Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 585/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Αριθμός  απόφασης :585/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του στις ………………… στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

TOYΑΙΤΟΥΝΤΟΣ  : ……………..που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παχή.

ΤΗΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Της εταιρείας …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Μυρσίνη Τσαχαλίδου.

Ο αιτών άσκησε  του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς  την από 5.9.2022 και με αρ. καταθ. …………/2022 αίτησή του  για την αναστολή της εκτέλεσης.

Δικάσιμος για την εκδίκαση της ως άνω αίτησης ορίσθηκε η 15η Σεπτεμβρίου 2022.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το σχετικό έκθεμακαι οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω σημειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και υπέβαλαν έγγραφα σημειώματα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο αιτών με την από 5.9.2022 και με αρ. καταθ. ………/2022 αίτησή του, ζητά να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, στα πλαίσια τη οποίας οποίας έχει ορισθεί ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του ακινήτου του  την 28.9.2022, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από και  υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης  ………/2022 έφεσης, που έχει ασκήσει  νομότυπα και εμπρόθεσμα  κατά της υπ` αριθ. 2281/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθ. 937 παρ. 1 περ.β΄ Κ.Πολ.Δ), κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. Κ.Πολ.Δ). Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά δεδομένου ότι η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (προ πάσης επιδόσεως), ενώ η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε την 5.9.2022, ήτοι εντός πέντε εργάσιμων ημερών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (28.9.2022, άρθ. 937 παρ. 1 περ.β΄ Κ.Πολ.Δ). Απορριπτέο, όμως, ως μη νόμιμο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα περί καταδίκης της καθ’ ης η αίτηση στα δικαστικά έξοδα  των αιτούντων, διότι, κατ’ άρθρ. 84 παρ. 2 Κωδ.Δικ., σε αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις χορήγησης αναστολής, τα έξοδα και η αμοιβή του δικηγόρου του καθ’ ού επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος της αιτούσας. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα και τα  προσκομιζόμενα έγγραφα πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα :  Σε εκτέλεση  της  2-11-2021 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από  το υπ’ αρ. ……./2013  πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. …../2013 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  για την ικανοποίηση απαίτησης της Τράπεζας «………..» που απορρέει  από την με αρ. …./22-9-1997 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό των πρόσθετων πράξεων αυτής και της από 27.7.2007 σύμβαση εγγύησης, συνολικού ποσού  662.699,32 €,   πλέον τόκων και εξόδων, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της με αρ. ……../24-2-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίαςτου δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Αθηνών, …………, στην οριζόντια ιδιοκτησία  με αρ. 1 του πρώτου ορόφου εμβαδού 77,50 τμ. και στην αποθήκη του υπογείου εμβαδού 59,20 τμ. ιδιοκτησίας του αιτούντος, κειμένων στην Νίκαια Αττικής στην οδό ……….  Με την από  4.4.2022 καιμε αριθ.καταθ. ………/2022 ανακοπή του ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους την ακύρωση της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2281/2022  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης ο αιτών  άσκησε την προαναφερόμενη έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, επικαλούμενος πλημμελή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη την απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Η τυχόν μερική απόσβεση της απαιτήσεως δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής για το πράγματι οφειλόμενο ποσό, καθόσον οι καταβολές του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι απόσβεσης της ενοχής, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη. Επιπλέον, η γενόμενη κατάσχεση δεν πάσχει ακυρότητας, εάν επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το αναφερόμενο στην επιταγή, αρκεί η απαίτηση για την οποία γίνεται η κατάσχεση, να είναι και μετά τον περιορισμό της, βέβαιη και εκκαθαρισμένη (ΑΠ 1773/2001,ΕφΑθ 292/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ86/2022 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=8568, ΕφΑθ 3773/2021, ΕφΑθ 4901/2000  σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο  της ανακοπής του που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του,  ότι παρόλο που με  βάση την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ής το ποσό των 676.799,32€, η καθ’ ής επέβαλε  κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία αυτού μόνο για το ποσό των 50.000€, επιφυλασσόμενη για την είσπραξη του υπολοίπου, χωρίς να προσδιορίζονται  στην έκθεση κατάσχεσης τα κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, με συνέπεια να είναι αδύνατο να προσδιορισθεί ποιο  μέρος του συνόλου της οφειλής αποτελεί το παραπάνω ποσό των 50.000€. Ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς,  η οφειλή του ανακόπτοντος που προέρχεται από σύμβαση πίστωσης, με αλληλόχρεο λογαριασμόγια την  οποία αυτός  εγγυήθηκε,  συντίθεται από κεφάλαιο τόκους και έξοδα που αποτελούν παρεπόμενες υποχρεώσεις της κύριας απαίτησης. Το δε ζήτημα του καταλογισμού του ποσού αυτού (σε περίπτωση επίτευξης πλειστηριάσματος ή αν  ο αιτών καταβάλει ο ίδιος το ποσό αυτό), ρυθμίζεται επαρκώς με τις διατάξεις του άρθρου 423 ΑΚ, το οποίο ισχύει και για  καταβολή που γίνεται κατόπιν αναγκαστικής εκτέλεσης (I. Καρακατσάνης εις Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος II, σελ. 488, υπό το άρθρο 423 παρ.2). Συνεπώς η   ανωτέρω καταγραφή – δήλωση περιορισμού είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ποσότητα της παροχής, η ποιότητα της οποίας προσδιορίζεταιαπό τα εμπεριεχόμενα στην έκθεση κατάσχεσης στοιχεία με απλή μαθηματική εφαρμογή των όσων επιτάσσει το άρθρο 423 ΑΚ. Άλλωστε όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει η καθ’ ής επιφυλάχθηκε για το υπόλοιπο της απαίτησής της και δεν παραιτήθηκε από αυτή, ώστε η  απαίτηση για την οποία επιβλήθηκε  η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, και μετά τον περιορισμό της  να παραμένει  βέβαιη και εκκαθαρισμένη.Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι  απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος,  καθώς όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη έκθεση κατασχέσεως,  η καθ’ ής η ανακοπή ανέφερε ρητώς ότι το ποσό των 50.000 €αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου της  οφειλής,  ο δε περιορισμός  έγινε αποκλειστικά για  μείωση των εξόδων.Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος της έφεσης πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ” της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενο της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2   3. Η σύμβαση πώλησηςκαι μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000 (ΑΛ 220). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση  των  πωλούμενων  απαιτήσεων  του   μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος          4.Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτεςκαι τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1».Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνίατων εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 TN ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν,  συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ.ΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΠειρ 574/2020 http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=6132,ΕφΘεσ 1643/2019 αδημ., Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και delegeferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704).

O αιτώνισχυρίζεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του,  με τον οποίο επαναφέρει το δεύτερο λόγο της ανακοπής του ότι  με την προσβαλλόμενη από 2.11.2011  επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. ……./2013 διαταγής πληρωμής  η αιτούσα του κοινοποίησε μόνο απόσπασμα της σύμβασης διαχείρισης  και όχι ολόκληρο το σώμα αυτής,  όπως απαιτείτο, ώστε να μην προκύπτει ότι νομιμοποιείτο να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Ότι από τα έγγραφα, που κοινοποιήθηκαν  με την επιταγή προς  πληρωμή δεν προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την «…. .» προέρχεται και η επίδικη απαίτηση. Ο λόγος αυτός, είναι εν μέρει μη νόμιμος, καθώς όπως εκτέθηκε από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, έχει επέλθει η μεταβίβαση αυτής, ώστε να είναι αρκετή  η προσκόμιση περίληψης που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα  πιθανολογήθηκαν τα εξής  ως προς τη βασιμότητα του άνω λόγου ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του (μη απόδειξη μεταβίβασης της απαίτησης) : Με την από 2.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα : α) πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …./17-7-2020, τόμος αρ. …., αυξ. αρ. …., που περιέχει περίληψη της από 17-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με το παράρτημα αυτής, με την οποία μεταβιβάσθηκαν οι απαιτήσεις της τράπεζας «…….» που αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης στην καθ’ ής η ανακοπή και μεταξύ αυτών και η επίδικη απαίτηση, όπως αναφέρεται στο παράρτημα με Α/Α …, όπου αναφέρονται τα στοιχεία του αιτούντος,ο αριθμός της σύμβασης (113174) και η επωνυμία της πρωτοφειλέτριας «…….», ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται για την επίδικη απαίτηση. β) Πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …./18-10-2021 τόμ. …. αυξ. αριθ. ….., που περιέχει περίληψη της από 17-7-2020 σύμβασης διαχείρισης δυνάμει της οποίας η διαχείριση  των επιχειρηματικών απαιτήσεων  της προαναφερόμενης εταιρίας ανατέθηκε στην  εταιρία «……………..», όπως  η ίδια σύμβαση είχε καταχωρηθεί αρχικά στις 17.7.2020 και  παρατάθηκε στις 3-2-2021, 17-3-2021, 17-5-2021, 14-7-2021, 15-10-2021 με τις αντίστοιχες καταχωρήσεις τους στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. γ) Το με αρ. ……/13-10-2020 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… με το οποίο η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (………..), χορηγεί στη «.. ………», τις σ’ αυτό περιεχόμενες ειδικές εντολέςκαι πληρεξουσιότητακαι μεταξύ αυτών να προχωρεί σε άσκηση δικαιωμάτων εξουσιών που διέπουν τις απαιτήσεις με σκοπό την είσπραξη των ποσών που οφείλονται στο πλαίσιο των δανείων παρίσταται να εκπροσωπεί την εντολέα ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων και να καταθέτει αγωγές και αιτήσεις προς έκδοση διαταγών πληρωμής σε σχέση με τις απαιτήσεις.  δ) Το με αρ. …../17-11-2020 Πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……… της τελευταίας εταιρίας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι στον αιτούντα συγκοινοποιήθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της καθ’ ής η ανακοπή ως εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου και επισπεύδουσας την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση και ότι αυτή νόμιμα ενήργησε (ΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/2022ο.π.). Συνεπώς ο άνω λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί κατά το δεύτερο σκέλος του ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995, ΑΠ 194/1995). Η  μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε και αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 959/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση  ο αιτών με τον τρίτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής του κατά τον οποίο έχει προβεί σε καταβολές συνολικού ποσού 5.640,23 € το διάστημα από 8.5.2012 έως 18.4.2013,  οι οποίες όμως   δεν έχουν αφαιρεθεί από την καθ΄ής,  ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο θα έπρεπε να ανέρχεται  σ΄αυτό των 657.085,59 €, με συνέπεια η κατασχετήρια έκθεση και η από 2.11.2021 επιταγή προς πληρωμή να πάσχουν από ακυρότητα. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι και με βάση τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος ακόμα και το εν μέρει έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή δεν καθιστά άκυρη την αναγκαστική εκτέλεση που έχει ξεκινήσει σε βάρος του.

Κατόπιν των παραπάνω κι αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, δεν  πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση  της έφεσης, έκρινε το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ώστε η  αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, λόγω της ήττας του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος (άρθρο 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία  των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής σε βάρος του αιτούντος,  τα οποία  ορίζει σε διακόσια (200) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  26.9.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