίτησής της έχει εκδοθεί ήδη η με αρ. 1561/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διόρθωσε την κατασχετήρια έκθεση ως προς  την ατελή περιγραφή προσδιορίζοντας το ακίνητο σε μεζονέτα  Α΄Β και Γ ορόφων 96, 82 και 25 τμ. και την αξία και  τιμή της πρώτης προσφοράς στο ακαι  το ποσό των 389.600 €. Στα απαραίτητα στοιχεία της κατασχετήριας έκθεσης δεν είναι η καταγραφή ειδικότερων στοιχείων του παρόντος κατά την εκτέλεση (ΑΦΜ διιεύθυνση κατοικίας), και σε κάθε περίπτωση η παράλειψη αυτών δεν προκαλεί κανενός είδους δικονομική βλάβη στην ανακόπτουσα. Δεν απαιτείται καταρχήν η αναγραφή των βαρών του ακινήτου τα οποία οφείλει ο δικαστικός επιμελητής να προσδιορίσει στο απόσπασμα που αναρτάται, όπως πράγματι προέβη κατ’ εφαρμογή  της διάταξης του άρθρου 995 παρ. 4 εδ. γ’ ΚΠολΔ. (βλ. το υπ’ αρίθμ. …../14-03-2022 απόσπασμα της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, που δημοσιεύθηκε την 14-03-2022 στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΦΚΑ και είναι ενσωματωμένο και στο δικόγραφο της ανακοπής). Συνεπώς  ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, οπότε ορθώς απέρριψε αυτών σχετικώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 995 ΚΠολΔ ο πλειστηριασμός διενεργείται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα, όπως προβλέπει το άρθρο αυτό, η δε ανάρτηση των στοιχείων στο ηλεκτρονικό σύστημα γίνεται κατά τις διατάξεις της ΥΑ 41756/2017, που  εξακολουθεί να ισχύει (βλ. και την ΥΑ  16106/2021 κατ΄εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 207 του ν. 4738/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 της άνω  ΥΑ ο  συμβολαιογράφος πρέπει να αναρτήσει στην ιστοσελίδα των …………… την αναγγελία διενέργειας του πλειστηριασμού (άρθρο 5 παρ. 1 της υπ` αρ. 41756 ΥΑ). Αυτή περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, τα πλήρη στοιχεία επικοινωνίας  του συμβολαιογράφου, το αντικείμενο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, την ημερομηνία διενέργειας του, την τιμή πρώτης προσφοράς, το ποσό της εγγύησης και τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων όπου έχει αναρτηθεί το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρο 5 εδ. β` της υπ` αρ. 41756 ΥΑ). Γίνεται δεκτό ότι πρέπει να αναφέρεται και η ώρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού. Με την αναγγελία μπορεί να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου (άρθρο 5 παρ. 2 της υπ` αρ. 41756 ΥΑ βλ. και το όμοιο άρθρο 5 της ΥΑ16106/2021). Από το νόμο δεν τίθεται προθεσμία αναγγελίας του πλειστηριασμού από το συμβολαιογράφο. Θα πρέπει να γίνεται σε τέτοιο χρονικό σημείο ώστε να επιτρέπει την εμπρόθεσμη συμμετοχή των πλειοδοτών στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό και τον εκ μέρους τους διορισμό αντικλήτου στο πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης, που κατά μ ήτοι 10 εργάσιμες μέρες πριν τον πλειστηριασμό (959 § 5 ΚΠολΔ). Η αναγγελία πρέπει να πραγματοποιηθεί νωρίτερα, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους υποψήφιους πλειοδότες να συμμετέχουν στη διαδικασία, να καταβάλλουν την εγγύηση και να υποβάλλουν ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο του άρθρου 1003 παρ. 2 (959 §5 ΚΠολΔ).  Το εκπρόθεσμο της ανάρτησης  και η μη πληρότητα των στοιχείων επιφέρουν ακυρότητα του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση βλάβης (Κιουπτσίδου σε ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη Νίκα 2021 άρθρο 955 αρ.10, 959 αρ.58 και 995 αρ.9). Η ανακόπτουσα με τον όγδοο λόγο της έφεσης επαναφέρει τον ένατο λόγο της ανακοπής της, κατά τον οποίο  έως την άσκηση  της ανακοπής ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν είχε προβεί σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα των «………» της προσβαλλόμενης κατάσχεσης. Ο λόγος αυτός όμως πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση και αλυσιτελής, καθώς με βάση τα όσα προεκτέθηκαν η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος είχε  δικαίωμα να προβεί στην άνω ανάρτηση τουλάχιστον  10 εργάσιμες ημέρες πριν τον πλειστηριασμό, ο οποίος είχε ορισθεί  στις 5.10.2022. Η  παρούσα ανακοπή  κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 31.3.2022 και η  συζήτηση αυτής  έλαβε χώρα στις 5.5.2022, ώστε υπήρχε ακόμα πολύς χρόνος για την σχετική ανάρτηση. Σε  κάθε περίπτωση ο πλειστηριασμός έχει ανασταλεί δυνάμει της με αρ. 1594/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  έως την έκδοση απόφασης επί της από 15.2.2022 ανακοπής. Συνακόλουθα  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής  ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε  το νόμο.

Η ανακόπτουσα με τον  ένατο λόγο της έφεσής παραπονείται για την απόρριψη του δέκατου λόγου της έφεσής της, με τον οποίο πρόβαλε την ακυρότητα του με αρ. πρωτ.  …./18.2.2022 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης  της δικαστικής επιμελήτριας … . που δημοσιεύτηκε  στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών, για τους ίδιους λόγους που είχε ισχυρισθεί με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, δηλαδή για την μη κοινοποίηση στο σύζυγο και τα τέκνα της ως συννομείς το ακινήτου. Όμως ο άνω λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος, για τον ίδιο λόγο που εκτέθηκε, κατά  την απόρριψη του ιδίου λόγου της έφεσης, καθώς ο σύζυγος και τα τέκνα της ανακόπτουσας δεν αποτελούν συννομείς και για τον πρόσθετο λόγο ότι το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δεν έχει αυτοτέλεια σε σχέση με αυτή.   Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο  απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής για τους ίδιους λόγους δεν έσφαλε και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί και ο άνω λόγος της έφεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής για τον ίδιο λόγο ορθά εφάρμοσε το νόμο. Μετά από αυτά  αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης – καθ’ής η ανακοπή, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλούσα κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος του εκκαλούσας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την    3.2.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