Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 188/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   188/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  : Της εταιρίας με την επωνυμία με την επωνυμία «………..» (πρώην «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «………….»), η οποία που εδρεύει στην Αθήνα (…………), με αριθμό Γ.Ε,ΜΗ, …….. και Α.Φ.Μ. ……. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένω, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………….», με έδρα στο ….. Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ……… και δ/νση ……….), η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..». με έδρα στο Δήμο Αθηναίων, δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. των άρθρων 455 επ. Α.Κ.. και του άρθρου 61 του ν. 4548/2018, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Σοφία Μοράκου [ΘΕΟΔΩΡΟΣ Γ. ΠΑΣΣΑΣ-ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ι. ΣΦΗΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ :  ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αριάδνη Νούκα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη  άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  5.8.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022   ανακοπή της,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 37/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης η εκκαλούσα  άσκησε την από 20-9-2023   με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2023   έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν  προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 20-9-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2023  έφεση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  κατά της υπ` αριθ. 37/2023  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ.  …… . . e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 5.8.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2022   ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση 1) της από 8.3.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του υπ’ αριθ. …/2022 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …./2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2) της υπ’ αριθ. …/24.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……… .. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκανε δεκτή  την ανακοπή  ως προς τον πρώτο λόγο της και ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση. Κατά της απόφασης αυτής   παραπονείται η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  ώστε να απορριφθεί  η από 5.8.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  7619/3775/2022   ανακοπή.

H ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι η καθ΄ής δεν νομιμοποιείται στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, στην οποία έχει εκχωρηθεί η αρχική απαίτηση της Τραπεζικής εταιρίας …………,  με συνέπεια να μην έχει εξουσία να διενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί  ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι, αφού η ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεων στην καθ΄ής, Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως επικαλείται η ανακόπτουσα,  έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 εφαρμόζεται  η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. Ν.4354/2015,  ώστε  έχει την εξουσία εκ του νόμου ως μη δικαιούχος διάδικος να ασκήσει κάθε ένδικο βοήθημα και να  προβεί σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, και μεταξύ αυτών να επισπεύσει και αναγκαστική εκτέλεση (Ολ. ΑΠ 1/2023).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  το οποίο  έκρινε ότι ο λόγος ανακοπής είναι  νόμιμος και δέχθηκε αυτό ως  ουσιαστικά βάσιμο και  δεχόμενο κατ΄επέκταση  την ανακοπή ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση,   έσφαλε ως προς  την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Να διακρατηθεί η ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §. 1 ΚΠολΔ),και να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ανακοπής. Περαιτέρω  να χωρήσει η έρευνα των λόγων ανακοπής της ανακοπής που δεν εξετάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με δεδομένο δε ότι γίνεται δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα    (άρθρο 495 § 3 εδ. στ’ ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επίσης, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων, προκαλώντας δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα του υποχρέου (Ολ. ΑΠ 7/2002, Ολ.