Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 565/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

2o τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   565/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : Της  ομόρρυθμης εταιρίας …………….., 2) …………… 3) ………….. 4) ……………… και 5) ……………., οι οποίοι  (1-5), εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο τους Δικηγόρο Λεωνίδα Στάμου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Παναγιώτη Παπασπυρίδη.

Οι ανακόπτοντες και ήδη  εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-4-2014 και με αρ. καταθ. …………../2014 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 2366/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από 4-9-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2020  έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η  παρούσα συνεδρίαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος  Δικηγόρος των εκκαλούντων παραστάθηκε με δήλωση και αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει, ο δε πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 4-9-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2020, έφεση των ανακοπτόντων και ήδη  εκκαλούσας, κατά της με αρ. 2366/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………….. e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 1-4-2014 και με αρ. καταθ. ………../2014 ανακοπή τους,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ο ανακόπτοντες ζήτησαν  να ακυρωθεί  η με αρ. ………./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 51.447,65 ευρώ, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από σύμβαση δανείου. Επί της άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλουν οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ) 1071/2017, ΑΠ 2210/2013, ΕΕμπΔ 2014.701. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 166/2017 ΕφΑθ (Μον), 327/2018, ΕφΔωδ (Μον) 1/2016, ό.π). Ενόψει  όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, την έκδοση της οποίας πέτυχε Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της, και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος. Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό. (ΑΠ 1090/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 753/1995).  Περαιτέρω, σύμφωνα  με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται ΑΠ 368/2019, ΑΠ  999/2019, ΜΕφΘεσ 2256/2018, ΜΕφΘεσ  1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π.,ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, ΠΠρΘεσ 16258/2013, Αρμ. 2014,1171,  Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E).  Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 585 §  2   ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015 «το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή………» Από την τελευταία διάταξη, προκύπτει ότι  νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν  από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με  τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ (και ήδη μετά το ν. 4335/2015 μόνο η τελευταία),  διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 5/2018,  ΑΠ 111/2015, ΑΠ  1287/2012 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 440/2012,  ΕφΠειρ 153/2021 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=7067, ΕφΠειρ 234/2014  ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 328/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.234 ΕφΠειρ (Μον) 507/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες  ισχυρίζονται  στο  πρώτο λόγο της ανακοπής τους, όπως εκτιμάται, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ότι  η απαίτηση της καθ΄ής η ανακοπή είναι ανεκκαθάριστη, καθώς ενσωματώθηκε παρανόμως στο συμβατικό επιτόκιο  η εισφορά του ν. 128/1975,   η οποία παρανόμως ανατοκίσθηκε. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως κατά πρώτο λόγο ως  αόριστος διότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν το ποσό που  κατά τους ισχυρισμούς τους επιβαρύνθηκαν παρανόμως με το ποσό της άνω εισφοράς, χωρίς να είναι αρκετή η  γενική αμφισβήτηση του ποσού αυτού, καθώς από τη μερική ακυρότητα, όπως επικαλούνται,  δεν πλήττεται στο σύνολό της η απαίτηση  της καθ΄΄ής η ανακοπή.  Ο ανακοπής πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμος, διότι με βάση τα όσα εκτέθηκαν είναι επιτρεπτή η μετακύλιση της εισφοράς του ν, 128/1975 στον δανειολήπτη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ειδική αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, η οποία εισφορά επίσης, ως μέρος του πραγματικού επιτοκίου νομίμως ανατοκίζεται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε  για τον άνω λόγο ανακοπής, προεχόντως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, σε κάθε δε περίπτωση  η νόμιμο ορθά εφάρμοσε το νόμο.   Εξάλλου οι εκκαλούντες με τον ίδιο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο σχετικός όρος  είναι αδιαφανής αφού η καθ’ ής η ανακοπή τους επιβάρυνε με την εν λόγω εισφορά μετά από  προδιατυπωμένους  όρους και χωρίς επαρκή ενημέρωση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί  ως απαράδεκτος αφού ως παράπονο προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης και δεν είχε διατυπωθεί με το δικόγραφο της ανακοπής.

Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και μπορεί να αποτελέσει γενικό όρο συναλλαγής (Γ.Ο.Σ), κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν.2551/1994 ‘’περί προστασίας των καταναλωτών’’, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, δηλαδή όρο που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων από την πιστώτρια τράπεζα για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, χωρίς να θεωρείται καταχρηστικός, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, οπότε με την απόδειξη της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου υποχρεούται η πιστώτρια (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 35/2011, Εφ.Αθ. 7318/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο πιστούχος, ωστόσο, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά, με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος φέρει το βάρος απόδειξης των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1071/2017 ο.π, ΑΠ 916/2002, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Αθ. 3670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το παραπάνω απόσπασμα, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ.1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν.1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 902/2006 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819, Εφ.Αθ. 1876/2008 ΔΕΕ 2009.80)

Οι ανακόπτοντες, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, όπως εκτιμάται, ο οποίος επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης αλλά και τους 1β και 1γ,  ισχυρίζονται ότι  το ποσό της απαίτησης δεν αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ΄΄ης, λόγω της ακυρότητας του ανατοκισμού της  εισφοράς που ενσωματώθηκε σ΄αυτά, ώστε να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επί μέρους ποσών με συνέπεια την αδυναμία του πραγματικού ποσού της οφειλής.   Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς η απαίτηση της καθ’ ής αποδεικνύεται πλήρως από το απόσπασμα  του λογαριασμού της πίστωσης, που έχει εξαχθεί από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα επίσημα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή της, στο  οποίο (απόσπασμα) υπάρχει σχετική   βεβαίωση   της   γνησιότητας   της   εκτύπωσής του από υπαλλήλους της καθ’ ης που ενήργησαν την εκτύπωση. Σύμφωνα  με τον υπ’ αριθμό 9.4 όρο της σύμβασης το απόσπασμα του λογαριασμού της πίστωσης αποτελεί πλήρη απόδειξη για την απαίτηση της καθ’ ης που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως κατά της πιστούχου εταιρείας.  Από τον λογαριασμό αυτό προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και μεταξύ αυτών και αναφορικά  για την  επιβάρυνση για την εισφορά του ν. 128/1975, χωρίς να είναι απαραίτητο να τηρείται γι΄αυτή  χωριστή λογιστική κίνηση, ώστε ο σχετικός  λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν για τον ίδιο λόγο δεν έσφαλε, οι δε ελλιπείς αιτιολογίες συμπληρώνονται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες στον τέταρτο λόγο της έφεσης ισχυρίζονται ότι η υπογράφουσα την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής Δικηγόρος της καθ΄ής δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε  έγγραφη πληρεξουσιότητα.  Περαιτέρω ισχυρίζονται (πέμπτος λόγος) ότι στη σύμβαση πίστωσης έχουν ενσωματωθεί  όροι καταχρηστικοί που διαταράσσουν την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ  οφειλέτη δανειστή. Οι λόγοι αυτοί συνιστούν νέους λόγους ανακοπής που δεν προβλήθηκαν με το δικόγραφο της αυτής και συνεπώς  πρέπει να απορριφθούν  ως απαράδεκτοι (βλ. ΑΠ 99/2020). Μετά από αυτά  αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων ανακοπτόντων – εκκαλούντων όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος των εκκαλούντων – ασκούντων τους, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τους  εκκαλούντες, παράβολο, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. στις 16.9.2022.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    H  ΓPAMMATEAΣ