Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 536/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :    536/ 2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

TOY ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ  :  ……………., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παχή.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «………….» (η ……….) που εδρεύει στη ….. Αττικής επί της ……… με ΑΦΜ …. και ΑΡΤΕΜΗ …… και εκπροσωπείται νόμιμα, νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση υπ’αριθμ. 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας Ελλάδος), ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της πράξης ……/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’αριθμ. …../8-1-2019 πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων εταιρείας ειδικού  σκοπού  με την επωνυμία «…………..» με έδρα το …… Ιρλανδίας, (……………) και έχει αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει της από 17-7-2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και των από 3-2-2021   και  17-3-2021   Προσαρτημάτων  της,  όπως αυτή  η σύμβαση καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 17-7-2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …./17-7-2020 στον τόμο 11 και α.α. …., το από 3-2-2021 παράρτημα με αρ.πρωτ. …/4-2-2021 στον τόμο … και α.α….. και το από 17-3-2021 παράρτημα με αριθμό πρωτ…./24-3-2021 στον τόμο … και α.α…., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, και του υπ’αριθμ. …/13-10-2020 ειδικού πληρεξουσίου της Σφου Αθηνών …….., η οποία τελευταία αλλοδαπή εταιρεία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……», η οποίο εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦM ………, ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 1-7-2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17-7-2020 Σύμβαση Εκχώρησης Απαιτήσεων, καταχωρηθείσας νομίμως στα βιβλία του Ενεχ/κείου Αθηνών την 17-7-2020 με αρ.πρωτ. …./17-7-2020 στον τόμο …. και α.α. ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 μεταξύ των οποίων απαιτήσεων συμπεριλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Σπυρίδωνα Κολιγλιάτη.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  4.4.2022 και με αριθ.καταθ. ………../2022  ανακοπή του,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2281/2022  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης ο εκκαλών  άσκησε την από 5.8.2022  και  υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης  …………/2022 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η    από 5.8.2022  και με αρ. καταθ. …………/2022 έφεση του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος  κατά της υπ` αριθ. 2281/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. τα με αρ. ………….. παράβολα του Δημοσίου ποσών 60 και 10,10,10 και10  € αντίστοιχα). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης  προκύπτουν τα εξής : Σε εκτέλεση  της  2-11-2021 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από  το υπ’ αρ. …./2013  πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. …./2013 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  για την ικανοποίηση απαίτησης της Τράπεζας «…….» που απορρέει  από την με αρ. …../22-9-1997 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό των πρόσθετων πράξεων αυτής και της από 27.7.2007 σύμβαση εγγύησης, συνολικού ποσού  662.699,32 €,  πλέον τόκων και εξόδων, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της με αρ. ………/24-2-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Αθηνών, ……….., στην οριζόντια ιδιοκτησία  με αρ. 1 του πρώτου ορόφου εμβαδού 77,50 τμ. και στην αποθήκη του υπογείου εμβαδού 59,20 τμ. ιδιοκτησίας του αιτούντος, κειμένων στην Νίκαια Αττικής στην οδό …….  Με την από  4.4.2022 και με αριθ.