ΑΠ 8/2001, ΑΠ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό, εξάλλου, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί, και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 1077/2015, Εφ.Πειρ. 556/2024, Εφ.Αθ.1637/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατ΄εφαρμογή  άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (“ΤτΕ”) με την υπ` αρ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β` 2289/ 27.08.2014) Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 31.12.2014, όπως ίσχυε το επίδικο χρονικό διάστημα με την με την με αρ. 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.08.2016), όπως τροποποιήθηκε με την με αριθ. 221/2/17.03.2017 (ΦΕΚ Β’ 971/22.03.2017) και την με αρ. 392/1/31.5.2021, που κατάργησε την προηγούμενη (ΦΕΚ Β’ 2411/07-06-2021) και την υπ’ αριθ. 396/23.07.2021 (ΦΕΚ Β 3425/28.07.2021). Ο άνω κώδικας ο οποίος έχει  ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και  τις εταιρίες που διαχειρίζονται απαιτήσεις από δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα(τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α` 94/27.5.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί για λογαριασμό του, εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, (γ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τον δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, (δ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και (ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας. Η θεσπισθείσα και καταγραφείσα, από τον Κώδικα, Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια, ως μία τυποποιμένη και κυρίως για αποδεικτικούς  λόγους έγγραφη διαδικασία με τη μορφή ανταλλαγής επιστολών. Κατά το πρώτο στάδιο, (α) το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το “Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες” και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την “Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης” (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο της Δ.Ε.Κ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως “μη συνεργάσιμος” και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. β) Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το γ) τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Το ίδρυμα, καθ` όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά  το τέταρτο (δ) στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση, που θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (Π.Ε.Ε.) …/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο (ε) στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα, που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης η μη τήρηση των οποίων συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των πέντε (5) σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενών οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού (ΑΠ 916/2023, ΑΠ 323/2021, ΑΠ 1352/2011 www.areiospagos.gr EφΠειρ  431/2023 σε https://www.efeteio-peir.gr/?p=11354, ΕφΑθ 2266/2023  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2416/2020  ΤΝΠ ΔΣΑ, Χασάπη, «Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013», ΕφΑΔ 2017. 511, Δ.Φλάμπουρα, «Η καταγγελία των πιστώσεων ενόψει του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος», ΧρΙΔ 2016. 307, Σπυράκο, «Συνεργάσιμος δανειολήπτης: Η αποκατάσταση του περιεχομένου μίας παρείσακτης στο Ν. 3869/2010 έννοιας», ΧρΙΔ 2016. 405, 408).

Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα εκθέτει στον τέταρτο  λόγο της ανακοπής της ότι  το δάνειο που είχαν λάβει η ίδια και ο συνοφειλέτης σύζυγός της σε ελβετικό φράγκο ρυθμίστηκε με σειρά πρόσθετων πράξεων, με δεδομένη την αλλαγή ισοτιμίας αυτού και ότι ήταν συνταξιούχοι με συγκεκριμένα εισοδήματα, από το έτος 2011 έως τέλος του 2017, διάστημα στο οποίο εξυπηρετούσαν αυτό κανονικά. ¨Ότι  πριν την λήξη του χρονικού διαστήματος της τελευταίας ρύθμισης ο σύζυγος της ανακόπτουσας  ζήτησε από την δικαιοπάροχο της απαίτησης Τράπεζα την κατάρτιση νέας πρόσθετης πράξης με συνέχιση  του ποσού της ίδιας δόσης, όμως η Τράπεζα απαίτησε προφορικά δια της αρμόδιας υπαλλήλου, χωρίς να αιτιολογήσει και παρόλο για την απαίτησή της είχε εμπράγματη ασφάλεια (Α προσημείωση υποθήκης)  πρόσθετες υποχρεώσεις που δεν δυνατό σε αυτούς να τηρήσουν (σύναψη της σύμβασης από πρόσθετο εγγυητή, καταβολή πολύ υψηλού ποσού δόσης ) και απέρριψε  αντιπρόταση αυτών για ελαφρά αύξηση του ποσού της δόσης. Ότι  καθ΄ής που απέκτησε την διαχείριση της σύμβασης δανείου  απαίτησε εφάπαξ καταβολή ποσού 18.000 € και καταβολή ποσού δόσης 960 €, που ήταν αδύνατο να τηρήσουν ενόψει των εισοδημάτων τους και στις  4.6.2021, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου. ¨Ότι οι συνοφειλέτες, οι οποίοι όλο το άνω διάστημα κατέβαλαν κανονικά το ποσό της δόσης, όπως είχε καθορισθεί,  διαμαρτυρήθηκαν για την καταγγελία της σύμβασης και κάλεσαν την καθ΄ής να τηρήσει τις διαδικασίες του ν. 4224/2013 με την υποβολή σ΄αυτούς πρότασης ρύθμισης, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσουν να καταβάλουν  το ποσό των 320 €. ¨Ότι η καθ΄ής παρόλα αυτά  εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, οι δε ενέργειες της προς καταγγελία της επίδικης σύμβασης και έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής  υπερβαίνουν τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της,  καθώς ούτε η ίδια και δικαιοπάροχος αυτής Τράπεζα τήρησαν  τις  διαδικασίες του ν. 4224/2013  η δε συμπεριφορά της τελευταίας αντιφάσκει με την προγενέστερη αυτής που συνίστατο στη ρύθμιση του δανείου της ανακόπτουσας και του συζύγου της, που ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. ¨Ότι κατά συνέπεια ο εκτελεστός τίτλος με βάση τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση πάσχει από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης δανείου.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που αφορά την απαίτηση της καθ΄ής η ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτά (άρθρο 934 παρ.1 περ.α, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη Έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε την ανακόπτουσα στις 24.6.2022 (βλ. επισημείωση του δικ. επιμελητή) η δε ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ής στις 29.8.2022 (βλ. την με αρ. …../29.8.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……………..). Είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τα έγγραφα  που προσκομίστηκαν, με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Δυνάμει της από την υπ. αριθ. ……………/23.9.2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ, αφενός της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και, αφετέρου, της ανακόπτουσας και του συζύγου της …………….. ως πιστούχων, η άνω Τράπεζα χορήγησε στην ανακόπτουσα και το σύζυγό της έντοκο  δάνειο ποσού 205.078,08 ελβετικών φράγκων (CHF) για την επισκευή οικίας, διάρκειας 120 μηνών.  Κατά  τη διάρκεια του πρώτου 36μήνου από την ημερομηνία εκταμίευσης του ποσού του δανείου ο τόκος θα υπολογιζόταν με σταθερό επιτόκιο ανερχομένου σε 5,47% ετησίως (με την  εισφορά του του ν. 128/75) και μετά την παρέλευση  παραπάνω χρονικής περιόδου ο τόκος θα υπολογιζόταν με το κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα απαρτιζόταν από α) το Διατραπεζικό επιτόκιο  LIBOR Ελβετικού Φράγκου (CHF) μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών πλέον β) περιθωρίου ανερχομένου σε 1,70% και γ) της εισφοράς του v. 128/75. Η εξόφληση του δανείου συμφωνήθηκε ότι θα γινόταν, κατά την περίοδο που του δάνειο θα εκτοκιζόταν με σταθερό επιτόκιο, σε 36 ίσες, συνεχείς, μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις που θα άρχιζαν 1 μήνα από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου και κατά την περίοδο που το δάνειο εκτοκιζόταν με επιτόκιο Ελβετικού Φράγκου (CHF) LIBOR, σε 84 συνεχείς, μηνιαίες, τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Περαιτέρω δυνάμει της από 30.11.2011 πρόσθετης πράξης δανείου συνομολογήθηκε ότι η εξόφληση του συνολικά ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου θα γινόταν  σε 71 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα άρχιζαν 13 μήνες από την 10.11.2011. Με την από 11.03.2013 πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε  η επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου κατά 120 μήνες,  ότι η εξόφληση του ανωτέρου υπολοίπου