καταθ. ……./2022  ανακοπή του  ζήτησε  για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους την ακύρωση της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας  εκδόθηκε ε την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η υπ’ αριθ. ……./2022  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης ο εκκαλών  άσκησε την προαναφερόμενη έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, επικαλούμενος πλημμελή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Η τυχόν μερική απόσβεση της απαιτήσεως δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής για το πράγματι οφειλόμενο ποσό, καθόσον οι καταβολές του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι απόσβεσης της ενοχής, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη. Επιπλέον, η γενόμενη κατάσχεση δεν πάσχει ακυρότητας, εάν επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το αναφερόμενο στην επιταγή, αρκεί η απαίτηση για την οποία γίνεται η κατάσχεση, να είναι και μετά τον περιορισμό της, βέβαιη και εκκαθαρισμένη (ΑΠ 1773/2001, ΕφΑθ 292/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 86/2022 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=8568, ΕφΑθ 3773/2021, ΕφΑθ 4901/2000  σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο  της ανακοπής του που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του,  ότι παρόλο που με βάση την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ής το ποσό των 676.799,32€, η καθ’ ής επέβαλε  κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία αυτού μόνο για το ποσό των 50.000€, επιφυλασσόμενη για την είσπραξη του υπολοίπου, χωρίς να προσδιορίζονται  στην έκθεση κατάσχεσης τα κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, με συνέπεια να είναι αδύνατο να προσδιορισθεί ποιο  μέρος του συνόλου της οφειλής αποτελεί το παραπάνω  ποσό των 50.000€.  Ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς,  η οφειλή του ανακόπτοντος που προέρχεται από σύμβαση πίστωσης, με αλληλόχρεο λογαριασμό για την οποία αυτός  εγγυήθηκε,  συντίθεται από κεφάλαιο τόκους και έξοδα που αποτελούν παρεπόμενες υποχρεώσεις της κύριας απαίτησης. Το δε ζήτημα του καταλογισμού του ποσού αυτού (σε περίπτωση επίτευξης πλειστηριάσματος  ή αν  ο εκκαλών καταβάλει ο ίδιος το ποσό αυτό), ρυθμίζεται επαρκώς με τις διατάξεις του άρθρου 423 ΑΚ, το οποίο ισχύει και για  καταβολή που γίνεται κατόπιν αναγκαστικής εκτέλεσης (I. Καρακατσάνης σε ΑΚ   Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο,, τόμος II, σελ. 488, υπό το άρθρο 423 παρ.2). Συνεπώς η ανωτέρω καταγραφή – δήλωση περιορισμού είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ποσότητα της παροχής, η ποιότητα της οποίας προσδιορίζεται από τα εμπεριεχόμενα στην έκθεση κατάσχεσης στοιχεία με απλή μαθηματική εφαρμογή των όσων επιτάσσει το άρθρο 423 ΑΚ. Άλλωστε όπως ο ίδιος ο ανακόπτων αναφέρει η καθ’ ής  επιφυλάχθηκε για το υπόλοιπο της απαίτησής της και δεν παραιτήθηκε από αυτή, ώστε η  απαίτηση για την οποία επιβλήθηκε  η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, και μετά τον περιορισμό της να παραμένει βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι  απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος,   καθώς όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη έκθεση κατασχέσεως,  η καθ’  ής η ανακοπή ανέφερε ρητώς ότι το  ποσό των 50.000 € αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου της  οφειλής,  ο δε περιορισμός  έγινε αποκλειστικά για  μείωση των εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε  το λόγο αυτό ως μη νόμιμο δεν έσφαλε, οι δε ελλιπείς αιτιολογίες συμπληρώνονται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ” της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενο της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 23. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (ΑΛ 220). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση  των  πωλούμενων  απαιτήσεων  του   μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος            4.Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 TN ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν,  συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑθ 832/2022,  ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=6132, ΕφΘεσ 1643/2019 αδημ., Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704).