του δανείου θα γινόταν από τον οφειλέτη σε 188 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, η πρώτη από τις οποίες θα καταβαλλόταν την 10.03.2013, με καταβολή  ποσοστό 25,00% του ποσού της κάθε μίας από τις αμέσως επόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από την 10.12.2013. Με την από 18.11.2014 πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε ότι οι οφειλέτες θα κατέβαλαν ποσοστό 30% επί του ποσού εκάστης από τις αμέσως επόμενες 12  τοκοχρεωλυτικές δόσεις με αρχή αυτών των 10.12.2014. Περαιτέρω με την από 12.11.2015 πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου κατά 18 μήνες,  καθώς και ότι η εξόφληση, θα γινόταν 185 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας την 10.12.2015, με καταβολή ποσοστού 30% επί του ποσού εκάστης εκ των αμέσως επόμενων 18 από τις συνολικά ως άνω αναφερόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Τέλος με την από 06.06.2017 πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου κατά 18 μήνες, καθώς και ότι η εξόφληση του συνολικά ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου, το οποίο την 06.06.2017 ανερχόταν σε 154.504,30 CHF πλέον τόκων επί του αλήκτου κεφαλαίου και των ληξιπρόθεσμων οφειλών και τυχόν εξόδων, θα γινόταν σε 185 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας την 10.06.2017,  με καταβολή  ποσοστού 30% επί του ποσού της κάθε μίας από τις  αμέσως επόμενες 18 από τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις.  Όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι συνοφειλέτες (ανακόπτουσα και ο σύζυγός της) ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και ειδικότερα στην καταβολή των δόσεων, όπως αυτές είχαν καθορισθεί με τις άνω πρόσθετες πράξεις ρύθμισης της οφειλής. Με τη λήξη της τελευταίας  από 10.6.2017 πρόσθετης πράξης  (περί το τέλος του 2018) ο σύζυγός της ανακόπτουσας απευθύνθηκε στο υποκατάστημα της  Τράπεζας  Πειραιώς Περιβολακίων Νίκαιας,  για την κατάρτιση νέας πρόσθετης πράξης ρύθμισης της οφειλής. ¨Όμως η αρμόδια υπάλληλος προφορικά  ζήτησε αρχικά την εύρεση νέου εγγυητή, ο οποίος θα συμβαλλόταν και αυτός στη σύμβαση και κατόπιν την καταβολή δόσης που θα προσέγγιζε τα 1.000 €,  το οποίο δεν ήταν δυνατό στους οφειλέτες, με βάση τα εισοδήματά τους, δεδομένου ότι ήταν συνταξιούχοι, ενώ δεν έγινε δεκτή πρόταση αυτών για καταβολή δόσης ποσού 400 € μηνιαίως. Εξάλλου δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης μεταξύ της «………….» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (καταχωρήθηκε στο βιβλίο του άρθρου 3 ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./16.9.2019 στον τόμο ….. και με αριθμό …..) η επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε μεταξύ άλλων  στην δεύτερη  εταιρία ειδικού σκοπού και η οποία με την  από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (με αριθμό πρωτοκόλλου …./16.9.2019 στον τόμο …. και με αριθμό …. του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) ανέθεσε την διαχείριση αυτής  στην ……. (με αριθμό πρωτ. ……/16.9.2019 στον τόμο …. και με αριθμό … βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών). Κατόπιν διαχειριστής απαιτήσεων κατέστη η εταιρία «………..» (αρ. καταχώρησης …/23.9.2019 τόμος … αριθμός  …), η οποία μετονομάσθηκε στην ήδη εκκαλούσα «…………». Η τελευταία προέβη στις 4.2.2021 σε κλείσιμο του λογαριασμού  καθιστώντας το σύνολο του ποσού των  149.064,31 ελβετικών φράγκων, ισόποσο των 138.535,60 € ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, μεταφέροντας αυτό σε λογαριασμό καθυστέρησης. Περαιτέρω με την από 7.6.2021 εξώδικη δήλωσή της (επιδόθηκε στους συνοφελέτες την 9.6.2021)  κατήγγειλε στην σύμβαση επικαλούμενη ότι  οι συνοφειλέτες δεν συμμορφώθηκαν στους όρους της σύμβασης στεγαστικού δανείου και  των πρόσθετων πράξεων αυτής, συνιστάμενη στην καθυστέρηση καταβολής οφειλόμενων δόσεων και ζήτησε την καταβολή του άνω ποσού, εντόκως με το συμβατικό υπερημερίας πλέον 2,5 εκατοστιαίων μονάδων.  Μεσολάβησαν την 10.3.2021 επανεκχώρηση της απαίτησης από την εταιρία  ειδικού  «……….. στην  τράπεζα ………», (αρ. πρωτ. …/10.3.21 στον τόμο …. και με αριθμό … του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών), η οποία  δυνάμει  της από 16.3.2021  σύμβασης μεταβίβασε την απαίτηση στην  εταιρία με την επωνυμία «………», (αρ. πρωτ. …/17.2021 στον τόμο … και με αριθμό ….. στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 ν.3156/2003, η οποία με την από 16.3.21 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. πρωτ. …/17.3.2021  τόμος …. και με αριθμό ….. του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών)  ανέθεσε εκ νέου την διαχείριση  της απαίτησης στην καθ΄ής η ανακοπή. Η τελευταία με την από 2.9.2021 αίτησή της προς  έκδοση διαταγής πληρωμής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού  περιόρισε το αιτούμενο  ποσό σ΄ αυτό των 87.833,46 €, επιφυλασσόμενη για το υπόλοιπο,    προέβη στην έκδοση της με αρ. …./2022 διαταγής πληρωμής Αθηνών, με την οποία οι συνοφειλέτες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σ΄αυτήν, εις ολόκληρον το ποσό των 87.833,46 €,  με το νόμιμο συμβατικό επιτόκιο  υπερημερίας την επομένη της 10.6.2021 με εξάμηνο ανατοκισμό. Με την από 8.3.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής η καθ’ ής επισπεύδει την επίδικη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη με   με την με  αριθ. …/24.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . …… έχει προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση  των 2 οριζοντίων ιδιοκτησιών Α και Β ορόφου κειμένων  στην Νίκαια Αττικής στην οδό ……….. ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας. Ωστόσο, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι,  ενώ με διαδοχικές  πρόσθετες πράξεις, με αφετηρία  από το 2011 ρυθμίστηκε η σύμβαση δανείου και δόθηκε η δυνατότητα (από το έτος 2013) στους συνοφειλέτες να καταβάλουν τμήμα της τοκοχρεωλυτικής δόσης (25 % με την πράξη του 2013,  30  % με τις υπόλοιπες πράξεις)  στην οποία αυτοί ήταν  συνεπείς,   η δικαιοπάροχος της απαίτησης Τράπεζα  διέκοψε την πρακτική αυτή και απαίτησε αρχικώς την εύρεση πρόσθετου εγγυητή, στη συνέχεια την καταβολή ποσού δόσης περί τα 1.000 €, απορρίπτοντας αντιπρόταση των συνοφειλετών για ελαφρά  αύξηση του ποσού της μηνιαίας δόσης, ανάλογη με τα μηνιαία εισοδήματα τους, καθώς είναι συνταξιούχοι.   Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω προκύπτουν μόνο από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως (υιού της ανακόπτουσας), καθώς ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν εγγράφως στους συνοφειλέτες οι λόγοι της μη κατάρτισης πρόσθετης πράξης ρύθμισης της οφειλής, όπως προηγουμένως με συνεκτίμηση και της πρότασής τους για μικρή αύξηση του ποσού της δόσης, η οποία απορρίφθηκε.  Ακόμα είναι άξιο μνείας ότι  η απαίτηση της Τράπεζας είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση Α υποθήκης για το ποσό των 287.109,31 ελβετικών φράγκων, που είχε εγγραφεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες Α και Β ορόφου  κείμενες στην Νίκαια Αττικής στην οδό ……………., οι οποίες έχουν ήδη κατασχεθεί με την επίδικη έκθεση κατάσχεσης. Η αξία των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών έχει προσδιορισθεί με την άνω κατασχετήρια έκθεση σε 141.300 €, ενώ το σύνολο της απαίτησης ανέρχεται (κατά το κλείσιμο  του λογαριασμού σύμβασης στις 4.2.2021) σε 138.535,60 € (βεβαίως πλέον τόκων). Εξάλλου, παρά  την μη κατάρτιση πράξης ρύθμισης οι συνοφειλέτες συνέχισαν την καταβολή του ποσού της ίδιας δόσης, το οποίο προκύπτει τόσο αποδείξεις καταβολής/κίνηση του λογαριασμού, που προσκόμισαν οι ίδιοι, όσο και το λογαριασμό του δανείου σε ελβετικά φράγκα, που προσκόμισε η καθ’ ής στην αίτηση προς έκδοση διαταγή πληρωμής, καθώς μόνο μετά την 10.8.2019  εμφανίζεται σ΄αυτόν ο όρος «δόση σε καθυστέρηση» που προφανώς αφορά το επιπλέον ποσό της τοκοχρεωλυτικής δόσης (χωρίς τη  ρύθμιση), ενώ σε προηγούμενες σελίδες για το ίδιο διάστημα έως 11.1.2021, υπάρχει στήλη (στην πίστωση) «καταβολή δόσης».  