O εκκαλών ισχυρίζεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του,  με τον οποίο επαναφέρει το δεύτερο λόγο της ανακοπής του ότι  με την προσβαλλόμενη από 2.11.2011  επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. ……./2013 διαταγής πληρωμής  η αιτούσα του κοινοποίησε  μόνο απόσπασμα της σύμβασης διαχείρισης  και όχι ολόκληρο το σώμα αυτής,  όπως απαιτείτο, ώστε να μην προκύπτει ότι νομιμοποιείτο να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Ότι από τα έγγραφα, που κοινοποιήθηκαν  με την επιταγή προς  πληρωμή δεν προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την «……………….» προέρχεται και η επίδικη απαίτηση. Ο λόγος αυτός, είναι εν μέρει μη νόμιμος, καθώς όπως εκτέθηκε από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, έχει επέλθει η μεταβίβαση αυτής, ώστε να είναι αρκετή  η προσκόμιση περίληψης που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα  αποδείχθηκαν τα εξής  ως προς τη βασιμότητα του άνω λόγου ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του (μη απόδειξη μεταβίβασης της απαίτησης) : Με την από 2.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα : α) πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …/17-7-2020, τόμος αρ. …, αυξ. αρ. …, που περιέχει περίληψη της από 17-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με το παράρτημα αυτής, με την οποία μεταβιβάσθηκαν οι απαιτήσεις της τράπεζας «…………..» που αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης στην καθ’ ής η ανακοπή και μεταξύ αυτών και η επίδικη απαίτηση,  όπως αναφέρεται στο παράρτημα με Α/Α …., όπου αναφέρονται τα στοιχεία του αιτούντος,  ο αριθμός της σύμβασης (….) και η επωνυμία της πρωτοφειλέτριας «. ….», ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται για την επίδικη απαίτηση. β) Πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …/18-10-2021 τόμ. … αυξ. αριθ. …., που περιέχει περίληψη της από 17-7-2020 σύμβασης διαχείρισης δυνάμει της οποίας η διαχείριση  των επιχειρηματικών απαιτήσεων  της προαναφερόμενης εταιρίας ανατέθηκε στην  εταιρία «……………….», όπως  η ίδια σύμβαση είχε καταχωρηθεί αρχικά στις 17.7.2020 και  παρατάθηκε στις 3-2-2021, 17-3-2021, 17-5-2021, 14-7-2021, 15-10-2021 με τις αντίστοιχες καταχωρήσεις τους στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. γ) Το με αρ. …./13-10-2020 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… με το οποίο η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (…………..), χορηγεί στη «………………….», τις σ’ αυτό περιεχόμενες ειδικές εντολές και πληρεξουσιότητα και μεταξύ αυτών να προχωρεί σε άσκηση δικαιωμάτων εξουσιών που διέπουν τις απαιτήσεις με σκοπό την είσπραξη των ποσών που οφείλονται στο πλαίσιο των δανείων παρίσταται να εκπροσωπεί την εντολέα ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων και να καταθέτει αγωγές και αιτήσεις προς έκδοση διαταγών πληρωμής σε σχέση με τις απαιτήσεις.  δ) Το με αρ. …../17-11-2020 Πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …………. της τελευταίας εταιρίας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι στον αιτούντα συγκοινοποιήθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της καθ’ ής η ανακοπή ως εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου και επισπεύδουσας την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση και ότι αυτή νόμιμα ενήργησε (ΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/2022 ο.π.). Συνεπώς ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος κατά το δεύτερο σκέλος του ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής, κατά το πρώτο σκελος του ως μη νόμιμο και κατά το δεύτερο σκέλος του ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995, ΑΠ 194/1995). Η  μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε και αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 959/2019, ΑΠ 653/2013, ΑΠ 1016/2018, ΕφΑθ 104/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 727/2020 https://www.efeteio-peir.gr/?p=6503).

Στην προκείμενη περίπτωση  ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής του κατά τον οποίο ισχυρίζεται ότι  έχει προβεί σε καταβολές συνολικού ποσού 5.640,23 € το διάστημα από 8.5.2012 έως 18.4.2013,  οι οποίες όμως   δεν έχουν αφαιρεθεί από την καθ΄ής,  ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο θα έπρεπε να ανέρχεται  σ΄αυτό των 657.085,59 €, με συνέπεια η κατασχετήρια έκθεση και η από 2.11.2021 επιταγή προς πληρωμή να πάσχουν από ακυρότητα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος,  διότι ακόμα και το εν μέρει έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή, με τις επικαλούμενες καταβολές κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, δεν καθιστά άκυρη την αναγκαστική εκτέλεση που έχει ξεκινήσει σε βάρος του, ενώ το ζήτημα του ακριβούς  ύψους της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, θα επιλυθεί κατά την κατάταξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής για τον ίδιο λόγο ορθά εφάρμοσε το νόμο. Μετά από αυτά  αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος των του εκκαλούντος όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος του εκκαλούντος,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την    15.9.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