Η  καθ’ ής η ανακοπή, που ανέλαβε τη διαχείριση του δανείου προέβη στις 7.6.2021   στην καταγγελία αυτής  επικαλούμενη ότι οι συνοφειλέτες (όπως εκτέθηκε) δεν συμμορφώθηκαν στους όρους της σύμβασης στεγαστικού δανείου και  των πρόσθετων πράξεων αυτής και καθυστέρησαν την καταβολή οφειλόμενων δόσεων,  το οποίο δεν ήταν ακριβές, αφού  οι συνοφειλέτες είχαν συμμορφωθεί πλήρως στις πρόσθετες πράξεις του δανείου και κατέβαλαν ακριβώς τις δόσεις, όπως είχαν καθορισθεί με αυτές, η δε καθυστέρηση καταβολής αφορούσε μόνο το επιπλέον ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, εκτός ρύθμισης, μετά την λήξη της τελευταίας πράξης ρύθμισης. Οι συνοφειλέτες διαμαρτυρήθηκαν για την καταγγελία της σύμβασης δανείου από την καθ΄ής η ανακοπή με την από 30.6.2021 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία αφού ανέφεραν τα προηγούμενα, κάλεσαν την καθ’ ής ανακοπή να επαναφέρει τη συμβατική κατάσταση της σύμβασης δανείου,  και να  τηρήσει τον Κώδικα Δεοντολογίας υποβάλλοντας  σ΄αυτούς πρόταση ρύθμισης της οφειλής τους, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσουν να καταβάλουν το ίδιο ποσό μειωμένης δόσης.   Όμως η καθ’ ής η ανακοπή δεν απάντησε και προέβη  περαιτέρω στην έκδοση της διαταγής πληρωμής και με βάση αυτή επέσπευσε την επίδικη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας.  Με βάση τα ανωτέρω,  η συμπεριφορά της καθ’ ής η ανακοπή σε συνέχεια αυτής της δικαιοπαρόχου Τράπεζας,  υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της.  Η Τράπεζα, δικαιούχος της απαίτησης επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά, καθώς παρόλο που, με σειρά πρόσθετων πράξεων σταθερά από το έτος 2011 ρύθμιζε την οφειλή των συνοφειλετών, παρέχοντας σ΄αυτούς τη δυνατότητα καταβολής μειωμένης δόσης ανάλογη με την οικονομική τους κατάσταση, διέκοψε την πρακτική αυτή με τη λήξη της τελευταίας πρόσθετης πράξης αναιτιολόγητα, παρόλο που οι συνοφειλέτες ήταν συνεπείς στις καταβολές τους και η απαίτησή της ήταν εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης σε περιουσιακά στοιχεία αξίας ανάλογης με την απαίτησή της.  Η καθ’ ής η ανακοπή που ανέλαβε τη διαχείριση του δανείου κι ενώ οι συνοφειλέτες (η ανακόπτουσα και ο σύζυγός της) ενέπιπταν προφανώς στην κατηγορία των συνεργάσιμων οφειλετών, αφού επιδίωκαν τη ρύθμιση της οφειλής τους και εξακολουθούσαν να καταβάλουν το ποσό της μηνιαίας δόσης,  όπως αυτή είχε καθορισθεί τελευταία, δεν τήρησε παντελώς τη διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ), στην οποία και η ίδια ήταν υπόχρεη, καθώς δεν προέβη σε έγγραφη πρόταση  ρύθμισης της οφειλής τους με μία ή περισσότερες  εναλλακτικές λύσεις και ακόμα  λύση οριστικής διευθέτησης, αλλά κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και προχώρησε στη διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης της απαίτησης(έκδοση διαταγή πληρωμής/αναγκαστική εκτέλεση). Συνεπώς η καταγγελία της σύμβασης δανείου και έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της ανακόπτουσας και του συζύγου αυτής είναι από πλευράς της καθ΄ής η ανακοπή καταχρηστική, αφού  συνεπάγεται αποκλειστικά ζημία αυτών, χωρίς ιδιαίτερο οικονομικό όφελος για την καθ’ ης, ερχόμενη σε αντίθεση με την ευνοϊκή για τους συνοφειλέτες προγενέστερη συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου Τράπεζας, που τους είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι θα εξακολουθούσε η ρύθμιση της οφειλής τους και δεν  θα καταγγελλόταν πρόωρα, το συγκεκριμένο χρόνο, η σύμβαση δανείου. Συνακόλουθα πάσχει και είναι άκυρη η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανακόπτουσας με την άνω διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο.  Με βάση τις παραδοχές αυτές πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος ανακοπής και  να ακυρωθεί α) η  από 8.3.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του υπ’ αριθ. …./2022 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών β) η υπ’ αριθ. …../24.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………..  Μετά την ευδοκίμηση του άνω λόγου της ένδικης ανακοπής,  παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων με δεδομένη την ιδιαίτερη δυσχέρεια  των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ΄ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 37/2023  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από  5.8.2022  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2022  ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ τον τέταρτο λόγο αυτής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ  : α) την  από 8.3.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του υπ’ αριθ. ………/2022 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών β) την υπ’ αριθ. ………../24.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την   29.3.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